Translate -TRANSLATE -

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019

Κουεντίν Ταραντίνο, ένας σύγχρονος σκηνοθέτης



Κουεντίν Ταραντίνο, 
ένας σύγχρονος σκηνοθέτης

 O Κουέντιν Τζερόμ Ταραντίνο (Quentin Jerome Tarantino, 27 Μαρτίου 1963) είναι Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου.

Γεννήθηκε στο Νόξβιλ του Τενεσί. Έγινε γνωστός στην αρχή της δεκαετίας του '90 ως ο μοντέρνος δημιουργός που με τις μη γραμμικές ιστορίες του, αξιομνημόνευτους διαλόγους και ωμή βία, έφερε νέες ιδέες στα συνηθισμένα αρχέτυπα των αμερικανικών ταινιών. Είναι ένας από τους πιο διάσημους νέους σκηνοθέτες, που βρίσκονταν πίσω από την επανάσταση του ανεξάρτητου κινηματογράφου της δεκαετίας του '90, πασίγνωστος για την γρήγορη ομιλία του, τις γνώσεις του για όλες τις εξελίξεις στον χώρο του κινηματογράφου καθώς και για τις εγκυκλοπαιδικές του γνώσεις γύρω από τον κλασικό αλλά και πειραματικό κινηματογράφο.

Μία από τις πιο γνωστές ταινίες του είναι το Pulp Fiction, με τους Τζον Τραβόλτα, Ούμα Θέρμαν, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, Μπρους Γουίλις, Τιμ Ροθ, Ροζάννα Αρκέτ και Κρίστοφερ Γουόκεν, το οποίο βραβεύτηκε με το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1994. Η ταινία προτάθηκε για επτά Όσκαρ, εκ των οποίων κέρδισε το Όσκαρ καλύτερου σεναρίου. 

Όπως και άλλοι διάσημοι σκηνοθέτες, ο Ταραντίνο εμφανίζεται σε μικρούς ρόλους σε κάποιες ταινίες του, με πιο χαρακτηριστικούς στο Pulp Fiction και το Reservoir Dogs. Ο Ταραντίνο έχει πει οτι θα σκηνοθετήσει μόνο δέκα ταινίες στην ζωή του πριν αποσυρθεί, και έχει μέχρι τώρα σκηνοθετήσει 9 (μη μετρώντας το ερασιτεχνικό My Best Friend's Birthday και μετρώντας τις ταινίες Kill Bill ως μία).




Κουεντίν Ταραντίνο
Αυτός που ξανάχτισε  το Χόλυγουντ


ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ

Όπως είχα αναφέρει στην ανταπόκριση μου από το τελευταίο Φεστιβάλ Καννών, η αλήθεια είναι ότι μια ταινία όπως η τελευταία του Κουέντιν Ταραντίνο, η ένατη του κινηματογραφική δημιουργία, το «Κάποτε στο... Χόλνγουντ» («Once upon a time in Hollywood»), πρέπει να «καθίσει» μέσα σου προτού ν' αρχίσεις να μιλάς γι' αυτήν. Έτσι ένιωσα όταν την παρακολούθησα για πρώτη φορά στις Κάννες όπου το «Κάποτε στο... Χόλιγουντ» ήταν στην κυριολεξία το απόλυτο γεγονός της διοργάνωσης, η ταινία που όλος ο κόσμος περίμενε πώς και τι, περισσότερο από κάθε άλλη, η ταινία για την οποία εκατοντάδες άνθρωποι στήθηκαν επί ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο της γαλλικής Ριβιέρας προκειμένου να δουν πρώτοι.

Βλέποντας τη για δεύτερη φορά νιώθω πολύ πιο σταθερός στην άποψη μου για αυτήν -από όσο τουλάχιστον ήμουν μετά την πρώτη θέαση της. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι μια έξυπνη και με πολλές αρετές ταινία, όπως επίσης εξακολουθώ να πιστεύω ότι μπορεί να γίνει και λίγο κουραστική με το πλήθος των αναφορών στον ίδιο τον κινηματογράφο, τη μεγάλη αγάπη του Ταραντίνο, την οποία εδώ δεν θα μπορούσε να τιμήσει καλύτερα. Γιατί αν μείνουμε καθαρά στο σώμα της ταινίας, αφήνοντας απέξω το ηθικό σκέλος, τη δολοφονία της ηθοποιού Σάρον Τέιτ (Μάργκο Ρόμπι) που βρίσκεται στην καρδιά του σεναρίου, θα βρεθούμε μπροστά στην απόλυτη κινηματογραφική και τηλεοπτική ρετρολαγνεία, με τις δεκάδες αναφορές στην ποπ κουλτούρα της εκπνοής της δεκαετίας του 1960, τόσο στο σινεμά, όσο - κυρίως - στην τηλεόραση. Κατά μία έννοια μέσα από την ιστορία του παρακμασμένου σταρ της τηλεόρασης (Λεονάρντο ντι Κάπριο) και του κασκαντέρ, φίλου και σταθερού συντρόφου του στα δύσκολα (Μπραντ Πιτ), ο Ταραντίνο νιώθεις ότι ξανάχτισε το Χόλιγουντ εκείνης της εποχής και ειδικά σε θέματα σκηνογραφίας η ταινία αξίζει πραγματικά το Οσκαρ.

Όμως ο Ταραντίνο δεν αρκείται τελικά μόνο στην ανεκδοτολογία του ρετρό, μιλάει επίσης για την εποχή του τέλους της αθωότητας, τότε που τα πάντα άλλαζαν στο Χόλιγουντ, γιατί όντως άλλαζαν. Και ίσως αυτό να απηχεί το σήμερα όπου επίσης όλα αλλάζουν στο σινεμά. Πριν από μερικά χρόνια η μεγαλύτερη συζήτηση που προκάλεσε η όγδοη ταινία του Ταραντίνο, «Οι μισητοί 8», σχετιζόταν με το πώς γυρίστηκε και το πώς ο Ταραντίνο απαίτησε να προβληθεί. Ο φανατικότερος ίσως υπερασπιστής του φιλμ από τους ενεργούς κινηματογραφιστές, ο Ταραντίνο τη γύρισε σε 70 mm Panavision και είπε ότι όποιος αιθουσάρχης έχει το προνόμιο να διαθέτει μηχανή προβολής 70 mm θα είχε το προνόμιο να την παίξει κατ' αποκλειστικότητα την πρώτη εβδομάδα.


Το πρόβλημα είναι ότι στην εποχή του DCP αυτές οι μηχανές δεν υπάρχουν πλέον, πέρα από το ότι πολλές χώρες δεν τις είχαν ποτέ. Ο Ταραντίνο διαθέτει 100 μηχανές 70 mm. Ανάμεσα στις χώρες που δεν είχαν ποτέ μηχανή προβολής 70 mm είναι και η δική μας. Μάλιστα, η Odeon, εταιρεία διανομής των «Μισητών οκτώ» στην Ελλάδα ζήτησε από τον Ταραντίνο να νοικιάσει μία από τις 100 μηχανές του ώστε η ταινία να προβληθεί σε αυτή τη μορφή. Δυστυχώς το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε.

«Είναι γεγονός» λέει ο Ταραντίνο «ότι αν αυτές οι αίθουσες δεν υπάρχουν, θα πρέπει να τις δημιουργήσουμε. Και θα πρέπει να τους δίνουμε τις δικές μας μηχανές προβολής 70 mm». Ο αγώνας του Ταραντίνο για τη σωτηρία του φιλμ είναι αξιέπαινος. Θυμίζω τι είχε πει ο ίδιος στις Κάννες το 2014 με αφορμή την επετειακή προβολή της ταινίας «Για μια χούφτα δολάρια»: «Αυτό που εγώ γνώριζα ως κινηματογράφο είναι πια νεκρό. Το γεγονός ότι οι ταινίες δεν παρουσιάζονται πια σε φιλμ 35 mm αλλά σε ψηφιακό φορμά και DCP σημαίνει ότι ο πόλεμος χάθηκε. Οι ψηφιακές προβολές είναι για το κοινό της τηλεόρασης. Και αυτό σημαίνει ότι ο κινηματογράφος πέθανε». Τότε ήταν που ο Ταραντίνο είχε τονίσει τη σημασία που δίνει στην αγωνιώδη αναμονή του κόσμου για την επόμενη του ταινία (που τελικά έμελλε να είναι οι «Μισητοί οκτώ»). «Αυτό είναι που διατηρεί ζωντανό έναν κινηματογραφιστή» είπε δίνοντας μάλιστα ένα προσωπικό παράδειγμα της παιδικής ηλικίας του όταν περίμενε με αγωνία την επόμενη ταινία κάποιου σκηνοθέτη που θαύμαζε: «Έλεγα 20 μέρες μέχρι να ανοίξει ο "Σημαδεμένος", 15 μέρες μέχρι να ανοίξει ο "Σημαδεμένος" και όταν τελικά άνοιγε ο "Σημαδεμένος" ήμουν ο πρώτος στην ουρά στην πρώτη παράσταση της πρώτης μέρας. Αν κανείς δεν ενδιαφερόταν για την επόμενη ταινία μου, για μένα θα ήταν θάνατος».


Να λοιπόν ποια ήταν η εξέλιξη ενός παιδιού της μεσαίας τάξης και από διαλυμένο σπίτι, που γεννήθηκε στο Νόξβιλ του Τενεσί τον Μάρτιο του 1963, μεγάλωσε με τη μητέρα του στα περίχωρα του Λος Αντζελες, παράτησε το σχολείο στο γυμνάσιο και έμαθε σινεμά δουλεύοντας υπάλληλος σε βιντεοκλάμπ (έχει υπάρξει κλητήρας και σε πορνοκινηματογράφους). 

Μετά την επιτυχία της πρώτης ταινίας του, «Reservoir Dogs» (1991), και τον θρίαμβο της δεύτερης, «Pulp Fiction» (1994), ο Ταραντίνο εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους στον κόσμο σταρ filmmakers της τελευταίας 25ετίας. Ως άνθρωπος αλλά και ως κινηματογραφιστής πάντα προκαλούσε και πάντα δίχαζε. Και κάθε νέα ταινία του προκαλεί αυτομάτως το ενδιαφέρον. Το σημαντικότερο κινηματογραφικό σχολείο του Ταραντίνο ήταν ο ίδιος, έχει δηλώσει στο παρελθόν και εξακολουθεί να δηλώνει σήμερα. Όπως ο Ορσον Γουέλς ή αργότερα ο Φρανσουά Τριφό ούτε από σχολή κινηματογράφου αποφοίτησε ούτε κινηματογραφικές θεωρίες είθισται να κάνει. «Στόχος μου είναι να είμαι πάνω απ' όλα φαν του κινηματογράφου» συνεχίζει ακόμα και σήμερα να λέει.


Πηγές:


Βικιπαιδεία
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: