Χρήστος
Αντωνόπουλος
Ένας
παραγνωρισμένος ζωγράφος
Όλες τις εποχές ο άνθρωπος
έστρεφε πάντα ένα κριτικό και μερικές φορές δηκτικό βλέμμα στους σύγχρονους
του. Η καταγγελία παρεκκλίσεων και βίτσιων της ανθρωπότητας είναι παλιά όσο ο
κόσμος. Αυτό είναι και το νόημα της σκέψης αυτής του κυνικού φιλόσοφου Διογένη
που, περπατώντας στο φως της μέρας στους δρόμους της κλασικής Αθήνας με ένα
αναμμένο φανάρι στο χέρι, δήλωνε σε όσους παραξενεύονταν ότι έψαχνε έναν
άνθρωπο… που δεν μπορούσε να βρει, τουλάχιστον αν αυτός που υποτίθεται πως
ήθελαν να του επιβάλλουν σαν μοντέλο έπρεπε να αντιστοιχεί με τον ιδανικό, και
συνεπώς φανταστικό, τύπο όπως τον όριζε ο σύγχρονος και αντίπαλός του, Πλάτων.
Ίδια είναι και η περίπτωση
ενός από τους μακρινούς πνευματικούς του «κληρονόμους», του έλληνα ζωγράφου
Χρήστου Αντωνόπουλου, του λεγόμενου «Εξ Αγράφων» (γεν. το 1945) που από το
ανάγλυφο της Θεσσαλίας και των Μετεώρων της καταγωγής του (Περιοχή Τρικάλων),
όπου διδάχτηκε στοιχεία ζωγραφικής των εικόνων στο πλευρό ενός αγιογράφου, ήρθε
να δοκιμάσει την τύχη του στον αθηναϊκό «πολιτισμό» -σαν πολιτικός γελοιογράφος
και αρχιτεκτονικός σχεδιαστής- πριν αναχωρήσει για τις λιγότερο φωτεινές και
πιο ανάστατες όχθες της «Πόλης του Φωτός» καταμεσής των φοιτητικών
κινητοποιήσεων του Μάη του 1968.
Σ’ αυτήν την πόλη όπου, διαφεύγοντας από τη
δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974) έγινε ένας από τους τελευταίους
καταληψίες της Σορβόννης, του αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά το παράλογο της
διάκρισης και του διαχωρισμού των φύλων, βασικό και συχνά επαναλαμβανόμενο θέμα
σε όλο το σατιρικό του έργο, το έντονα χρωματισμένο από ερωτισμό, το τόσο
πλούσιο και γόνιμο όσο άγνωστο παραμένει μέχρι σήμερα. Καταφτάνοντας χωρίς
δεκάρα και σχεδόν χωρίς καμία προσωπική γνωριμία στο όμορφο περιβάλλον της
γειτονιάς Πιγκάλ –της δικής του «αυλής των θαυμάτων»- ο μοντέρνος μας
Γκρενγκουάρ είχε το πρώτο διάστημα για μοναδικούς συντρόφους και παρισινούς
μέντορες μερικούς παρενδυσίες συμπατριώτες του που είχαν κι αυτοί αγκυροβολήσει
στη γαλλική πρωτεύουσα, για πολύ διαφορετικούς λόγους αναμφίβολα… Έκπληξη και
ολοκληρωτικός «ξεριζωμός» του νεαρού αθώου «μετανάστη», που είχε μέχρι τότε
συνηθίσει σε άλλα ήθη κι έθιμα πιο διαδεδομένα στα χωριά της γενέτειράς του
Θεσσαλίας!
Εκεί επίσης,
σεργιανίζοντας τακτικά στις αίθουσες ζωγραφικής του Λούβρου, στη διάρκεια της
μακρόχρονης διαμονής του, ήλθε κοντά σιγά-σιγά στα αριστουργήματα των
μεγαλοφυών της δυτικής ζωγραφικής από
την Αναγέννηση και μετά (ιδιαίτερα των
Bosch και Bruegel για τη σατιρική έμπνευση και των Arcimboldo και Picasso για
την πλαστική διαμόρφωση). Αυτή η περιόδος υπήρξε οδυνηρά παρασιωπούμενη και
παραγνωρισμένη στη σύγχρονη Ελλάδα, που ήταν τραυματισμένη από τέσσερις αιώνες
οθωμανικής κατοχής, αιώνες που αντιστοιχούσαν ακριβώς στη χρυσή εποχή της
ευρωπαϊκής δημιουργίας.
Έπρεπε λοιπόν να ξαναμάθει
τα πάντα, με τη θέρμη και την αρχέγονη δύναμη ενός τεχνίτη του οποίου η μόνη
πραγματική κληρονομιά βρισκόταν στη βυζαντινή παράδοση, που ποτέ δεν έσβησε
πραγματικά στα παράλια του Αιγαίου. Και ιδού η τεράστια κοινωνικό-πολιτισμική
και αισθητική σύνθεση που βάλθηκε να παράγει ο καλλιτέχνης για να μην
παραιτηθεί ποτέ απ’ αυτήν, από τότε που επέστρεψε στην απελευθερωμένη του
πατρίδα, χτίζοντας αργά αλλά σταθερά ένα έργο με εξαιρετική πυκνότητα και
συνάφεια, που συνδυάζει την αφηρημένη αυστηρότητα του γεωμέτρη με την ξεχωριστή
αίσθηση του αλλοιωμένου χώρου και του υπερφυσικού φωτισμού που προσιδιάζουν στη
ζωγραφική των εικόνων, με συνολικό αποτέλεσμα που θυμίζει βιτρό.
«Δεν θεωρώ τον εαυτό μου
καλλιτέχνη, λέει, αλλά τεχνίτη. Όπως ο ράφτης πιάνει στα χέρια του το ύφασμα
και αρχίζει με υπομονή τις βελονιές, έτσι παίρνω κι εγώ τους μαρκαδόρους και τα
χαρτόνια μου και φτιάχνω χειροτεχνίες».
Πολύχρωμα μοτίβα και
στυλιζαρισμένα σχέδια, που ενίοτε οδηγούνται στην καρικατούρα, συνθέτουν τις
«χειροτεχνίες». Εξήντα από αυτές ταξίδευσαν τον Μάιο του 2009 μέχρι το Βέλγιο.
Το Μουσείο Τέχνης της πόλης Τουρνέ του επιφύλαξε μια ιδιαιτέρως θερμή υποδοχή :
δεν φιλοξένησε μόνο μία έκθεση των έργων του, αλλά τα έβαλε κιόλας να
«συνομιλούν» με δημιουργίες εννιά κορυφαίων ζωγράφων, όπως οι Φλαμανδοί
Ιερώνυμος Μπος και Πίτερ Μπρέγκελ και ο Γερμανός Αλμπρεχτ Ντίρερ. Και να σκεφτεί
κανείς πως τα έργα του Αντωνόπουλου δεν είχαν δει ποτέ το εσωτερικό μιας
αθηναϊκής γκαλερί! «Κανένας επιμελητής ή ιδιοκτήτης χώρου τέχνης δεν δέχτηκε τουλάχιστον
μέχρι σήμερα να εκθέσει τα έργα μου. Πάντα μού έλεγαν πως προσβάλλουν την
αισθητική τους. Έφταναν μάλιστα στο σημείο να αποστρέφουν και το βλέμμα τους!»
εξηγεί παραμονές της έκθεσης. Αυτή η απόρριψη, όμως, διόλου δεν τον πτόησε. «Ήμουν
πάντα σίγουρος για τη δουλειά μου, η αποδοχή από τους λίγους ήταν αρκετή».
Ένας από τους λίγους ήταν
και ο Βέλγος Ζαν-Πιερ ντε Ρικ, ιστορικός τέχνης και διευθυντής του Μουσείου
Τέχνης του Τουρνέ. «Πριν από τρία χρόνια το 2006 είδε τυχαία κάποια έργα μου
στο καφέ ενός φίλου. Ενθουσιάστηκε και εκδήλωσε αμέσως ενδιαφέρον για να
οργανώσει μια μεγάλη έκθεση μου στο μουσείο του», λέει.
«Πρόκειται για έναν
σημαντικό καλλιτέχνη και μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα», είπε στο «Κ» ο
κ. Ντε Ρικ. «Η καλλιτεχνική ποιότητα και η αυθεντικότητα του έργου ήταν και τα
κριτήρια επιλογής του για την έκθεση». Ένα από τα έργα του Αντωνόπουλου, που
βαφτίστηκε «Ιδέ ο άνθρωπος», εκτέθηκε δίπλα-δίπλα με το ομώνυμο, σπουδαίο έργο
του Μπος. Περίμενε ποτέ ο ίδιος μια τέτοια εξέλιξη; «Φυσικά όχι! Ο Ντε Ρικ μού
δήλωσε ότι πιστεύει πως είμαι η συνέχεια αυτών των Φλαμανδών. Έχω συγκινηθεί
βαθύτατα».
Ο ζωγράφος ήρθε για πρώτη
φορά σε επαφή με τις καλές τέχνες πριν ακόμα πάει σχολείο. Σε ένα μικρό χωριό
των Αγράφων άρχισε να αντιγράφει πίνακες του Πικάσο, του Μπρακ και του Βαν
Γκογκ, από τα βιβλία που έφερναν από την Αθήνα οι πλανόδιοι πωλητές. «Τίποτα
δεν μπορούσε να με γεμίσει με περισσότερη χαρά. Κάθε βδομάδα περίμενα πώς και
πώς το καινούργιο βιβλίο που θα μου αγόραζε ο πατέρας μου», θυμάται.
Έπειτα από μια πορεία ετών,
θεωρεί πως αυτή η δουλειά τον έχει ανταμείψει; «Ζωγραφίζω χωρίς να περιμένω με
άγχος ανταλλάγματα. Πουλάω μόνο όσα έργα χρειάζεται για να καταφέρνω να ζω
αξιοπρεπώς».
Αυτή είναι η ασυνήθιστη
και ξεχωριστή πορεία ενός καλλιτέχνη, που έχει άδικα αγνοηθεί –για να μην πω
απορριφθεί- στην ίδια τη χώρα της καταγωγής του, «ουδείς προφήτης» όπως λέει το ρητό που ενισχύει την πιο
επίκαιρη παρά ποτέ παροιμία σύμφωνα με την οποία «η Ελλάδα καταβροχθίζει τα
παιδιά της» -φυσικά ή υιοθετημένα- σαν ένας σύγχρονος Κρόνος. Αλλά η μετριότητα
υπάρχει παντού, το ξέρουμε δα, και οι
αρχιερείς της είναι δυστυχώς συχνά πολύ περισσότεροι από τους δίκαιους
που επιχειρούν να πνίξουν τις οπορτουνιστικές τους φωνές.
Πηγές
Χρήστος Αντωνόπουλος : Η
άγραφη πορεία ενός παραγνωρισμένου ζωγράφου («Κ» της Καθημερινής
τ.312/24.5.2009 (Ελεάνα
Κολοβού).
Η Αυλή των θαυμάτων:
Χρήστος εξ Αγράφων και η σάτιρα στην τέχνη (https://www.zougla.gr/politismos/article/i-avli-ton-8avmaton-xristos-eks-agrafon-ke-i-satira-stin-texni)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου