Αποκριές ή Σήκωσες ονομάζονται οι διάφορες γιορταστικές εκδηλώσεις του δεκαήμερου που ξεκινά με τη Τσικνοπέμπτη και τελειώνει με την Καθαρά Δευτέρα. Στη διάρκεια αυτών των δέκα ημερών επιτρέπεται η κρεατοφαγία και η διασκέδαση και τούτο γιατί, μετά την Καθαρά Δευτέρα, ξεκινά η Σαρακοστή που περιλαμβάνει αυστηρή νηστεία και προσευχή με στόχο τη ψυχική και σωματική προετοιμασία των πιστών για τη μεγάλη γιορτή του Πάσχα. Η λέξη Αποκριά σημαίνει «αποχή από το κρέας». Παρόμοια είναι επίσης και η έννοια της λέξης Σήκωση αφού κατά την περίοδο αυτή οι άνθρωποι «σηκώνουν από το τραπέζι τις μη νηστίσιμες τροφές».
Η δεύτερη Κυριακή της Αποκριάς, η οποία ονομάζεται και Κυριακή «του Ασώτου», είναι η δεύτερη Κυριακή του «Τριωδίου», των τριών δηλαδή ύμνων που ψέλνονται στην Εκκλησία μέχρι τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Την δεύτερη λοιπόν Κυριακή της Αποκριάς εμφανίζονταν και οι πρώτοι «μασκαρεμένοι».
Την εβδομάδα που ακολουθεί ο λαός την ονομάζει «Κρεατινή», γιατί συνήθιζαν να τρώνε κρέας όλες τις ημέρες της εβδομάδας ακόμη και την Τετάρτη και την Παρασκευή. Την Πέμπτη μαγείρευαν το κρέας σε κατσαρόλες και το άφηναν να «κολλήσει», για να μυρίσει «τσίκνα». Έτσι καθιερώθηκε να λέγεται η Πέμπτη αυτής της εβδομάδας «Τσικνοπέμπτη».
Την «Κυριακή της Απόκρεω» οι νοικοκυρές έσφαζαν έναν πετεινό, τον οποίο μαγείρευαν με ρύζι και έπειτα έτρωγε όλη η οικογένεια. Την ίδια ημέρα έφτιαχναν πίτα μόνο με φύλλα. Έπειτα άρχιζε η νηστεία «από κρέας». Κρέας έτρωγαν ξανά την μέρα του Πάσχα.
Η εβδομάδα μετά την Κυριακή της Αποκριάς μέχρι την «Κυριακή της Τυροφάγου» λεγόταν «άσπρη εβδομάδα», γιατί υπήρχε η συνήθεια να τρώνε γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά. Οι γυναίκες δεν λούζονταν τη βδομάδα αυτή, για να μην ασπρίσουν τα μαλλιά τους, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν.
Την Κυριακή της Τυροφάγου έβγαζαν όργανα στην πλατεία του χωριού και ο κόσμος χόρευε και διασκέδαζε. Πολλοί μασκαρεμένοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, όπου οι νοικοκυρές τους έδιναν κάποιο συμβολικό ποσό. Τα παλιά χρόνια οι στολές τους δεν ήταν αγοραστές και βασίζονταν στη φαντασία όσων τις φορούσαν και τις έραβαν και αποτελούνταν από παλιά κομμένα ρούχα.
Το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής γίνονταν και το έθιμο της «συγχώρεσης». Οι κάτοικοι των χωριών επισκέπτονταν τους γονείς τους, τα πεθερικά τους, τους παππούδες, τους κουμπάρους τους και αφού τους φιλούσαν το χέρι, ζητούσαν «συγχώρεση». Στα παιδιά που πήγαιναν επίσκεψη οι συγγενείς έδιναν λεφτά.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το έθιμο του «βρασμένου αυγού», που γίνονταν την ημέρα αυτή όχι μόνο στα χωριά της Αλμωπίας αλλά και σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Η γιαγιά κάθε οικογένειας μάζευε γύρω της τα εγγόνια, ξεφλούδιζε έπειτα ένα βρασμένο αυγό και το έδενε με μια κλωστή στην άκρη ενός πλάστη. Στη συνέχεια το ακουμπούσε διαδοχικά στα στόματα των εγγονιών, τα οποία είχαν τα χέρια τους πίσω στην πλάτη. Όποιο εγγόνι κατόρθωνε να πιάσει με το στόμα του το αυγό, εκείνο το έτρωγε. Σκοπός του εθίμου αυτού ήταν να «κλείσουν τα στόματα» για τη Σαρακοστή τα οποία ξανάνοιγαν τη Λαμπρή. Στο ίδιο παιδί η γιαγιά έδινε χαλβά ή λεφτά για να αγοράσει καραμέλες. Έτσι άρχιζε η Σαρακοστή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου