ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
& ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα
στον χρόνο
Περιμένοντας
τους βαρβάρους
Tου Νίκου Αμμανίτη
Συμπληρώθηκαν 74 χρόνια
από εκείνη την Απριλιάτικη Κυριακή που η Βέρμαχτ "πάτησε την Αθήνα". Όπως
το απαιτεί η "ιστορική μνήμη", η στήλη θα αποπειραθεί να αφηγηθεί
μερικά σκόρπια γεγονότα από την καθημερινότητα του τραγικού δεκαήμερου, από τη
Μεγάλη Παρασκευή του 1941, που αυτοκτόνησε ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κοριζής,
μέχρι την Κυριακή του Θωμά, που οι Γερμανοί ύψωσαν την πολεμική τους σημαία με
τη σβάστικα στην Ακρόπολη, μέσα στην πάνδημη περιφρόνηση των κατοίκων.
H Μεγάλη Παρασκευή που ξημέρωσε
τότε, ήτανε μια κοινή ημέρα πολέμου σαν όλες τις προηγούμενες. Ξεχώριζε μόνο
από τη διάχυτη μελαγχολία που επικρατεί συνήθως στην ατμόσφαιρα «λόγω της
ημέρας», αλλά φέτος ήταν πολύ εντονότερη, καθώς τα νέα από το μέτωπο έρχονταν
μαύρα και μια βαριά κατάθλιψη ζωγραφίζονταν στα πρόσωπα μικρών και μεγάλων. Οι
ανελέητοι αεροπορικοί βομβαρδισμοί συνεχίζονταν με αυξανόμενη συχνότητα. Ένα
πλήθος πρόσφυγες είχαν καταφύγει στην Αθήνα ξεριζωμένοι από τον Πειραιά, που
υπέστη σφοδρότατους βομβαρδισμούς από τις πρώτες ώρες της γερμανικής επίθεσης.
Και ο αριθμός των προσφύγων συνεχώς μεγάλωνε, διότι κοντά στους Πειραιώτες
υπήρχαν και μόνιμοι κάτοικοι της παραλίας μέχρι τη Βούλα και τη Βουλιαγμένη,
που εγκατέλειψαν έντρομοι τα σπίτια τους τα οποία βρίσκονταν κοντά σε δύο
«στόχους»: Στο Χασάνι, το σημερινό Ελληνικό, που τότε ήταν πολεμικό αεροδρόμιο,
και στον αερολιμένα με τα υδροπλάνα στο Δέλτα Φαλήρου. Όλη αυτή η ανατροπή της
«ζωής» στην Αθήνα άρχισε να προκαλεί αρρυθμίες και στην κρατική μηχανή. Το
υπουργείο Δημοσίας Ασφαλείας, π.χ., πληροφορούσε το κοινό ότι «του λοιπού δεν
θα ηχούν σειρήνες σε περίπτωση συναγερμού και πως οι πολίτες όφειλαν να
αναζητούν καταφύγιο μόλις ακούγονταν βολές αντιαεροπορικών τηλεβόλων». Και το
χειρότερο, κυκλοφόρησαν φήμες πως «σκάσανε μύτη» στην πρωτεύουσα λιποτάκτες
ρυπαροί και τρισάθλιοι, που κυκλοφορούσαν θρασύτατοι, ζητιανεύοντας.
Η κατ' έθιμο συμμετοχή της
Πολιτείας στο Θείο Δράμα ήτανε περιορισμένη. Μόνο οι Εύζωνες στον Άγνωστο
Στρατιώτη κρατούσαν το όπλο τους «υπό μάλης», σε ένδειξη πένθους, ούτε οι
φανοστάτες του Δήμου καλύφθηκαν σαν άλλοτε με μαύρα κρέπια, ούτε μεσίστιες
σημαίες αναρτήθηκαν στην πόλη όπως απαιτούσε Αστυνομική Διάταξις και οι
καμπάνες των εκκλησιών δεν ηχούσαν ολημερίς πένθιμα, διότι οι κωδωνοκρουσίες
απαγορεύονταν για να μη δημιουργείται σύγχυση με την αεράμυνα. Λιτός ήταν και ο
στολισμός των Επιταφίων, η δε περιφορά τους έγινε το απομεσήμερο μέσα στις
εκκλησίες, χωρίς φιλαρμονικές και τιμητικά αποσπάσματα..
Επ' ευκαιρία του Πάσχα,
διενεμήθησαν με το δελτίο «σάκχαρις, ωά και κρέας αμνού». Αλλά καθώς πολλοί
φοβόνταν μήπως οι ποσότητες δεν επαρκέσουν, έσπευσαν αμέσως να τα προμηθευτούν,
με αποτέλεσμα να σχηματίζονται -μετά φόβου Θεού- ουρές στα καταστήματα, έτοιμοι
να τρέξουν και να κρυφτούν αν ακουγόταν κάτι. Υπήρχαν όμως και οι… «τολμηροί»,
οι τελευταίοι στην ουρά, που αψηφούσανε τα στούκας και παρέμεναν ακλόνητοι
μπροστά στο μαγαζί, προωθούμενοι στις πρώτες θέσεις. Φυσικά ακολουθούσαν
ομηρικοί καυγάδες όταν επέστρεφαν οι… φυγάδες και διεκδικούσαν τα πρωτεία τους από
τους καταληψίες που «από έσχατοι εγένοντο πρώτοι».
Μετά την αυτοκτονία του
Κοριζή η χώρα έμεινε επί τριήμερο σχεδόν χωρίς πρωθυπουργό, επειδή κανείς δεν
δεχόταν να αναλάβει και προ του αδιεξόδου πρωθυπουργός ορκίστηκε ο ίδιος ο
βασιλεύς Γεώργιος. Τελικά ενέδωσε ο τραπεζίτης Εμμανουήλ Τσουδερός και
σχημάτισε κυβέρνηση, ωστόσο, λίγες ώρες αργότερα, κυβέρνηση και βασιλείς
εγκατέλειψαν την Αθήνα και αναχώρησαν μέσα στη νύχτα για Κρήτη, προκειμένου «να
συνεχίσουν τον αγώνα μέχρι της τελικής νίκης! Οι Γερμανοί πλησίαζαν. Όλα
έβαιναν ολοταχώς προς τη μοιραία κατάληξή τους. Οι διαδόσεις οργίαζαν. Ένας
λανθάνον πανικός άρχισε να απλώνεται στους κατοίκους. Καταχώνιαζαν σε ασφαλή
μέρη κοσμήματα, χρυσές λίρες και ό,τι πολύτιμο είχαν, επειδή φοβόνταν με το
κενό εξουσίας μην αρχίσει κανένα πλιάτσικο. Άνθρωποι της πιάτσας ξαμολήθηκαν
αγοράζοντας ό,τι τρωγόταν και μπορούσε να διατηρηθεί. Αποθήκευαν τσιγάρα,
λάδια, όσπρια και διάφορα άλλα πιθανά και απίθανα πράματα, γεμίζοντας υπόγεια,
πλυσταριά και αποθήκες, πράματα που αργότερα μοσχοπούλησαν στη μαύρη αγορά.
Αθόρυβα έσπευδαν και οι παππούδες να εξασφαλίσουν μερικά τρόφιμα για το σπίτι,
αφού εκείνοι πια φρόντιζαν όλο τον καιρό τη φαμίλια, μια και «τα παιδιά»
πολεμούσανε στο μέτωπο. Πολλοί έμποροι κράταγαν κλειστά τα μαγαζιά τους
φοβούμενοι «γιουρούσια» και μια ενδεχόμενη ανεξέλεγκτη αναρχία. Την εξουσία
στην πρωτεύουσα ασκούσε ο στρατιωτικός διοικητής στρατηγός Καβράκος, ένας
στρατηγός άνευ… στρατού, διότι ο Στρατός βρισκόταν σχεδόν υπό διάλυση. Η
κυκλοφορία ανθρώπων και οχημάτων απαγορεύτηκε τις νυκτερινές ώρες, από τις 9 το
βράδυ, και ομάδες από αστυνομικούς της Αστυνομίας Πόλεων περιπολούσαν στο
κέντρο και τις συνοικίες για να διατηρήσουν την τάξη, ενώ παράλληλα συστήθηκαν
έκτακτα Στρατοδικεία για να αντιμετωπισθούν κάθε λογής δολιοφθορείς. Παρά
ταύτα, όλα εξελίχθηκαν σχετικώς ομαλά. Βαθιά θρησκευόμενος ο άμαχος πληθυσμός
είχε εναποθέσει τις ελπίδες του στα Θεία και ξεχασμένες από τα ανέμελα χρόνια
προσευχές ψιθυρίζονταν ευλαβικά τα βράδια μπροστά στο εικονοστάσι. Με πολύ
υψηλό το φρόνημα οι Αθηναίοι, από τις έως τότε νίκες μας εναντίον των Ιταλών,
ήσαν ψυχικά έτοιμοι να αντικρύσουν με ανωτερότητα τους Γερμανούς, που χωρίς
ελάχιστη ντροπή επιτέθηκαν σε μια καθημαγμένη Ελλαδίτσα για να σώσουν από τον
έσχατο εξευτελισμό τα φιλαράκια τους.
"ΤΟ ΠΑΡΟΝ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου