ΣΠΥΡ. ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΝ. ΣΟΛΩΜΟΣ
Όσοι έχουν σκύψει με στοχασμό στη μελέτη του Σολωμικού έργου έχουν καταλήξει στα συμπέρασμα, ότι δεν θα υπήρχε εθνικός ύμνος και εθνικός ποιητής Σολωμός αν δεν βρισκόταν ο Σπυρίδων Τρικούπης να δείξει στον Ιταλομαθή ποιητή τον Ελληνικό Παρνασσό. Γιατί ο Διονύσιος Σολωμός άρχισε το φιλολογικό του στάδιο με ιταλικούς στίχους, μια πού είχε σπουδάσει στην Ιταλία και ήταν του συρμού της εποχής οι μορφωμένοι να γράφουν στην Ιταλική.
Ο Πολυλάς στα «Προλεγόμενα» πού θα αποτελούν για πολύν ακόμα καιρό κλασσικά εισαγωγικό κείμενο στο Σολωμικό έργο, γράφει σχετικά με τα ζήτημα αυτό «...Όθεν (περί τα τέλη του 1822) ο Τρικούπης έφθασε εις Ζάκυνθον, καλεσμένος από τον αείμνηστο Λόρδο Γκίλφορδ, και επισκέφτηκε τον Σολωμό, ο ποιητής δεν του εξεφώνησε τους απλοελληνικούς στίχους του, άλλα την ιταλική Ωδή Per Prima Messa την οποία είχε συνθέσει ακόμη ευρισκόμενος στην Ιταλία. Ο Τρικούπης του παρατήρησε ότι ο προορισμός του ήταν, όχι να λάβει μίαν λαμπρή θέση εις τον ιταλικό Παρνασσό, άλλα να βγει θεμελιωτής νέας φιλολογίας».
Ο Παλαμάς βιογραφώντας τον Σπυρ. Τρικούπη στην τετάρτη έκδοση της Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως γράφει ότι είπε ο Πολυλάς : «Σ' αυτόν (τον Τρικούπη) χρωστούμε κατά μέγα μέρος το Σολωμό, καθώς είναι αυτός, πού τον έπεισε, παρατώντας τα ιταλόγλωσσα σχέδια του, να γράψει στα ελληνικά, και να ανεβάσει τη δημοτική στην περίοπτη θέση πού γνωρίζουμε».
Πια εύγλωττα και ξεκαθαρισμένα για το ζήτημα αυτό μιλάει ό ίδιος ο Τρικούπης σ’ ένα του γράμμα, πού είχε στείλει το 1859 στον Πολυλά, πού του ζητούσε σχετικές πληροφορίες για το Σολωμό.
«... Παραλείπω να σας μιλήσω για το χαρακτήρα του ποιητή. Δεκαπέντε χρόνων φιλικές σχέσεις μαζί του σας επέτρεψαν να τον εκτιμήσετε κατά βάθος.
Θεωρώ επίσης περιττό να σας μιλήσω για τη νεότητα του και τη μόρφωση του. Ο αδελφός του είναι σε θέση και καλύτερα από κάθε άλλον να σας διαφώτιση στο ζήτημα αυτό. Περιορίζομαι λοιπόν σε μερικές περίεργες πληροφορίες, που συνετέλεσαν να τον κάμουν ν’ ακολουθήσει τη γλωσσά μας στα αθάνατα ποιήματα του.
Προτού φύγει από την Αγγλία για την Επτάνησο το 1823, ο λόρδος Γκίλφορδ, πού δεν ασχολείτο λιγότερο για την πολιτική τύχη της Ελλάδος παρά για τη φιλολογική της αναγέννηση και βρισκόταν σ' εμπιστευτικές σχέσεις για τα ελληνικά ζητήματα με τον περίφημο Γεώργιο Κάνιγκ, με κάλεσε να πάω να τον ιδώ στην Κέρκυρα ή στη Ζάκυνθο. Το όνομα του Σολωμού ήταν εκεί τότε στα στόμα όλου του κόσμου. Μιλούσαν για το ποιητικό του ταλέντο, την ακοινωνησία του και την εκκεντρικότητα του. Ζούσε στην έξοχη και δεν δεχόταν κανένα.
Ένας φίλος, στον οποίο είπα την επιθυμία μου να ιδώ ένα τόσο σημαντικό πρόσωπο, μ' είχε συμβουλεύσει να μη του μιλήσω, αν είχα την τιμή να με δεχτεί, παρά μόνο για ποίηση. Συντροφευμένος από το Λεκατσά, πήγα στην εξοχή του και με καλοδέχτηκε, χάρη στη συνομιλία μου μ' αυτόν για τους Άγγλους, ποιητές, που εκείνος θαύμαζε, όπως κι' εγώ. Την άλλη μέρα ήρθε εξεπίτηδες στην πόλη για να μου ανταποδώσει την επίσκεψη και πάνω στην κουβέντα μου απάγγειλε μία Ωδή του, γραμμένη ιταλικά με θέμα την πρώτη Μετάληψη...
Ο Σολωμός παρατήρησε ότι, αφού άκουσα την Ωδή, έμεινα σκεφτικός και άφωνος και με ρώτησε τι σκεφτόμουν.
—Το ποιητικό σας ταλέντο, του είπα, θα σας εξασφάλιση καλή θέση στον ιταλικό Παρνασσό, μα οι πρώτες θέσεις εκεί έχουν πιαστεί. Ο Παρνασσός της νεώτερης Ελλάδος δεν απέκτησε ακόμη τον Δάντη της.
Σ' ερώτησή του, του εξέθεσα την κατάσταση της γλώσσας και της φιλολογίας μας.
—Δεν ξέρω ελληνικά, μου είπε. Πως θα μπορούσα να επιτύχω ;
Πράγματι δεν ήξερε παρά ατελέστατα τη γλώσσα του σπιτιού (le langage Lamilier).
—H γλώσσα, του απάντησα, πού βυζάξατε μαζί με το γάλα της μάνας σας είναι η ελληνική. Δεν έχετε παρά να την ξαναφέρετε στην μνήμην σας κι αν το επιτρέπετε, θα σας βοηθήσω σε αυτό όσο μπορώ κατά το διάστημα που θα μείνω στην Ζάκυνθο, διάστημα πού θα παραταθεί, κατά τις τελευταίες μου πληροφορίες, γιατί ο Λόρδος Γκίλφορδ δεν θα έλθει τόσο γρήγορα. Δεν πρόκειται του πρόσθεσα ούτε για την τόσο δύσκολη φιλολογική γλώσσα, ούτε για τη γελοία μακαρονική, άλλα για τη μητρική σας και ζωντανή γλώσσα.
Βλέποντας πώς το φιλότιμό του έπαιρνε φωτιά, οικονόμησα την ίδια ήμερα ένα αντίτυπο των «Ωδών» του Χριστόπουλου. Από την άλλη ημέρα αρχίσαμε τη δουλειά και για μερικούς μήνες περνούσαμε την μέρα μαζί και δεν ασχολούμεθα παρά με την ελληνική γλώσσα.
Δεν είχε περάσει μια βδομάδα από την πρώτη συνομιλία μας κι’ ο Σολωμός με ξάφνιασε, απαγγέλλοντας μου ένα τραγούδι πού είχε γράψει ελληνικά :
Την είδα την ξανθούλα,
την είδα 'ψες αργά,
πού εμπήκε στη βαρκούλα
να πάει στην ξενιτειά.
Ήταν η πρώτη του σύνθεση σ' αυτή τη γλώσσα.
Αμέσως όλοι την τραγουδούσαν στη Ζάκυνθο κι' ένα βράδυ πολλοί συμπολίτες του πήγαν και την τραγούδησαν κάτω από τα παράθυρα του. Κι’ αυτό πολύ τον συγκίνησε.
Σε λίγες μέρες άρχισε μία Ωδή στην ελευθερία και την τελείωσε σε λίγο καιρό. Δεν ήταν άνθρωπος για να συμβουλεύεται τη γραμματική, ούτε ν' ανοίγει λεξικό. Τού έλειπαν οι λέξεις κ' οι λίγες πού κατείχε δεν του χρησίμευαν παρά για να μεταφέρει ελληνικά τις ιδέες πού είχε συλλάβει ιταλικά».
Αυτά γράφει ο Τρικούπης —του οποίου η «ειλικρίνεια αποτελούσε το πρώτο κόσμημα της ψυχής και την πρώτην αρετήν» σύμφωνα με όσα είπαν όσοι τον νεκρολόγησαν στα 1873, ήμερα πού ενταφιάσθηκε,— και δεν μπορεί παρά έτσι να είναι, παρ' όλα, τα τραβηγμένα σοφίσματα μερικών «Σολωμιστών», οι οποίοι θέλουν να υποστηρίξουν, ότι ο Σολωμός είχε διαλέξει μόνος το δρόμο πού έπρεπε να ακολουθήσει αλλά είχε μερικούς δισταγμούς. «Αυτούς τους δισταγμούς του ήλθε να εξαφανίσει ο Τρικούπης με τις οδηγίες του και την πρακτική συνδρομή του στη μελέτη της δημοτικής Ελληνικής γλώσσας. Έγινε δηλαδή ο δάσκαλος και οδηγός του σ' ένα δρόμο στον οποίο ο Σολωμός είχε ήδη μπει προτού φτάσει ο Τρικούπης στη Ζάκυνθο».
Νομίζω ότι οι απόψεις αυτές είναι εξεζητημένες και η ελληνικότητα του Σολωμού κατά τίποτε δεν μειώνεται ούτε με την αμάθεια της ελληνικής γλώσσας στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του, ούτε με την μη ένοπλη δράση του στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821.
Ο Τρικούπης στάθηκε πραγματικά αυτός πού έδειξε το δρόμο του ελληνικού Παρνασσού στον «διστάζοντα» ιταλομαθή Σολωμό. Και όχι μόνο αυτό. Αισθάνθηκε πλατειά όλο το μεγαλείο της δημιουργίας του και είναι ο πρώτος που στη «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» 21 'Οκτωβρίου 1825, επεξήγησε στους Έλληνες, τα βαθύτερο νόημα και τα ποιητικά χαρίσματα «του Ύμνου της Ελευθερίας».
ΠΗΓΗ:
ΣΠ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ : ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου