Ιερά
Εξέτασης : Η αποθέωση της βίας και των βασανιστηρίων
Το
άρθρο αυτό, γραμμένο
από τον διακεκριμένο Γάλλο
συγγραφέα και ακαδημαϊκό δούκα Ντε Καστρί, αποτελεί ένα από τα πιο
αντικειμενικά ιστορικά κείμενα για την Ιερά
Εξέταση, πού το όνομά της και μόνο φέρνει στον νου
τρομερές και φρικιαστικές εικόνες. Η αφήγηση του συγγραφέα διανθίζεται με
επίσημα στοιχειά και περιστατικά, ώστε ο αναγνώστης να μπορέσει να
σχηματίσει μια σωστή εικόνα αυτού του μεγάλου ιστορικού θέματος.
Η Ιερά Εξέτασης είναι ίσως
ο μόνος θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας που έχει επικριθεί
τόσο πολύ. Το δικαστήριο αυτό εμφανίσθηκε σαν το αποκορύφωμα της ανθρώπινης σκληρότητας.
Εξεβίαζε τις συνειδήσεις θέλοντας να τιμωρήσει απλές δογματικές πλάνες, χρησιμοποιούσε
αλύπητα ένα απαίσιο μηχανισμό βασανιστηρίων και δημοσίων εκτελέσεων για να εξαγνίσει
τις ψυχές.
Η Ιερά Εξέτασης
καταργήθηκε οριστικά μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν ό Ναπολέων, κατά την
εκστρατεία στην Ισπανία, έσβησε και το τελευταίο της ίχνος. Η λαϊκή φαντασία
όμως, ξανάφερε στην επιφάνεια το θέμα αυτό και το έκανε της μόδας, σε σημείο να
φέρει αναστάτωση στις χριστιανικές ψυχές.
Ακόμη και τότε, κάποιος
ιεροκήρυκας της Παναγίας των Παρισίων, ό αιδεσιμότατος ντ' Οϋλστ διεκήρυξε από
το ύψος του άμβωνα της ότι ο Καθολικισμός όφειλε να καταργήσει την Ιερά
Εξέταση, γιατί στο τόσο καίριο αυτό σημείο η στάση της Καθολικής Εκκλησίας
υπήρξε αχαρακτήριστη.
Παρά την δημόσια αυτή
καταγγελία που διατυπώθηκε μέσα σε μια από τις μητροπόλεις της Χριστιανοσύνης, η
Ιερά Εξέτασης διατήρησε μερικούς υποστηρικτές, πού προσπάθησαν να την
δικαιώσουν τοποθετώντας την μέσα στο
ιστορικό της πλαίσιο.
Θα την παρουσιάσουμε κάτω
από το πρίσμα αυτό, όσο γίνεται αντικειμενικότερα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει
ότι θα φτάσουμε στο σημείο να της δώσουμε άφεση αμαρτιών αν και, βέβαια, βασική
αρχή του θεσμού υπήρξε η στερέωση της πίστεως.
Η ιδέα της καταπολεμήσεως
των θρησκευτικών πεποιθήσεων με δικαστικές μεθόδους, παρά την γενικά
επικρατούσα αντίληψη, δεν είναι μια αρχή πού εισήχθη από τον Χριστιανισμό.
Πηγάζει από το Ρωμαϊκό Δίκαιο, και, από ψυχολογικής σκοπιάς, οι διωγμοί των
πρώτων αιώνων στους οποίους η Εκκλησία αντιστάθηκε με τόση
αυταπάρνηση, έχουν τον ίδιο χαρακτήρα με την Ιερά Εξέταση.
Οι αυτοκράτορες δεν
καταπολεμούσαν τόσο το ίδιο το χριστιανικό δόγμα, όσο τους εχθρούς της επίσημης
θρησκείας και, φυσικά, πρώτους τους Χριστιανούς. Αργότερα, όμως, μετά τον
διωγμό του έτους 290, ό Διοκλητιανός έδειξε την ίδια αδιαλλαξία και απέναντι
στους Μανιχαίους.
Δεδομένου, λοιπόν, ότι η
δίωξη ενός άτομου εξ αιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων ήταν κληρονομιά
της ειδωλολατρικής Ρώμης, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι νομομαθείς του Μεσαίωνα
αφ' ότου μελέτησαν το Ρωμαϊκό Δίκαιο, μοιραία επηρεάσθηκαν από αυτή την
δικονομική άποψη, άποψη όμως προσβλητική για την ελευθερία της σκέψης.
Όταν ό Χριστιανισμός έγινε
επίσημη θρησκεία, οι δίκες των αιρετικών διεξάγονταν από τις πολιτικές Αρχές. Η
πρωτοβουλία αυτή προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες των πάπων πού υποστηρίζονταν
από πατέρες της Εκκλησίας, όπως τον Άγιο Αμβρόσιο και τον Άγιο Μαρτίνο.
Υποχωρητικός φάνηκε στην αρχή ο Ιερός Αυγουστίνος στον τομέα αυτό. Κρίνοντας ότι η αίρεση προξενούσε
τρομερή βλάβη στην χριστιανική
κοινωνία, αποδεχόταν περιορισμένη, κατ' αρχήν, καταστολή της. Είχε, ωστόσο, την
γνώμη ότι η θανατική ποινή θα μπορούσε να επιβληθεί σε περίπτωση πού η αίρεση
γινόταν επικίνδυνη για την χριστιανική κοινότητα. Η άποψη του επισκόπου της Ιππώνος
δεν επικράτησε, Αντίθετα, μεγαλύτερη ήταν η απήχηση που βρήκαν τα λόγια του
Χρυσοστόμου: «ο φόνος αιρετικών αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα.
Ακόμη και οι Μεροβίγγιοι ή
οι Καρολίγγειοι, οι Φράγκοι βασιλεις που αποδείχθηκαν τόσο
αιμοχαρείς σε άλλες περιπτώσεις, ποτέ σχεδόν δεν ενόχλησαν τους υπηκόους
τους για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Μερικά περιστατικά δικών, που συναντά
κάνεις στην εποχή τους κινήθηκαν με αφορμή σκάνδαλα που είχαν προκαλέσει
διάφορες τοπικές αιρέσεις και οι ποινές ήσαν κυρίως σωματικές, όπως η μαστίγωση.
Με τους πρώτους Καπετίδες
κάνει την εμφάνιση της και η οργανωμένη ποινική δίωξη. Χρονικά συμπίπτει με την
ξαφνική άνοδο του Μανιχαϊσμού πού προπαγανδιζόταν από τους Βογομίλους και από όπου, αργότερα προήλθε η αίρεση των Καθαρών. Ιδιαίτερα
μπορεί να σημειωθεί μια δίκη υπό την προεδρία του Ροβέρτου του Ευσεβούς στην Ορλεάνη,
το 1022 η οποία έληξε με την καθιέρωση της πυράς, όπου οι αιρετικοί καίγονταν
ζωντανοί.
Γύρω στα
1050, συναντά ανάλογες δίκες
στην Γερμανία όπου ο αυτοκράτωρ Ερρίκος
Γ’ διέταξε να απαγχονίζουν στο Γκόσλαρ όσοι είχαν απομακρυνθώ από τα Καθολικά δόγματα.
Από την χρονολογία αυτή και έπειτα, θα μπορούσε να αναφέρει κάνεις άπειρα
παραδείγματα..
Εκείνο, όμως, πού κάνει εντύπωση
είναι η στάση της Καθολικής Εκκλησίας.
Κατέκρινε σαν αντίθετες προς τις αρχές της, τις καταδίκες αυτές και ακολούθησε
την εντολή του Αγίου Βερνάρδου:
«η πίστις είναι θέμα πειθούς, δεν
επιβάλλεται με την βία». Είναι, βέβαια, λυπηρό που το πνεύμα αυτό επιεικείας δεν
μπόρεσε να επιβίωση. Τα πρώτα συμπτώματα της μεταστροφής εμφανίζονται στην
διάρκεια του 12ου αιώνα. Η διάδοση του Μανιχαϊσμού ήταν το πρόσχημα. Έτσι η
διδασκαλία του Ιερού Αυγουστίνου ήλθε πάλι στην επιφάνεια σε μια εποχή μάλιστα
που οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους ήσαν τόσο αρμονικές ώστε στην πραγματικότητα
τα δύο αυτά να αποτελούν, μαζί, ένα σώμα.
Πολλοί θεολόγοι
υποστήριζαν την άποψη ότι εφ' όσον ο Χριστιανισμός ήταν υπεύθυνος για την
συλλογική ζωή, θα έπρεπε η Εκκλησία μάλλον παρά η πολιτική εξουσία να αποφασίζει
για τα ζητήματα πού αφορούσαν την πίστη.
Καθώς τα πολιτικά
δικαστήρια δεν είχαν αρμοδιότητα για την επίλυση θεολογικών προβλημάτων, υιοθετήθηκε
η ιδέα της συστάσεως ενός ειδικού οργανισμού προορισμένου για την αναζήτηση και την καταστολή της πνευματικής αναρχίας. Από
την «φόρμουλα» αυτή έμελλε να γεννηθεί και η Ιερά Εξέτασης.
Η ίδρυσή της δεν έγινε
έτσι ξαφνικά. Το 1139 στην δεύτερη Σύνοδο του Λατερανού, ελήφθησαν οι πρώτες
αποφάσεις. Έγινε δεκτό ότι οι ύποπτοι για Μανιχαϊσμό που συμπεριφέρονταν καθαρά
αντιδραστικά, θα επισημαίνονταν από την Εκκλησία στις δημόσιες αρχές, στην κοσμική εξουσία,
για να επιβάλει αυτή τις δέουσες κυρώσεις. Με λίγα λόγια, η μεν Εκκλησία εγγυόταν
το έργο της ανάκρισης, τα δε κοινά δικαστήρια ανελάμβαναν να κάνουν, αυτά, τις
δίκες και να επιβάλλουν τις ποινές.
Στην τρίτη Σύνοδο τού
Λατερανού, το 1179, δεν ξανασυζητήθηκαν τα θέματα αυτά. Μια τοπική σύνοδος, πού
συνήλθε στην Βερόνα το 1184, υπό την προεδρία του Λευκίου Γ' από συμφώνου με
τον Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα, κωδικοποίησε όλα τα σχετικά προβλήματα. Οι αιρετικοί
διαιρέθηκαν σε κατηγορίες. Μια διαβάθμιση ποινών θεσπίσθηκε για τους ένοχους
και τους συνεργούς τους. Σε κάθε επισκοπή ιδρύθηκε μια υπηρεσία δίωξης των
αντιφρονούντων πού διευθυνόταν από κληρικούς εγγυημένης εμπιστοσύνης.
Έτσι, το σύνολο των
θεσπισμάτων της Συνόδου της Βερόνας, το έτος 1184, μπορεί να θεωρηθεί,
κάλλιστα, σαν η ιστορική γέννηση της Ιεράς Εξέτασης. Ωστόσο, ακόμη, ήταν απλώς
ένας ατροφικός οργανισμός, αυτός πού έγινε μετά γνωστός σαν Ιερά Εξέταση των
επισκόπων και πού βρισκόταν ακόμη πολύ
μακριά από τα έκτροπα και τις υπερβασίες πού στιγματίζουν το θεσμό στα κατοπινά
στάδια της εξέλιξης του.
Η πρώτη αυτή Ιερά Εξέτασης
αποδείχθηκε πολύ μετριοπαθής στο έργο της. Δεν μπορούσε, άλλωστε, να λάβει
δραστικά μέτρα. Της έλειπε ή οργάνωση και η συνοχή. Οι τοπικές αρχές έκαναν
πάντοτε εκείνο πού ήθελαν οι επίσκοποι. Αυτοί, για να έχουν ήσυχη την συνείδηση
τους, ήσαν συνήθως αρκετά επιεικείς.
Ίννοκέντιος Δ'
Τον 13ο αιώνα, επί Ιννοκεντίου
Γ’ η οργάνωση άλλαξε ριζικά. Η αίρεση των Καθαρών, πού, στο μεταξύ, είχε φθάσει
σε «παροξυσμό», ξεσήκωσε εναντίον της μια εξοντωτική σταυροφορία, με τις
ευλογίες του πάπα. Η Ιερά Εξέταση πέρασε, τότε, στα χέρια των λεγάτων. Τα
δικαστικά καθήκοντα των επισκόπων μεταβιβάσθηκαν σε παπικούς λεγάτους πού
εκλέγονταν, συνήθως, από το τάγμα των Κιστερκιανών. Λόγω των περιστάσεων, οι
λεγάτοι αυτοί ανέλαβαν με υπερβολικό ζήλο να παραδίδουν τους αιρετικούς στους
κοσμικούς άρχοντες.
Ο βασιλιάς της Γαλλίας
Φίλιππος Αύγουστος πού πολιτικά
ευνοούσε την στάση του πάπα, φέρθηκε γενικά αυστηρά στους αιρετικούς.
Δεν μπορεί, ωστόσο, να συγκριθεί με τον Φρειδερίκο Β' των Χοχενστάουφεν, της
Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, ο όποιος όχι μόνο έκαιγε
τους δικασμένους αιρετικούς, αλλά διέταζε να κόβουν την γλώσσα εκείνων που
τύχαινε να δεχθούν χάρη.
Λίγο καιρό μετά την
περίοδο των λεγάτων, αρχίζει η τρίτη φάση της Ιεράς Εξέτασης. Το νέο αυτό
κατασκεύασμα, που έγινε
γνωστό σαν Ιερά Εξέταση των
μοναχών, κωδικοποιήθηκε το 1231 από τον πάπα Γρηγόριο Θ'.
Τρομοκρατημένος από την
επίμονη αντίσταση των Καθαρών,
ό ποντίφικας αυτός μετέβαλε την Ιερά Εξέταση σε ένα οργανισμό τελείως
ανεξάρτητο και από τους επισκόπους και από αυτούς ακόμη τους λεγάτους. Μετά την
ανακαίνιση αυτή, η Ιερά Εξέταση όφειλε να συγκρότηση διαρκή δικαστήρια
επιφορτισμένα με την δίωξη και την
τιμωρία των αιρεσιαρχών. Η εκτέλεση των αποφάσεων ανατέθηκε στους μικρόσχημους
μοναχούς ή Ιεροκήρυκες, δηλαδή σε φραγκισκανούς και δομινικανούς. Το 1234, η
δικαστική μηχανή είχε πια
στηθεί. Το 1235, ένας πρώην Καθαρός, ο δομινικανός
Ροβέρτος του Μπούγκρ ορίσθηκε Γενικός Ιεροεξεταστής στην Γαλλία, η οποία
εξελίχθηκε, τα πρώτα χρόνια, στο κυριότερο πεδίο δράσης της Ιεράς Εξέτασης. Για
να την γνωρίσουμε όμως καλύτερα θα πρέπει προηγουμένως να δούμε ποιες ήσαν
αυτές οι ιδιόρρυθμες μέθοδοι με τις οποίες λειτουργούσε.
Κάθε φορά πού υπήρχαν πληροφορίες
ότι μια περιοχή είχε μολυνθεί πολύ από αιρετικούς,
εντοπιζόταν και μια αποστολή ιεροεξεταστών μετέβαινε επί τόπου. Εκεί, συγκέντρωναν
τους κατοίκους στις εκκλησίες και τους
έβαζαν, θέλοντας και μη να ακούσουν ένα επίσημο κήρυγμα το όποιο υποχρέωνε τους
υπαιτίους να παρουσιαστούν και να εκλιπαρήσουν συγχώρηση. Θα περίμενε ίσως
κανείς πώς εν ονόματι της χριστιανικής
αλληλεγγύης όλα θα τέλειωναν με γενική άφεση αμαρτιών. Δυστυχώς, όμως δεν
γινόταν έτσι.
Πράγματι, η δίωξη των αιρετικών
γινόταν μόνο εφ' όσον η συμπεριφορά τους γινόταν επικίνδυνη για την δημόσια τάξη
και όχι αν κρατούσαν την πίστη τους μυστική. Είχαν, επομένως, κάθε συμφέρον να μην
υποκρίνονται στον δημόσιο εξορκισμό που τους απευθυνόταν. Καταλαβαίνει λοιπόν, κανείς
ότι σπάνια έφερνε αποτέλεσμα το αρχικό κήρυγμα. Στην πραγματικότητα, ήταν απλώς
κάτι σαν τελεσίγραφο που έπρεπε να προηγηθεί της όλης διαδικασίας.
Μετά τις διατυπώσεις αυτές,
οι ιεροεξεταστές έκαναν γνωστές
τις προθέσεις τους με την έκδοση δύο διαταγμάτων· του διατάγματος
της πίστεως και του διατάγματος της χάριτος. Το πρώτο διάταγμα πρόσταζε,
με ποινή αφορισμού, κάθε Χριστιανό να αναφέρει τους αιρετικούς
και ακόμη όσους ήσαν απλώς ύποπτοι για αίερς. Μαντεύει έτσι κανείς
πόση βρωμιά έκλεινε μέσα της η διαδικασία. Το δεύτερο διάταγμα έδινε
στους παραβάτες προθεσμία από δεκαπέντε ως τριάντα ημερών για να παρουσιαστούν
και να ομολογήσουν το λάθος τους. Αν η συμπεριφορά τους δεν είχε προκαλέσει
σκάνδαλο ή διασάλευση της τάξης οι ποινές ήσαν σχετικά ελαφρές: κράτηση,
αναγκαστική πεζοπορία και υποχρέωση να φέρουν επάνω τους ένα διακριτικό
ατιμωτικό σημείο.
Μετά την εκπνοή αυτής της
προθεσμίας η καταστολή γινόταν πιεστικώτερη. Το διάταγμα της πίστεως έκανε πάντοτε
να πέφτουν βροχή οι καταγγελίες, συχνά αυθαίρετες. Όλοι όσοι είχαν καταγγελθεί
έπρεπε να συλληφθούν. Η μυστικότητα
των ανακρίσεων προλάμβανε τις
κατάφωρες αδικίες που θα μπορούσαν να είχαν γίνει δεδομένου ότι οι
καταδότες παρέμεναν ανώνυμοι. Μετά την προφυλάκιση των πιθανών ένοχων,
σειρά είχε το στάδιο της ανάκρισης.
Ανέκαθεν υποστηρίζεται ότι
οι φυλακισμένοι της Ιεράς Εξέτασης δεν είχαν δικαίωμα να ζητήσουν συνήγορο. Ο
ισχυρισμός αυτός ενισχύεται και από μια βούλα του Ιννοκεντίου Γ’, που απαγορεύει
στους ανθρώπους του νόμου να προσφέρουν οποιαδήποτε συνδρομή σε αιρετικό. Ωστόσο
από ό,τι φαίνεται, οι παραβάσεις ήταν συχνές και οι κατηγορούμενοι
εξασφάλιζαν έτσι κάποιες εγγυήσεις
Η διαδικασία της
ανακρίσεως διαρκούσε πολύ και γινόταν με σχολαστικότητα. Ακούγονταν οι μάρτυρες
κατηγορίας άλλα και υπεράσπισης. Οι τελευταίοι ήσαν σπάνιοι γιατί διέτρεχαν και
αυτοί τον κίνδυνο να θεωρηθούν αιρετικοί. Η συνενοχή εξομοιωνόταν με το κυρίως
αδίκημα. Το γεγονός ότι κάποιος είχε προσφέρει άσυλο σε αιρετικό τον καθιστούσε
το ίδιο ένοχο με αυτόν. Αν κάνεις υποστήριζε την αίρεση πού προηγουμένως είχε
αποκηρύξει η περίπτωση ήταν ακόμη χειρότερη: χαρακτηριζόταν υπότροπος και αυτό
επέσυρε αυτομάτως την ποινή του θανάτου.
Η ομολογία στην διάρκεια της
ανακρίσεως εθεωρείτο στοιχείο ελαφρυντικό. Φαίνεται, ωστόσο, ότι το αυθόρμητο mea culpa (εμφατικά "λάθος μου
μεγάλο"), πού συνεπαγόταν την χορήγηση χάριτος ήταν σπανιότατο. Συνήθως, οι
ομολογίες αποσπόντουσαν με την βία και έτσι το προνόμιο έπαυε να ισχύει. Οι
μέθοδοι εξαναγκασμού προσέβαλλαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Άρχιζαν με
δοκιμασίες πού σήμερα θα ονομάζαμε τέστς. Το πιο συνηθισμένο ήταν να βάζουν τον
κατηγορούμενο να κάνει μια πράξη πού η αιρετική πίστης αποδοκίμαζε: να φάει, για
παράδειγμα, κρέας ή να σκοτώσει ζώο. Σε περίπτωσι πού αρνιόταν ο κατηγορούμενος
κρινόταν ένοχος.
Η μέθοδος της πειθούς,
δηλαδή η περιγραφή με ζωηρά χρώματα της φρίκης, παραδείγματος χάριν, της πυράς
ή της ισοβίου καθείρξεως, ήταν, μερικές φορές, αποτελεσματική προ πάντων ύστερα
από παρατεταμένη προφυλάκιση, και αυστηρή νηστεία πού διαρκούσε μήνες. Αν κι
αυτά τα διάφορα μέσα δεν έφερναν αποτέλεσμα, τον λόγο είχαν τά βασανιστήρια, ή ultima ratio. Επίσημα αναγνωρίσθηκαν μετά το 1252 από
τον Ιννοκέντιο Δ' με την βούλα του Ad extirpenda. Οί διάδοχοι toy ποντίφηκα, οι πάπες Αλέξανδρος Δ' και
Ουβανός Δ' αποφάσισαν επί πλέον ότι την πορεία των βασανιστηρίων θα έπρεπε να
επιβλέπουν προσωπικά οι ίδιοι οι ιεροεξεταστές.
Αυτό σήμαινε ότι η Ιερά Εξέτασης
των μοναχών θα κατερχόταν στο επίπεδο των κοινών ποινικών δικαστηρίων με την
εφαρμογή των ίδιων απάνθρωπων μεθόδων: εξαρθρώσεις με τον τροχό, στρεβλώσεις με
την ποδοκάκη και τον σχοινισμό και, μέθοδος συνηθισμένη, πυρακτωμένα κάρβουνα στα
πόδια και τις φτέρνες. Το θέαμα των καλογέρων πού, κάτω από τις ανατριχιαστικές
αυτές συνθήκες, παραφύλαγαν για ομολογίες, ενώ οι γραμματικοί τις αράδιαζαν στα
χαρτιά τους, προκαλεί εκ των υστέρων δέος για το πόσο χαμηλά είχε πέσει ή
Καθολική Εκκλησία ακόμη και σε μια εποχή, πού τα ήθη και έθιμα επέτρεπαν
παρόμοιες βαρβαρότητες.
Ωστόσο, μερικοί συγγραφείς βεβαιώνουν ότι η χρήσης των βασανιστηρίων
γινόταν μόνο αν δεν υπήρχε άλλη λύσις και μόνο αφού προηγουμένως είχε
εξαντληθεί φιλότιμα κάθε άλλο μέσο, λιγότερο οδυνηρό. Η άρνηση ομολογίας και η
ομολογία που είχε αποσπαστεί με την βία οδηγούσαν στο ίδιο αποτέλεσμα, την
απαγγελία κατηγορίας και την παραπομπή σε δίκη. Στο σημείο αυτό η Ιερά Εξέταση
έδειχνε πιο φιλελεύθερο πνεύμα από τα κοινά δικαστήρια. Η απόφαση δεν εκδιδόταν
από δικαστάς, άλλα από ενόρκους. Δεν είναι, όμως, βέβαιο ότι η λύσις αυτή
απέδωσε καρπούς. Ο Ιννοκέντιος Δ' την είχε επιβάλει την ίδια εποχή πού
αναγνώριζε επίσημα τα βασανιστήρια και συνιστούσε την «όσο το δυνατόν
μεγαλύτερη περίσκεψη» πριν απαγγελθεί η καταδικαστική απόφαση. Λόγω της γραμμής
αυτής, πού είχε επιβάλει η παποσύνη, υπήρχε ένα αρκετά υπολογίσιμο ποσοστό
απονομής χάριτος και απαλλακτικών βουλευμάτων πού έφθανε, ίσως, το 20%.
Η σχετική αυτή επιείκεια
φαινόταν σκόπιμη ειδικά για να αποδειχθεί η αντικειμενικότητα των δικαστηρίων
και για να γίνεται πιο εύκολη η αποδοχή των καταδικαστικών αποφάσεων.
Η Ιερά Εξέταση δεν εξέδιδε
επισήμως αποφάσεις επιβολής θανατικών ποινών. "Αν οι παραπάνω ποινές δεν
κρίνονταν ικανοποιητικές για τον κολασμό τού εγκλήματος, ο κατάδικος
παραπεμπόταν στην κοσμική εξουσία. Δηλαδή, με το να έχει ήδη κριθή ένοχος δογματικής
πλάνης υπαγόταν, στο έξης, στις διατάξεις τού κοινού ποινικού δικαίου.
Οι κοσμικές Αρχές δεν ήσαν
ελεύθερες να διαλέξουν μόνες τους τον τρόπο ενεργείας τους. Πολλές παπικές βούλες
τις υποχρέωναν να οδηγούν στην πυρά τους αιρετικούς πού τους είχαν παραδοθεί
και τους συνιστούσε συγχρόνως να μην επιδεινώνουν το μαρτύριο τους με τις
πρόσθετες ποινές πού μεταχειρίζονταν τα λαϊκά δικαστήρια, όπως ό στιγματισμός με
πυρακτωμένο σίδερο, η εκρίζωση της γλώσσας ή το βασανιστήριο τού τροχού. Οι
σωματικές αυτές ποινές συνεπάγονταν, αυτομάτως και διοικητικές κυρώσεις, όπως η
δήμευση της περιουσίας, η οποία μάλιστα επιβαλλόταν όχι μόνο στον καταδικασθέντα,
άλλα και σε ολόκληρη την οικογένεια του.
Να, λοιπόν, ποια εικόνα
παρουσιάζει, στο σύνολο της, η Ιερά Εξέταση των μοναχών στην περίοδο τού εξαγνιστικού
της έργου, εικόνα πού κάνει, κιόλας, αρκετά παράτολμη την υπεράσπιση τού
θεσμού. Ωστόσο, αν η Ιερά Εξέτασης δεν είχε ξεπεράσει το στάδιο αυτό, θα
μπορούσε ίσως να βρει κάποια δικαίωση στα μάτια των ιστορικών.
Δυστυχώς, αρκετά
σύντομα θα έχανε αυτή την ανεξαρτησία της που περιέσωζε κάπως την έννοια
της δικαιοσύνης. Στην διάρκεια του 13ου αιώνα, αυτοί πού είχαν καταδικαστεί
διατηρούσαν ακόμη το
δικαίωμα «ψιλώ ονόματι» βέβαια, να προσφύγουν στην Ρώμη και να ζητήσουν
αναβολή της δίκης, εκτός, ίσως αν επρόκειτο για παραπομπή σε λαϊκό δικαστήριο,
πράγμα αρκετά σπάνιο (οι παραπομπές αυτές αποτελούσαν το 2 με 3% των δικών).
Στις αρχές τού 14ου αιώνα,
η Ιερά Εξέτασης έμεινε τελείως
ανυπεράσπιστη. Η βασιλική εξουσία είχε αρχίσει να επεμβαίνει στα εσωτερικά
της. Το πράγμα, άλλωστε, έγινε φανερό στην υπόθεση των Ναϊτών. Ο πάπας Κλήμης Ε' κατάλαβε, τότε σε τί βάραθρο θα
κατρακυλούσε το εκκλησιαστικό δικαστήριο.
Το 1308 ανέστειλε προσωρινά, τις εξουσίες
των ιεροεξεταστών. Αν είχε επιμείνει στην απόφαση αυτή, θα είχε ίσως γλιτώσει την
Εκκλησία από μεγάλα δεινά. Αλλά, το 1312, στην Σύνοδο της Βιέννης, υπεχώρησε.
Το μαρτύριο της Ζαν ντ’ Αρκ
Βασικά, ή Ιερά Εξέταση τέθηκε
τότε υπό κυβερνητικό έλεγχο και έγινε ένα πολιτικό μέσο πού μεταχειρίστηκαν οι
μονάρχες της Ευρώπης για να ξεφορτωθούν
τους αντιπάλους τους με την κατηγορία του αιρετικού. Με την περίοδο αυτή συνδέονται
οι χειρότερες υπερβασίες της Ιεράς Εξέτασης και τα «άουτο ντά φέ» του
Τορκουεμάδα προκαλούν τόση αποστροφή ώστε μόνο με τα μαρτύρια των Ναϊτών μπορούν
να συγκριθούν.
Η πιο συγκινητική εικόνα,
αύτη πού καταδικάζει οριστικά την τελευταία αυτή μορφή της Ιεράς Εξέτασης που
είχε υποπέσει στην εξάρτηση των λαϊκών, είναι βέβαια, το μαρτύριο της Ζαν ντ’ Αρκ.
«Επίσκοπε εσείς με σπρώχνετε
στον θάνατο», λέει ή αγία στον Πιέρ Κοσόν, επίσκοπο του Μπωβαί, που μόλις την είχε καταδικάσει στον
θάνατο δια πυράς.
« Ο Βασιλεύς έδωσε διαταγή
να σε δικάσω και θα το κάνω», αποκρίνεται ο επίσκοπος που δεν έχει σκοπό να
υποχωρήσει.
Θα αναρωτηθεί 'ίσως κάνεις
αν, παρόλα της τα σφάλματα, η Ιερά Εξέταση έφερε αποτελέσματα και αν, στην περίπτωσή της, ο σκοπός άγιασε
τα μέσα. Μια προσεκτική ανάλυση του θέματος θα έδειχνε ίσως πώς μόνο στην περίπτωση
των Καθαρών ήταν πραγματικά αποτελεσματική η συστηματική καταστολή πού είχε αναλάβει
η παλιά Ιερά Εξέταση των λεγάτων και των μοναχών· και πώς η εκκλησιαστική δικαιοδοσία
πέτυχε έτσι να ολοκληρώσει σχεδόν το έργο πού είχε ταχθεί να υπηρέτησει.
Από εκεί και πέρα,
παρέμεινε ανίσχυρη και εξυπηρέτησε περισσότερο την πραγματοποίηση
πολιτικών σχεδίων παρά την
αποτελεσματική περιφρούρηση της πίστεως.
Όμως για να είμαστε αντικειμενικοί,
θα πρέπει ακόμη να προσθέσουμε ότι
μπορεί βέβαια τα σφάλματα της Ιεράς Εξέτασης να είναι αναμφισβήτητα, έχουν πάντως
εξογκωθεί υπερβολικά, τουλάχιστον
όσον αφορά στην ισπανική Ιερά Εξέταση, την μόνη πού διήρκεσε ως τους
νεωτέρους χρόνους.
Η φοβερή φήμη των
εκκλησιαστικών δικαστηρίων της Ισπανίας οφείλεται αποκλειστικά σχεδόν στις
συκοφαντίες ενός πρώην ιερωμένου, πρώην γενικού γραμματέως της Ιεράς Εξέτασης,
ενός άτομου αξιοκατάκριτου πού ονομαζόταν Λορέντε (1756-1823).
Αφοί απέβαλε το σχήμα του,
πολέμησε τις θρησκευτικές οργανώσεις και έβαλε χέρι στην περιουσία τους. Με την
παλινόρθωση των Βουρβώνων της Ισπανίας, καταδικάσθηκε για προδοσία και εξορίστηκε.
Κατέφυγε τότε στο Παρίσι και, εκεί, υποστηρίχθηκε από την τοπική οργάνωση των ελευθεροτεκτόνων,
οι οποίοι τον παρακίνησαν να σύνταξη μια σειρά από λιβελλους κατά της Καθολικής
Εκκλησίας πού, γνώρισαν πράγματι, μεγάλες δόξες κάτω από το καθεστώς της
Παλινορθώσεως.
Τα έργα του Λορέντε
ανέβαζαν σε 130.000 τα θύματα πού εκτελέσθηκαν από την ισπανική Ιερά Εξέταση
κατά το διάστημα από το 1478 ως το 1820. Σήμερα, ευσυνείδητοι ιστορικοί
κατεβάζουν τον υπερβολικό αυτό αριθμό στον πιο «λογικό» των 4.000. Και ακόμη,
ανάμεσα στα 4.000 αυτά θύματα, πού κατανέμονται σε τέσσερις σχεδόν αιώνες, θα
πρέπει να συμπεριληφθούν όχι μόνο οι αιρετικοί, άλλα επίσης και οι εγκληματίες του
κοινού ποινικού δικαίου, ληστές, φονιάδες, δηλητηριαστές και μάγοι.
Κάρολος Κουΐντος
Μετά την έκδοση του
Ποινικού Κωδικός από τον Κάρολο Κουΐντο (Καρολίνα του 1532) όλοι οι Ισπανοί
εγκληματίες παραδίδονταν στην Ιερά Εξέταση. Πραγματική κατευθυνόμενη
δικαιοσύνη, είχε συχνά να δικάσει και περιπτώσεις άσχετες με θέματα της
πίστεως. Ακόμη, θα
μπορούσε κανείς, για να
δικαιολόγηση κάπως τις υπερβασίες της Ιεράς Εξέτασης έναντι των αιρετικών, να
παρατήρησει ότι ανάλογες μεθόδους είχαν χρησιμοποιήσει και οι Προτεστάντες.
Ό Καλβίνος καταδίκαζε σε
θάνατο και βασανιστήρια το ίδιο εύκολα με τον Τορκουεμάδα. Ο δε Σβίγγλιος
θέλοντας δήθεν να αναβάπτιση τους «αναβαπτιστάς», τους έστελνε να πνίγουν. Η
βασίλισσα Ελισάβετ Α' της Αγγλίας και ο Γουσταύος Βάζα, βασιλεύς της Σουηδίας και
της Δανίας μεταχειρίσθηκαν εναντίον των Καθολικών τις ίδιες ακριβώς μεθόδους
πού καταλογίζονται στην Ιερά Εξέταση.
Πάντως, θα ήταν σωστό να
εντάξουμε και την Ιερά Εξέταση στις καταχρήσεις εξουσίας γιατί δεν υπάρχει
μεγαλύτερη αδικία από το να εξαναγκάζει κανείς μια συνείδηση να αποδεχθεί ένα
δόγμα. Η σύγχρονη Καθολική Εκκλησία συμμερίζεται απόλυτα την άποψη αύτη η
οποία, άλλωστε βρίσκεται διατυπωμένη και στον ισχύοντα Εκκλησιαστικό Κώδικα,
στον κανόνα 1351: «Κανείς δεν πρέπει να εξαναγκάζεται, παρά την θέληση του, να ασπαστεί
την Καθολική πίστη». Είναι η καταδίκη των υπερβασιών της Ιεράς Εξέτασης από την
ίδια την Καθολική Εκκλησία.
Duke De Castries
Ιστορία
Εικονογραφημένη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου