Translate -TRANSLATE -

Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Νίκου Αμμανίτη : Κάθε βραδάκι στις οκτώ





ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα στον χρόνο

Κάθε βραδάκι στις οκτώ

Tου Νίκου Αμμανίτη
Μεγάλη και αθεράπευτη ασθένεια η νοσταλγία! Έτσι και σε προσβάλλει, χαιρέτα μου τον πλάτανο. Μην τρέχεις σε γιατρούς ή σε γριές με το τσεμπέρι, που γιατρεύουν τις αρρώστιες με «γητειές» και με ξόρκια ή που σε δυσκολότερες περιπτώσεις επιστρατεύουν και το φεγγάρι στη γέμισή του. Μάταιος κόπος. Ό,τι κι αν κάνεις, η νοσταλγία θα σου τρώει τα σωθικά και δεν θα μπορείς να την ξεπεράσεις, έστω και αν έχεις «ευαισθησίες» ιπποπόταμου.
Έτσι περίπου είχαν τα πράματα όταν ο θείος Περίανδρος, ύστερα από πολλά χρόνια ξενιτεμού, αισθάνθηκε ξαφνικά στην καρδιά του νύξεις νοσταλγίας. Καθώς διαβιούσε σε μια χώρα όπου ο απόλυτος δικτάτωρ που διαφεντεύει τους πάντες είναι ο ψυχίατρος, κατέφυγε στον διασημότερο εξ' αυτών για τη σχετική ψυχανάλυση. Ο περί ου ο λόγος δόκτωρ ήταν φοβερά ελαστικός και κουβέντιαζε με τον ασθενή κάνοντας πολλές υποχωρήσεις στη θεραπεία που θα εφαρμόσει και μόνο στο ποσόν της αμοιβής του ήταν αδιαπραγμάτευτος. Ξεκίνησαν λοιπόν τις «συνεδρίες», πλην όμως ο θείος Περίανδρος συνεχώς χειροτέρευε, καθώς το πιεστικό ερωτηματολόγιο του ψυχαναλυτή ξυπνούσε μέσα του κοιμισμένες αναμνήσεις. Και σαν να μην έφτανε αυτό, βρήκε σε κάποιο παλιατζίδικο έναν προπολεμικό δίσκο γραμμοφώνου 78 στροφών, το «Κάθε βραδάκι στις οκτώ» με τη Δανάη. Το αγόρασε και το σιγοσφύριζε συνέχεια. Ήταν το λάδι που έριξε στη φωτιά και η νοσταλγία του φούντωσε.
Δεν ήταν οι στίχοι του τραγουδιού που τον ταρακούνησαν. Αυτοί διεκτραγωδούσαν την απελπισία ενός ερωτευμένου που συναντιόταν με την αγαπημένη του κάθε βραδάκι στις οκτώ και περνούσαν ζωή χαρισάμενη, μέχρι που εκείνη φαίνεται πως «τύλιξε» κάποιον άλλον και έγινε μπουχός. Και κάθε βράδυ ματαίως την περιμένει κλαυθμηρίζοντας. Όχι! Δεν «θα έβαζε τη γάτα του να κλαίει» με το δράμα του αισθηματία νέου. Εκείνο που τον συντάραξε ήταν που θυμήθηκε πως στα νιάτα του, το βράδυ στις οκτώ, κλείνανε τα μαγαζιά και οι υπάλληλοι ξεχύνονταν στους δρόμους. Και καθώς η Αθήνα πορευόταν στ' αχνάρια των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, πολλά μεγάλα καταστήματα, τα λεγόμενα «Grands Magazines», όπως, π.χ., ο Κατράντζος, ο Χρυσικόπουλος, ο Δραγώνας και άλλοι, μόλις η ώρα πήγαινε οκτώ έπρεπε να κλείσουν, διότι ο περιφερόμενος αστυφύλαξ έγραφε τους παραβάτες που παραβίαζαν το «ωράριο λειτουργίας» και τους σέρνανε στο Αυτόφωρο, όπου πέφτανε πρόστιμα τσουχτερά.
Ξεχυνόταν λοιπόν ένα λεφούσι στους δρόμους και ήταν σαν να είχε πανηγύρι η Αθήνα. Γιατί, βλέπεις, οι Αθηναίοι δεν ήταν ξενέρωτοι σαν τους Βορειοευρωπαίους να πάνε για νανάκια. Κάπου θα πήγαιναν να περάσουν ευχάριστα τη βραδιά τους. Μα σε ένα σινεμαδάκι, μα σε ένα ζαχαροπλαστείο, μα σε ένα γραφικό ταβερνάκι ή έστω βόλτα σε κάποιο πάρκο, να καθίσουν στο παγκάκι μασουλώντας πασατέμπο, θα απολάμβαναν τη βραδιά μέχρι αργά τη νύχτα, δηλαδή έως τις 11, που σταματούσαν οι συγκοινωνίες με τις κάπως απομακρυσμένες συνοικίες. Μόνο τα τραμ και μερικές «ευγενείς» λεωφορειακές γραμμές λειτουργούσαν μέχρι τα μεσάνυχτα.
Νέος τότε ο Θείος Περίανδρος, στηνόταν στον «συνήθη τόπο» ραντεβού τους περιμένοντας τη «μικρά» που κατέφθανε τρέχοντας, πάντοτε αργοπορημένη. Τον είχε μάθει κι ο περιπτεράς και του «πέταγε καρφιά», με τη βλάχικη προφορά του, όταν εκείνη αργούσε και τον έζωναν τα φίδια. Μα όταν έσκαγε μύτη από τη γωνιά, το πρόσωπο του Περίανδρου φωτιζόταν από χαρά. Την έπιανε, σφιχτά σφιχτά, αγκαζέ και χάνονταν μέσα στον κόσμο, ενώ εκείνης έτρεμε το φυλλοκάρδι «μην τη πάρει κανένα μάτι...».
Λίγο-πολύ, το ίδιο ρομάντζο παιζόταν στους δρόμους ανάμεσα στους περιπατητές, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. Θυμάται ο θείος Περίανδρος και αναπολεί τις βόλτες με την κοπελιά του στην κατάφωτη οδό Σταδίου. Θυμάται που στέκονταν και χάζευαν τις φωτογραφίες στις εισόδους των σινεμάδων. Θυμάται τον κόσμο που συγκέντρωνε ο «Έσπερος», το πλαϊνό του «Άστορ» και το αντικρινό τους επιβλητικό «Αττικόν». Θυμάται που η κοπελιά ήτανε κουλτουριάρα και τον τραβολόγαγε στο «Άστυ». Θυμάται πως εκστασιαζόταν εκείνη με τα «μηνύματα» του φιλμ, ενώ εκείνου κόντευαν να φύγουν οι μασέλες από το χασμουρητό. Θυμάται που μελετούσαν τις βιτρίνες με τα βάζα, τα μπιμπελό και τα διάφορα στολίδια στο «Άκρον» και στην «Άλκα», κάνοντας όνειρα για το σπιτικό τους άμα ερχόταν η ώρα η καλή.
Η θύμησή του τριγυρνά στη γεμάτη τραπεζοκαθίσματα πλατεία Συντάγματος, με τις γρανίτες και τα «κασάτα παγωτά» το καλοκαίρι, αλλά και τη θαλπωρή που αποζητούσαν στου «Τσίτα», στο «Πέτρογραντ», στο «Πικαντίλλυ», τις παγωμένες χειμωνιάτικες βραδιές. Θυμάται και… νοσταλγεί τον μεγάλο γκρίζο γάτο στο μικρό «Φλοκάκι» στην Κοραή, που θρονιαζόταν στην πολυθρόνα και κοιτούσε επιθετικά κάθε θαμώνα που τόλμαγε να τον πλησιάσει και γρύλιζε σαν να του έλεγε: «Μη μου τους κύκλους τάραττε…»

ΤΟ ΠΑΡΟΝ 

 

Θεοφάνης Γραικιώτης : Πως ν αγαπήσω ένα νόμισμα





Πως ν αγαπήσω ένα νόμισμα

Πως ν αγαπήσω ένα νόμισμα
που μου το δίνουν.....με το σταγονόμετρο;;;;;;;;;;;;;

Πως ν αγαπήσω ένα νόμισμα
που το χρησιμοποιούν ......για την υποταγή μου

Πως ν αγαπήσω ένα νόμισμα
που 'γινε.....θηλιά στο λαιμό μου

Πως ν αγαπήσω ένα νόμισμα
που ...δεν το αισθάνομαι δικό μου
Που το ακριβοπλήρωσα
να μου φέρει ευτυχία
μ αυτό με πάει στο γκρεμό

Πως ν αγαπήσω ένα νόμισμα
που δεν μου ανήκει
που κάποιοι μου το επέβαλαν
πασπαλισμένο με χρυσόσκονη
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΜΕ ΡΩΤΗΣΟΥΝ

Πως ν αγαπήσω ένα νόμισμα
που μου λεν' ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ
ΟΧΙ ΔΙΚΟ ΣΟΥ

Πως ν αγαπήσω ένα νόμισμα
που για να το κρατήσω
θυσίες-χωρις κέρδος-θα κάνω

Πως ν αγαπήσω ένα νόμισμα
που άλλα περίμενα απ αυτό
κι άλλα......με βρήκανε

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑ
ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΤΑΓΗ
ΕΙΝΑΙ ΘΗΛΕΙΑ
ΕΙΝΑΙ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ
ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΒΟΛΗ.......

Κάποιοι μας το επέβαλαν
-καλλίτερες μέρες-
Κάποιοι μας ξεγέλασαν
-πραγματική σύγκλιση-
Κάποιοι-πόσοι πόσα άραγε;;;;;;-κέρδισαν
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΕ ΡΩΤΗΣΑΝ

Θα με χρεοκοπήσουν σαν Έλληνα ΝΑΙ
Την Ελληνική μου ψυχή Ο Χ Ι
facebook/ Theofanis Graikiotis

Νίκου Αμμανίτη :Ένας παλιός Αθηναίος θυμάται...





ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα στον χρόνο
Ένας παλιός Αθηναίος θυμάται...
Του Νίκου Αμμανίτη
Σήμερα, που η ζωή κυλά με ταχύτατους ρυθμούς και τα «κερασμένα» γίνονται περασμένα με ιλιγγιώδη ταχύτητα, θα φανεί απίστευτο ότι υπήρξε εποχή -όχι και πάρα πολύ μακρινή- που στην καρδιά της Αθήνας υπήρχαν κατοικίες οπού διέμεναν μονίμως οικογένειες κάθε κοινωνικής τάξεως.
Και όταν λέμε στην «καρδιά της Αθήνας», εννοούμε πως δεν έκαναν εξαίρεση ούτε οι πιο κεντρικοί και θορυβώδεις δρόμους, όπως, π.χ., η οδός Ακαδημίας, απ' όπου διερχόταν, πέραν των πολλών λεωφορειακών γραμμών, και το τραμ νούμερο 7 Πατήσια-Αμπελόκηποι, και κανένας ένοικος δεν ενοχλούνταν παρόλο που οι τροχοί του τραμ «στρίγγλιζαν» πάνω στις ράγες και σου ξερίζωναν, θαρρείς, τα σωθικά.
Στην οδό Ακαδημίας εκείνα τα χρόνια διέμεναν πολλοί «επώνυμοι» και σχεδόν το κάθε νεοκλασικό κτίσμα ήταν και ένα «αρχοντικό» που στέγαζε κάποιο νοικοκυριό. Αλλά και στην οδό Σόλωνος πολλοί Αθηναίοι αυτόχθονες καθώς και επήλυδες έστηναν την «οικογενειακή τους εστία». Το αυτό συνέβαινε και στις οδούς Βουκουρεστίου, Νίκης, Αγίου Κωνσταντίνου, Ερμού ή την Αιόλου, σε όλο το κέντρο με δυο λόγια, ανάλογα με την κοινωνική θέση και το οικονομικό επίπεδο κάθε φαμίλιας.
Ειδικά επάνω στους λεγόμενους «εμπορικούς δρόμους», το ισόγειο του οικοδομήματος ήταν κατάστημα ή γενικώς «επαγγελματική στέγη» και στον επάνω όροφο είχε το σπίτι του συνήθως ο μαγαζάτορας. Τότε, που δεν υπήρχε ούτε ωράριο λειτουργίας καταστημάτων ούτε ωράριο εργασίας προσωπικού, ο συνδυασμός σπίτι-δουλειά βόλευε τον έμπορο, που μπορούσε να κατεβεί με «τα σώβρακα», που λέει ο λόγος, να πουλήσει κάτι σ' έναν απροσδόκητο πελάτη καθ' όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου.
Στο κέντρο της πρωτεύουσας υπήρχαν τότε, ως επί το πλείστον, διώροφα και τριώροφα νεοκλασικά μέγαρα όπου στεγαζόταν ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός, κυβέρνηση, υπουργεία, τράπεζες, καταστήματα αλλά και ο ιδιωτικός εμποροοικονομικός τομέας. Αραιά και πού, ανάμεσα στην απαλότητα των κτιρίων ύψωνε το ανάστημα της και καμιά αυθάδης πολυκατοικία ή κανένα θηριώδες κτίριο, σαν να προφήτευαν τα μελλούμενα της Αθήνας.
Η ύπαρξη, πάντως, κατοικιών μέσα στην καρδιά της πρωτεύουσας δεν έδινε την αίσθηση μιας λαϊκής γειτονιάς. Η χιλιοτραγουδισμένη Αθήνα ήταν μια ανθρώπινη και κατοικήσιμη πόλη. Μια πόλη που «φορούσε πάντα τα καλά της», όπου και παιδιά μεγάλωναν, και καρδερίνες τραγούδαγαν στα κλουβιά τους, και γαρυφαλλιές μοσχομύριζαν στα μπαλκόνια, και επαναστατημένοι φοιτητές θορυβούσαν και τα έσπαγαν, και «πολισμάνοι» τους κυνηγούσαν, και λωποδύτες καιροφυλακτούσαν... Παρά ταύτα, κανένας δεν «είχε χάσει τον γάιδαρο του» για να αφήσει το κέντρο και να μετοικήσει σε προάστιο. Σε κεντρικότατο σημείο της πόλεως διέμενε ο Κωστής Παλαμάς. Το σπίτι του βρισκόταν στον αριθμό 3 της οδού Ασκληπιού, όπου, πριν επιπέσει η μπουλντόζα, υπήρχε πάνω στην πρασινάδα της μιας από τις δυο μαρμάρινες ζαρντινιέρες, που πλαισίωναν την είσοδο, πινακίδα που ενημέρωνε τον περαστικό πως «Εδώ έζησε ο Κωστής Παλαμάς»
Αλλά και στη Σόλωνος έμενε μέχρι τον προ ολίγων ετών θάνατο του και ο Φρέντυ Γερμανός, ο οποίος δεν την άλλαζε με τίποτα... Γεννημένος στην «μπλε πολυκατοικία» των Εξαρχείων και μεγαλωμένος στα πέριξ του μουσείου, ένιωθε τη διαμονή του υπό τη σκιά του Λυκαβηττού ως το μεγαλύτερο δώρο που του έκανε η μοίρα. Και όταν οι υποχρεώσεις τον ανάγκαζαν να βγει από το σπίτι, γύριζε στο κονάκι του με την ίδια λαχτάρα που επέστρεφε ο πάλαι ποτέ Οδυσσέας στην Ιθάκη. Επίσης, πλην του Φρέντυ, πολλοί ήταν οι κατοικούντες  στην ευρύτερη περιοχή, λόγω της γειτνιάσεως με το πανεπιστήμιο και τις σχολές του συγχρόνως· κυρίως σε αυτήν την περιοχή, ήταν εγκατεστημένα «ιατρεία» διαφόρων ειδικοτήτων, όπου παράλληλα τις περισσότερες φορές συστεγαζόταν και το σπίτι του γιατρού. Και ο άλλος μεγάλος των γραμμάτων μας όμως, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, κατοικούσε για καμιά σαρανταριά χρόνια στον επάνω όροφο του διώροφου σπιτιού της οδού Ευριπίδου 42, δηλαδή μέσα στην κεντρική αγορά. Στο ισόγειο ήταν τα γραφεία του ιστορικού περιοδικού «Διάπλασις των παίδων», του οποίου ο Ξενόπουλος υπήρξε «άτυπος συνιδιοκτήτης» και διευθυντής. Επρόκειτο για ένα θεοσκότεινο παλαιικό κτίσμα, πλην γεμάτο ζωή, μια πραγματική «κυψέλη» από τους λιγοστούς συνεργάτες του περιοδικού ή από επισκέπτες, φίλους λογοτέχνες του Ξενόπουλου και από «διαπλασόπουλα» που σύχναζαν στα γραφεία για να ανανεώσουν τις συνδρομές  τους. Από το σπίτι αυτό ο μεγάλος μας συγγραφέας έφυγε κακήν κακώς, με τα ρούχα που φορούσε μόνο, μια νύχτα στα «Δεκεμβριανά», για να σωθεί, εγκαταλείποντας τα πάντα και χάνοντας ό,τι είχε και δεν είχε. Για την ιστορία και μόνο, το σπίτι ανατινάχτηκε από τους Ελασίτες για να το κάνουν οδόφραγμα.
Αλλά η ζωή δεν είναι μόνο σπίτι μου, σπιτάκι μου. Έχει και τις ανάγκες της, το φαΐ της, την ψυχαγωγία της.. Αλλά πάνω στην καθημερινότητα εκείνων των χρόνων μοιραία η στήλη θα επανέλθει.. Διότι μπορεί να ισχυρίζεται ο Λορέντζος Μαβίλης πως είναι «Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε», αλλά ο ίδιος το τελειώνει με τον στίχο: «Θέλουν -μα δε βολεί να λησμονήσουν».

ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Τα «τανκς» του Σόιμπλε, της Λαγκάρντ και του Τόμσεν δεν πρέπει να περάσουν






«Αττίλας» και «Αποστάτες» δεν θα βρουν πόρτες ανοικτές...
Τα «τανκς» του Σόιμπλε, της Λαγκάρντ και του Τόμσεν δεν πρέπει να περάσουν, και δεν θα περάσουν...
του ΜΑΚΗ ΚΟΥΡΗ
Ιούλης και πάλι μπροστά μας. Δυο βήματα είναι...
Μαύρος μήνας. Έχει σημαδέψει με τραγικό τρόπο την Ελλάδα. Δύο φορές. Το 1965 και το 1974. Άφησε πίσω του μόνο καταστροφές, που στοίχισαν εθνικές απώλειες, πόνο πολύ και δάκρυα.
«Τανκς» συγκεντρώνονται και πάλι εναντίον μας. Εναντίον της Ελλάδας και του ελληνικού λαού. Σόιμπλε, Λαγκάρντ και Τόμσεν στα πυροβόλα, μαζί με πρωθυπουργούς χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, που έγιναν ορντινάντσες τους για ένα κομμάτι ψωμί. «Ψηλά τα χέρια» απαιτούν από τον εκλεγμένο πριν από πέντε μήνες πρωθυπουργό, τον Αλέξη Τσίπρα. Παράδοση. Πλήρη υποταγή στα κελεύσματα. Αλλιώς από αύριο το πρωί αρχίζει η επίθεση. Και θα γίνουν όλα γης Μαδιάμ. Με κλειστές τις τράπεζες και δελτίο ανάληψης και για το... ψωμί. Μόνιμα στην κόλαση, με τις περιβόητες «Αγορές», υπηρέτες των οποίων είναι οι τρεις... καουμπόηδες, να κάνουν κουμάντο.
Τούτη τη φορά «Αττίλας» και «Αποστάτες» δεν πρέπει να περάσουν. ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ. Γιατί, αν περάσουν, θα είναι το τέλος της Ελλάδας μας ως ανεξάρτητου κράτους - παρότι η κυριαρχία έχει ήδη ψαλιδιστεί σε όλα τα κράτη-μέλη με τα Μάαστριχτ και τη μεταφορά εξουσιών με τη συνθήκη ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη. Θα γίνει μια επαρχία που θα την κυβερνά τοποτηρητής διορισμένος από το Βερολίνο και από τον κάθε Σόιμπλε που θα έχει τον θρόνο.
Τούτη τη φορά δεν πρέπει να βρεθούν «πρόθυμοι». Ξέρουμε ότι τους ψάχνουν. Ήδη προσεγγίζουν προσφερόμενους. Δεν είναι τυχαία τα πηγαινέλα στας Ευρώπας, τα τραπεζώματα και οι θερμές αγκαλιές με κορυφαίους παράγοντες του κονκλαβίου των Βρυξελλών και υποτακτικούς της Γερμανίας, που πριν αποκτήσουν «καρέκλα» δεν γνώριζαν την ύπαρξή τους. Και τώρα οι πόρτες είναι γι' αυτούς ανοικτές, από τη στιγμή που λένε «ok» σε όλα. Ποτέ δεν έχουν ακουστεί να λένε έστω ένα «ΟΧΙ», για... ξεκάρφωμα.
Τώρα τα «τανκς» θα πρέπει να βρουν απέναντί τους ΕΝΩΜΕΝΟ το πολιτικό σύστημα της χώρας. Τοίχο αξεπέραστο σε αυτά που ζητούν, τα οποία δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τη θανατική ποινή του ελληνικού λαού. Αλλά και από την καταστροφή όλων των υποδομών της χώρας, για να περάσουν στα χέρια των νέων γερμανικών ταγμάτων.
Θα πρέπει να μπουν στην άκρη οι όποιες πολιτικές διαφορές. Όλοι ζουν σε αυτήν τη χώρα και όλοι συμπίπτουν σε ένα και μόνο, θέλουν ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΧΩΡΑ, που η ίδια αποφασίζει και δεν αποτελεί πειθήνιο όργανο ΚΑΝΕΝΟΣ που δεν έχει τη λαϊκή νομιμοποίηση.
Στην ανάγκη εθνικής ενότητας αυτήν τη στιγμή, που δεν διαφέρει από την απειλή κήρυξης πολέμου, με πιο θανατηφόρο όπλο την οικονομία, την ευθύνη έχει ένας και μόνο: Ο πρωθυπουργός. Θα έπρεπε ο Αλέξης Τσίπρας να την είχε επιδιώξει πριν πάρει, μετά την εκλογή του, το αεροπλάνο για τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Ή έστω μετά τη λήψη του τελεσιγράφου, που θύμιζε το «ή ταν ή επί τας». Θα έπρεπε ήδη να είχε καλέσει τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να τον ενημερώσει για το τι μας ζητάνε και στη συνέχεια και τους άλλους αρχηγούς των κομμάτων.
Είναι η ώρα που πρέπει η πολιτική ηγεσία, η εκκλησιαστική, η πνευματική - ακαδημαϊκή (αλήθεια, πού είναι, πού έχει κρυφτεί;), η επιχειρηματική και η τοπική αυτοδιοίκηση -γιατί στόχος είμαστε όλοι- να στείλουν το δικό μας τελεσίγραφο σε Σόιμπλε, Λαγκάρντ και Τόμσεν:
- Ως εδώ. Τα μέτρα που ζητάτε δεν περνάνε. No Pasaran. Εφιάλτες δεν θα βρείτε... Η Ελλάδα ζούσε, ζει και θα ζει... Και δεν πουλιέται…

ΤΟ ΠΑΡΟΝ