Translate -TRANSLATE -

Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

«Παναγιώτης» : Το πιο πολυφωτογραφημένο ναυάγιο της Ζακύνθου

 


«Παναγιώτης» :  Το πιο πολυφωτογραφημένο ναυάγιο της Ζακύνθου

Η παραλία Ναυάγιο, η πιο γνωστή παραλία της Ζακύνθου, είναι δημιούργημα μιας ιδιοτροπίας της φύσης και ενός ναυτικού ατυχήματος υπό μυθιστορηματικές συνθήκες.

Η ιδιοτροπία της φύσης είναι οι σεισμογενείς δυτικές ακτές της Ζακύνθου και τα βαθιά νερά του Ιόνιου πελάγους που τις σμιλεύουν αιώνες τώρα. Όσο για το σκουριασμένο κουφάρι του πλοίου «Παναγιώτης», που προσάραξε τον Οκτώβριο του 1980 λόγω μηχανικής βλάβης εν μέσω θαλασσοταραχής, εδώ και χρόνια πρωταγωνιστεί και σε μια δικαστική διαμάχη μεταξύ του Δήμου Ζακύνθου και των ανθρώπων που ισχυρίζονται ότι είναι οι ιδιοκτήτες του.

Το ναυάγιο

 

Είναι ίσως το πιο πολυφωτογραφημένο ναυάγιο της Μεσογείου. Κοσμεί κάρτες και ταξιδιωτικά φυλλάδια, ενώ έχει γίνει φόντο για χιλιάδες φωτογραφίες, ανάμνηση κάποιων μακρινών ή πρόσφατων διακοπών.

Όποιος επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο, δεν παρέλειψε να περάσει από την παραλία, που από το 1982 ονομάστηκε ναυάγιο, είτε για να θαυμάσει τη φυσική ομορφιά της περιοχής, είτε για να κολυμπήσει στα καταγάλανα νερά, είτε πάλι απλά για να δει το περίεργο αυτό ναυάγιο, στον τόπο που αξιολογήθηκε ως τέταρτο στον κόσμο τοπίο ιδιαιτέρου κάλλους.

Πώς όμως έφτασε εκεί το πλοίο «Παναγιώτης»; Και ποια ιστορία κρύβει;

Το πλοίο» Παναγιώτης» ανήκε σε έναν Κεφαλλονίτη, ονόματι Χαράλαμπο Κομποθέκλα και μετέφερε λαθραία τσιγάρα που παραλάμβανε από λιμάνια της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας και τα οποία μεταφόρτωνε σε μικρά ταχύπλοα πλοιάρια με προορισμό τη γειτονική μας Ιταλία. Καπετάνιος και πλήρωμα ήταν επίσης από την Κεφαλλονιά, ενώ το παράνομο φορτίο συνόδευαν κάθε φορά και δύο Ιταλοί λαθρέμποροι, οι οποίοι και επέβλεπαν την παράδοση. Το «ναυάγιο» ξεκίνησε από πειρατεία. 

 

Καπετάνιος και πλήρωμα συνέλαβαν τους Ιταλούς συνοδούς του φορτίου, τους έκλεισαν σε μια καμπίνα και αφού συνεννοήθηκαν με διαφορετικούς μεσολαβητές, αποφάσισαν να πουλήσουν για λογαριασμό τους το παράνομο εμπόρευμα. Οδήγησαν το πλοίο στο σημείο που γνωρίζουμε, τον όρμο του «Σπυριλή», και περίμεναν. Λόγω όμως των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν, προσάραξαν στα αβαθή του όρμου. Άρχισαν τότε να ξεφορτώνουν στη μικρή αμμουδιά τις κούτες με τα τσιγάρα, μήπως και κατορθώσουν και αποκολλήσουν το σκάφος. Όμως τα πράγματα δυσκόλεψαν, δεν μπόρεσαν να τα καταφέρουν, ενώ παράλληλα αρκετές κούτες με τσιγάρα παρασύρθηκαν από τα κύματα, με αποτέλεσμα να εκβραστούν στη γύρω περιοχή. Στη συνέχεια, οι ναυτικοί του πλοίου, αφού ελευθέρωσαν τους δύο Ιταλούς, το εγκατέλειψαν και σκαρφαλώνοντας την απόκρημνη πλαγιά βρήκαν τρόπο να φθάσουν στην πόλη της Ζακύνθου.

Στο μεταξύ και αφού είχε πλέον ξημερώσει, οι κάτοικοι των Βολιμών είδαν τα επιπλεόντα τσιγάρα στη θάλασσα και άρχισαν να τα μαζεύουν και να τα μεταφέρουν στα χωριά τους. Πρέπει να αναφερθεί ότι τα πακέτα ήταν με τέτοιο τρόπο συσκευασμένα, ώστε να μη καταστρέφεται το περιεχόμενό τους από το θαλασσινό νερό, αν για κάποιο λόγο κατέληγαν στη θάλασσα. Αποθήκευσαν τα τσιγάρα λοιπόν όπου μπορούσαν, σε αποθήκες, κατοικίες, φούρνους, στάβλους, λινούς.

 

Σαν μαθεύτηκε το γεγονός από τις Αρχές, οι ναυτικοί συνελήφθησαν και ύστερα από έρευνες εντοπίστηκαν και τα τσιγάρα στα σπίτια των χωρικών και από εκεί μεταφέρθηκαν στο τελωνείο του νησιού. Αργότερα ακολούθησε δίκη, κατά την οποία καταδικάστηκαν ο πλοιοκτήτης και οι πειρατές – λαθρέμποροι, τα δε τσιγάρα πουλήθηκαν σε πλειστηριασμό και οι Ιταλοί απελάθηκαν στην πατρίδα τους.

Ακολούθησε στη συνέχεια η λεηλασία του πλοίου. Όποιος ήθελε, πήγαινε στο προσαραγμένο πλοίο και αποσπούσε ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί από αυτό. Τα πάντα έγιναν φύλλο και φτερό. Έμεινε σκέτο κουφάρι, να χτυπιέται από τον αγέρα, να σκουριάζει και να κατατρώγεται από την αλμύρα του θαλασσόνερου. Παράλληλα, τα κύματα συσσώρευαν σιγά σιγά όλο και περισσότερα βότσαλα μεγαλώνοντας την σπιάντσα και αποκόβοντας την επαφή του πλοίου με τη θάλασσα.

Η δικαστική διαμάχη

 

Η δικαστική διαμάχη μεταξύ ιδιοκτητών, δήμου Ζακύνθου και ΤΕΙ Ιονίων Νήσων ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2016 όταν κατατέθηκε αγωγή από τον Αλέξανδρο Σουλάνη, τον έναν εκ των ιδιοκτητών του πλοίου

Την Τετάρτη (07/02/2024) εκδικάστηκε στον Άρειο Πάγο η αίτηση αναίρεσης των κληρονόμων των ιδιοκτητών του «Παναγιώτη», του διάσημου ναυαγίου στη Ζάκυνθο, οι οποίοι διεκδικούν την ιδιοκτησία του πλοίου από το ελληνικό δημόσιο εδώ και χρόνια, προκειμένου, όπως ισχυρίζονται, να αναλάβουν την επισκευή και τουριστική αξιοποίησή του σε συμφωνία πάντα με δημόσιους φορείς ή και ιδιωτικές εταιρείες.

Η δικαστική διαμάχη μεταξύ ιδιοκτητών, δήμου Ζακύνθου και ΤΕΙ Ιονίων Νήσων ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2016 όταν κατατέθηκε από τον Αλέξανδρο Σουλάνη, τον έναν εκ των ιδιοκτητών του πλοίου – οι άλλοι δυο ήταν οι Παναγιώτης Λυσικάτος και Ευστράτιος Σταυράκης, όλοι τους ναυτικοί – αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Ειρηνοδικείο Ζακύνθου. Το 2017 το Ειρηνοδικείο απέρριψε τα ασφαλιστικά μέτρα και οι ιδιοκτήτες προσέφυγαν στο Πρωτοδικείο, το οποίο απέρριψε και αυτό τα ασφαλιστικά μέτρα. Το 2021 οι κληρονόμοι των τριών ναυτικών κατέθεσαν αίτηση αναίρεσης της απόφασης του μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου στον Άρειο Πάγο.

 

«Πιστεύουμε στην ελληνική δικαιοσύνη και πιστεύουμε ότι θα δικαιωθούμε, λένε οι ιδιοκτήτες του ναυαγισμένου πλοίου. Τόσα χρόνια έχουμε βγει αληθινοί μιας και το ελληνικό δημόσιο δεν ασχολείται με το πλοίο με αποτέλεσμα αυτό να διαλυθεί. Θέλουμε να μας επιτρέψει ο Άρειος Πάγος να ασχοληθούμε στο μέτρο που μπορούμε. Οι προηγούμενες αιτήσεις μας μέσω των ασφαλιστικών μέτρων που έχουμε καταθέσει απορρίφθηκαν με την αιτιολογία ότι το ελληνικό δημόσιο έχει τη νομή και την ιδιοκτησία στο πλοίο και εκείνο θα ασχοληθεί και θα το φτιάξει. Δυστυχώς όλα αυτά αποδείχτηκαν φρούδες ελπίδες γιατί στην πραγματικότητα δεν έγινε τίποτε. Ακόμη και η Επιτροπή που συστήθηκε με τυμπανοκρουσίες διαλύθηκε» ανέφερε στο protothema.gr ο δικηγόρος των κληρονόμων των ιδιοκτητών του πλοίου κ. Δημήτρης Βιδάκης.

Όπως εξηγεί ο κ. Βιδάκης «με βάση τα επίσημα δημόσια έγγραφα του κράτους (Λιμεναρχείο –Νηολόγιο Πειραιώς) οι Παναγιώτης Λυσικάτος, Σουλάνης Αλέξανδρος και Ευστράτιος Σταυράκης είναι οι νόμιμοι συνιδιοκτήτες. Επίσης το ελληνικό δημόσιο, από το 2016, που ξεκινήσαμε τον δικαστικό αγώνα δεν έχει εμφανιστεί να κάνει αναγνώριση κυριότητας, ενώ έχουμε στείλει σε όλα τα υπουργεία και την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και την αίτηση αναίρεσης και ποτέ το ελληνικό δημόσιο δεν διεκδίκησε την ιδιοκτησία». Πράγματι, σύμφωνα και με το πιστοποιητικό κυριότητας πλοίου, το οποίο εκδόθηκε στις 14 Ιουλίου του 2014 από τον τομέα νηολογιών και ναυτικών υποθηκολογιών του κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, ιδιοκτήτες του «Παναγιώτη» εμφανίζονται οι τρεις ναυτικοί.


 

Εφόσον, οι κληρονόμοι των ιδιοκτητών δικαιωθούν στον Άρειο Πάγο τότε θα μπορέσουν, όπως επισήμανε ο κ. Βιδάκης, έχοντας τη νομική ισχύ της απόφασης, να πραγματοποιήσουν όλες εκείνες τις ενέργειες που απαιτούνται για τη διάσωση και τουριστική αξιοποίηση του ναυαγίου σε συνεργασία με δημόσιους φορείς και ιδιώτες.

Πηγές:

Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Libro», τεύχος 12 του 2008 (Γιάννης Δεμέτης)

 (https://www.periodiko.net/η-ιστορία-πίσω-από-το-διάσημο-ναυάγιο-τ/

https://e-nautilia.gr/nauagio-zakunthou-ston-areio-pago-oi-klironomoi-pou-zitoun-to-ploio-apo-to-dimosio/

https://eleftherostypos.gr/ellada/navagio-giati-kindynevei-na-chathei-i-diasimi-paralia-i-dikastiki-diamachi-tou-dimou-zakynthou-me-tous-idioktites-tou-ploiou


Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Μια μαρτυρία για τα Τέμπη

 


ΒΑΓΟΝΙ 3, ΘΕΣΗ 74,

μια μαρτυρία για τα Τέμπη

Γράφει η Βικτωρία Ιωσηφίδου

Χρόνια  είχα να ταξιδέψω με το τρένο. Την τελευταία φορά είχε σταματήσει ξημερώματα τρεις ολόκληρες ώρες στη μέση της διαδρομής Θεσσαλονίκη-  Αθήνα και έχασα το πλοίο για την Κύθνο. Κι από  τότε είπα: «Εγώ δεν ξανανεβαίνω σε τρένο ποτέ πια σ’ αυτή τη χώρα».

Κι όμως τώρα τα πράγματα φαίνεται να άλλαξαν . Όλοι μιλάνε πια με τα καλύτερα λόγια για αυτό το γρήγορο τρένο, ΤΟ ΒΕΛΟΣ, που κάνει τη διαδρομή Θεσσαλονίκη- Αθήνα σε σχεδόν τέσσερις ώρες. Σε αφήνει και στο σταθμό Λαρίσης, δηλαδή βολικά για να πάρεις το μετρό και όλα φαίνονται ιδανικά. Έτσι προγραμματίζοντας τις  διακοπές μου στην Αθήνα για το τριήμερο της Αποκριάς το ξανασκέφτηκα και αποφάσισα νωρίς- νωρίς μάλιστα να κλείσω εισιτήρια aller retour με το τρένο. 

Μπαίνω στην ηλεκτρονική σελίδα της ΤΡΕΝΟΣΕ και όλες οι θέσεις σχεδόν είναι άδειες. Σκέφτομαι, ε, ας μην κόψω εισιτήριο σε πρώτο ή  δεύτερο βαγόνι, άνθρωποι είμαστε μη γίνει και τίποτα, κανένας εκτροχιασμός δηλαδή  και αποφασίζω να κλείσω στη μέση ακριβώς του τρίτου βαγονιού. ΒΑΓΟΝΙ 3, ΘΕΣΗ 74. Για πρώτη φορά στη ζωή μου και επειδή όλες οι θέσεις είναι άδειες διαλέγω την ίδια θέση και για τον πηγαιμό και για τον γυρισμό. ΒΑΓΟΝΙ 3, ΘΕΣΗ 74, στη μέση ακριβώς του τρίτου βαγονιού.

 


 

Αίσιος ο πηγαιμός και πολύ ευχάριστες οι διακοπές. Και έρχεται η ώρα της επιστροφής. Είναι Τρίτη γύρω στις εφτά το απόγευμα και το τρένο φεύγει σε λίγο. Τηλεφωνώ στη διπλανή μου να ρωτήσω τον καιρό στη Θεσσαλονίκη – σοβαρά προβλήματα είχα - και μαθαίνοντας ότι βρέχει βγάζω την ομπρέλα από τη βαλίτσα και τη βάζω στην τσάντα μου. Και βγαίνω στην αποβάθρα. Μα τι κόσμος είναι αυτός!!  Και οι πιο πολλοί φοιτητές! Δεν πέφτει καρφίτσα! Τόσοι πολλοί λοιπόν θα ταξιδέψουνε για πάνω…

Ανεβαίνουμε στο τρένο και όλα βαίνουν καλώς μέχρι που έρχεται μισάωρη καθυστέρηση στο σταθμό Παλαιοφάρσαλα. Άρχισαν πάλι οι καθυστερήσεις σκέφτομαι… Μετά αναχωρούμε κανονικά για Θεσσαλονίκη. Βαρέθηκα και άρχισα να μιλώ με έναν φίλο στο messenger. Ξαφνικά μεγάλο τράνταγμα και θόρυβος δυνατός. Το τρένο πηγαίνει πάνω κάτω. Μάλλον έφυγε από τις ράγες. Το απαίσιο τράνταγμα συνεχίζεται. Κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει. Προσπαθώ να κρατηθώ από τη θέση μου. Χαθήκαμε!! Ένας δυνατός κρότος και το τρένο σταματάει.

Είμαι ζωντανή. Γύρω σκοτάδι. Το τρένο έχει γύρει πάρα πολύ. Κάποιοι γύρω μου σηκώνονται, λέω σωθήκαμε. Μια κυρία φωνάζει: «το πόδι μου, βοήθεια, το πόδι μου». Γύρω παντού συντρίμμια. Σίδερα κάθε είδους έχουν πέσει από την οροφή κι έχουν  μισοκλείσει το διάδρομο. Πώς δεν έπεσαν στο κεφάλι μας. Η πόρτα του βαγονιού φαίνεται να έχει φρακάρει. Κοιτάζω μπροστά μου μέσα στο μισοσκόταδο αλλά δεν βλέπω τίποτε από τα πράγματά μου. Η τσάντα και το μπουφάν μου που ήταν στο κάθισμα μπροστά μου έχουν εξαφανιστεί. Δε βλέπω ούτε τη βαλίτσα μου ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά προς τα πάνω. Στα αριστερά έξω από το βαγόνι μια φωτιά καίει. Πρέπει να βγούμε το συντομότερο από εδώ. Πρέπει να φύγουμε άμεσα. Πριν γίνει καμιά έκρηξη…

 Ο νεαρός απέναντι μου σηκώνεται. Έχει αίματα στο πρόσωπο. Σκύβει κάτω και παίρνει ένα κινητό. Μετά μου το δίνει. «Δικό σου είναι;» με ρωτάει. «Ναι!» απαντώ. Μετά ξανασκύβει και βρίσκει το δικό του. Αναπάντεχα έχω στα χέρια μου το κινητό μου. Σηκώνομαι και προχωρώ προς το πίσω μέρος του βαγονιού, μήπως και βρω κάποια έξοδο. Πιάνομαι από τις θέσεις γιατί το τρένο έχει γύρει πάρα πολύ και δεν μπορείς να σταθείς. Προσπερνώ τα συντρίμμια. Πράγματι το τελευταίο παράθυρο είναι τελείως σπασμένο. Κοιτάζω κάτω. Είναι αρκετά ψηλά μα πρέπει να πηδήξω. Γυρίζω πίσω στη θέση μου αναζητώντας ξανά την τσάντα μου και το μπουφάν μου αλλά μάταια. Ξαναπαίρνω το δρόμο για το παράθυρο. Θα βγω μόνο με τα ρούχα μου, δεν γίνεται αλλιώς. Δίπλα στο παράθυρο κάτω στο πάτωμα βλέπω ένα μπουφάν σφηνωμένο. Το τραβάω , το βγάζω και το φοράω. 

 


 

Καθώς ετοιμάζομαι να πηδήξω από το παράθυρο για καλή μου τύχη ένας νεαρός περνάει από έξω. « Αγόρι μου, σε παρακαλώ , κράτησε με λίγο καθώς θα βγαίνω για να μην χτυπήσω!» πράγματι το αγόρι απλώνει τα χέρια του και με πιάνει. Είναι ο πρώτος καλός μου Άγγελος.

Είμαι έξω και πανικόβλητη. Νομίζω πως δεν έχω καλή επαφή με το περιβάλλον, αλλά ενστικτωδώς ακολουθώ τους υπόλοιπους που έχουν βγει από το τρένο. Μπροστά μας κάτι σαν σασί, ένα όχι πολύ ψηλό βαγόνι που δεν μπορώ να σκεφτώ τι είναι, κλείνει τον δρόμο. Τελικά ήταν ένα κομμάτι της αμαξοστοιχίας που ερχόταν από την απέναντι πλευρά. Είναι περίπου στο ύψος μου. Βλέπω κάποιους νεαρούς να δίνουν έναν πήδο και να περνούν από πάνω του. Εγώ δεν μπορώ να το περάσω, είναι πολύ ψηλό. Πρέπει να ζητήσω βοήθεια. Θα με βοηθήσει άραγε κανείς; Ξαφνικά ακούω μια σιγανή φωνή. «Από κάτω, από κάτω!!» Ας είναι καλά η γυναικούλα. Μου είπε να περάσω κάτω από το βαγόνι, όπως και έκανα, σκύβοντας στα τέσσερα και έτσι το προσπέρασα. Ο δεύτερος καλός μου Άγγελος.

Τώρα μπροστά μας υψώνεται ένας συρμάτινος φράχτης. Είναι ψηλός αλλά και ευλύγιστος ταυτόχρονα. «Πάμε όλοι μαζί!» φωνάζει κάποιος και πράγματι όλοι μαζί οι μπροστινοί μου τον πατάνε και τον ρίχνουν. Περνώ κι εγώ από πάνω. Και τώρα ένα αρκετά μεγάλο ύψωμα με μεγάλη κλίση, σχεδόν κάθετο στο έδαφος. Πρέπει να σκαρφαλώσω για να φτάσω στην παλιά εθνική. Στο πάνω μέρος του είναι ένας διασώστης που βοηθάει όσους πλησιάζουν στο ψηλότερο σημείο. Πρέπει να το ανέβω και αυτό. Πέφτω κάτω στα γόνατα και αρχίζω να σκαρφαλώνω στα τέσσερα. Για να τα καταφέρω πιάνομαι από τα χόρτα, που καθώς είναι βαθιά ριζωμένα κρατούν αντίσταση και μου επιτρέπουν να ανεβώ. Βλέπω μπροστά μου τον διασώστη που περιμένω να με πιάσει. Όμως μια μητέρα με ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά τον φωνάζει να τη βοηθήσει κι αυτός κατεβαίνει κοντά της. Ποιος θα με κρατήσει τώρα; Μια άγνωστη κυρία μου απλώνει αιφνιδιαστικά το χέρι και μου λέει: « Give me your hand!».  Μου πιάνει το χέρι και φτάνω στην κορυφή. Είναι ο τρίτος καλός μου Άγγελος. 


 

Τελευταίο βήμα να περάσω τις προστατευτικές μπάρες. Όλοι όσοι έχουν ανέβει είναι σε έξαλλη κατάσταση. Τηλεφωνώ στον γιό μου. « Έγινε ένα σοβαρό δυστύχημα στο τρένο στα Τέμπη. Μπορεί να έχει και νεκρούς. Μην ανησυχείτε. Είμαι καλά. Σώθηκα». Οι διπλανοί μου μου ζητούν το κινητό για να τηλεφωνήσουν στους δικούς τους. Προσπαθούν να θυμηθούν τα νούμερά τους. Μα κατά κανόνα δεν τα καταφέρνουν, παίρνουν λάθος νούμερο και απελπίζονται. Κάποιοι άλλοι με κινητά τηλεφωνούν στους δικούς τους κλαίγοντας και φωνάζοντας.

Μετά από λίγη ώρα εμφανίζεται ένα άδειο πούλμαν. Είναι ένας περαστικός οδηγός που είδε το τροχαίο και σταμάτησε να βοηθήσει. Με αυτόν θα επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη. Στο δρόμο διηγείται  πως είδε το intercity να συγκρούεται μετωπικά με μιαν εμπορική αμαξοστοιχία και ομολογώ δεν τον πίστεψα. «Τι μας λέει ;»  είπα. «Είναι δυνατόν; Σε ποιον αιώνα ζούμε για να συγκρουστούν μετωπικά δύο αμαξοστοιχίες. Σίγουρα λάθος κάνει….» Κι όμως ήταν ακριβώς έτσι.

Φτάνοντας στο σπίτι σύμφωνα με τις ειδήσεις οι νεκροί ήταν 8. Σε λίγο έγιναν 15. Και όλο και ανέβαιναν. Το σοκ μου γίνεται όλο και μεγαλύτερο όσο πληθαίνουν οι νεκροί. Πολύ τυχερή που επέζησα. Το σώμα μου γεμάτο μώλωπες, και ένα χτύπημα στο κεφάλι αλλά ευτυχώς μόνο αυτά.  Όσο για τα ψυχικά τραύματα…. Έχω εφιάλτες , δεν μπορώ να κοιμηθώ, μπροστά στα μάτια μου τριγυρνούν τα νεαρά παιδιά που χάθηκαν, πώς γλύτωσα από εκεί….


Ο γιος μου που με περίμενε  το βράδυ του δυστυχήματος, ή μάλλον του εγκλήματος στο σταθμό της Θεσσαλονίκης μου είπε για τους γονείς που όλο αγωνία περίμεναν μαζί του και ρωτούσαν για τα παιδιά τους. Όταν λίγες μέρες αργότερα πήγαμε μαζί στο αστυνομικό τμήμα στα Τέμπη να παραλάβουμε ό,τι απέμενε από τα πράγματά μου, είδαμε να βγαίνει από εκεί ο κύριος που περίμενε δίπλα στον γιο μου μαζί με τη σύζυγο του. Στα χέρια τους κρατούσαν μια βαλίτσα και ένα back bag. Δεν βρήκε το κουράγιο να τους μιλήσει. Ρωτήσαμε όμως του αστυνομικούς μπαίνοντας. «Σώθηκε το παιδάκι των κυρίων που μόλις βγήκαν;» «Όχι, δυστυχώς, οι κύριοι παρέλαβαν μόνο τα πράγματά του».  ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΑ ΤΕΜΠΗ.

 

https://www.facebook.com/victoria.iosifidou

 

 

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

Το κύκνειο άσμα σε μια παρεξηγημένη γυναίκα!!!

 


Το κύκνειο άσμα σε μια παρεξηγημένη γυναίκα!!!

Περιδιαβαίνοντας χθες στο διαδίκτυο έπεσα σε μία ανάρτηση που μου θύμισε πολύ την περίπτωση της Μαντάμ Ορτάνς, που η ανάμνησή της έχει μείνει δυνατή στην Κρήτη όχι μόνο για το επάγγελμά της αλλά επίσης και για τις πάμπολλες αγαθοεργίες της που άφησαν στο τέλος μια ανάμνηση αγιότητας από το πέρασμά της από τούτη την ζωή.

Συγγραφέας της ανάρτησης ο υπέροχος -όπως πάντα- Μιχάλης Στρατάκης που έγραψε για την "ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ".

Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης :

Αν υπάρχει ένα πρόσωπο για το οποίο η Σαλονίκη δικαιούται να περηφανεύεται, αυτό το πρόσωπο ήταν η Αμαλία. Η Αμαλία η πουτάνα. Πουτάνα για τους πολλούς. Άγια γυναίκα για τους λίγους.

Για τους ελάχιστους, που μπορούν και τραβάνε την κουρτίνα του μπουρδέλου, αποκαλύπτοντας τον παράδεισο των ψυχών που φωλιάζουν εκεί. Η Αμαλία ήταν η παραδεισιάρχισσα.

Χίλιες ψυχές καλών ανθρώπων έπρεπε να βάλεις στο αποστακτήριο για να βγάλεις, σαν απόσταγμα, την ψυχή της Αμαλίας. Της Αμαλίας, της πουτάνας για τους πολλούς, της Άγιας γυναίκας για τους άξιους εκτιμητές των καθαρών ψυχών.

Είμαι παραπάνω από βέβαιος, ότι πολλοί φίλοι, που είχαν τη μεγάλη τύχη να γνωρίσουν αυτή τη Γυναίκα, θα θεωρήσουν λίγα αυτά που γράφω.

Ξέρω, επίσης, ότι πολλοί περισσότεροι, που δεν τη γνώρισαν, θα μου αφιερώσουν διάφορα κοσμητικά επίθετα.

Δεν με ενδιαφέρει η άποψη των δεύτερων. Θέλω την άποψη των πρώτων.

Αυτών που ξέρουν πόσα άπορα κορίτσια επροίκησε και πάντρεψε η Αμαλία. Η Αμαλία η πουτάνα, της Σαλονίκης.

Με ενδιαφέρει η άποψη αυτών που ξέρουν πόσα παιδιά σπούδασαν με τα λεφτά αυτής της Γυναίκας, που δεν απέκτησε ποτέ δικά της παιδιά.

Με ενδιαφέρει η άποψη όλων εκείνων που ρίγησαν σαν έμαθαν ότι η Αμαλία βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της, πολλές μέρες μετά τον θάνατό της.

Γι αυτή τη Γυναίκα, ποτέ κανένας δεν φιλοτιμήθηκε να πει έστω μιά λέξη επαίνου.

Μήτε και βρέθηκε ποτέ κανείς να κάμει ένα μνημόσυνο, ένα τρισάγιο, ν’ αφήσει ένα λουλούδι στο μνήμα της.

Βλέπετε, επικράτησε η άποψη των πολλών, που ήθελαν την Αμαλία μόνο πουτάνα της Σαλονίκης.

Ίσως, τούτες οι γραμμές να είναι οι μόνες που αφιερώθηκαν ποτέ στη μνήμη αυτής της Γυναίκας.

Δεν έχω την αξίωση να τις καταλάβουν οι πολλοί.

Με φτάνει που τις καταλαβαίνει η ψυχούλα της εκει ψηλά που βρίσκεται.

Γράφω για την Αμαλία και παλεύω να μη ξεχάσω μήτε μια συλλαβή από το τραγούδι του Δημήτρη Μητροπάνου.

Σε συζητάν δίχως γιατί και όχι άδικα

όπως κοιμάσαι στα στενά παλιά λαδάδικα

έγινες φήμη και γι' αυτό δε φυλακίζεσαι

ζεις στο σκοτάδι παστρικά μα δεν ορκίζεσαι

Λάμπεις στα κόκκινα σατέν που σε τυλίγουνε

άσπροι και σέρτικοι καπνοί σε καταπίνουνε

σε καλντερίμια ξενυχτάς υγρά λιθόστρωτα

στου πληρωμένου παραδείσου την αυλόπορτα

Τόσα δίνω πόσα θες

στα λαδάδικα πουλάν αυτό που θες

κάθε κάμαρα κελί

με βαριά παλικαρίσια αναπνοή

Μύριες χαμένες μοναξιές με σένα σμίγανε

φεύγαν καράβια μα πριν φύγουν σου σφυρίζανε

πόσα παιδιά ήρθαν να βρουν το αντριλίκι τους

και σου ακουμπήσανε δειλά το χαρτζιλίκι τους

Τόσα δίνω πόσα θες

στα λαδάδικα πουλάν αυτό που θες

κάθε κάμαρα κελί

με βαριά παλικαρίσια αναπνοή

Τόσα δίνω πόσα θες

στα λαδάδικα πουλάν αυτό που θες

κάθε κάμαρα κελί

με βαριά παλικαρίσια αναπνοή.

 


Ο Μιχάλης Εμμ. Στρατάκης
γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1951. Σπούδασε νομικά, οικονομικά και δημοσιογραφία. Στη μαχόμενη δημοσιογραφία βρίσκεται από το 1973. Έχει εργαστεί ως πολιτικός συντάκτης, σχολιογράφος και αρθρογράφος σε εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, καθώς και ως διευθυντής σύνταξης. Στο Ηλεκτρονικό Τύπο εργάζεται από την πρώτη ημέρα της ελεύθερης ραδιοφωνίας και τηλεόρασης ως διευθυντής ειδήσεων και ενημέρωσης, ενώ παράλληλα επιμελείται και παρουσιάζει καθημερινές ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές. Στον εκπαιδευτικό τομέα δραστηριοποιείται από το 1979 ως καθηγητής ιδιωτικών δημοσιογραφικών σχολών και ΙΕΚ και από το 2003 ως καθηγητής στην Αστυνομική Ακαδημία. Είναι μέλος του Συμβουλίου Τιμής και Δεοντολογίας της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας-Θράκης και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων. Έχει εκδώσει πολλά βιβλία δημοσιογραφικού και πολιτικού περιεχομένου, ορισμένα εκ των οποίων διδάσκονται σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Για τη δράση του έχει τιμηθεί από ξένες κυβερνήσεις και από διάφορους εκκλησιαστικούς, επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς.

Πηγές:

https://www.facebook.com/100002199029196/posts/3763671477049449/

Τρυπώνω Ξετρυπώνω