Η σύγκρουση του Κ. Κάραμανλή με το
Παλάτι
Μια αντιπαράθεση που οδήγησε στην
παραίτηση του πρωθυπουργού και άσκησε καθοριστική επίδραση στις πολιτικές
εξελίξεις της χώρας μας
Η σύγκρουση
του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή με τον βασιλέα Παύλο και, ίσως ακόμη περισσότερο
στην ουσία, με τη βασίλισσα Φρειδερίκη, που οδήγησε τελικά στην παραίτηση του
Κ. Καραμανλή από την πρωθυπουργία στις 11 Ιουνίου 1963, είναι ένα από τα
γεγονότα που άσκησαν καθοριστική επίδραση στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας
μας. Η προσωρινή αναχώρηση του Κ. Καραμανλή στο εξωτερικό στις 18 Ιουνίου 1963
έως τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, επισφραγίζεται με την πολύ πιο μακρόχρονη
απομάκρυνση του από την Ελλάδα στις 9 Δεκεμβρίου 1963, μετά την ήττα της ΕΡΕ
στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου της χρονιάς αυτής.
Σάββατο,
8 Ιουνίου 1963. Ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής μεταβαίνει στα ανάκτορα. Τον
επόμενο μήνα οι βασιλείς Παύλος και Φρειδερίκη πρόκειται να μεταβούν για
επίσημη επίσκεψη στο Λονδίνο, αλλά ο Κ. Καραμανλής έχει αντίθετη γνώμη. Κρίνει
ότι η πολιτική συγκυρία επιβάλλει την αναβολή της επίσκεψης. Δεν είναι μόνο η
πρόσφατη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη που έχει δημιουργήσει
εξαιρετικά βαρύ κλίμα κατά της ελληνικής κυβέρνησης και του παλατιού, ειδικά
στη Βρετανία. Είναι και τα όσα έχουν διαδραματιστεί πριν από ενάμιση μήνα, στις
20 Απριλίου 1963, όταν η βασίλισσα Φρειδερίκη και η πριγκίπισσα Ειρήνη πήγαν
ανεπίσημα στο Λονδίνο για να παραστούν στους γάμους της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας
του Κεντ.
Κατά
την άφιξη τους στο ξενοδοχείο «Κλάριτζ» τους περίμεναν εκατοντάδες Ελληνες και
Κύπριοι διαδηλωτές, οι οποίοι με επικεφαλής την Αγγλίδα σύζυγο του Αντώνη
Αμπατιέλου, στελέχους του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και πολιτικού
κρατουμένου, ζητούσαν την αποφυλάκιση των εκατοντάδων πολιτικών κρατουμένων που
υπήρχαν τότε στην Ελλάδα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας οι διαδηλωτές
αποδοκίμασαν έντονα τη βασίλισσα και την πριγκίπισσα. Όταν μάλιστα έριξαν στο
έδαφος τον μοναδικό Βρετανό αστυνομικό που τις συνόδευε, η Φρειδερίκη με τη
θυγατέρα της κατέφυγαν τρέχοντας σε ένα αδιέξοδο δρομάκι και πανικόβλητες
ζήτησαν προστασία σε κάποιο τυχαίο σπίτι, παρ' όλο που δεν είχαν υποστεί
επίθεση.
Στις
26 Απριλίου ο υπουργός Εξωτερικών Ευ.
Αβέρωφ έκανε έντονο διάβημα στον σύμβουλο της βρετανικής πρεσβείας Μ. Ρ.
Μπαρνς, το οποίο και δημοσιοποίησε την επομένη με ανακοίνωση του. Ο Βρετανός
υπουργός Εξωτερικών λόρδος Χιουμ έστειλε μάλιστα και επιστολή προς τη
Φρειδερίκη, εκφράζοντας την «ειλικρινή λύπη» του, προκαλώντας την οργή του
βρετανικού Τύπου. Ο «Ομπζέρβερ» χαρακτήρισε «σκάνδαλο» την ύπαρξη πολιτικών
κρατουμένων στην Ελλάδα, ο «Νιου Στέιτσμαν» ζήτησε «να μη γίνουν δεκτοί οι
βασιλείς της Ελλάδας στη Μ. Βρετανία αν δεν αποκατασταθεί στη χώρα η δημοκρατία»,
ενώ η «Ντέιλι Χέραλντ» χαρακτήρισε «ηλίθια» την επιστολή Χιουμ.
Στις
2 Μαΐου, σε συνεδρίαση της Βουλής των Κοινοτήτων, βουλευτές του Εργατικού
κόμματος επέκριναν τον λόρδο Χιουμ για την επιστολή του προς τη βασίλισσα
Φρειδερίκη. Ταυτόχρονα ο αρχηγός του κόμματος Χάρολντ Ουίλσον ζήτησε να γίνουν
ανακρίσεις για το θέμα των πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα, ενώ βουλευτές του
κόμματος του πρότειναν να συζητήσει η αγγλική Βουλή το θέμα της παροχής
αμνηστίας στους Έλληνες πολιτικούς κρατούμενους, ως προϋπόθεση πραγματοποίησης
της ελληνικής βασιλικής επίσκεψης στη Βρετανία.
Έχοντας,
λοιπόν, αυτά κατά νου, ο Κ. Καραμανλής πηγαίνει στις 8 Ιουνίου στο παλάτι για
να πείσει τον Παύλο ότι η αναβολή της επίσκεψης είναι πολιτικά επιβεβλημένη,
όπως διηγείται στο αρχείο του:
«Ανέπτυξα εις τον βασιλέα την
κυβερνητικήν άποψιν περί αναβολής του ταξιδιού, τονίσας ότι η αναβολή
επιβάλλεται διά δύο
λόγους. Πρώτον, διότι τα επεισόδια του Απριλίου και η έκτασις του
προκληθέντος θορύβου εις βάρος του Στέμματος, της κυβερνήσεως και της χώρας
εδημιούργησαν τελείως απρόσφορον κλίμα διά την επίσκεψιν. Και δεύτερον, διότι
υπήρχαν πληροφορίες ότι ταύτα θα επαναληφθούν και μάλιστα κατά τρόπον οργανωμένον,
κατά την επίσημον επίσκεψιν των βασιλέων».
Ο
Παύλος, πάντως, δεν πείστηκε κι έτσι ο πρωθυπουργός μετέβη και πάλι στα
ανάκτορα τη Δευτέρα, 10 Ιουνίου.
«Επανέλαβα εις τον βασιλέα», συνεχίζει
να αφηγείται ο Κ. Καραμανλής, «ότι το θέμα δεν είναι προσωπικόν και ότι την
ευθύνην της αναβολής θα την αναλάβουν από κοινού αι δύο κυβερνήσεις... Τελικώς
ο βασιλεύς εφάνη πειθόμενος και συνεζήτησε μαζί μου τας εξηγήσεις που θα έδιδε
εις την βασίλισσαν της Αγγλίας, διά να μη θεωρηθή ότι διά της αναβολής του
ταξιδιού την προσβάλλει».
Όταν,
όμως, την Τρίτη, 11 Ιουνίου, ο Κ. Καραμανλής ανεβαίνει και πάλι στα ανάκτορα
Τατοΐου για να οριστικοποιήσει με τον Παύλο την απόφαση αναβολής του επίμαχου
ταξιδιού, βρίσκεται προ εκπλήξεως. «Ο βασιλεύς
μού εδήλωσεν εν προφανή αμηχανία ότι επανεξετάσας το θέμα, κατέληξε με λύπην
του εις την απόφασιν όπως μη υιοθέτηση την εισήγησιν της κυβερνήσεως»,
αναφέρει στο αρχείο του ο τότε πρωθυπουργός και προσθέτει:
«Εξέφρασα την λύπην μου διότι ο
βασιλεύς κατέληξε εις μίαν ατυχή, κατά την γνώμην μου, απόφασιν και τον
παρεκάλεσα να δεχθή την παραίτησίν μου».
Εν
συνεχεία ο Κ. Καραμανλής ζητάει τη διάλυση της Βουλής, τον διορισμό αυστηρά υπηρεσιακής
κυβέρνησης και την άμεση διενέργεια εκλογών με πλειοψηφικό, αλλά ο Παύλος δεν
έχει τέτοια πρόθεση. «Ο βασιλεύς επεφυλάχθη
να λάβη θέσιν επί της εισηγήσεως μου και μου προσέφερε τον Μεγαλόσταυρον του
Σωτήρος, τον οποίον και παλαιότερον προσφερθέντα είχον αρνηθή... Ηυχαρίστησα
τον βασιλέα και τον παρεκάλεσα να μην επιμείνη διότι, όπως του είπα γελών,
συνήθως προσφέρεται Μεγαλόσταυρος
προς παρηγορίαν εις τους αποπεμπομένους πρωθυπουργούς, πράγμα όμως το οποίον
δεν συνέβαινε εις την περίπτωσιν μου». Και ενώ ο Κ. Καραμανλής κατεβαίνει
από τα ανάκτορα και συγκαλεί εκτάκτως το υπουργικό συμβούλιο για να ανακοινώσει
την παραίτηση της κυβέρνησης, κατά παράβαση του Συντάγματος ο βασιλιάς Παύλος
απευθύνει διάγγελμα προς τον ελληνικό
λαό χωρίς να
θέσει προηγουμένως το περιεχόμενο του υπόψη του πρωθυπουργού, όπως κατά
το Σύνταγμα ήταν υποχρεωμένος να κάνει, τονίζοντας μεταξύ άλλων:
«Η παραίτησης της κυβερνήσεως
οφείλεται εις διαφωνίαν, προκύψασαν εκ της μη αποδοχής υπ' εμού της εισηγήσεως
του κ. προέδρου της κυβερνήσεως περί μη πραγματοποιήσεως της διά την 1ην
Ιουλίου 1963 ορισθείσης επισήμου επισκέψεως μου εις Μεγάλην Βρετανίαν. Κρίνων
από της θέσεως μου, πιστεύω ότι, το γε νυν έχον, το συμφέρον της χώρας
επιτάσσει όπως η επίσκεψις αύτη πραγματοποιηθή... Αναβολή ή ματαίωσις αυτής
εξυπηρετεί τους σκοπούς των επιβουλευομένων την ασφάλειαν της Ελλάδος...»
Η
είδηση της παραίτησης Καραμανλή πέφτει σαν βόμβα. Ο συμπολιτευόμενος Τύπος
βρίσκεται σε δίλημμα, καθώς λόγω ιδεολογικής τοποθέτησης δεν μπορεί να
επικρίνει το παλάτι ανοικτά.
Αντίθετα,
ο αντιπολιτευόμενος κεντρώος Τύπος δεν δίστασε να πανηγυρίσει την παραίτηση του
Κ. Καραμανλή, αδιαφορώντας για τη συνταγματικότητα ή όχι των ενεργειών του
βασιλιά.
Ο
Κ. Καραμανλής αισθάνεται ότι εξυφαίνεται συνωμοσία εναντίον του. «Ελέχθησαν πολλά τότε περί παρεμβάσεως της
βασιλίσσης και ωρισμένων συνεργατών μου, διά τα οποία δεν δύναμαι να αναλάβω την
ευθύνην», σημειώνει αργότερα στο αρχείο του. Προσθέτει όμως ότι μετά τη
συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, όπου ανακοίνωσε την απόφαση του να
παραιτηθεί «νευρικότητα εξεδήλωσεν εκ των
υστέρων και ο Σπ. Θεοτόκης, όστις
ενεθάρρυνε τον κ. Κανελλόπουλον και ωρισμένους βουλευτάς να αντιδράσουν
κατά των αποφάσεων μου».
Απογοητευμένος
αποφασίζει να φύγει προσωρινά από την Ελλάδα, αναχωρώντας στις 18 Ιουνίου για
τη Ζυρίχη, όπου θα παραμείνει έως και τον Σεπτέμβριο, αφού προηγουμένως ζητάει
από τον Παύλο να ορίσει πρωθυπουργό της «υπηρεσιακής» κυβέρνησης, η οποία όμως
θα εμφανιζόταν στη Βουλή για να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης, τον Παναγιώτη
Πιπινέλη. «Ο βασιλεύς δεν εφάνη
ικανοποιημένος από την πρότασίν μου, ο δε κ. Χοϊδάς, όστις είχε κληθή εν τω
μεταξύ, επεμβαίνων κατά τρόπον ανάρμοστον, εχαρακτήρισεν ακατάλληλον τον κ.
Πιπινέλην», σημειώνει ο Κ. Καραμανλής και συνεχίζει: «Είναι προφανές ότι αι αντιδράσεις κατά του κ. Πιπινέλη δεν
ωφείλοντο εις την ακαταλληλότητα του, αλλά εις το γεγονός ότι είχε ήδη παρασκευασθή
λύσις με άλλους συνεργάτας μου, οι οποίοι, όπως και προηγουμένως ανέφερα, ενεθάρρυναν
τον βασιλέα κατά την διαφωνίαν».
Ο
Καραμανλής δεν έχει άδικο να υποπτεύεται συνωμοσία. Άλλωστε από τις αρχές του
1963 οι σχέσεις του με το παλάτι έχουν πάρει πολύ άσχημη τροπή. Όπως
αποκαλύπτεται από αμερικανικά έγγραφα που ήρθαν πρόσφατα στο φως της
δημοσιότητας, στις 31 Ιανουαρίου η βασίλισσα Φρειδερίκη συναντάται με τον σταθμάρχη
της CΙΑ
στην Αθήνα Λοκ Κάμπελ. Κατά την αναφορά του τελευταίου, η Φρειδερίκη τού
παραπονείται ότι «ο Καραμανλής είναι
άνθρωπος με μεγάλες ικανότητες και εξ ολοκλήρου πιστός στη μοναρχία, γίνεται
όμως όλο και πιο δύσκολο να συνεργαστεί κανείς μαζί του γιατί έχει πολύ κακή
κρίση». Πάντα κατά την αναφορά του Λοκ Κάμπελ, η Φρειδερίκη υποστήριξε ότι «ίσως ήλθε ο καιρός για εκλογές και μια νέα
κυβέρνηση», με πρωθυπουργό είτε τον Γεώργιο Ράλλη είτε τον Σπύρο Θεοτόκη
και έδωσε την εντύπωση στον σταθμάρχη της CΙΑ ότι «αν αντιμετώπιζε μια κρίσιμη κατάσταση, το βασιλικό ζεύγος θα στρεφόταν
στο στρατό σε μια τελευταία προσπάθεια να σωθεί ο θεσμός της μοναρχίας» *.
*.
Memorandum for DCI McCone, 8 February 1963. Αναφέρεται
σε πρόσφατο βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά «Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας»,
εκδόσεις «Εστία», σ. 87.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 27.7.1997