Η ξαφνική αύξηση που σημειώθηκε στους τύπους επιτραπέζιων σκευών
υποδηλώνει μεγαλύτερη ποικιλία στα αναλισκόμενα ποτά
Του Χρ. Γ. Ντουμα*
Σταθμό στην ιστορία των διατροφικών συνηθειών στο Αιγαίο αποτελεί η ξαφνική αύξηση των τύπων σε επιτραπέζια σκεύη που σημειώθηκε περί τα μέσα της τρίτης χιλιετίας π. Χ., υποδηλώνοντας μεγαλύτερη ποικιλία στα αναλισκόμενα ποτά. Την ίδια εποχή, παράλληλα με τις ευρύστομες πρόχους (κανάτες) έκαναν την εμφάνισή τους και άλλες με πολύ στενό στόμιο.
Προφανώς το υγρό που δέχονταν οι τελευταίες πρέπει να ήταν πολύ αραιό, ώστε να χύνεται εύκολα χωρίς να προκαλεί... έμφραγμα στον στενό λαιμό του αγγείου. Κύπελλα άωτα (χωρίς χερούλι) ή εφοδιασμένα με λαβή, φιάλες (μπολ) και ποτήρια σε διάφορες παραλλαγές εμφανίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με τις στενόστομες πρόχους αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο τα εξαρτήματά τους. Η κατανάλωση νερού, ως βασική ανάγκη του οργανισμού, γινόταν επί εκατομμύρια χρόνια χωρίς να έχει διαμορφωθεί ειδικός τύπος σκεύους γι’ αυτό. Η χούφτα του ανθρώπινου χεριού, ένα κοχύλι, το κέλυφος κάποιου καρπού ή μια κούπα ξύλινη αρκούσαν για να καλύψουν την ανάγκη αυτή χωρίς να ανησυχεί κανείς για τις απώλειες που σημειώνονταν κατά την πόση. Οταν όμως το ποτό, λόγω του τρόπου παρασκευής του, είναι σπάνιο, ακόμη και η ελάχιστη απώλεια είναι ζημιά που πρέπει να αποφευχθεί. Με την επινόηση λοιπόν της στενόλαιμης πρόχου με τη φυλλόσχημη πρόχυση εξασφαλίστηκε πλήρης έλεγχος, ώστε το σερβίρισμα του υγρού να γίνεται χωρίς την παραμικρή απώλεια. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τα σκεύη πόσης, με τα οποία ο χρήστης μπορούσε να καταναλώσει το υγρό αγαθό μέχρι τελευταίας σταγόνας. Ετσι, η διαδικασία της πόσης άρχισε να παίρνει τελετουργικό χαρακτήρα, καθώς δείχνει η απαθανάτιση αντίστοιχων σκηνών στην τέχνη.
Η συνήθεια να χρησιμοποιείται ειδικό κάθε φορά σκεύος ανάλογα με το αναλισκόμενο ποτό προφανώς προέκυψε μετά μακρόχρονη διαδικασία. Τα ποτήρια νερού, κρασιού, σαμπάνιας, μπίρας, ή τα φλιτζάνια καφέ, τσαγιού ή άλλου αφεψήματος που χρησιμοποιούμε σήμερα, ασφαλώς δεν είχαν τα αντίστοιχά τους στο προϊστορικό Αιγαίο. Συνεπώς, δεν μπορούμε να εικάσουμε το είδος ποτού από τον τύπο του σκεύους που χρησιμοποιούνταν για την πόση, για την οποία υπάρχουν άλλες ενδείξεις που εξηγούν την ποικιλία ποτηριών. Για παράδειγμα, τα κουκούτσια σταφυλιού (γίγαρτα) που έχουν βρεθεί μέσα σε πιθάρια της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού («Καθημερινή», 04-01-2009) ενισχύουν την υποψηφιότητα του κρασιού ως αλκοολούχου ποτού, με το οποίο οι αιγαιοπελαγίτες της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού περνούσαν σε κατάσταση ευθυμίας.
Η παρουσία αποξηραμένων ή απανθρακωμένων φρούτων σε ανασκαφικές συνάφειες της ίδιας περιόδου μαρτυρεί βεβαίως την κατανάλωσή τους, δεν αφήνει όμως περιθώρια για εικασίες περί παρασκευής αλκοολούχων ποτών από αυτά. Με την εισαγωγή του ροδιού όμως, από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π. Χ. («Καθημερινή», 25-01-2009), δημιουργήθηκε μια δεύτερη υποψηφιότητα για κατανάλωση ευχάριστου ποτού. Δεν είναι όμως βέβαιο αν ο χυμός του εξωτικού αυτού φρούτου μετατρεπόταν και σε αλκοολούχο ποτό.
Είναι γεγονός ότι τόσο οι Ελληνες όσο και οι Λατίνοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τον ίδιο γενικό όρο για τα ποτά που παράγονταν με τη διαδικασία ζύμωσης, προσδιορίζοντας ενίοτε το είδος του καρπού από τον οποίο εξαγόταν. Τέτοιοι όροι στα ομηρικά έπη είναι «μέθυ» και «οίνος», ακολουθούμενοι συνήθως από επίθετα, με τα οποία προσδιορίζεται άλλοτε η ευχάριστη γεύση που προκαλεί το σχετικό ποτό (π. χ. «ηδύς», «γλυκερός», «ηδύποτος», «μελιηδής»), άλλοτε η εμφάνισή του («αίθοψ») και ευφορία που προκαλεί η κατανάλωσή του («ευήνωρ», «εύφρων», «μελίφρων»).
Η αναφορά του καρπού, από τον οποίο παράγεται το αντίστοιχο ποτό, παρατηρείται αργότερα (Ε΄ αι. π. Χ.). Αναφερόμενος στις συνήθειες των Αιγυπτίων, ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι «οίνω εκ κριθέων πεποιημένω διαχρέωνται» (2:77), ενώ ο Αισχύλος ότι πίνουν «εκ κριθέων μέθυ» (Ικέτιδες: 953). Για «οίνον κρίθινον εν κρητήρσιν» (κρίθινο κρασί σε κρατήρες) μιλάει λίγο αργότερα (Δ΄ αι. π. Χ.) και ο Ξενοφών στην Κύρου Ανάβασιν (4.5.26). Από τα παραδείγματα αυτά προκύπτει ότι, ακόμη και πριν να επινοηθεί η λέξη ζύθος για την μπίρα, αυτή ήταν γνωστή ως ποτό και καταναλωνόταν με άλλο όνομα (π. χ. μέθυ ή οίνος). Συνεπώς η απουσία ειδικού όρου από τις πινακίδες της Γραμμικής Β δεν φαίνεται να αποτελεί ισχυρό επιχείρημα για τον αποκλεισμό της παρασκευής και κατανάλωσης μπίρας τουλάχιστον κατά την Υστερη Εποχή του Χαλκού.
Περισσότερο ανίσχυρο φαίνεται και το επιχείρημα της απουσίας ηθμωτών σκευών (σουρωτηριών) για τη διήθηση κριθοπολτού. Ηθμοί σε μεγάλη ποικιλία σχημάτων και μεγεθών απαντούν σε συνάφειες της Υστερης Εποχής του Χαλκού και μελλοντικές υψηλής τεχνολογίας αναλύσεις, ενδεχομένως θα δείξουν αν όντως χρησιμοποιούνταν και για την παρασκευή μπίρας. Ακόμη, θα μπορούσαν για τον σκοπό αυτό να χρησιμοποιούνται και ορισμένα επιτραπέζια σκεύη με ηθμωτή προχοή, τα οποία επίσης βρίσκονται συχνά σε ανασκαφικές συνάφειες της ίδιας περιόδου. Αλλά και αν ακόμη δεν υπήρχαν αυτά τα σκεύη, πάλι δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί η παρασκευή και κατανάλωση μπίρας από το Αιγαίο, αφού, σύμφωνα με την πληροφορία του Ξενοφώντος, η διήθηση του κριθαριού δεν ήταν απαραίτητη για να χαρεί κανείς το ποτό. Ιδού πώς περιγράφει την ανάλωση μπίρας κατ’ ευθείαν από τους κρατήρες: «ενήσαν δε και αυταί αι κριθαί ισοχειλείς, και κάλαμοι ενέκειντο, οι μεν μείζους οι δε ελάττους, γόνατα ουκ έχοντες· τούτους έδει οπότε τις διψώη λαβόντα εις το στόμα μύζειν...» (ακόμη κι αυτοί οι κόκκοι κριθαριού επέπλεαν ώς το χείλος, και υπήρχαν καλαμάκια, άλλα μεγαλύτερα και άλλα μικρότερα, χωρίς κόμπους. Με αυτά, όταν κάποιος διψούσε, βάζοντάς τα στο στόμα έπρεπε να ρουφήξει). Βεβαίως, ούτε αυτή η μαρτυρία του Ξενοφώντος αποτελεί απόδειξη ότι παρασκευαζόταν μπίρα στο Αιγαίο της Εποχής του Χαλκού. Ούτε, όμως, μπορεί να αποκλείσει κανείς το ενδεχόμενο. Τα στάχυα κριθαριού που κοσμούν ορισμένα αγγεία από το Ακρωτήρι της Θήρας, ίσως σχετίζονται με τελετουργική πράξη, όπου το χρησιμοποιούμενο υγρό μπορεί να παραγόταν από κριθάρι.
Ισως ακόμη αγνοούμε ακριβώς τα ποτά που οι αιγαιοπελαγίτες της Εποχής του Χαλκού χρησιμοποιούσαν προκειμένου να έλθουν σε κατάσταση ευθυμίας. Ωστόσο, οι αρχαιολογικές ενδείξεις και οι φιλολογικές μαρτυρίες, που πολύ συνοπτικά παρουσιάσαμε, μας επιτρέπουν να εικάσουμε ότι πού και πού το... έτσουζαν!
Είναι γνωστό ότι η μπύρα ήταν το αγαπημένο ποτό των Αιγυπτίων όλων των εποχών και ότι από το Αρχαίο κιόλας Βασίλειο υπήρχαν τέσσερα είδη μπύρας. Ο ακριβής τρόπος παρασκευής δεν είναι γνωστός, αλλά όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν ότι παρασκευαζόταν από αλεσμένο κριθάρι. Μάλιστα, η βασιλική κουζίνα διέθετε ειδικό χώρο για τη διαδικασία αυτή. Στο Νέο Βασίλειο είχε εκδηλωθεί ιδιαίτερη προτίμηση σε ξενική μπίρα εισαγόμενη από την ανατολική Μικρά Ασία.
Οι ισχυρές ενδείξεις για τις σχέσεις της Κρήτης με την Αίγυπτο οδήγησαν τον ανασκαφέα της Κνωσού Sir Arthur Evans να προτείνει ως ενδεχόμενη την παραγωγή μπύρας και στη Μεγαλόνησο. Αλλωστε, η καλλιέργεια κριθαριού, ευρέως διαδεδομένη στο Αιγαίο, δεν απέκλειε το ενδεχόμενο, αν οι Κρήτες είχαν μάθει τον αιγυπτιακό τρόπο παρασκευής μπύρας. Την πρόταση του Evans αντέκρουσε ο διαπρεπής Βρετανός ελληνιστής John Chadwick επικαλούμενος αφ’ ενός την έλλειψη ηθμωτών σκευών (σουρωτηριών) σαν εκείνα που χρησιμοποιούνταν στην Εγγύς Ανατολή για το στράγγισμα του κριθαροπολτού, και αφ’ ετέρου την απουσία ειδικού όρου για το ποτό αυτό τόσο από τις πινακίδες της Γραμμικής Β όσο και από τα ομηρικά έπη. Οντως, η λέξη ζύθος απαντά σε κείμενα συγγραφέων της ύστερης αρχαιότητας, όπως του Διοδώρου, του Στράβωνος κ. ά.
* Ο Χρ. Γ. Ντούμας είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_10/10/2010_417933
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου