Ο
«Σαμιώτης» Γιάννης Ρίτσος
Η μοναχοκόρη του, Έρη, μας
ξεναγεί στο Καρλόβασι, τον τόπο που έγινε δεύτερη πατρίδα του, ανοίγει για
πρώτη φορά το σπίτι τους και ξετυλίγει το νήμα των αναμνήσεων της.
ΤΗΣ
ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ
Αθήνα,
1944: Η Γαρυφαλιώ Γεωργιάδου - Φαλίτσα όπως τη φωνάζουν οι
δικοί της-, από το Καρλόβασι της Σάμου, σπουδάζει στην Ιατρική Σχολή και,
ταυτόχρονα, έχει ενταχθεί στην ΕΠΟΝ, την πιο μαζική αντιστασιακή οργάνωση.
Εκείνο το χειμώνα, ένας φοιτητής από την παρέα της αρρωσταίνει βαριά. Πρέπει να
μείνει κλινήρης για πολλούς μήνες. Μοναδική διασκέδαση του τα βιβλία. Η παρέα
ενεργοποιείται για να του βρει« υλικό ». Από τον στενό φίλο της Ανδρέα Φραγκιά
η Γαρυφαλιώ μαθαίνει ότι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος διαθέτει μια ιδιαίτερα
πλούσια βιβλιοθήκη. Έχει όμως «μανία» με τα βιβλία του· δεν θέλει να τα
δανείζει σε κανέναν. Η ίδια δεν τον γνωρίζει προσωπικά. Έχει, βέβαια, διαβάσει
ποιήματα του: τον «Επιτάφιο» και «Το τραγούδι της αδελφής μου». Αποφασίζει,
λοιπόν, να κάνει μια προσπάθεια να τον μεταπείσει. Φτάνει στη διεύθυνση που της
έδωσαν: Παπαναστασίου 56. Χτυπά το κουδούνι. Φαντάζεται πως θα δει μπροστά της
έναν σεβάσμιο γέροντα, σαν τον Παλαμά. Όμως, ο άντρας που της ανοίγει την πόρτα
είναι νέος, ψηλός, όμορφος και φοράει μια κομψότατη ρομπ ντε σαμπρ. «Τον κύριο Ρίτσο»,
ψελλίζει εκείνη. «Εγώ είμαι», απαντά εκείνος. Η νεαρή Σαμιώτισσα
πανικοβάλλεται. Κάνει μεταβολή και φεύγει! Ο ποιητής τρέχει στο κατόπι της να
τη σταματήσει...
Στα χρόνια που ακολούθησαν
την επεισοδιακή γνωριμία τους, τα γεγονότα είναι πολλά. Ο πόλεμος τελειώνει,
αλλά αρχίζει ο Εμφύλιος. Ο Γιάννης Ρίτσος συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Λήμνο
και έπειτα στη Μακρόνησο, στον Αϊ Στράτη, στην Ικαρία. Η Γαρυφαλιώ Γεωργιάδου
συχνά πηγαίνει στο σπίτι της αδελφής του, Λούλας, και του στέλνει πράγματα.
Αλληλογραφούν. Η σχέση που γεννήθηκε μέσα στην Κατοχή γίνεται ολοένα και πιο
δυνατή. Κι όταν το 1954 ο ποιητής αφήνεται ελεύθερος και επιστρέφει στην Αθήνα,
παίρνει μια μεγάλη απόφαση που εκπλήσσει πολλούς: φεύγει για τη Σάμο. Ο γάμος
του με τη Φαλίτσα γίνεται στην πόλη της -και δική του πλέον-, στο Καρλόβασι, το
Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς.
Σάμος,
τέλη Αυγούστου 2009. Μέρα μελτεμιού. Βγαίνω στον παραλιακό
δρόμο του Καρλοβάσου. Ο βοριάς ολοένα και δυναμώνει. Τα κύματα φτάνουν ως την
άσφαλτο. Ο πέτρινος « θρόνος» του δίπλα στη θάλασσα -εκεί όπου καθόταν και
απολάμβανε το ηλιοβασίλεμα- γυαλίζει λουσμένος στο νερό. Στρίβω στην οδό 8ης
Μαΐου. Πρώτος κάθετος, ο δικός του δρόμος: Γιάννη Ρίτσου. (Μ' ένα τόσο δα
δρομάκι τον τίμησε η πόλη;) Το μικρό σπίτι με την πέργκολα σχεδόν κρύβεται στον
ίσκιο μιας τεράστιας φιστικιάς. Περνάω τον κήπο με τις ελιές και τις ροδιές και
η κόρη του βγαίνει χαμογελαστή στο κατώφλι. Φέρνει γλυκό βύσσινο -«αξεπέραστο,
της γειτόνισσας»- και μυρωδάτο ελληνικό καφέ. Φέρνει και τα χάρτινα κιβώτια των
αναμνήσεων της: φωτογραφίες, γράμματα, καρτποστάλ, μαθητικά τετράδια με
ζωγραφιές του μπαμπά, την κούκλα που της έφερε από την Τσεχοσλοβακία, το 1962.
Και έπειτα μπαίνουμε στο γραφείο του. Όλα είναι όπως εκείνος τα άφησε. Το
γραφείο με τα χρωματιστά μελάνια του, το παγούρι που είχε μαζί του στις
εξορίες, οι πέτρες που ζωγράφιζε, τα βιβλία του, κάποιες σημειώσεις. Από εδώ θα
πιάσουμε το νήμα της ιστορίας μας: το Καρλόβασι του Γιάννη Ρίτσου είναι ακόμα
εδώ...
Όταν ο Γιάννης Ρίτσος
φτάνει στο Καρλόβασι, το 1954, είναι ήδη 45 ετών. Η πόλη σε τίποτα δεν θυμίζει
την παλιά της αίγλη, των αρχών του αιώνα. Τα κάποτε «κραταιά» βυρσοδεψεία είχαν
ήδη πέσει σε μαρασμό μετά την ένωση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Ο Β' Παγκόσμιος
Πόλεμος είχε δώσει στην άλλοτε ανθούσα βιομηχανική ζώνη τη χαριστική βολή. Και
δεν ήταν μόνο αυτά. Το νησί είχε ζήσει έντονα τον Εμφύλιο, με μετακινήσεις
πληθυσμών, χωριά διωκόμενα που ερημώθηκαν. Η δεκαετία του '50 βρίσκει τη μικρή
επαρχιακή πόλη να γλείφει τις πληγές της και τους τόπους εξορίας ακόμα
γεμάτους. Κι όμως, για τον ποιητή είναι μια περίοδος ανάτασης. «Μετά τόσα
χρόνια στην εξορία», εξηγεί η μοναχοκόρη του, «για πρώτη φορά αρχίζει να
ασχολείται με τον εαυτό του. Αποφασίζει να κάνει οικογένεια. Δύσκολη επιλογή
για έναν άνθρωπο όπως εκείνος. Δεν ήξερε τι του ξημερώνει, αν θα μπορούσε να
σταθεί δίπλα σ' αυτή την οικογένεια. Καλά-καλά τον εαυτό του δεν μπορούσε να
συντηρήσει».
Στον
Αϊ-Στράτη, το 1951, ο Ρίτσος γράφει τη συλλογή «Το ποτάμι κι' εμείς» και
ολοκληρώνει τη σύνθεση «Οι γειτονιές του κόσμου»
Όμως, η φύση της Σάμου τού
φαίνεται οικεία, του θυμίζει την Πελοπόννησο, τη δική του γενέτειρα, τη
Μονεμβασιά - αμπέλια, ελιές, πεύκα, συκιές φτάνουν μέχρι τη θάλασσα. Δείχνει να
θέλει, πια, να ξεχάσει το παρελθόν -τη χρεοκοπία της οικογένειας του, το
σκόρπισμα, το θάνατο τριών μελών της- σ' αυτήν τη δεύτερη πατρίδα του. Αλλά και
η οικογενειακή θαλπωρή που γνωρίζει δίπλα στη Φαλίτσα τον ηρεμεί, του δίνει
ασφάλεια. Και όλα αυτά τα πρωτόγνωρα -ύστερα από πολλά χρόνια- συναισθήματα
καθρεφτίζονται και στην ποίησή του. Στο Καρλόβασι ο Γιάννης Ρίτσος θα περάσει
τα πιο δημιουργικά, ίσως, χρόνια της ζωής του. Στο μικρό γραφείο του -που η
Φαλίτσα ζήτησε να φτιαχτεί έτσι ώστε να έχει ανοίγματα προς όλα τα σημεία του
ορίζοντα για φως και θέα- θα γράψει τις «Μαρτυρίες», τη «Χειμερινή διαύγεια», τις
«Γερόντισσες και τη θάλασσα» και τόσα άλλα. Από εδώ, αργότερα, στη διάρκεια της
δικτατορίας, θα στείλει τη συλλογή «Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα» κρυφά στη
Γαλλία, όπου μεταφράστηκε και εκδόθηκε, αλλά και τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της
πικρής πατρίδας», τα οποία ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε και παρουσίασε σε
συναυλίες ανά τον κόσμο.
Η μονάκριβη κόρη του
γεννιέται στο Βαθύ της Σάμου στις 4 Αυγούστου 1955. Ο Ρίτσος δεν είναι εκεί.
Εργάζεται στον εκδοτικό οίκο « Γκοβόστης» και οι αυξημένες επαγγελματικές
υποχρεώσεις του τον κρατούν στην Αθήνα. Για μερικές εβδομάδες είναι αναγκασμένος
να βλέπει το μωρό μόνο σε φωτογραφίες. Στέλνει και εκείνος μια δική του στη
Φαλίτσα. Στο πίσω μέρος, με τά ωραία, καλλιγραφικά γράμματα του, γράφει:
«Γλυκείες μου αγάπες, ο Γιάννης σας γελάει, είναι χαρούμενος γιατί του φέγγει
το Πρωινό του Άστρο και ο Ουρανός του, η γυναίκα του, που έφερε στον κόσμο το Άστρο
του. Ο πατερούλης σας»... Το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς κυκλοφορεί το «Πρωινό
άστρο», αφιερωμένο, φυσικά, στην Έρη.
Η ζωή της οικογένειας
κυλάει ήρεμα στα χρόνια που ακολουθούν, με πολλές χαρούμενες στιγμές και
«επίκεντρο» της, θαρρείς, το λιμάνι του Καρλοβάσου: λευκά μαντίλια, αγκαλιές
και φιλιά, συναντήσεις και αποχωρισμοί και οι κλασικές φωτογραφίες της εποχής
μπροστά στα... σαπιοκάραβα που εξυπηρετούντο νησί: τον Παντελή, τη Δέσποινα,
τον Κολοκοτρώνη. Ο ποιητής μοιράζει τους μήνες του ανάμεσα στην Αθήνα και τη
Σάμο. Και όταν βρίσκεται στο Καρλόβασι, περνάει την ημέρα του πηγαίνοντας
βόλτες στη θάλασσα και γράφοντας. Η Φαλίτσα δεν έχει ιδιαίτερη κοινωνική ζωή·
δεν θα μπορούσε, άλλωστε. Είναι η μοναδική γυναίκα γιατρός και έχει να
αντιμετωπίσει τη δύσκολη επαρχιακή πραγματικότητα: επισκέψεις από το πρωί ως το
βράδυ στους ασθενείς της, ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα χωριά, χωρίς
αυτοκίνητο, χωρίς δρόμους, με τα πόδια ή καβάλα σε μουλάρι. Αλλά και ο ίδιος ο
Ρίτσος δεν έχει πολλές συναναστροφές με τους ντόπιους. «Γι' αυτούς ήταν ο
άντρας της κυρα-Γαρυφαλίτσας της γιατρούδαινας», λέει η Έρη Ρίτσου. «Ελάχιστοι
τον γνώριζαν εκείνα τα χρόνια. Ακόμη και στην Αθήνα ήταν τότε γνωστός μόνο σε
κύκλους κάποιων διανοουμένων, φοιτητών και, φυσικά, αριστερών».
Τα καλοκαίρια του 1960 και
του 1961 ήταν τα μοναδικά που η οικογένεια απομακρύνθηκε από το Καρλόβασι·
νοίκιασαν ένα μικρό παραλιακό σπίτι στα Πλατανάκια, στη βόρεια πλευρά του
νησιού. Έτρωγαν στον κύριο Ξενοφώντα και στην κυρία Ζαφειρώ, είχαν στο δωμάτιο
τους μια λάμπα λουξ και ένα παλιό ξεχαρβαλωμένο γραμμόφωνο. Πατέρας και κόρη
άκουγαν καθημερινά από τον έναν και μοναδικό δίσκο 78 στροφών που υπήρχε εκεί
το «Καπετάν Ανδρέα Ζέππο » και χόρευαν γελώντας μέχρι δακρύων. «Έκλαιγες κάθε
φορά που έφευγε;» ρωτώ την Έρη. «Μάλλον ανακουφιζόμουν. Όσο ήταν εδώ, η μαμά
μόνο για εκείνον είχε μάτια. Όταν μας άφηνε, απολάμβανα και πάλι την απόλυτη
προσοχή της...»
Να με θυμόσαστε - είπε.
Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό,
πάνω σε πέτρες κι αγκάθια
για να σας φέρω ψωμί και νερό και
τριαντάφυλλα. («Επιλογικό»)
Παρασκευή,
21 Απριλίου 1967: Η Φαλίτσα και η Έρη έχουν ετοιμάσει τις
βαλίτσες τους. Την επομένη, Σάββατο του Λαζάρου, θα φύγουν για να κάνουν Πάσχα
στην Αθήνα. Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, όμως, τις προλαβαίνει. Η Φαλίτσα
συλλαμβάνεται και κρατείται στο Βαθύ, στην απομόνωση, για δέκα ημέρες. Ο
Γιάννης Ρίτσος, εκείνο το ξημέρωμα, επιστρέφοντας στο σπίτι του έπειτα από
έξοδο με τους κουμπάρους του, Μιράντα και Τάσο Φιλιακό, βλέπει τα τανκς στο
σταθμό Λαρίσης. Καταλαβαίνει. Στιγμή δεν σκέφτεται να κρυφτεί. Δεν αντέχει να
ζει καταζητούμενος. Πηγαίνει στο σπίτι και ετοιμάζει το «βαλιτσάκι της εξορίας
με τα στοιχειώδη» (μια-δυο αλλαξιές, ξυριστικά, γραφική ύλη). Στις έξι το πρωί,
του χτυπούν την πόρτα. Η διαδρομή προκαθορισμένη: Ιππόδρομος, Γυάρος, Λέρος.
Εκεί αρρωσταίνει.
Μεταφέρεται στον «Άγιο Σάββα», φρουρούμενος. Η διάγνωση των γιατρών είναι
σαφής: «Καρκίνος του προστάτη, του απομένουν λίγοι μήνες ζωής». Επιστρέφει στο
Παρθένι της Λέρου. Στο μεταξύ, στη Γαλλία έχει ξεσηκωθεί όλος ο πνευματικός
κόσμος, με πρωτεργάτη τον Λουίς Αραγκόν. Το καθεστώς φοβάται μην πεθάνει στο
στρατόπεδο. Τον στέλνουν στη Σάμο. Η παραμονή του στο νησί αυτήν τη φορά σε
τίποτα δεν θυμίζει τις ευχάριστες καλοκαιρινές διακοπές του παρελθόντος. Η
καταναγκαστική απομόνωση φαίνεται στον Ρίτσο πιο σκληρή και από τη ζωή του
στρατοπέδου. «Εκεί, τουλάχιστον, είχες τους συντρόφους σου ν' ανταλλάξεις δυο
κουβέντες». Το καλοκαίρι του '69 τα ανίψια της Φαλίτσας, 13 και 17 ετών,
έρχονται στο σπίτι ένα μεσημέρι για φαγητό. Οι αστυνομικοί περιμένουν τα παιδιά
στην εξώπορτα και, μόλις βγαίνουν, τα παίρνουν για ανάκριση...
1. Ένας ακόμα αποχαιρετισμός στο
λιμάνι της σαμιώτικης πόλης.
2. Καλοκαίρι του '55: ο Γιάννης και
η Φαλίτσα (έγκυος στην κόρη τους), με τους
κουμπάρους τους, Τάσο και Μιράντα.
3. «Μ' αυτό το πλοίο θα γυρίσει ο μπαμπάς.» Αναμνηστική φωτογραφία
μπροστά στο «Δέσποινα».
4. Άνοιξη, στον κήπο του σπιτιού
τους. «Βλέπεις πώς του πήγαινε το μουστάκι, χωρίς γένια;» λέει η Έρη...
Ο ποιητής περνάει δύσκολες
ημέρες. Από τη μια, ο προσωπικός ζόφος, η απομόνωση, η αρρώστια, το φάσμα του
θανάτου. Και από την άλλη, η δικτατορία, η διάσπαση της ελληνικής
κομμουνιστικής Αριστεράς, η επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης στην Τσεχοσλοβακία.
Φως δεν φαίνεται από πουθενά. Τα ποιήματα εκείνης της περιόδου είναι μαύρα,
απαισιόδοξα. «Ήταν όμως πολύ δυνατός», λέει η Έρη Ρίτσου. «Δεν το έβαζε κάτω.
Μέχρι και τον καρκίνο ξεπέρασε, όπως παλαιότερα είχε νικήσει τη φυματίωση, πριν
μάλιστα ανακαλυφθεί η πενικιλίνη. Ήταν στην Καψαλώνα της Κρήτης. Οι γιατροί τού
είχαν πει πως η μόνη θεραπεία ήταν να είναι απολύτως ακίνητος, ώστε να μη
δημιουργείται κανένας ερεθισμός - άρα και αιμόπτυση. Και εκείνος επί εβδομάδες
έμεινε ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι. Ούτε τα βλέφαρα του δεν κουνούσε. Τέτοια
αυτοσυγκράτηση».
Ο επώδυνος κατ' οίκον περιορισμός
του άρθηκε το 1970. Μέχρι τότε, βέβαια, είχε προλάβει να κάνει αρκετά...
καψώνια στον αστυνομικό που ήταν εντεταλμένος να τον ακολουθεί παντού. « Ο
πατέρας μου απολάμβανε να τον... ταλαιπωρεί, θυμάται η Έρη Ρίτσου. Έβγαινε για
βόλτα μέσα στο καταχείμωνο με ξεροβόρι ή βροχή. Πήγαινε από τη μία άκρη της
παραλίας στην άλλη και ξανά και ξανά... Και αυτός ο έρμος τον ακολουθούσε με το
ποδήλατο του αγκομαχώντας».
Και έπειτα ήρθε η Μεταπολίτευση. Η σχέση του Γιάννη Ρίτσου με το Καρλόβασι παρέμεινε στενή, όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Ιδιαίτερα τα καλοκαίρια, που κυλούσαν με πάρα πολλή δουλειά. « Ήταν τακτικός και οργανωμένος», εξηγεί η κόρη του. «Ξυπνούσε, έπινε τον καφέ του και καθόταν στο γραφείο του μέχρι το μεσημέρι. Έπειτα πηγαίναμε για μπάνιο στην παραλία του Καρλοβάσου. Όταν αξιωθήκαμε να αγοράσουμε ένα αυτοκίνητο -μεταχειρισμένο, μη φανταστείς- κάναμε πιο μακρινές διαδρομές. Εκείνος δεν οδηγούσε ποτέ. "Γιατί είμαι έξυπνος άνθρωπος", έλεγε. "Έτσι, μπορώ και απολαμβάνω απερίσπαστος το τοπίο". Το απόγευμα κλεινόταν και πάλι στο γραφείο του. Αλλά δεν έχανε ποτέ το ηλιοβασίλεμα. Καθόταν στην πέτρινη πολυθρόνα του και έβλεπε τον ήλιο να βουτάει στη θάλασσα. Και το βράδυ, άρχιζε ξανά να γράφει. Μέχρι τα ξημερώματα. Πίστευε πως οτιδήποτε κι αν κάνεις, χρειάζεσαι καθημερινή άσκηση για να γίνεσαι καλύτερος. "Αν αφήσεις μια-δυο μέρες την εξερσίς για το πιάνο", με συμβούλευε, "δεν θα πηγαίνουν τα δάχτυλα σου. Ταλέντο ακαλλιέργητο είναι une sale manie (μια βρωμερή μανία)"...»
Και έπειτα ήρθε η Μεταπολίτευση. Η σχέση του Γιάννη Ρίτσου με το Καρλόβασι παρέμεινε στενή, όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Ιδιαίτερα τα καλοκαίρια, που κυλούσαν με πάρα πολλή δουλειά. « Ήταν τακτικός και οργανωμένος», εξηγεί η κόρη του. «Ξυπνούσε, έπινε τον καφέ του και καθόταν στο γραφείο του μέχρι το μεσημέρι. Έπειτα πηγαίναμε για μπάνιο στην παραλία του Καρλοβάσου. Όταν αξιωθήκαμε να αγοράσουμε ένα αυτοκίνητο -μεταχειρισμένο, μη φανταστείς- κάναμε πιο μακρινές διαδρομές. Εκείνος δεν οδηγούσε ποτέ. "Γιατί είμαι έξυπνος άνθρωπος", έλεγε. "Έτσι, μπορώ και απολαμβάνω απερίσπαστος το τοπίο". Το απόγευμα κλεινόταν και πάλι στο γραφείο του. Αλλά δεν έχανε ποτέ το ηλιοβασίλεμα. Καθόταν στην πέτρινη πολυθρόνα του και έβλεπε τον ήλιο να βουτάει στη θάλασσα. Και το βράδυ, άρχιζε ξανά να γράφει. Μέχρι τα ξημερώματα. Πίστευε πως οτιδήποτε κι αν κάνεις, χρειάζεσαι καθημερινή άσκηση για να γίνεσαι καλύτερος. "Αν αφήσεις μια-δυο μέρες την εξερσίς για το πιάνο", με συμβούλευε, "δεν θα πηγαίνουν τα δάχτυλα σου. Ταλέντο ακαλλιέργητο είναι une sale manie (μια βρωμερή μανία)"...»
Η τελευταία ονομαστική
εορτή του Γιάννη Ρίτσου
Απομαγνητοφωνώ την
κουβέντα μας με την Έρη και ακούω τον ήχο από τα τζιτζίκια δυνατό, πίσω από τις
φωνές μας. Κοιτάζω τις σημειώσεις μου. Το μάτι μου πέφτει στο ποίημα με το
οποίο ο Γιάννης Ρίτσος, στις 3 Σεπτεμβρίου 1989, από το Καρλόβασι της Σάμου,
αποχαιρέτησε τους ανθρώπους και τη ζωή:
Τις λίγες μέρες που μας
μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω / τους στίχους που έγραφα Ιούλιο και Αύγουστο / αν
και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον / πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς αν
άμεσα τους διαφαίνεται / η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι / με τα
τζιτζίκια του, τα δέντρα, τη θάλασσα του [...] / και με την υποκριτική
ευσπλαχνία του, θα 'ναι το τελευταίο.
«Νιώθω
απελευθερωμένος με τη ζωγραφική»
« Η ποίηση μου είναι το
πρόσωπο μου», έλεγε ο ποιητής. «Η τέχνη στην οποία είμαι αφοσιωμένος. Η
ζωγραφική μ' έκανε να νιώθω απελευθερωμένος. Μπορούσα μέσα από αυτή να
αυτοαναιρούμαι, δεν χρειαζόταν να της είμαι πιστός, αλλά ήταν πάντα για μένα
ένα πάρεργο». Στις αρχές της δεκαετίας του '80, ο Γιάννης Ρίτσος άρχισε να
συχνάζει στο αγγειοπλαστείο του Δημήτρη Κοντορούδα, που βρίσκεται κοντά στο
σπίτι του, και νά ζωγραφίζει πιάτα. Λουλούδια και διακοσμητικά στην αρχή και
έπειτα πρόσωπα. Και αυτό, με τον καιρό, έγινε σχεδόν καθημερινή συνήθεια. Στο
πρόγραμμα του εντάχθηκε και ένα δίωρο στο αγγειοπλαστείο. «Τα πιάτα που
ζωγραφίζω μπορείς να τα πουλάς», έλεγε στον μακαρίτη, πια, Κοντορούδα. «Δεν έχω
κανένα πρόβλημα. Πες πως είμαι ένας άνθρωπος που έχεις στο μαγαζί σου απλώς για
να σου ζωγραφίζει...» Και η ζωγραφική συνεχιζόταν στο σπίτι: σε πέτρες,
βότσαλα, όστρακα, ξύλα. «Ξέρεις τι είναι να πηγαίνεις για μπάνιο και να γυρνάς
φορτωμένος με βράχια;» λέει γελώντας η κόρη του. «Ο πατέρας μου εκμεταλλευόταν
οτιδήποτε ξέβραζε η θάλασσα. Και ακολουθούσε τις γλυπτικές επιφάνειες της
πέτρας, ζωγραφίζοντας εκείνο που η ίδια του "έλεγε", το σχήμα που
εκείνη του υπαγόρευε».
«Σας
ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις σας, πατέρα»
Η Έρη
Ρίτσου, σε πρώτο πρόσωπο
Η
μητέρα μου ήταν το εικόνισμα μου: «Η Ιατρική για εκείνη
ήταν λειτούργημα: κάθε άρρωστος ήταν προσωπική της υπόθεση. Βγήκε στη σύνταξη
και δεν είχε χρήματα στην τράπεζα να πληρώσει την εφορία εκείνης της χρονιάς.
Μάζευε τα δωρεάν δείγματα φαρμάκων που της έδιναν και τα έδινε σε όσους δεν
είχαν χρήματα να τα πληρώσουν. Λάτρευα τον πατέρα μου, αλλά εκείνη ήταν το
εικόνισμα μου. Με χάραξε.»
Ο
πατέρας ερχόταν ουσιαστικά ως επισκέπτης: «Μπορεί να μην τον
χόρτασα, αλλά, όσο ήταν στο Καρλόβασι, μας δινόταν αποκλειστικά, παρά τα
γραψίματα του. Ήταν τρυφερός, αγαπησιάρης και εκδηλωτικός. Γι' αυτό, ίσως, δεν
έχω κανενός είδους κτητικό αίσθημα απέναντι στο έργο του. Ξεχωρίζω εντελώς τον
πατέρα από τον ποιητή. Ο πατέρας ήταν δική μου υπόθεση, ο ποιητής υπόθεση
όλων.»
Του
άρεσε να μας διαβάζει τα ποιήματα που έγραφε: «Επειδή ο Ρίτσος
ήταν ένα σύνολο ιδιοτήτων -μουσικός, συνθέτης, ζωγράφος, ηθοποιός, χορευτής-,
το κομμάτι του ηθοποιού βάραινε αρκετά και είχε ανάγκη ένα ακροατήριο. Όχι ότι
αυτό τον επηρέαζε να αλλάξει κάτι. Όταν αποφάσιζε να διαβάσει ένα ποίημα του σε
άλλους, είχε καταλήξει, ήταν σίγουρος για την τελική μορφή του. Ακόμα και μέσα
στη δικτατορία, που ήμουν μικρή και ήξερε πως δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε το 1
% από όσα είχε γράψει, μου διάβαζε συνεχώς. Τη συλλογή "Ελένη", που
έγραψε συντετριμμένος όταν πέθανε η μεγάλη του αδελφή, την αφιέρωσε σε μένα:
"στην πρώτη μου ακροάτρια"...»
Ο
πρώτος μεγάλος καβγάς μας: «Έγινε το καλοκαίρι που επέστρεψα στο
Καρλόβασι από τη Γαλλία. Άργησα να γυρίσω ένα βράδυ και εκείνος ήταν έξω
φρενών. "Όσο ήσουν εδώ, έβλεπαν οι άνθρωποι ποια είσαι και σε
ήξεραν", μου είπε. "Τώρα θα νομίζουν πως πήγες στο εξωτερικό και
άλλαξες - έγινες ελευθερίων ηθών". Ξαφνιάστηκα. Ποτέ άλλοτε δεν με είχε
ελέγξει για τις εξόδους μου. Του είχα βγάλει γλώσσα. "Αναρωτιέμαι αν δεν
είχατε την αριστερή ιδεολογία, πόσο συντηρητικός θα ήσασταν", του πέταξα.
Στον πληθυντικό τού μιλούσα. Και σ' εκείνον και στη μητέρα μου.»
Επικοινωνούσαμε
μέσω τηλεφώνου και γραμμάτων: «Κι αν έχει γράψει
γράμματα ο πατέρας μου... Στους φίλους, στους μεταφραστές, στους συντρόφους του
στην εξορία, στις αδελφές του. Πώς τα προλάβαινε όλα; Αναρωτιέμαι. Ήταν και
αξεπέραστος καλλιγράφος. Όταν τελείωνε κάθε ποίημα του, έβαζε από κάτω έναν ρόδακα
ή έναν ρόμβο ή κάποιο άλλο σκιτσάκι. "Η δουλειά μου είναι να γράφω",
εξηγούσε. "Δεν μπορώ να γράφω τσαπατσούλικα, γιατί έτσι θα έχω να κάνω με
την ασχήμια, όλη τη μέρα". Λάτρευε την ομορφιά σε όλες τις εκφάνσεις της.»
Έκθεση
μαθήτριας Έρης Ρίτσου
«Πήγαινα στη Β1 Δημοτικού
και η δασκάλα μάς έβαλε έκθεση με θέμα "Ο Χειμών". Εκείνη την εποχή
ήμουν... κολλημένη με τις παρομοιώσεις. Έγραψα λοιπόν: Οι ελίτσες μαυρίζουν
πάνω στα δέντρα σαν λουστρινένια παπουτσάκια. Ο Κέρκης (σημ. το πιο ψηλό βουνό
της Σάμου) χιονισμένος είναι σαν νυφούλα έτοιμη να χορέψει τον νυφιάτικο χορό. Έδωσα
την έκθεση στον πατέρα μου να τη διαβάσει. "Ωραία η παρομοίωση με τις
ελιές, παιδί μου", μου είπε εκείνος, "αλλά τον Κέρκη, αυτό το ψηλό,
περήφανο βουνό, που είναι σαν γέρος σοφός με μακριά γενειάδα, να τον πεις
νυφούλα;" Πολλά χρόνια αργότερα, από το Παρίσι, του έστειλα ένα ποίημα που
είχα γράψει. Μου το επέστρεψε με πολλά " μπράβο" αλλά και με χιλιάδες
διορθώσεις. "Σας ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις σας, πατέρα", του
απάντησα σ' ένα ξερό γράμμα και έκτοτε δεν έχω γράψει ξανά ούτε ένα στίχο ».
Από το "Κ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου