Η ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΓΗ
ΚΑΙ ΟΙ ΖΕΥΓΟΛΑΤΕΣ ΜΑΣ
Γράφει ο Γ.Ν. ΠΟΛΥΔΩΡΑΣ
Κουβαλάμε στην ψυχή μας τον τόπο μας. Πολλές φορές βαραίνει τον «μέσα βίο μας». Μα σαν πατάμε το χώμα μας, αστράφτουμε πάμπλουτοι στη λιακάδα του Διογένη.
Σε μια βιωματική ανασκαφή της μνήμης μας φανερώνονται και οι ζευγολάτες μας. Ακούμε την ανάσα τους στις αυλακιές και στα τριξίματα των αρότρων τους. Παρατηρούμε τα απόλυτα πρόσωπά τους να συνδέονται με τα προαιώνια ελληνικά πρόσωπα. Έτσι όπως συνδεόταν το αλέτρι τους με το ησιόδειο άροτρο και το αλώνι τους με το αλώνι του Τριπτόλεμου.
Τώρα έρημα και «ξεδοντιασμένα» τα αλώνια μας. Ξεχασμένα από τους περισσότερους τηλεδιαιτώμενους Νεοέλληνες. Τους καθηλωμένους στους καναπέδες του έτοιμου φαγητού και της αποχαύνωσης με τις εξακολουθητικές ειδήσεις να κανοναρχούν εγκλήματα και παγκόσμια αλληλεξάρτηση. Για την ενέργεια, για την ακρίβεια, για την επερχόμενη επισιτιστική κρίση και για τις σιταποθήκες της Ουκρανίας που παραμένουν γεμάτες, λόγω πολέμου.
Τώρα που η επίπονη κατάκτηση της ευδαιμονίας έχει παραχωρήσει τη θέση της σε μια ασύμμετρη καλοπέραση. Τώρα που οι Νεοέλληνες περιμένουν στην ουρά για την ενοικίαση ξαπλώστρας στις παραλίες. Τώρα που πνίγουμε τα κοκόρια του συβαριτισμού μας για να μην μας ξυπνάνε το πρωί, θυμάμαι εκείνους που μπονόρα φώταγαν στα χωράφια τους !
Θυμάμαι τους ζευγολάτες μας ! Εκείνους που σώρωναν πινάκια τα χρυσαφένια σιτάρια, δίπλα στους θυμελικούς στύλους των αλωνιών τους. Τότε που τα αλώνια τους έμοιαζαν με τις πλακόστρωτες πλατείες των αρχαίων θεάτρων μας. Ήταν αυτοί που ίσιωναν τα μονοπάτια στη ζωή και στην πίστη τους. Γιατί το τραύμα τους ήταν το θαύμα τους ! Ήταν αυτοί που ζωντάνευαν τους δρόμους, με τις καψαλισμένες από τον ήλιο μάντρες τους, να «γλείφουν» στα δεμάτια των μουλαριών τους. Ήταν οι ίδιοι διαμορφωτές του κοινωνικού τους και του φυσικού τους χώρου. Στον δικό τους οικότοπο. Διδάσκονταν από τη σοφία της φύσης για να αποφεύγουν τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις με άσχημες συνέπειες. Ήταν οι λαξευτές του τοπίου τους. Του αποτυπωμένου στην ψυχή τους. Έτσι όπως ήταν αποτυπωμένο στην ασπίδα του Αχιλλέα. Με το νου τους όμως πάντα στην πατρίδα και με αυτονόητη την ευθύνη τους στην «εύτακτη ελευθερία».
Αυτοί οι ζευγολάτες ήξεραν να φροντίζουν και τα ζώα τους. Είχαν συνδεθεί μαζί τους στις ζοφερές κακουχίες του πολέμου. Ήταν οι αγόγγυστοι σύμμαχοί τους στον καθημερινό κάματο της ειρήνης. «Η ανάπαυσις των πόνων έστιν άρτυμα», ίσχυε το ίδιο και γι’ αυτούς και για τα ζώα τους. Στη διακοπή του οργώματος για λίγη ξεκούραση και φαγητό, τους έτριβαν το καταπονημένο στήθος και εκείνα γύρναγαν, τους κοίταγαν και τρίβονταν πάνω τους. Μετά τα τάιζαν με τη βρώμη που έπρεπε. Στην συνέχεια πλάνευαν τον εαυτό τους. Κάποιες μέρες έρχονταν και οι γυναίκες τους με ζεστό φαγητό. Αυτές οι γυναίκες με την εγκαρτέρηση και τη θλίψη του Ελκομένου της Μονεμβασιάς στα μάτια τους. Που συνήθως σκυμμένες ή οκλάζουσες διακονούσαν τη ζωή και την πατρίδα από την κούνια έως την κάσα. Χωρίς έναν εξηρμένο λόγο ποτέ να κοσμεί τα αστόλιστα αυτιά τους. Και οι ηλικιωμένες να αγναντεύουν στα παράθυρα ! Με το δάκρυ της ξενιτιάς να θαμπώνει τη λιγοστή τους όραση και να κρατά νωπή την τσαλακωμένη πετσετούλα στην τσέπη της ποδιάς τους.
Τις περισσότερες φορές οι ζευγολάτες ήταν μονάχοι. Διάλεγαν μια καλή πέτρα σε απάγκιο για να κάτσουν σαν βασιλιάδες (βάση + λας = πέτρα). Σαν άρχοντες που απέπνεαν τέτοια φυσική ευγένεια, ώστε να αναρωτιέται κανείς, από πού πήγαζε αυτή η λαϊκή ελίτ; Στη σκέψη τους οι ιαματικές προσδοκίες για την πρόοδο των παιδιών τους, που τα δίδαξαν ήθος και αγάπη για τα «γράμματα». Κάθε προσδοκία τους και ένα χαμόγελο. Και οι χαρακιές κακουχίας στο πρόσωπό τους, ίδιες με εκείνες στο πέτρινο υπέρθυρο της εισόδου του σπιτιού τους, να μετράνε τον χρόνο και να μαγεύουν το σφιγμένο, αντρίκιο και ακριβό τους χαμόγελο. Αυτοί δεν ήξεραν το χασκόγελο. Γιατί οι ρυτίδες οι κρυμμένες μέσα τους, χαράκωναν την ψυχή τους. Έκαναν το σταυρό τους την ώρα του φαγητού τους. Όχι από συνήθεια. Λίτονταν ! Ως Ακολουθία της Λιτής, σύντομη ικεσία μοναστικού τυπικού, η δέησή τους. Και η βουβή αυδή της γης τους, η ευωδιά του οργωμένου χαλικοκέντητου χωραφιού τους, να αναδίδει ως μέγιστη και άυλη ανταπόδοση στον μόχθο τους. Όχι ως αντίδωρο μιας ανάξιας μετοχής, αλλά ως ιερή και αντάξια ανταμοιβή των μετεχόντων στο Δώρο της Θείας Ευχαριστίας !
Δωρική η ιεροτελεστία του φαγητού τους. Δεμένη σταυρωτά η πετσέτα με το έντιμο ψωμί τους. Το αρμυρό τυρί τους προσφάι και δικαιολογία, για τη μεταλαβιά, δυο ποτήρια ευλογημένου οίνου στις φλέβες των χεριών τους, που διαγράφονταν όπως εκείνες των αρχαίων αγαλμάτων μας. Είχαν ζήσει τη στέρηση και την έλλειψη, αλλά δεν επέλεγαν την υπερβολή. Επέλεγαν την μεσότητα. Ήξεραν ότι η λίγη τροφή είναι υγεία. Εφάρμοζαν το «άσκηση υγιεινής, ακορίη τροφής, αοκνίη πόνων», δηλαδή ότι είναι άσκηση υγείας να μην τρως μέχρι κορεσμού και να μην αποφεύγεις τους κόπους. Γιατί οι ζευγολάτες αυτοί δεν ανήκαν στην ομάδα των ανθρώπων των «μισούντων πάσαν εργασίαν», ούτε σ’ αυτούς που διέθεταν τα μέσα για να… «ζώσι χωρίς να σκάπτωσι», όπως έλεγε ο Ροΐδης. Ήταν λεβέντες, όχι μόνο στο παράστημα. Οι περισσότεροι ήταν «πρωτανθοί της αρετής». Στα νιτερέσια τους αξία είχε ο λόγος τους και η συμφωνία, γιατί προτεραιότητα γι’ αυτούς είχε η σχέση και όχι η χρήση ή το τίμημα. Σέβονταν τους ανθρώπους, τη γη τους και τους καρπούς της, όπως σέβονταν τη γη και τα δέντρα των άλλων. Όχι σαν τους οψίμως απασχολούμενους με τη γη, ούτε σαν πολλούς ασυνείδητους «επαγγελματίες» σημερινούς αγρότες. Που είναι ρυπαντές των αγρών τους. Που ψεκάζουν ανεξέλεγκτα, που καίνε ή αλέθουν τα πλαστικά μαζί με το χώμα.
Εκείνοι οι αγρότες ήταν πολεμιστές στη ζωή και στα χαρακώματα του Αλβανικού Μετώπου. Τα κρυοπαγήματα στα γόνατά τους και οι ουλές από τα θραύσματα χειροβομβίδας στο κορμί τους, συνέθεταν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους. Για τη γη τους ! Για τη γη μας ! Που είναι η έδρα μας, όπως την όρισε ο Ησίοδος για τους αθανάτους «… Γαι΄ ευρύστερνος, πάντων έδος ασφαλές αίει…», πλατύστερνη η γη και πάντοτε σταθερή έδρα όλων.
«Δε γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω. Γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός…», έγραφε ο Σεφέρης.
Το εμπρός όμως, έχει να κάνει και με την αναζήτηση της παράδοσής μας, των αξιών μας και του τρόπου της ζωής μας, ιδίως τώρα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Έχει να κάνει και με το ότι η ανθρωπογενής διαταραχή του περιβάλλοντος φαίνεται ότι υπερβαίνει την αυτορρύθμιση του κλίματος. Έχει να κάνει και με την ώσμωση του παρόντος και του παρελθόντος.
Στον αγροτικό μας τομέα, νομοτελειακά, το παρόν διαφέρει κατά πολύ του παρελθόντος. Άλλο άροση και άλλο υδροπονία. Η φυσική λίπανση των αγρών μας έχει αντικατασταθεί με τα σύνθετα λιπάσματα και τους βιοδιεγέρτες. Είναι πλέον γεγονός η εφαρμογή της καινοτόμου τεχνολογίας στην αγροτική μας οικονομία που είναι όμως περιορισμένη και μη ανταγωνιστική. Γιατί οι τεράστιες συστηματικές καλλιέργειες και η με ειδικούς αισθητήρες ευφυέστερη γεωργία άλλων χωρών μειώνει το κόστος παραγωγής και βελτιώνει την ποιότητα των προϊόντων τους. Η αγροτική μας πολιτική μάλλον αναλώνεται περισσότερο στη διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων και των επιδοτήσεων και λιγότερο στην κατεύθυνση της αγροτικής μας πολιτικής. Ευτυχώς που παράγουμε διάφορα εξαιρετικής ποιότητας αγροτοκτηνοτροφικά Προϊόντα Ονομασίας Προέλευσης και Γεωγραφικής Ένδειξης, για τα οποία όμως πρέπει να αυξηθεί η παραγωγή και η εξαγωγή. Θα μπορούσαμε επίσης να παράγουμε σε μεγαλύτερες ποσότητες όλα τα αγροτικά προϊόντα. Όμως ο αγροτικός μας τομέας είναι λιγότερο εθνικός από όσο θα έπρεπε και σ’ αυτό συντελεί η Ε.Ε. και ο αστισμός μας. Η γη μας στις ορεινές και στις ημιορεινές κυρίως περιοχές είναι έρημη. Βρίσκεται σε εγκατάλειψη. Τα χωράφια μας είναι σε «αγρανάπαυση» διαρκείας. Δεν διαθέτουμε βέβαια αυτάρκεια. Και δεν μπορούμε να παράγουμε ό, τι καταναλώνουμε. Αντιθέτως εισάγουμε ακόμα και σιτηρέσια ζώων ή … λεμόνια.
Δυστυχώς χάσαμε για πάντα την τέχνη του βίου και τα θησαυρίσματα απροσποίητης ευκοινωνησίας των πατεράδων μας και των παππούδων μας.
Αν αφουγκραζόμαστε τους ζευγολάτες μας, τι θα είχαν άραγε να μας πουν; Αυτοί που ήταν μέρος της εθνικής μας βιογραφίας. Αυτοί που γνώριζαν τα σύνορα της πατρίδας μας όπως γνώριζαν τα σύνορα των χωραφιών τους. Αυτούς θα ήθελα να ακούσω, γιατί αυτούς τους πολεμιστές, αυτούς τους ζευγολάτες, αυτούς τους πολύτιμους «επικονιαστές» της κακοτράχαλης γης μας, ευθυτενείς με την ξυάλη στα χέρια, φέρω μέσα μου.
Εις μνήμην όλων αυτών των ζευγολατών της Ορεινής Ηλείας, της Ορεινής Τριφυλίας, και όχι μόνο, αυτών των αντρών με «λόγω τιμής», αφήνω ένα παιδικό δάκρυ στα χέρσα και δασωμένα πλέον χωράφια μας, να στεγνώσει με εκείνο το αεράκι που χάιδευε τα γεννήματά μας στις πλαγιές. Κρατάω φυλαχτό στο παλίμψηστο των οφθαλμών μου, εκείνες τις πρώτες εικόνες με το καταπράσινο, το μαγευτικό κύμα του βουνού με τον αστάχυνο αφρό, που αργοσάλευε στις πλαγιές και έσπαγε στα πεζούλια των γερόντων μας και στους όχτους της οικογεωγραφίας μας.
Γεώργιος Ν. Πολύδωρας
Συντ/χος καθηγητής - Κυπαρισσία
Πηγή
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» (14.7.2022)
https://www.facebook.com/photo/?fbid=568035291641711&set=g.1408972685984020







