Γελώντας με τους Φασίστες
Δεν μπορεί να πει κάποιος πως το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι είχε την αίσθηση του χιούμορ όμως το τότε φασιστικό κόμμα βρήκε την κωμωδία χρήσιμη για την επιβίωση του σε ορισμένες περιπτώσεις.
Ούτε ο Μπενίτο Μουσολίνι ούτε το φασιστικό καθεστώς που κυβέρνησε την Ιταλία από τη δεκαετία του 1920 έως και τη δεκαετία του 1940 ήταν γνωστά για την αίσθηση του χιούμορ τους. Όπως γράφει ο ιστορικός πολιτισμού Stephen Gundle, το πιο κοντινό στην κωμωδία, οι «ομάδες δράσης» του φασιστικού κινήματος, ήταν για να κοροϊδεύουν και να εξευτελίζουν τους σοσιαλιστές και τους συνδικαλιστές κόβοντας τα γένια τους ή αναγκάζοντάς τους να πίνουν καστορέλαιο. Όμως, γράφει ο Gundle, οι ολοκληρωτικοί στόχοι των φασιστών σήμαιναν πως η ιδεολογία έπρεπε να προσπαθήσει να διαπλεχθεί με κάθε πτυχή της ζωής - συμπεριλαμβανομένης της κωμωδίας .
Ενώ η ναζιστική κυβέρνηση της Γερμανίας δεχόταν γενικά τα πολιτικά αστεία ως βαλβίδα εκτόνωσης του λαού και δεν τιμωρούσε σκληρά τους ανθρώπους που τα πρόβαλαν, οι Ιταλοί φασίστες, όταν κατέλαβαν την εξουσία, έκλεισαν αμέσως τα δημοφιλή σατιρικά έντυπα. Ακόμη και ένα αστείο που θα ακουγόταν τυχαία θα μπορούσε να θεωρηθεί ποινικό «αδίκημα κατά του αρχηγού της κυβέρνησης», και να προκαλέσει την φυλάκιση αυτού που τόλμησε να το πει. Τις περισσότερες φορές όμως ο δράστης γινόταν στόχος ξυλοδαρμού.
Από την άλλη πλευρά, γράφει ο Gundle, οι άνθρωποι εντός του καθεστώτος μπορούσαν να ξεφύγουν της λογοκρισίας κάνοντας ελαφρό χιούμορ σε βάρος των φασιστών αξιωματούχων, όπως έγινε και με την περίπτωση του γραμματέα του φασιστικού κόμματος Achille Starace που προσπάθησε να καταργήσει τη χειραψία.
Οι Ιταλοί χιουμορίστες βάδισαν στην κόψη του ξυραφιού δηλαδή στη γραμμή μεταξύ υποστήριξης και σατιρίσματος του καθεστώτος με διαφορετικούς τρόπους. Λέγεται ότι ο δημοσιογράφος Leo Longanesi επινόησε το σύνθημα «Ο Μουσολίνι έχει πάντα δίκιο» σαν αστείο που όμως τελικά το υιοθετήσει το καθεστώς, και από εκεί και πέρα ο Longanesi κινήθηκε στη δημιουργία φασιστικής προπαγάνδας.
Αυτή όμως η ανοχή του καθεστώτος στην σάτιρα επεκτάθηκε, επίσης τουλάχιστον εν μέρει, στους κωμικούς που τάσσονταν υπέρ του καθεστώτος. Για παράδειγμα, ο Ιταλός ερμηνευτής θεάτρου βαριετέ Ετόρε Πετρολίνι ειδικεύτηκε στην παρουσίαση μια ποικιλίας χαρακτήρων, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγαλομανούς αυτοκράτορα Νέρωνα. Αν και αυτός ο χαρακτήρας δεν φαίνεται να βασίστηκε στον Μουσολίνι, μέλη του κοινού του Petrolini έκαναν αυτή τη σύνδεση. Ο Gundle υποστηρίζει ότι ο Petrolini κατάφερε να συνέχιση την παρουσίαση τέτοιων χαρακτήρων εν μέρει επειδή ο Μουσολίνι ήταν μεταξύ των θαυμαστών του - και το αντίστροφο. Το 1929 ο Πετρολίνι έγινε επίτιμος αξιωματικός της Φασιστικής Πολιτοφυλακής.
Ενώ οι φασίστες μιλούσαν μερικές φορές ενάντια στην επιπόλαιη ψυχαγωγία, η διάθεση ολόκληρης της κοινωνίας να την αποδέχεται και να συμμετέχει σήμανε για το καθεστώς ότι οι πολίτες του, που απλώς ήθελαν να συνεχίσουν να ζουν μια κανονική ειρηνική ζωή, δεν έπρεπε να αποξενωθούν από την ψυχαγωγία τους. Ως εκ τούτου, η φασιστική κυβέρνηση υποστήριξε τόσο την προβολή αμερικανικών κωμωδιών, όπως οι ταινίες του Three Stooges όσο και την προβολή ταινιών με κινούμενα σχέδια που εστιάζονταν στην καθημερινή ζωή.
«Τα κινούμενα σχέδια ήταν αυτά του τύπου που προκαλούσαν χαμόγελα και αυτή η ποιότητα ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη για το καθεστώς σε μια περίοδο που έλλειπαν τα καλά νέα», γράφει ο Gundle.
Όταν η κωμωδία έγινε κοινωνική, έτεινε να επικεντρώνεται στην κοροϊδία συγκεκριμένων κοινωνικών «τύπων», συμπεριλαμβανομένων των «μοντέρνων» γυναικών και των «μη αρρενωπών» ανδρών, καθώς και των Εβραίων, των ξένων και των αριστερών.
Καθώς ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν εξελισσόταν καλά για τους φασίστες και η δύναμη του Μουσολίνι εξασθενούσε, οι Ιταλοί αποθαρρύνονταν όλο και περισσότερο να κάνουν φανερά αστεία σε βάρος του Μουσολίνι συμπεριλαμβανομένων και των βρώμικων αστείων που ψιθυρίζονταν για τη σχέση του Μουσολίνι με την Κλάρα Πετάτσι.
Κλείνοντας να πούμε πως μετά το τέλος του πολέμου, πολλοί από τους ερμηνευτές, σκιτσογράφους και άλλους χιουμορίστες που αστειεύονταν υπέρ και για λογαριασμό του φασιστικού καθεστώτος επέστρεψαν στην καριέρα τους, αλώβητοι από τη συμπαιγνία τους με τους φασίστες.
Από κείμενο της Livia Gershon
Jstor Daily
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου