Η
μελωδική και πικρή ιστορία της λατέρνας
Η ιστορία της Λατέρνας
είναι πολύ μεγάλη, διότι είναι απόγονος των αυτόματων οργάνων τα οποία
συναντούμε ακόμη και στην Αρχαιότητα. Μέχρι τον Μεσαίωνα τα εν λόγω όργανα
προορίζονταν κυρίως για τη διασκέδαση της άρχουσας τάξης. Στην Αναγέννηση
άρχισαν να κατασκευάζονται σε γοργούς ρυθμούς ενώ στα χρόνια των Ναπολεόντειων
Πολέμων άρχισαν να παίρνουν την τελική μορφή τους. Στο δεύτερο μισό του 19ου
αιώνα και ολόκληρο τον 20ο η Λατέρνα μεσουρανούσε στα λαϊκά στρώματα και
προοριζόταν αποκλειστικά για τη διασκέδασή τους. Ειδικά στον τελευταίο έφτασε
στο απόγειο της με πάνω από 10.000 όργανα να βρίσκονται σε κυκλοφορία.
Στα Αρχαία Χρόνια και
ειδικότερα τον 1ο αιώνα π.Χ. αναφέρονται για πρώτη φορά από τον μηχανικό και
γεωμέτρη Ήρωνα από την Αλεξάνδρεια, οι πρώτες αυτόματες μουσικές κατασκευές.
Στον Μεσαίωνα υπάρχουν
αξιόπιστες πηγές που αναφέρουν ότι αυτόματα οργανέτα έχουν δωριστεί σε
αυτοκράτορες του Βυζαντίου, αλλά και σε Χαλίφηδες της Βαγδάτης.
Η πρώτη αναφορά της
λατέρνας στην περίοδο της Αναγέννησης γίνεται το 1504, όπου αναφέρεται ότι οι
πύλες των τειχών του Salburg άνοιγαν με την συνοδεία λατέρνας κατά την ανατολή
του ήλιου. Από το 1650 κυρίως και μετά υπήρχε η μεγάλη κατασκευαστική ανάπτυξη
των μουσικών μηχανών με νέες εφευρέσεις, όπως μηχανικά πουλιά σε κλουβιά που
κελαηδούσαν και ρολόγια που με συνοδεία μουσικής από κυλίνδρους και χτένες
έβγαζαν ολόκληρη παράσταση χορευτών πάνω από τους δείκτες τους.
Από τις αρχές του 1800
(περίοδος των Ναπολεόντειων Πολέμων) η μουσική αλλάζει προσανατολισμό και από
τους ευγενείς και τους αυτοκράτορες, μεταφέρεται στις πλατειές μάζες και τον
λαό. Αυτό πραγματοποιήθηκε με το οργανέτο (barrel organ) στο Μαύρο δάσος της Βαυαρίας,
με το μουσικό κουτί (music box) στα ορεινά χωριά της Ελβετίας και με τη λατέρνα
(barrel piano) στην Αγγλία. Και τα τρία αυτά είδη χρησιμοποιούσαν τον κύλινδρο
με καρφιά, όπου κάθε καρφί ήταν και μια νότα. Η διαφορά τους, όμως, βρίσκεται
στον τρόπο που ο ήχος αναπαράγεται, έτσι χρησιμοποιούνται το αρμόνιο για το
οργανέτο (barrel organ), η μεταλλική χτένα για το μουσικό κουτί (music box) και
το πιάνο για τη λατέρνα (barrel piano).
Η πρώτη λατέρνα
κατασκευάστηκε το 1808 από έναν κατασκευαστή πιάνων στο Μπρίστολ (Bristol) της
Αγγλίας, ο οποίος έβγαλε τα πλήκτρα και τα αντικατέστησε με έναν κύλινδρο με
καρφιά.
Η λατέρνα εξαπλώθηκε με
πολύ γρήγορο ρυθμό στην Αμερική και την Ευρώπη, ακόμη και στην Ασία και την
Αφρική (κυρίως σε Ελληνικές παροικίες και κέντρα). Ειδικά στις Ελληνικές
παροικίες και κέντρα, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Αθήνα, ο Πειραιάς, η
Θεσσαλονίκη, το Κάιρο, η Αλεξάνδρεια η Σμύρνη και το Βουκουρέστι εδραιώθηκε με
μεγάλη ταχύτητα ως μέσω ψυχαγωγίας και διασκέδασης. Στις τρεις πρώτες δεκαετίες
του 20ου αιώνα ο αριθμός των λατερνών έφτανε τις 5000 περίπου στην
Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα και στον Πειραιά.
Το 1855 στην Κωνσταντινούπολη οι Τουρκόνι, Καρμέλλο και Αρμάο, ξεκίνησαν να οργανώνουν την παραγωγή της λατέρνας και να συνθέτουν και να γράφουν την μουσική της. Οι πρώτες λατέρνες που κυκλοφόρησαν ήταν από 33 έως 42 "πλήκτρα". Στην συνέχεια δημιουργήθηκαν δύο ομάδες οι “Οργανοποιοί” που κατασκεύαζαν το όργανο και οι “Σταμπαδόροι” που έκαναν τα τραγούδια. Γνωστά ονόματα που ασχολήθηκαν με την λατέρνα στο σύνολο της, ήταν και οι Γεωργίου, Μπρίντιζι, Τριπολιτσιώτης, Πολύκαρπος, Παπανδρέου, Ντικράν, Αλή Μπέη, Ευθυμίου και Φωτίου. Στo δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αντιμετωπίστηκε όχι μόνον σαν ένα από τα πολυπλοκότερα αλλά και τα πιο θαυμαστά (ως τότε) δημιουργήματα.
Το 1855 στην Κωνσταντινούπολη οι Τουρκόνι, Καρμέλλο και Αρμάο, ξεκίνησαν να οργανώνουν την παραγωγή της λατέρνας και να συνθέτουν και να γράφουν την μουσική της. Οι πρώτες λατέρνες που κυκλοφόρησαν ήταν από 33 έως 42 "πλήκτρα". Στην συνέχεια δημιουργήθηκαν δύο ομάδες οι “Οργανοποιοί” που κατασκεύαζαν το όργανο και οι “Σταμπαδόροι” που έκαναν τα τραγούδια. Γνωστά ονόματα που ασχολήθηκαν με την λατέρνα στο σύνολο της, ήταν και οι Γεωργίου, Μπρίντιζι, Τριπολιτσιώτης, Πολύκαρπος, Παπανδρέου, Ντικράν, Αλή Μπέη, Ευθυμίου και Φωτίου. Στo δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αντιμετωπίστηκε όχι μόνον σαν ένα από τα πολυπλοκότερα αλλά και τα πιο θαυμαστά (ως τότε) δημιουργήματα.
Η λατέρνα έφτασε γρήγορα από
την Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στη Σμύρνη,
στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Μάγευε με τη μελωδία. Βγήκε στα σοκάκια, στους
δρόμους, στις πλατείες. Μπήκε σε σπίτια, σ' αρχοντικά και παλάτια. Πάνω στους
κυλίνδρους τους γράφτηκαν σμυρνέικα, καντάδες, ρεμπέτικα, δημοτικά - ακόμα και
εμβατήρια. Η περιστροφή του κυλίνδρου της απέδιδε βαλσάκια, τανγκό, πόλκα και
μαζούρκα. Ήταν από μόνη της μια μικρή ορχήστρα.
Στις αρχές του αιώνα
υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα και τον Πειραιά 5.000 λατέρνες. Στ'
άκουσμα τους έμπαιναν όλοι στο χορό...
Έλληνες τεχνίτες -
καλλιτέχνες της Πόλης, με επικεφαλής τους Τουρκόνι και Αρμάο, πρωτοστάτησαν
στην παραγωγή (σε ευρωπαϊκά πρότυπα) και στη σύνθεση των κοματιών που
αποτυπώνονταν στους κυλίδρους τους. Έγραφαν ιστορία. Κυκλοφόρησαν λατέρνες που
είχαν από 33 έως 44 πλήκτρα. Πλήθυναν τα εργαστήρια, οι Βιοτεχνίες, οι
τεχνίτες, οι δάσκαλοι και οι μαθητάδες.
Κατά την διάρκεια της
δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά η χρήση της λατέρνας καταδιώχθηκε ως μία από τις
δραστηριότητες του υποκόσμου, όπου έπρεπε να εξαλειφθεί.
Η τελευταία λατέρνα θα
πρέπει να κατασκευάστηκε το 1937, από τον Πολύκαρπο. Ήρθαν όμως μετά το
γραμμόφωνο και το ραδιόφωνο και σαν τέλειωσε ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος η λατέρνα
ακουγόταν όλο και πιο λίγο.. Σήμερα υπάρχουν περίπου 200 λατέρνες στην Ελλάδα,
αλλά σχεδόν όλες είναι εκτός λειτουργίας και χρειάζονται πλήρη ανακατασκευή.
Όμως και κάποιες ελάχιστες
(και αυτές χωρίς την παλιά αίγλη και αξία
τους), ξέπεσαν στα χέρια ζητιάνων και ταυτίστηκαν με τη φτώχεια, τη μιζέρια και
την κακοηχία.
Και σαν να μην έφταναν όλα
αυτά εμφανίστηκαν κάποια στιγμή στους δρόμους και «λατέρνες» που «κρύβουν» στο
ξύλινο κιβώτιο -έπιπλο κάποιο ...κασετόφωνο. Όμως εδώ υπάρχει ένα τεράστιο
θέμα... Ηθικό, πολιτιστικό, ιστορικό. Η λατέρνα, αν και ξενόφερτη στη χώρα μας,
αποτελεί κομμάτι της ιστορίας της Ελλάδας που επηρέασε τη μουσική της.
Η λατέρνα, πρόσθετε αίγλη.
Ήταν στον καιρό της ένα πανάκριβο μουσικό όργανο. Την αγόραζαν οι πλούσιοι. Πολύ
αργότερα όπως είδαμε πέρασε στα χέρια πλανόδιων...
Αν και εξαπλώθηκε από τη
Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη ως τη Μεσόγειο ήταν οι Έλληνες που έκαναν τέχνη τη
χρήση της.
Την εποχή του Μεσοπολέμου
(κι αργότερα) η λατέρνα «κυνηγήθηκε» όπως και το ρεμπέτικο... «Η μπάλα πήρε και
τη λατέρνα» λένε οι γνώστες της ιστορίας της. Τότε καταστράφηκαν πολλές. Έμειναν
κρυμμένες σε υπόγεια. Λίγες επέζησαν... Οι παλιοί τεχνίτες άλλαξαν επάγγελμα. Ήταν
ντροπή, έλεγαν, να κάνουν αυτή τη δουλειά...
Ένας άνθρωπος που
ασχολήθηκε σοβαρά με τις λατέρνες έγραψε σε μια εφημερίδα: «Επειδή όλες σχεδόν
ήταν χαλασμένες και ...υποχώρησε το ενδιαφέρον γι' αυτές, κατέληξαν στα χέρια
των ...ζητιάνων που κοίταζαν να κάνουν ...φασαρία στα πανηγύρια και να βγάλουν
μεροκάματο». «Το ...φρικτό (σε όλη την ιστορία)», είναι ότι επισκέπτες (από
άλλες χώρες), οι οποίοι πάνε σε μουσεία με λατέρνες και ξέρουν, επομένως, την
ιστορία τους αντικρίζουν στους δρόμους
κακοντυμένους και με κακή αρκετές φορές συμπεριφορά πλανόδιους να γυρίζουν μια
μανιβέλα σ' ένα ξύλινο κουτί με ...κασετόφωνο... Οι λατέρνες - μαϊμού
αποτελούνται από νοβοπάν, μια λαβή - μανιβέλα, βελούδο με κρόσια και 'γω δεν
ξέρω τι άλλο... Τι ...χρωστάει αυτό το όργανο που "κουβαλάει" στην
"πλάτη" του αξιοπρέπεια και τέτοια ιστορία, να υφίσταται τον
εξευτελισμό...». «χρειάζεται», τονίζει, «να προστατευτεί (και νομοθετικά) η
λατέρνα».
Όμως στον ίδιο όταν του
τέθηκε το ερώτημα αν μπορεί «να δέσει» η λατέρνα με το σήμερα η μήπως άραγε
ξεπεράστηκε ανεπιστρεπτί, απάντησε.
«Και βέβαια "θα
δέσει"... Ένα καλό σημάδι είναι πως οι νέοι αρχίζουν και αναγνωρίζουν
πολλά στην παράδοση μας, τα οποία εμείς τα απορρίπταμε, τα ...πετούσαμε». Αν
κάποιος ζητούσε ένα «κομμάτι» στη λατέρνα που να συνδυάζει αρμονικά όσα
τραγουδούσαν στην παλιά Θεσσαλονίκη, στην παλιά Αθήνα, στην Πλάκα και όσα
ξεπήδησαν από την αναζήτηση και έφεραν τη συγκίνηση, το ενδιαφέρον, την αγάπη
για τη λατέρνα, ποια θα 'ταν η αντιπροσωπευτικότερη επιλογή; «Μπορεί να
σταματούσε (για λίγο) στο "Γαρύφαλλο στ' αφτί..." (ήταν από τα
...εμπορικότερα). Θα διάλεγε, όμως, τελικά ορισμένα παλιά σμυρνέικα και
ορισμένα δημοτικά ...τραγούδια άγνωστα στους πολλούς, με φοβερές εισαγωγές,
αλλά και ελληνικές ...εκδόσεις - διασκευές ευρωπαϊκών τραγουδιών της εποχής,
όπως η Ρέζενταλ και "βαλσάκια" ή τανγκό... Φανταστείτε πόσο όμορφο θα
ήταν να συγκεντρώνονταν μια σειρά από
τραγούδια για όλον τον κόσμο, σε τέσσερις κυλίνδρους: Ο ένας να 'χει πλακιώτικα
«τραγούδια του κρασιού», ο δεύτερος
παλιές καντάδες (είναι τα κατεξοχήν "κομμάτια" για λατέρνα), ο άλλος
να περιελάμβανε ρεμπέτικα και τσιφτετέλια και ο τέταρτος μόνον δημοτικά.
Κύριο χαρακτηριστικό της
λατέρνας ήταν και είναι το στόλισµά της. Παλαιότερα αποτελούσε και επάγγελµα
καθώς υπήρχαν καταστήµατα που πουλούσαν στολίδια και άλλα είδη. Είχαν
σκεπάσµατα από δέρµα σε διάφορα χρώµατα, κοµµένα, ξεγυρισµένα, µε κεντίδια,
σκαλισµένα διάτρητα. Αυτές ήταν οι φορεσιές. Υπήρχαν βελούδινα σκεπάσµατα µε
ρέλι, χρυσοκεντήµατα µε παραστάσεις (π.χ. 2 κοπέλες να κρατούν την ελληνική
σηµαία ή παραστάσεις από µάχες του ’21) Ήταν πολύ φορτωµένες µε χάντρες,
κοµπολόγια, εικόνες ακόµα και κέλυφος χελώνας και ότι άλλο σκεφτόταν ο καθένας.
Υπήρχαν σεγαριστά σχέδια µε το κλασσικό βυζαντινό σχέδιο και η εικόνα που είχαν
στο κέντρο ήταν ή της Μαρίας της Πενταγιώτισσας ή της Ρόζα Εσκενάζυ ή 2-3 ακόµα
άλλες. Σπάνια κάποιος έβαζε φωτογραφία από αγαπηµένο ή συγκεκριµένο του
πρόσωπο. Τέλος τα πόδια που στηριζόταν η λατέρνα ήταν ξυλόγλυπτα.
Στη σύγχρονη εποχή η
λατέρνα είναι πολύ παραµερισµένη και αρκετά σπάνιο θέαµα. Η ζήτηση είναι αρκετά
περιορισµένη σε συλλέκτες και κάποιους ελάχιστους µουσικούς. Επίσης σε µαγαζιά
διασκέδασης πολύ σπάνια βρίσκονται λατέρνες αφού οι δίσκοι, τα γραµµόφωνα και
τα Juke box παραµέρισαν τελείως τη λατέρνα µετά το 1940. Οι πωλήσεις πλέον
γίνονται σπάνια και συνήθως όχι κατόπιν παραγγελίας αλλά αγοράζονται έτοιµα
κοµµάτια.
Τα τραγούδια τα οποία
ταυτίστηκαν µε τη λατέρνα όπως η Φραγκοσυριανή, Γαρύφαλλο στ’ αυτί, Το Τραµ το
τελευταίο, Οι θαλασσιές οι χάντρες, παραµένουν στο ρεπερτόριο και των
καινούργιων οργάνων και υπάρχουν κάποιες προσθήκες σε τραγούδια του Μίµη Πλέσσα
ή του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Περπατώντας χθες στους δρόμους
της Πλάκας συνάντησα μια λατέρνα να περνά και άκουσα τους σκοπούς που έπαιζε
ενώ την ίδια ώρα πάνω σε ένα μπαλκόνι,
μέσα στο κλουβί του, ένα καναρίνι κελαηδούσε. Και αισθάνθηκα εκείνη την στιγμή θαυμάσια
καθώς ήταν συγκλονιστική η συνύπαρξη και η ηχητική πανδαισία από το κελάηδισμα
του μικρού καναρινιού που έσμιγε όμορφα με τους ήχους της λατέρνας.
Πηγές
Εφημερίδα «Τύπος της Κυριακής»
22.9.1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου