Βορειοηπειρωτικό
και ελληνοαλβανικές σχέσεις
Μαθήματα
διπλωματίας και διεθνούς πολιτικής μέσα από ένα βιβλίο
Του ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ Πρέσβη
ε.τ.
Οι περισσότερες αν όχι
όλες οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης -αρχικός πυρήνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης- έχουν
παγιωμένα σύνορα. Το ίδιο ισχύει και για τη σταθερότητα των μεταξύ τους
πολιτικών και διπλωματικών σχέσεων. Ούτε εδαφικές διεκδικήσεις ούτε εκκρεμότητες
σε θέματα μειονοτήτων ή προστριβές -με ελάχιστες εξαιρέσεις- για την προστασία
των δικαιωμάτων τους. Αυτό δεν φαίνεται, δυστυχώς, να συμβαίνει και για την
Ελλάδα, τα σημερινά σύνορα της οποίας διαμορφώθηκαν ευθύς μετά τη λήξη του Β'
Παγκοσμίου Πολέμου.
Όμως, Ελληνισμός και
ελληνικές μειονότητες εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα στην Τουρκία και την
όμορη Αλβανία και συγκεκριμένα στη Β. Ήπειρο, όπως ιστορικά αποκαλείται. Οι
εθνικές μειονότητες -και όχι, ασφαλώς, οποιεσδήποτε θρησκευτικές, γλωσσικές ή
φυλετικές ομάδες- οφείλουν και μπορούν να λειτουργήσουν ως γέφυρες φιλίας
μεταξύ των λαών. Αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε. Είτε διότι δεν γίνονται σεβαστά τα
δικαιώματά τους που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και συμβατικές υποχρεώσεις,
είτε από αισθήματα ανασφάλειας των χωρών όπου ζουν είτε, ακόμη, από εξωτερικές
επεμβάσεις. Όταν στις σχέσεις μεταξύ δύο όμορων χωρών εμφιλοχωρεί η καχυποψία,
μοιραίως οι μειονότητες λειτουργούν αρνητικά.
Η ελληνική μειονότητα στη Ν.
Αλβανία ή Βόρειο Ήπειρο, έχει επιδράσει αποφασιστικά στη διαμόρφωση των διμερών
σχέσεων από της συστάσεως της γείτονος χώρας το 1913. Αυτή τη διαδρομή των
ελληνοαλβανικών σχέσεων περιγράφει με θαυμαστό τρόπο και τεκμηριωμένα το βιβλίο
του Δρ Εμμανουήλ Γούναρη με τίτλο «Το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα στα πλαίσια της
Διπλωματικής Ιστορίας και του Διεθνούς Δικαίου, 1912-2015», που παρουσιάσθηκε
από πανεπιστημιακούς και διπλωμάτες την Τετάρτη 6 Μαΐου στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Η
μεγάλη αξία του βιβλίου, πέραν, ασφαλώς, της επιστημονικής τεκμηρίωσης,
έγκειται στο γεγονός ότι μέσα από τις σελίδες του αναδεικνύονται όλα τα θετικά
και αρνητικά στοιχεία της ελληνικής και της διεθνούς διπλωματίας, οι
συγκρούσεις συμφερόντων, τα γεωπολιτικά παιχνίδια. Ιδιαίτερα αναδεικνύονται οι
αδυναμίες και οι αρετές της πολιτικής ζωής του τόπου μας, τα προτερήματα και τα
μειονεκτήματα των πολιτικών μας ηγετών, οι ελλείψεις μας σε πολιτική ωριμότητα,
μελέτη και γνώση της διεθνούς πολιτικής.
Το Βορειοηπειρωτικό ανήκει πλέον στους
μελετητές της Ιστορίας και δεν ωφελεί να συζητιέται σήμερα αν ο Ελευθέριος
Βενιζέλος ορθώς ή κακώς θυσίασε τη Βόρειο Ήπειρο προς χάριν των νήσων του
Ανατολικού Αιγαίου. Η μελέτη του θαυμάσιου βιβλίου του Εμμ. Γούναρη ωφελεί για
να διδασκόμαστε από τις αδυναμίες μας, τα λάθη στην εξωτερική μας πολιτική και
πιο πολύ τις χαμένες ευκαιρίες... Το Βορειοηπειρωτικό θα είχε, χωρίς αμφιβολία,
άλλη εξέλιξη και τροπή αν μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου δεν
συνεχίζαμε με τον εμφύλιο. Το βιβλίο του Εμμ. Γούναρη ωφελεί, ακόμα, για να
γνωρίσουμε τη γείτονα χώρα Αλβανία, η οποία σήμερα εγείρει ανύπαρκτα θέματα
στις διμερείς σχέσεις, όπως το ουτοπικό «θέμα Τσάμηδων», αρνείται να επικυρώσει
τη συμφωνία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ, συνεργάζεται στρατιωτικά με την Άγκυρα
παραχωρώντας ναυτικές και αεροπορικές βάσεις που εμμέσως στρέφονται κατά της
Ελλάδας. Ασφαλώς, στην ανάπτυξη των διμερών μας σχέσεων πρέπει να κοιτάμε
μπροστά και όχι πίσω στον χρόνο. Σε ένα όμως αυστηρό πλαίσιο DO UT DES. Για
όλους τους παραπάνω λόγους το βιβλίο του κ. Γούναρη αξίζει τον χαρακτηρισμό του
διδακτικού, με τη θουκυδίδεια έννοια, βιβλίου.
"ΤΟ ΠΑΡΟΝ"
Το
ιστορικό της ίδρυσης της Αλβανίας
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΨΥΡΙΛΛΟΥ
Είχαν κάθε λόγο να
χαίρονται με την ίδρυση του Αλβανικού κράτους, πρωτίστως όσοι το προετοίμασαν,
δηλαδή η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία. Με την δημιουργία της Αλβανίας η πρώτη
απέφευγε το ενδεχόμενο ελέγχου των στενών του 'Οτράντο από την Ελλάδα, ενώ η
δεύτερη στερούσε την Αδριατική από την Σερβία.
Η προσωρινή κυβέρνηση της
Αλβανίας στις 2 Ιανουαρίου 1913 με υπόμνημα της ζητούσε την επέμβαση των
ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία, όπως ήταν αναμενόμενο, ήσαν
ευνοϊκές στην δημιουργία μιας -υπό την κηδεμονία τους- Αλβανίας, ενώ η Γαλλία
και η Ρωσία, ως πλησιέστερες στην Σερβική πολιτική, θεωρούσαν τον Αλβανικό
εθνικισμό ως εφεύρεση της Βιέννης. Η Βρετανία έδειχνε μάλλον αδιάφορη για το
όλο θέμα, ενώ η Γερμανία θα ακολουθούσε τις επιλογές των εταίρων της στα πλαίσια
της Τριπλής Συμμαχίας. Τελικώς, μετά από πολλές διαβουλεύσεις, στις 29 Ιουλίου
1913 με την Συνθήκη του Λονδίνου αποφασίστηκε η δημιουργία του κληρονομικού
αλβανικού πριγκηπάτου υπό την «προστασία» των Μεγάλων Δυνάμεων. Η απόφαση αυτή
εκτός από διεθνή νομιμοποίηση της Αλβανίας σήμαινε, κατ' ουσίαν, και ξεκάθαρη
διπλωματική νίκη της Ιταλίας.
Οι παράλογες απαιτήσεις των Αλβανών για ένα κράτος από το Κοσσυφοπέδιο έως
τον Αμβρακικό
Ο ακριβής καθορισμός των
συνόρων του νεοπαγούς κράτους μετατέθηκε γι' αργότερα, καθώς οι νικητές του
πολέμου -Έλληνες, Σέρβοι και Μαυροβούνιοι- είχαν εδαφικές αξιώσεις, ιστορικά
δικαιώματα, ομογενείς πληθυσμούς αλλά και στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή.
Από την άλλη οι παράλογες απαιτήσεις των Αλβανών - υποθαλπόμενες από τους
Αυστριακούς και Ιταλούς πάτρωνες τους- για ένα κράτος από το Κοσσυφοπέδιο έως
τον Αμβρακικό κάθε άλλο παρά ευνοούσαν την εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής
λύσεως.
Τον Ιούνιο του 1913 τα
τελευταία οθωμανικά στρατεύματα αποχωρούσαν από την περιοχή, ενώ η μικρή
Αλβανία των 28.000 τετραγωνικών μέτρων και των περίπου 800.000 κατοίκων,
δημιουργούσε στην πραγματικότητα περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται
ότι θα έλυνε η απόφαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Οι μισοί Αλβανοί έμεναν εκτός
του πριγκιπάτου, ενώ το εσωτερικό της χώρας διαχειρίζονταν οι ανυπότακτοι
μουσουλμάνοι τοπάρχες με αρχηγό τον Esssad Pasha Toptani - υπουργό Εσωτερικών
της προσωρινής κυβερνήσεως -, ο οποίος αν και αρχικώς προσέγγισε την Σερβία και
όχι την ανίσχυρη κυβέρνηση του Ι. Κεμάλ, εντέλει επιχειρώντας επαναπροσέγγιση
με την Τουρκία, έχασε την εύνοια των Αυστριακών και οδηγήθηκε σε παραίτηση από
την Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου (Ιανουάριος 1914).
Η Αλβανία ήταν μια κυρίως
ορεινή χώρα, με ιδιαίτερα πλούσιο υπέδαφος, μεγάλα δάση, υποτυπώδες δίκτυο
συγκοινωνιών και αγροκτηνοτροφική ημιφεουδαρχική οικονομία. Όσο για τους
κατοίκους της ήταν, κατά κύριο λόγο, ετερογενείς φυλές, χωρίς θρησκευτική,
γλωσσική ή άλλη συνοχή. Το παράδοξο είναι ότι ο ιδρυτής του αλβανικού κράτους,
ο άνθρωπος που σχεδίασε τον κοινωνικοοικονομικό εκσυγχρονισμό της χώρας του,
συλλαμβάνεται, δικάζεται και εξορίζεται από τις ίδιες τις Δυνάμεις που
συνηγόρησαν στην ίδρυση του! Γεγονός πάντως είναι ότι οι Αλβανοί -χωρίς
ουσιαστικές απώλειες κι ένοπλο μαζικό αγώνα- δημιούργησαν ένα νέο κράτος,
εκμεταλλευόμενοι τόσο τις πολεμικές επιτυχίες των γειτόνων τους, όσο και τον
ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή.
Οι Έλληνες της βορείου
Ηπείρου αντέδρασαν στην απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων και με τοπικούς
αντιπροσώπους τους διαμαρτυρήθηκαν, επισημαίνοντας εγκαίρως τις μελλοντικές
περιπλοκές που επεφύλασσε ο εγκληματικός εγκλεισμός τους στο αλβανικό κράτος.
Ο βαλκανικός Πόλεμος έληξε
με την υπογραφή των συνθηκών Λονδίνου και Βουκουρεστίου. Αναγνωρίσθηκε η
ανεξαρτησία της Αλβανίας αλλά οι μισές περιοχές του αλβανικού βορρά
περιέρχονταν στους Σερβο-Μαυροβούνιους. Σε αντιστάθμισμα των απωλειών
ενσωματωνόταν η απελευθερωμένη βόρειος Ήπειρος (1912-1913) στο νεοϊδρυθέν
κράτος της Βαλκανικής, παρά την εθνολογική της σύνθεση και παρότι προηγούμενη
συμφωνία του Ι. Κεμάλ (1907) με τον Έλληνα Πρωθυπουργό Θεοτόκη προέβλεπε ότι η
Ελλάδα θα έφθανε μέχρι την Αυλώνα.
Τον Δεκέμβριο του ίδιου
έτους (1913) οι ευρωπαϊκές δυνάμεις συμφώνησαν ως προς τον κληρονομικό μονάρχη
της χώρας. Ο τριανταπεντάχρονος προτεστάντης Wilhem von Wied (Γουλιέλμος του
Βιντ, 1876-1945), μετά από πιέσεις της συζύγου του και της θείας του
-βασίλισσας της Ρουμανίας- αποδέχθηκε χωρίς κανέναν ενθουσιασμό το αλβανικό
στέμμα. Κατέπλευσε στο Δυρράχιο -προσωρινή πρωτεύουσα του νέου κράτους- στις 7
Μαρτίου 1914, συνοδευόμενος από την έγκριση ευρωπαϊκού δανείου τριών εκατομμυρίων
λιρών (500.000 λίρες προκατέλαβαν η Ιταλία και η Αυστρία) και αρκετούς
δυτικοευρωπαίους συνεργάτες που αγνοούσαν, όσο και ο ίδιος, την χώρα που θα
έπρεπε να κυβερνήσουν. Σε μια προσπάθεια κατευνασμού της κρίσης και
προσεταιρισμού των τσιφλικάδων, χρίεται υπουργός Εσωτερικών και Πολέμου ο
Τοπτάνι, ενώ την προεδρία αναλαμβάνει ο πρώην πρεσβευτής της Τουρκίας στην
Ρωσία, Turhane Permeti Pascia. Επιπλέον παρέμενε σε εκκρεμότητα το ζήτημα των
συνόρων, όπως αυτά είχαν καθοριστεί από το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας τον
Δεκέμβριο του 1913, αφήνοντας ανικανοποίητους τους πάντες -και κυρίως τους
νικητές του πολέμου: το Μαυροβούνιο έχανε την Σκόδρα, η Σερβία αποχαιρετούσε
τις παράκτιες βλέψεις της και η Ελλάδα εγκατέλειπε την βόρειο Ήπειρο μετά από
απροκάλυπτο εκβιασμό των Μεγάλων Δυνάμεων που διαφορετικά θα της στερούσαν τα
νησιά του Αιγαίου. Το Δελβίνο, η Χειμάρα, οι Άγιοι Σαράντα, το Τεπελένι, η
Πρεμετή, η Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο περιέρχονταν στην Αλβανία, ενώ στην
Ελλάδα αποδίδονταν τα νησιά του Αιγαίου -εκτός Ίμβου, Τενέδου και Καστελόριζου.
Η Διεθνής Επιτροπή που εργάστηκε πλημμελώς για τον προσδιορισμό των συνόρων
αγνόησε πεισματικά τόσο τα αγωνιώδη υπομνήματα του βορειοηπειρωτικού
Ελληνισμού, όσο και την συνετή πρόταση του Ελευθερίου Βενιζέλου για διεξαγωγή
δημοψηφίσματος υπό τον έλεγχο της, προτιμώντας τον αποκλειστικό καθορισμό της
εθνικότητας με το αμφίβολο κριτήριο της «μητρικής γλώσσας» και όχι αυτό του αυτοπροσδιορισμού.
Την γενική δυσφορία
εναντίον του εγκάθετου χριστιανού μονάρχη θέλησε να εκμεταλλευτεί η Τουρκία
που, διατηρώντας ισχυρά ερείσματα στην περιοχή, οργάνωσε ένα αποτυχημένο
ισλαμικό κίνημα υπέρ του πρίγκιπα Burhan Eddin.
Με την συνδρομή εθελοντών
από την Κρήτη και την ελεύθερη Ελλάδα ξέσπασε, στις 18 Φεβρουαρίου 1914,
αυτονομιστικό κίνημα στην βόρειο Ήπειρο, του οποίου ηγήθηκε ο μετέπειτα
υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, Γεώργιος Χρηστάκης Ζωγράφος, που όμως
ενεργούσε χωρίς την κάλυψη, ή έστω την συγκατάθεση, της πειθήνιας στα ευρωπαϊκά
κελεύσματα αλλά ανάλγητης στις αγωνιώδεις εκκλήσεις του βορειοηπειρωτικού
ελληνισμού, ελληνικής κυβερνήσεως του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Μέλη της προσωρινής
κυβέρνησης Ζωγράφου ήσαν και οι μητροπολίτες Αργυροκάστρου, Κονίτσης, Κορυτσάς,
και ο Αλ. Καραπάνος. Μετά τις αποτυχίες αναχαίτισης των ελληνικών δυνάμεων και
τις προτροπές της Διεθνούς Επιτροπής που ήλεγχε την Αλβανία η κυβέρνηση του
Wilhelm von Wied εξαναγκάσθηκε να διαπραγματευθεί με την κυβέρνηση Ζωγράφου.
Στις 17 Μαΐου του 1914 η αλβανική κυβέρνηση, μετά από διαμεσολάβηση της
διεθνούς επιτροπής στην οποία είχαν προσφύγει δια του αντιπροσώπου της Ολλανδού
αξιωματικού L. Tompson, συνυπέγραψε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας σύμφωνα με το
οποίο παραχωρούνταν, εντός του αλβανικού κράτους και υπό την εγγύηση των
Μεγάλων Δυνάμεων μια σχετική αυτονομία στις επαρχίες Αργυρόκαστρο και Κορυτσάς
όπου -μεταξύ άλλων- η ελληνική αναγνωριζόταν ως γλώσσα εκπαίδευσης και
διοικήσεως. Η σημαντικότητα του Πρωτοκόλλου έγκειται στο ότι αυτό συνιστά την
πρώτη διεθνή αναγνώριση της ελληνικότητας της βορείου Ηπείρου, τόσο από πλευράς
των Μεγάλων Δυνάμεων, όσο και από πλευράς του αλβανικού κράτους.
Δυο μήνες αργότερα θα ξεσπάσει
ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας δεν θα εφαρμοζόταν
ποτέ, αφού η Αλβανία ως κράτος θα έπαυε να υπάρχει. Οι περιοχές που της είχαν
δοθεί με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (13/12/1913), θα περιέρχονταν από τον
Οκτώβριο του 1914 μέχρι τον Αύγουστο του 1920 στην δικαιοδοσία του ιταλικού,
αυστριακού, σερβικού, μαυροβουνιακού, γαλλικού και ελληνικού στρατού.
Ο Wilhelm von Wied,
ανυποψίαστος για τις βαλκανικές ιδιαιτερότητες και τον ιταλο-αυστριακό
ανταγωνισμό, δεν κατόρθωσε καθ'όλο το διάστημα της εξάμηνης παραμονής του να
επεκτείνει την εξουσία του πέραν του Δυρραχίου. Έφυγε, η ακριβέστερα
φυγαδεύτηκε, με ιταλικό καράβι από την Αλβανία την 1η Σεπτεμβρίου 1914,
κυνηγημένος από τους εξεγερμένους μουσουλμάνους υπηκόους του.
"ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ" τ.123
Πως
η Νήσος Σάσων από ελληνικό νησί κατέληξε Αλβανική ναυτική βάση και τώρα
τουριστική ατραξιόν
Η μυστηριώδης Νήσος Σάσων
στα σύνορα Ελλάδος και Αλβανίας , που
στο παρελθόν ήταν μια σοβιετική στρατιωτική βάση και, ενδεχομένως και μια
αποθήκη χημικών όπλων , αλλάζει όψη σύμφωνα με διεθνή ΜΜΕ . Το νησί θα
μετατραπεί λίαν συντόμως σε μια τουριστική ατραξιόν σύμφωνα με τον Τουριστικό Οργανισμό της
Αλβανίας, ο οποίος αποκάλυψε τα
σχέδια του για την μετατροπή της πρώην
στρατιωτικής βάσης σε τουριστικό αξιοθέατο αυτό το καλοκαίρι.
Σύμφωνα με ιστορικά
δεδομένα από την ιστοσελίδα himara.gr, το Νησί Σάσων βρίσκεται σε ιδανική
τοποθεσία στο στενό του Οτράντο στη νότια Αλβανία, όπου συναντώνται η Αδριατική και το Ιόνιο . Το
νησί αυτό στην ουσία το «χάρισε» η Ελλάδα στην Αλβανία.!!!!
Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε
ὅμως ὅτι
ἱστορικά ἡ
Σάσων, τό Γιβραλτάρ τῆς Ἀδριατικῆς,
ἀνήκει στά Ἰόνια
νησιά. Ἀπό τό 1696, μετά ἀπό
125 χρόνια Τουρκικῆς κατοχῆς,
τό βρίσκουμε μαζί μέ τά ὑπόλοιπα Ἰόνια
νησιά κάτω ἀπό Ἑνετική
ἐπικυριαρχία, ἐνῶ
στή συνέχεια ἀκολούθησε τή μοίρα τῶν Ἰονίων
Νήσων σέ ὅλες τίς διεθνεῖς ἐξελίξεις.
ΝΗΣΟΣ-ΣΑΣΩΝ-ΒΟΡΕΙΟΥ-ΗΠΕΙΡΟΥ
Ἡ
παραχώρηση τῶν Ἰονίων
Νήσων στήν Ἑλλάδα ἔγινε
μέ τή Συνθήκη τοῦ Λονδίνου τόν Μάρτιο τοῦ
1864. Ἡ νῆσος
Σάσων ἀκολουθοῦσα
τή μοίρα τῶν Ἑπτανήσιων
θά ἔπρεπε κανονικά νά ἐνσωματωθεῖ
στήν Ἑλλάδα. Δυστυχῶς ὅμως
δέν ὑψώθηκε ἡ
Κυανόλευκος σ’ αὐτή τή νῆσο
εἴτε «ἐξ ἀκατανοήτου
μυωπίας καί ἀβλεψίας», εἴτε
γιατί θεωρήθηκε «τελείως ἄχρηστη, διότι ἦταν
τελείως ἄγονος». Οἱ
Τοῦρκοι ὅμως
ἀπό τή γειτονική Αὐλώνα
καιροφυλακτοῦσαν! Ἐπωφελήθηκαν
ἀπό τό ἀσυγχώρητο
λάθος μας καί ἔσπευσαν νά κατοχυρώσουν τήν κυριαρχία τους
σέ αὐτό τό «ἄγονο»
νησί. Φρόντισαν μάλιστα νά ἐγκαταστήσουν φάρο πού
λειτούργησε τό 1871.
Στή διάρκεια τοῦ
Α’ Βαλκανικοῦ Πολέμου στίς 15 Νοεμβρίου τοῦ
1912, ὁ Διοικητής Ὁμάδας
Ἀτμομυοδρομώνων τῆς
Μοίρας Ἰονίου, Ἀντιπλοίαρχος
Κωνσταντῖνος Γεωργαντᾶς,
ἐπιβαίνων τοῦ Ἀτμομυοδρόμωνος
ΠΗΝΕΙΟΣ ὅπου ἦταν
Κυβερνήτης ὁ Πλωτάρχης Ἀναστάσιος
Ἀνδρεάδης, ἀπελευθέρωσε
τή νῆσο καί ὕψωσε
τήν Ἑλληνική Σημαία. Ἡ ἀπελευθέρωση
γιορτάσθηκε μέ μεγάλο ἐνθουσιασμό ἀπό
τίς δεκαπέντε Ἑλληνικές Οἰκογένειες
κτηνοτρόφων πού κατοικοῦσαν ἐκεῖ.
Παντοῦ κυμάτιζε ἡ Ἑλληνική
Σημαία! Μιά μεγάλη γιορτή εἶχε ἀρχίσει
σ’ αὐτό τό ἀκριτικό
Ἑλληνικό νησί. Ἀμέσως
στίς 21 Νοεμβρίου ἄρχισε μέ τή φροντίδα τοῦ Ἀντιπλοιάρχου
Γεωργαντᾶ νά λειτουργεῖ
ξανά καί ὁ φάρος τοῦ
νησιοῦ. Ὅλα
ἔδειχναν πώς ἡ Ἑλληνική
κυριαρχία εἶχε σκεπάσει στοργικά τό νησί. Δυστυχῶς ὅμως
αὐτό δέν κράτησε γιά πολύ. Οἱ
Μεγάλες Δυνάμεις εἶχαν ἄλλα
σχέδια!!! Μετά ἀπό πιέσεις τῆς Ἰταλίας
συμφώνησαν μεταξύ τους τήν παραχώρησή της στήν Ἀλβανία
μέ τό Πρωτόκολλο τῆς Φλωρεντίας στίς 13
Φεβρουαρίου 1914. Στή συνέχεια καί ἐνῶ
βρισκόταν στήν ἐξουσία ἡ
Κυβέρνηση τοῦ Ἐλευθέριου
Βενιζέλου, ἡ Ἑλληνική
Βουλή ἔκανε κάτι τό πρωτοφανές: μέ τό Νόμο 272 τῆς
5ης Ἰουνίου τοῦ
1914 παραχώρησε τή νῆσο Σάσωνα στήν Ἀλβανία!!!
Στίς 2 Ἰουλίου, ἐκτελῶντας
ἐντολή τῆς Ἑλληνικῆς
Κυβερνήσεως, ἀπεχώρησε ἡ Ἑλληνική
φρουρά, ὑποστέλλοντας τή Σημαία μας. Οἱ
δυστυχεῖς κάτοικοι τοῦ
νησιοῦ ἀφέθηκαν
τελείως ἀπροστάτευτοι. Λίγες μέρες μετά τήν ἐγκληματική
ἐγκατάλειψή τους, στίς 16 Ἰουλίου
1914, σφαγιάσθηκαν μέ τόν ἀγριότερο τρόπο!!!
Σύμφωνα με το άρθρο του
διεθνούς τύπου , μέχρι πρότινος η αλβανική ναυτική βάση που υπήρχε στο Νησί
αυτό, περιελάμβανε δύο ναύτες και ένα
νυχτερινό καταφύγιο για περιπολίες για το
αλβανικό ναυτικό, ενώ τις ημέρες
της δόξας του, υπήρχαν 3.000 στρατεύματα που στάθμευαν νησί για έως και έξι μήνες το χρόνο. Υπάρχουν πληροφορίες ότι Αλβανοί
λαθρέμποροι ναρκωτικών χρησιμοποιούσαν το νησί αυτό ως ορμητήριο για τις παράνομες δράσεις τους στα παράλια της δυτικής Ελλάδος.
Η ναυτική βάση στο νησί, κατασκευάσθηκε κατά την διάρκεια της κομμουνιστικής περιόδου
του Εμβέρ Χότζα, όταν οι φόβοι των πυρηνικών επιθέσεων από την Δύση ήταν
εφικτοί .
Ως εκ τούτου, την εποχή
του Ψυχρού Πολέμου το δύο τετραγωνικών μιλίων νησί , ήταν γεμάτο με 3.600 αποθήκες σχεδιασμένες για να αντέχουν σε εναέρια προσβολή».
Ο ιταλικός στρατός για
πρώτη φορά στάθμευσε εκεί την δεκαετία του 1930, ενώ στη δεκαετία του 1950, η
βάση χρησιμοποιούνταν για την παρακολούθηση ιταλικών και
αμερικανικών πολεμικών πλοίων που έπλεαν στα στενά του Οτράντο.
Το δημοσίευμα αναφέρει
ότι τα χαρακώματα και οι σήραγγες δείχνουν ακριβώς πόσα χρήματα
δαπάνησε η αλβανική Κυβέρνηση , φοβούμενη
μια πιθανή εισβολή από την δύση, ενώ οι τουρίστες σήμερα θα έρθουν για να απολαύουν στον Σάσων,
τις πολλές κοντινές όμορφες παραλίες , τα πανύψηλα βουνά και την πλούσια
ιστορία που χρονολογείται από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας.
Το δημοσίευμα δηλαδή,
σύμφωνα με ανάλυση στο
pentapostagma.gr, επικαλείται την
ιστορία του νησιού, αποδεικνύοντας ότι
το νησί αυτό μας ανήκει από την εποχή της Αρχαίας Ελλάδος.Αυτό που αναφέρεται
ότι έπραξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος με την παραχώρηση του Σάσων στην Ιταλία ,
ήταν ένα είδος σημερινού μνημονίου σαν και αυτά που μας ζητούν να υπογράψουμε
οι ίδιες « Μεγάλες δυνάμεις». Το ίδιο ακριβώς
μας υποχρέωσαν να πράξουμε οι « σύμμαχοι» και στους βαλκανικούς πολέμους
με την παραχώρηση της δυτικής Θράκης στην Βουλγαρία, και έπρεπε να φτάσει το
1920 για να την πάρουμε πίσω .
Στην ουσία
με τα σημερινά μνημόνια που
εκβιάζουν να υπογράψουμε , αυτό
επιδιώκουν οι «εταίροι» μας . Αλλά δεν πρόκειται να τους « περάσει» με τίποτα. Θέλουν να μας «μικρύνουν» , διότι
ακόμη και έτσι πού είμαστε μας « φοβούνται», τέτοια είναι η δύναμη του
ελληνισμού.
Έτσι η Νήσος Σάσων, θα « στέκεται» εκεί ακοίμητος φρουρός της Αδριατικής, υπενθυμίζοντας ποια είναι η
αποστολή μας , και για να μας θυμίζει συνεχώς
ότι είναι ελληνικό νησί , που
κακώς δόθηκε « ως δώρο» στην Αλβανία,
για χατίρι των Ιταλών , ενώ θα
μπορούσαμε εμείς να το εκμεταλλευόμασταν
σήμερα …
Το νησί είναι ένας
επίγειος παράδεισος και «το σπίτι» για χιλιάδες σπάνια πουλιά και ερπετά, ενώ διαθέτει παράκτια ύδατα , αλλά και μια σταθερή
θερμοκρασία 10-25 βαθμών Κελσίου
όλο το χρόνο. Διαθέτει επίσης μια
πραγματικά εκπληκτική θέα από το
βραχώδες παραθαλάσσιο τοπίο του . Κάποια μέρα ελπίζουμε να κυματίζει
στον Σάσων η γαλανόλευκη σημαία, όπως
και στην Βόρειο ήπειρο όπως θα έπρεπε.
πηγή:
http://www.pentapostagma.gr/2015/05/πως-η-νήσος-σάσων-από-ελληνικό-νησί-κατ.html#ixzz3aU8sm0Vv
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου