Πάντα
θα θυμάμαι, όταν, στα παιδικά μου χρόνια, έφτανε στο χωριό ο γανωτής και φώναζε
με την τραχιά και δυνατή φωνή του: «Ο γανωωωτής! μπακίρια γανώνωωωω, ο
γανωωωτής!». Στο άκουσμα του, οι νοικοκυρές έφερναν όλα τα χάλκινα σκεύη που
ήθελαν γάνωμα: Μπρίκια, λύχνους, τεντζερέδες, τηγάνια, κουταλοπίρουνα, ταψιά,
τσουκάλια και άλλα. Εκείνος άπλωνε τα μουτζουρωμένα χέρια του, γέμιζε το
τσουβάλι του και δρόμο για το εργαστήρι του.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
ΕΝΟΣ ΠΑΛΙΟΥ ΓΑΝΩΤΗ
"Δεν
θα ξεχάσω ποτέ τα χωριά της Κόνιτσας για τη φιλοξενία τους
Ο Βαγγέλης Ζώης, ένας
παλιός γανωτής απ' το Γαρδίκι Φιλιατών που συναντήσαμε στην Αθήνα, θυμάται με
νοσταλγία τα χρόνια που δούλεψε σαν γυρολόγος γανωτής κοντά στο θείο του Ανδρέα
Τσιμπούκη (εποχή γύρω στο 1955), περιδιαβαίνοντας τα κατάμεστα τότε από κόσμο
χωριά των Ιωαννίνων και ιδιαίτερα τα χωριά της Κόνιτσας, όπου, παρ' όλες τις
κακουχίες και τη σκληρή δουλειά, βίωναν μια ξεχωριστή ζεστασιά των χωριών αυτών
και των κατοίκων τους.
"Ξεκινούσαμε κάθε
χρόνο από τους Φιλιάτες τις Απόκριες, Αφού κάναμε ένα μεγάλο κύκλο από χωριά
επιστρέφαμε στη βάση μας τον Οκτώβριο. Ήταν ένα ταξίδι πεζοπορίας μακρινό,
γεμάτο κακουχίες. γεμάτο ταλαιπωρίες, με χιόνια και βροχές, αλλά και όμορφες
στιγμές κοντά σε φιλόξενους ανθρώπους,
Στο κάθε χωριά, καθόμασταν
δέκα-δεκαπέντε μέρες, ανάλογα με τη δουλειά και φιλοξενούμασταν σε διάφορα
σπίτια, συνήθως σε παλιά, για να μπορούμε να δουλεύουμε Σε όλα τα χωριά είχαμε
δουλειά και έβγαινε το μεροκάματο του πόνου... Τότε βλέπεις δεν υπήρχαν τα
ανοξείδωτα και τα διάφορα άλλα σκεύη που υπάρχουν σήμερα και το καλάισμα ήταν
αναγκαίο.
Ήταν όμως και ο κόσμος
αλλιώς. Οι άνθρωποι ήταν πιο απλοί Μπορεί να ήταν πιο φτωχοί, αλλά είχαν μέσα
τους μια ημεράδα. Εντωμεταξύ, στα περισσότερα χωριά, οι πιο πολλοί άνδρες ήταν
ταξιδεμένοι. Οι κάτοικοι ζούσαν τον πόνο της ξενιτιάς και τον ξένο του χωριού
τους τον δέχονταν με αγάπη Δεν Θα ξεχάσω ποτέ τα χωριά της Κόνιτσας για τη
φιλοξενία τους.
Στο Ασημοχώρι μέναμε στον
κάτω μαχαλά, στο Αμελικό κι όλοι οι χωριανοί μας περιποιούνταν με το παραπάνω.
Μας έφερναν απ' όλα τα καλά. Αλλά, πάνω απ' όλα, μας συγκινούσε η καλοσύνη με
την οποία μας δέχονταν. Ήμουν τότε στο ξεκίνημα μου, δεκαέξι - δεκαεφτά ετών,
κι όλα αυτά έμειναν τυπωμένα βαθιά στην καρδιά μου.
Η δουλειά μας γινόταν ως
εξής:
Πλέναμε πρώτα τα χαλκώματα
τρίβοντας τα με στερνάρι (σκληρή κόκκινη πέτρα τριμμένη). Μετά τα περνούσαμε με
νισιαντήρι, στη συνέχεια τα καλαΐζαμε πάνω στη φωτιά και τα αγγεία γίνονταν
καινούρια.
Γανωτήδες ή καλαϊτζήδες,
όπως τους λέγαμε συνηθέστερα, συμπαθέστατοι εποχιακοί επισκέπτες των χωριών μας
όπως και οι βαγενάδες, οι κουτσουράδες και άλλοι πολλοί γυρολόγοι οι οποίοι,
αποχωρώντας από τη σημερινή πραγματικότητα των χωριών μας, έσυραν πίσω τους και
την αυλαία μιας απλοϊκής, όμορφης ζωής που δεν θα ξαναρθεί ποτέ πια...
Όμως, εμείς θα τους
θυμόμαστε για πάντα!
Τα
Ασημοχωρήτικα τ. 4/1999
Ένας
Κρητικός θυμάται
Τόσο
πολύ ήταν δεμένο το επάγγελμα του καλαϊτζή με τη ζωή των ανθρώπων. που πέρασε
και στα επώνυμα πολλών σ όλη την Ελλάδα π.χ. Καλαϊτζάκης, Καλαϊτζής,
Καλαϊτζιδάκης, Καλαϊτζίδης. Καλαϊτζόγλου, Καλαϊτζηνός, Γανωτάκης και άλλα.
Βρέθηκα στο εργαστήρι του
Πελοπίδα Χλιαουτάκη. Είναι ο τελευταίος χαλκουργός στον Νομό Ρεθύμνου. Άνθρωπος
ήρεμος, απλός, γεμάτος αρχοντιά και καλοσύνη, μου μίλησε με προθυμία για τη
δουλειά του. που την ξεκίνησε έντεκα χρονών, αρχικά ως τσιράκι στον Βασίλη
Σαριδάκη. Αγράμματος μεν αλλά γεμάτος σοφία και ανησυχίες. Τα χέρια του είναι
ροζιασμένα από τη δουλειά και μου λέει με σιγουριά «αυτά θα φύγουν μαζί με
μένα».
Ως χαλκουργός έφτιαχνε
κάθε είδους χάλκινα σκεύη: Καζάνια που χωρούσαν μέχρι 150 κιλά, τάσια, βρύσες,
μαστραπαδάκια, μικρά και μεγάλα κιούπια, λύχνους, γαλατιέρες, λαμπίκους και ό,τι
βάζει ο νους τ’ ανθρώπου. Γύριζε και τα πουλούσε στα νοσοκομεία, στις φυλακές
σε όλα τα χωριά του νομού, μέχρι και στις Μοίρες. Είχε μεγάλο μεράκι για τη
δουλειά του. Πολλές φορές ξενυχτούσε και σκεφτόταν πως θα φτιάξει κάποια
καινούρια πατέντα. Γνώριζε καλά και την τέχνη του γανωτή. Στο τέλος της
κουβέντας μας μου είπε: «Είμαι ευχαριστημένος, γιατί ατιμίες, κλεψές και απάτες
δεν έκαμα στη ζωή μου».
Αυτά συνέβαιναν πριν από
αρκετά χρόνια. Μετά το 1975, η δουλειά άρχισε να φθίνει, δεν υπάρχουν πια πολλά
τέτοια σκεύη. Τη θέση τους πήραν τα ανοξείδωτα, τα πλαστικά, τα εμαγιέ. Σήμερα
ό,τι υπάρχει το κρεμούν για ομορφιά στους τοίχους των σπιτιών.
Ελάχιστοι άνθρωποι
διατηρούν ακόμη χάλκινα σκεύη, κυρίως οι κτηνοτρόφοι και εκείνοι που έχουν
ρακοκάζανα. Γι’ αυτό ο γανωτής δεν κάνει τόσο αισθητή την παρουσία του σήμερα
στα χωριά μας. Η φωνή του έσβησε και μόνο στη μνήμη των μεγαλύτερων, καθώς και
στα λαογραφικά κείμενα διατηρείται το πέρασμα του.
Έμεινε όμως η μαντινάδα:
«Σαν το χαλάϊ έλιωσα,
σαν το κεράκι λιώνω,
για σε ‘λιωσα και χάθηκα,
μα δεν το μετανιώνω».
Αντώνης Δαφέρμος
Γανωματής
ή γανωματάς ή γανωτής ή γανωτζής
Το επάγγελμα του γανωτή ή γανωτζή ή γανωματή ή κασσιτερωτή
ή καλαϊτζή είναι από τα πιο παλιά επαγγέλματα. Πολλοί τοποθετούν την ύπαρξη του
ακόμη και στα βυζαντινά χρόνια. Ήταν μια δουλειά δύσκολη και υπεύθυνη, αφού
πολλές φορές έσωζε τους ανθρώπους από βέβαιο θάνατο , που προκαλούσαν τα
αγάνωτα σκεύη.
Γανωματής ή γανωματάς ή
γανωτής ή γανωτζής ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει τα χάλκινα σκεύη με
κασσίτερο.
Το γάνωμα γινόταν από αυτούς
τους ειδικούς τεχνίτες τους γανωτήδες. Δεν σπούδαζαν πουθενά. Αυτοδίδακτοι οι
περισσότεροι, μετέδιδαν την τέχνη τους από γενιά σε γενιά. Υπήρχαν αρκετοί
γανωτήδες στη χώρα μας. Στο Ρέθυμνο, κατά τον Ν. Ζαμφώτη, ήταν ο Βασίλης
Σαριδάκης, ο Γιώργος Τριχάκης και ο Πελοπίδας Χλιαουτάκης. Ο τελευταίος ήταν
και χαλκουργός. Οι περισσότεροι γανωτήδες σ’ όλη την Ελλάδα ήταν πρόσφυγες και
Γιαννιώτες.
Παλαιότερα, τα περισσότερα σκεύη που
χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις καθημερινές τους δουλειές και ιδιαίτερα για
τη μαγειρική ήταν χάλκινα (μπακιρένια). Αυτά με τον καιρό και με τη μεγάλη
χρήση οξειδώνονταν και γίνονταν επικίνδυνα για δηλητηριάσεις. Έπρεπε λοιπόν να
γανωθούν, να καλυφθεί δηλαδή η επιφάνειά τους για προστασία με ένα ειδικό
μέταλλο, το καλάι (κράμα κασσίτερου). Η εργασία του γανωτή. Ο γανωτής πρώτα
έπρεπε να καθαρίσει τα σκεύη από τη γανάδα, δηλαδή την πράσινη σκουριά των
χάλκινων σκευών, και γενικά από τις σκουριές τα άλλα μεταλλικά αντικείμενα,
όπως τα κουτάλια που δεν ήταν χάλκινα αλλά γανώνονταν. Στην πρώτη φάση της
εργασίας του ο γανωτής άλειφε την επιφάνεια, που ήθελε να γανώσει με σπίρτο,
για να διασπαστούν οι γανάδες κι οι σκουριές της και να καθαριστεί. Στη δεύτερη
φάση, έτριβε το σκεύος με άμμο, για να απομακρύνει τα υλικά της διάσπασης που
προηγήθηκε. Στη συνέχεια, αν ήθελε να κάνει καλή δουλειά, ζέσταινε το σκεύος
και το έτριβε με πανί για να καθαρίσει το καλάι από το παλιό γάνωμα. Στην τρίτη
φάση έπιανε το σκεύος με τη μασιά, το έβαζε πάνω από τη φωτιά, το ζέσταινε καλά
και άπλωνε μέσα το νισαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο). Για να στρώσει καλύτερα το
καλάι, έλεγαν οι γανωτήδες. Κι έστρωνε καλύτερα γιατί το προϊόν της διάσπασης
του χλωριούχου αμμωνίου διασπούσε και τα τελευταία υπολείμματα από τις σκουριές
και τις γανάδες. Για ένα τελευταίο καθάρισμα άλειφε την επιφάνεια του σκεύους
με σπίρτο που το είχε αραιωμένο με νερό και το είχε καλά σβησμένο με τσίγκο (Το
σβήσιμο του σπίρτου με τσίγκο, δίνει χλωριούχο ψευδάργυρο, που σημαίνει ότι
στην ουσία αυτό το υλικό χρησιμοποιούσαν για τον τελευταίο καθαρισμό). Στη
συνέχεια, το σκούπιζε καλά και μετά άπλωνε το καλάι σε όλη την επιφάνειά του.
Για το άπλωμα, έτριβε πάνω στη ζεστή επιφάνεια το στερεό καλάι που είχε για το
γάνωμα και το έστρωνε χρησιμοποιώντας βαμβάκι. Και τελείωνε το γάνωμα με το
κρύωμα, που έκανε στα σκεύη ακουμπώντας τη βάση τους, από την εξωτερική πλευρά,
στο νερό. Κρύωνε έτσι το σκεύος, και το έτριβε με βαμβάκι για να γυαλίσει
περισσότερο.
Σήμερα, η δουλειά του
γανωτή σχεδόν δεν υπάρχει, αφού τα μαγειρικά σκεύη είναι πλέον ανοξείδωτα και
δεν χρειάζονται γάνωμα. Κάποιοι ελάχιστοι επιμένουν, περιπλανώμενοι από τόπο σε
τόπο να μαζεύουν για γάνωμα από τα υπολείμματα χάλκινων σκευών, αυτά που
ξέμειναν στα χέρια όσων επιμένουν να αντιστέκονται στη σύγχρονη εποχή, που
επέβαλε τα ανοξείδωτα και τα εμαγιέ σκεύη. Προσφέρουν, όμως, αυτοί οι ελάχιστοι
και μια άλλη υπηρεσία: Κάνουν σαν καινούρια τα χάλκινα σκεύη που προορίζονται
μόνο για να διακοσμήσουν ιδιωτικές συλλογές ή για συμπληρώσουν τις προθήκες των
λαογραφικών μουσείων.
Πηγές
Τα Ασημοχωρήτικα τ. 4/1999
Αντώνη Δαφέρμου: Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου