ΧΩΡΙΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΜΟΥΣ Η ΔΕΚΑΤΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ!
Tου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΔΙΖΕΛΟΥ
Την 1η Ιανουαρίου της φετινής χρονιάς, το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα είχε τα γενέθλιά του, συμπληρώνοντας δέκα χρόνια αφότου κυκλοφόρησε πλέον ως μέσο συναλλαγής. Την 1η Ιανουαρίου 1999 οι 12 χώρες που αποτελούσαν τότε την Ευρωζώνη, απεφάσισαν να καθιερώσουν το ευρώ ως λογιστικό νόμισμα σε αντικατάσταση του ECU και με ισοτιμία 1 ευρώ = 1,18 δολάρια.
Την 1-1-2002 το λογιστικό ευρώ υλοποιήθηκε και μετατράπηκε σε υπαρκτό νόμισμα συναλλαγών. Αυτή η επέτειος της συμπλήρωσης δεκαετίας του ευρώ πέρασε απαρατήρητη. Παρά το γεγονός ότι οι ιθύνοντες της Ευρωζώνης σκόπευαν να εορταστεί η δεκαετία με ανάλογους πανηγυρισμούς, για να υπενθυμίσει στους Ευρωπαίους, αλλά και στις άλλες χώρες του πλανήτη, τη διεθνή σημασία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Τα βεγγαλικά, οι πανηγυρικές ομιλίες και τα πομπώδη άρθρα, όμως, ματαιώθηκαν και η επέτειος πέρασε εντελώς απαρατήρητη. Και τούτο γιατί επεκράτησαν ψυχραιμότερες σκέψεις που διέβλεψαν τον κίνδυνο να έρθουν στην επιφάνεια τα μειονεκτήματα που παρουσίασε η νομισματική μεταρρύθμιση και η απομάκρυνση των κρατών-μελών της Ευρωζώνης από τα εθνικά τους νομίσματα.
Kατά τη διάρκεια της δεκαετούς ζωής του, το ευρώ παρουσίασε διάφορες διακυμάνσεις σε πάρα πολύ μεγάλο εύρος, που δεν δικαιολογείται για ένα νόμισμα διεθνούς εμβέλειας. Η ισοτιμία του έναντι του δολαρίου και του γιεν, των δύο άλλων ανταγωνιστικών νομισμάτων, πέρασε από μεγάλες αποκλίσεις προς τα πάνω και προς τα κάτω. Ξεκίνησε με ισοτιμία, όπως είπαμε παραπάνω, με 1,18 δολάρια, για να φτάσει στα 0,82 δολάρια, χάνοντας περίπου το 30% της αξίας του, και να κυμαίνεται σήμερα η ισοτιμία του στο 1,30 δολάρια μετά τη νομισματική πολιτική της ελεγχόμενης υποτίμησης του δολαρίου που ακολούθησαν οι ΗΠΑ προκειμένου να πετύχουν τόνωση της εξαγωγικής τους δραστηριότητας. Έτσι σήμερα το ευρώ έχει ξεπεράσει την αρχική ισοτιμία του, και έναντι του δολαρίου και έναντι του γιεν, δεν κατάφερε όμως να πείσει τις αγορές για τη σταθερότητά του, ούτε και τις άλλες χώρες ότι μπορεί να αποτελέσει ασφαλές αποθεματικό μέσο.
Οι λαοί θεωρούν ότι το ευρώ είναι συνώνυμο της κρίσης και οι λαοί των κρατών-μελών της Ευρωζώνης ταυτίζουν σήμερα το ευρώ με τα μέτρα λιτότητας και με την εξαθλίωση των νοικοκυριών του μεσαίου και κατώτερου εισοδήματος. Όλα αυτά έχουν οδηγήσει το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα στο χείλος του γκρεμού, με ορατό πλέον τον κίνδυνο της εγκατάλειψής του και της επανόδου στα εθνικά νομίσματα. Αυτή όμως η κριτική είναι εντελώς άδικη. Δεν φταίει το ευρώ, γιατί απλώς είναι ένα από τα πολλά νομίσματα που κυκλοφορούν. Βασικά φταίει η μονοδιάστατη νομισματική πολιτική, την οποία σχεδίασε και εφάρμοσε η ΕΚΤ, που έθεσε ως μοναδικό σκοπό την προφύλαξη της Ευρωζώνης από τον πληθωρισμό. Ενώ παρέβλεψε το γεγονός ότι η νομισματική πολιτική είναι βασικό εργαλείο στήριξης της πραγματικής οικονομίας, της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων στις διεθνείς αγορές. Αυτό κατενόησαν και οι κερδοσκόποι και χτύπησαν ανηλεώς τις χώρες της Ευρωζώνης. Έτσι φτάσαμε σήμερα να μιλάμε για τη διάλυσή της, που προς το παρόν φαίνεται απίθανη.
Καθόσον αφορά την ελληνική οικονομία, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η κυβέρνηση Σημίτη έπεσε στο τεράστιο σφάλμα να επιδιώξει την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωζώνη, με αθωράκιστη και απροετοίμαστη την ελληνική οικονομία για ένα τέτοιο άλμα. Την περίοδο της προετοιμασίας μας για την ένταξη στην Ευρωζώνη (1997-2001) στηριχτήκαμε σε εσφαλμένες επιλογές και σε ψευδή μακροοικονομικά στοιχεία, όπως κατ' επανάληψη, κατά την περίοδο εκείνη, είχαμε τονίσει από τη στήλη μας αυτή. Και δεν ήτανε μόνο αυτά, αλλά είχαμε και μια πεπαλαιωμένη παραγωγική μηχανή, χωρίς σύγχρονη τεχνολογία, και τα εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα ήσαν χαμηλής προστιθέμενης αξίας στη χώρα μας. Το απροπαράσκευο της ελληνικής οικονομίας να καταστεί μέλος μιας ολοκληρωμένης οικονομικής και νομισματικής ένωσης, το έχουν επισημάνει πολλοί διακεκριμένοι οικονομολόγοι, οικονομικοί αναλυτές, ακόμη και πολιτικοί, όπως για παράδειγμα ο γάλλος Πρόεδρος Σαρκοζί. Το μεγάλο σφάλμα των Σημίτη, Παπαντωνίου και Χριστοδουλάκη, που χειρίστηκαν τα θέματα της προπαρασκευής της ελληνικής οικονομίας, είναι ότι αγνόησαν παντελώς την επισήμανση ότι η ένταξη ενός κράτους σε μια οικονομική ένωση με υπέρτερες οικονομίες, από άποψη παραγωγικότητας και τεχνολογίας, καταδικάζει τις ασθενείς οικονομίες σε φαινόμενα στασιμότητας και πληθωρισμού. Ακριβώς αυτήν την κατάσταση βιώνει η Ελλάδα σήμερα και ο λαός της οδηγείται όχι απλώς σε λιτότητα, αλλά σε εξαθλίωση. Η κυβέρνηση Σημίτη δεν υιοθέτησε την προτροπή ότι μια χώρα για να μπορέσει να «σταδιοδρομήσει» μέσα σε μια ΟΝΕ, όταν διαθέτει κατώτερο επίπεδο ανάπτυξης και τεχνολογίας, είναι η εξειδίκευσή της στους κλάδους εκείνους στους οποίους διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών της. Προς την κατεύθυνση αυτή θα έπρεπε να είχαν κινηθεί οι τότε υπουργοί Οικονομίας Παπαντωνίου και Χριστοδουλάκης. Η κατάσταση που βιώνει σήμερα η χώρα μας είναι απότοκος των σφαλμάτων της εποχής εκείνης. Και θα πρέπει οι υπεύθυνοι κάποτε να λογοδοτήσουν. Έχει επισημανθεί ότι οι «αδύναμοι κρίκοι» μιας νομισματικής ένωσης παρουσιάζουν τα παρακάτω φαινόμενα μετά την ένταξη τους (σε βάθος χρόνου) και μετά τους πανηγυρισμούς που η προπαγάνδα επιβάλλει για να προκαλέσει στον λαό μια πρόσκαιρη ευφορία:
α) Οδηγεί τους λαούς σε υπερκατανάλωση. Αυτή η επιθυμία του λαού για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, ικανοποιείται ποικιλοτρόπως με την αύξηση της εισαγωγής αγαθών από τις οικονομικά ισχυρές χώρες της Ένωσης. Βραχυπρόθεσμη ευδαιμονία και καλοπέραση και μακροπρόθεσμη υπερχρέωση των νοικοκυριών. Εκεί οδηγεί συνήθως η κατανάλωση που ευνοεί τα ξένα προϊόντα και τις εξαγωγικές δραστηριότητες των οικονομικά ισχυρών κρατών. Επειδή η εισαγωγή αγαθών από άλλες χώρες της Ευρωζώνης καθίσταται πλέον εύκολη και η εξόφληση της αξίας τους πραγματοποιείται στο κοινό νόμισμα, διευκολύνεται σε μεγάλο βαθμό η εισαγωγή αγαθών στις ασθενείς οικονομίες και μάλιστα όταν η εξόφληση τους ετεροχρονίζεται (εισαγωγές επί πιστώσει). Έτσι οδηγούνται και οι επιχειρήσεις στην υπερχρέωση. Αυτό βέβαια δεν είναι μειονέκτημα που συναρτάται με την κυκλοφορία του ευρώ, είναι όμως μειονέκτημα για την εξασφάλιση βιωσιμότητας των επιχειρήσεων καθώς και για την προστασία της εγχώριας παραγωγής. Και τα αποτελέσματα συνήθως έρχονται στην επιφάνεια μετά την παρέλευση αρκετών ετών, όταν πλέον η υπερχρέωση νοικοκυριών και επιχειρήσεων είναι τετελεσμένο γεγονός.
β) Συνήθως η κυκλοφορία ισχυρού κοινού νομίσματος τροφοδοτεί την κερδοσκοπία σε βάρος του τελικού καταναλωτή. Οι αυξήσεις τιμών δείχνουν να είναι ανεπαίσθητες, για παράδειγμα αναφέρουμε μια αύξηση της τιμής κατά 20 δραχμές στο παρελθόν προκαλούσε έντονες αντιδράσεις. Τώρα μια αύξηση κατά 6 λεπτά του ευρώ περνά εντελώς απαρατήρητη. Έτσι η κερδοσκοπία γρήγορα κυριαρχεί στις αγορές, με αποτέλεσμα την εξασθένηση της αγοραστικής δύναμης του κοινού νομίσματος και την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου του λαού. Με την παρέμβαση της κερδοσκοπίας δημιουργείται συνήθως ένα άνοιγμα μεταξύ της αγοραστικής αξίας του ευρώ στο εσωτερικό της ΟΝΕ και της ισοτιμίας του έναντι των άλλων νομισμάτων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.
γ) Η διατήρηση υπερτιμημένου νομίσματος δεν διευκολύνει τη διόρθωση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων στις διεθνείς αγορές. Ακριβώς η σημερινή ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου είναι αυτή που φέρνει εμπόδια στην εξαγωγική δραστηριότητα. Το φαινόμενο αυτό γίνεται περισσότερο έντονο στις αδύναμες οικονομίες της ΟΝΕ, οι οποίες αδυνατούν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους, καθώς δεν έχουν την ευχέρεια πλέον να ασκούν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική και κυρίως δεν μπορούν να βελτιώσουν τις τιμές των εξαγομένων προϊόντων με την υποτίμηση του νομίσματος. Αυτή είναι μια ουσιώδης αδυναμία σε κάθε οικονομική ένωση, που συχνά αποβαίνει αρνητικός παράγων στη συνοχή των κρατών-μελών της. Γιατί συνήθως, και αυτό είναι φυσικό, η νομισματική πολιτική σχεδιάζεται ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες των ισχυρών οικονομιών οι οποίες κατ' αυτόν τον τρόπο καθίστανται ισχυρότερες και οι ασθενείς οικονομίες ασθενέστερες. Γεγονός που τελικά προκαλεί την κατάρρευση της ένωσης. Για τον λόγο αυτόν συνήθως επιδιώκεται και η πολιτική ενοποίηση. Όμως οι ηγέτες της ΕΕ δεν προλαβαίνουν τα γεγονότα, αλλά έπονται. Και τέλος
δ) στις ασθενείς οικονομίες της ΟΝΕ διαπιστώνεται επενδυτική στασιμότητα, λόγω υπερχρέωσης και περιορισμού της κατανάλωσης. Έτσι επέρχεται η ύφεση της ασθενούς οικονομίας με όλα τα παρατράγουδά της και κυρίως με ανεργία και λιτότητα. Αυτό το φαινόμενο ακριβώς αποτελεί το κορύφωμα των αποτελεσμάτων της ένταξης μιας απροετοίμαστης οικονομίας στο κλαμπ των πλουσίων χωρών. Όλες οι προηγούμενες αδυναμίες είναι που προκαλούν το φαινόμενο που ονομάζουμε στασιμοπληθωρισμό.
Η ελληνική οικονομία και ο ελληνικός λαός βιώνει σήμερα αυτήν την κατάσταση. Και η απόγνωση προκαλείται κυρίως από την υπερχρέωση των νοικοκυριών, σε συνδυασμό με το κούρεμα των αποδοχών, την ανεργία και τις σοφές τάχα αποφάσεις με τις οποίες χαρατσώνεται καθημερινά ο έλληνας πολίτης.
Πώς είναι δυνατόν να τα βγάλει πέρα ένας εργαζόμενος όταν χρωστάει στις τράπεζες κάρτες και στεγαστικό δάνειο και μένει άνεργος ή μπαίνει σε εφεδρεία; Και η κυβέρνηση με αναλγησία αντιμετωπίζει αυτήν την κατάσταση εξαθλίωσης και το μόνο που κάνει είναι να προσπαθεί να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των δανειστών μας. Τα υπόλοιπα προβλήματα καλύπτονται με «εθνικές» κορώνες
http://www.paron.gr/v3/new.php?id=73531&colid=&catid=27&dt=2012-01-15%200:0:0
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου