Οι
υψηλόπνοοι υμνογράφοι της Μεγάλης Εβδομάδας
Κορυφαία
ποιητική στιγμή η ασματογραφία των Παθών και της Ανάστασης
Του
Ι.Μ. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ
Τόσο η ιστόρηση
(αγιογράφηση) ενός ναού όσο και τα ψαλλόμενα σ' αυτόν (υμνογραφία) σκοπό έχουν
να διδάξουν στους πιστούς το δόγμα και τις αλήθειες της πίστης και να
υπηρετήσουν τη λατρεία που γίνεται μέσα σ' αυτόν. Όπως στη θεματογραφία της
τοιχογράφησης κατέχει ιδιαίτερη θέση ο χριστολογικός κύκλος και μάλιστα τα
γεγονότα από το Σάββατο του Λαζάρου ως την Ανάσταση (εις Άδου Κάθοδος): Βαϊοφόρος,
Μυστικός Δείπνος, Νιπτήρας, Σταύρωση, Ουκ έστιν ώδε κ.λπ., που για να εξαρθούν
χαρακτηρίζεται η κάθε μέρα, κατά την οποία τοποθετούνται, ως «μεγάλη», όπως
άλλωστε λέγεται και όλη η Εβδομάδα πριν από το Πάσχα, έτσι και στις ακολουθίες
των ημερών αυτών ψάλλονται τα πιο ωραία, κατανυκτικά, πνευματικά τροπάρια, έργα
μεγάλων ποιητών του Βυζαντίου, τα πιο «ευώδη άνθη» της βυζαντινής υμνογραφίας.
Το ύφος τους είναι λυπητερό, για να εκφράσει στη συνέχεια τη χαρμολύπη του Μ.
Σαββάτου και δοξαστικό το βράδυ της Αναστάσεως και περαιτέρω. Το χρώμα αυτό το
προσδιορίζουν κυρίως οι κανόνες. Όπως σημειώνει ο αείμνηστος Θεόδωρος Ξύδης στο
έργο του «Βυζαντινή Υμνογραφία» (Αθήνα 1978):
«Η ηχώ της ασματογραφίας
των Παθών και της Αναστάσεως είναι αδιάλειπτη για τον πιστό. Πολλή ποίηση στην
Ακολουθία των Όρθρων της Μεγ. Εβδομάδας και του Πάσχα έχουν οι κανόνες. Οι
ποιητές τους χάρισαν στους στίχους αυτούς την απλότητα και το ύψος, που
υπακούουν σε μιαν απροσπέλαστη φαντασία».
Πορφυρό
χρώμα
Ακούγοντας κανείς τα
θαυμάσια αυτά έργα αγίων ανδρών της Εκκλησίας, αλλά και γυναικών, όπως της
Κασσίας (Κασσιανής), αναζητεί τα περιγραφόμενα γεγονότα στις τοιχογραφίες, που
θαρρεί ότι τις υπομνηματίζουν. Έχει γίνει συνήθεια, δυστυχώς σε πολλούς ναούς
της Αθήνας και αλλού, τη Μεγάλη Εβδομάδα να ντύνουν στα μαύρα Άγιες Τράπεζες,
μανουάλια κ.λπ. Αυτό δεν είναι σωστό· η βυζαντινή παράδοση έχει καθιερώσει το
πορφυρό χρώμα. Όχι τυχαία. Γιατί, ναι μεν αναβιώνουμε τα Πάθη και όσα
ταπεινωτικά υπέφερε ο Χριστός στο Σταυρό (κολαφισμούς, εμπλυσμούς κ.λπ.) ως τη
λαμπροφόρο Ανάσταση, όμως, γνωρίζουμε ότι αυτά θα περάσουν και ο αληθινός Θεός
θα αναστηθεί, γεγονός που πιστεύουν και προσδοκούν όλοι οι πιστοί. Γι' αυτό και
στην υμνογραφία δεν εκδηλώνεται μια κοσμική αντίληψη πένθους, αλλά συγκρατημένη
έκφραση των αισθημάτων, που δημιουργούν τα διαδραματιζόμενα.
«Όλα αυτά, έχει παρατηρηθεί, τα καθορίζει μια
ζώσα ευσέβεια, εκείνη που ενώ δεν θρηνολογεί στα Πάθη και δεν γίνεται έξαλλη
στην αναστάσιμη χαρά, είναι στο μέτρο, που το δίνει η στροφή της ψυχής προς την
αληθινή ποιητική σοφία, εκείνη που εξασφαλίζει τον αδιαφιλονίκητο φθόγγο, κάνει
τον εσωτερικό άνθρωπο να προσφέρεται στη συγκίνηση και γίνεται σιωπηλή στο
πάθος και ευφρόσυνη στην Ανάσταση».
Καθώς είναι γνωστό, η
Μεγάλη Εβδομάδα, όπως έχει διαμορφωθεί στον ορθόδοξο εορτολογικό κύκλο,
καθιερώθηκε τον 4ο αιώνα στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, ενώ οι 3 τελευταίες
ημέρες (Μ. Παρασκευή, Μ. Σάββατο, Κυριακή του Πάσχα) είχαν καθιερωθεί ήδη από
τα χρόνια των Αποστόλων. Στα Ιεροσόλυμα της δόθηκε και η ονομασία της Μεγάλης.
Το λόγο εξηγεί ο ιερός Χρυσόστομος στην ομιλία του στη Γένεση:
«Μεγάλα τινά και απόρρητα
τυγχάνει τα υπάρξαντα ημίν εν αυτή αγαθά. Εν γαρ ταύτη ο χρόνιος ελύθη πόλεμος,
θάνατος εσβέσθη, κατάρα ανηρέθη, του διαβόλου η τυραννίς κατελύθη, τα σκεύη
αυτού διηρπάγη. Θεού καταλλαγή προς ανθρώπους γέγονεν» (Ευαγγέλου Θεοδώρου: Η
μορφωτική αξία του ισχύοντος Τριωδίου).
Ο κανονογράφος της Μεγάλης Εβδομάδας Κοσμάς του Μαϊουμά
Ο
Κοσμάς του Μαϊουμά
Οι κανόνες που ψάλλονται
στους όρθρους της Μεγάλης Δευτέρας ως και τη Μεγάλη Παρασκευή είναι έργα του
Κοσμά του Μαϊουμά (8ος αι.). Τα βιογραφικά του δεν είναι ασφαλή, ενώ συγχέεται
με διάφορους συνώνυμους του (βλ. Θεοχάρη Δετοράκη: Κοσμάς ο μελωδός, βίος και
έργο, Θεσσαλονίκη 1979). Γεννήθηκε στη Δαμασκό, μεταξύ 674 και 676, σύμφωνα με
τον Δετοράκη, και όταν έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία, υιοθετήθηκε από τον
πατέρα του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, Σέργιο Μανσούρ, που τον ανέθρεψε με το
ίδιο ενδιαφέρον, όπως και τον γιο του. Μαζί εκπαιδεύτηκαν και ακολούθησαν οι
δύο νέοι το δρόμο του μοναχισμού και βρέθηκαν στην ιστορική λαύρα του Αγίου
Σάββα, κοντά στα Ιεροσόλυμα. Τον Κοσμά, πιθανότατα, χειροτόνησε Επίσκοπο της
πόλης Μαϊουμά, που βρισκόταν κοντά στη Γάζα, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιωάννης ο
Ε' (705 -735). Κοιμήθηκε γύρω στο 759/2. Το υμνογραφικό του έργο είναι πολύ
εκτεταμένο και από αυτό ξεχωρίζουν οι κανόνες του στα Χριστούγεννα, τα
Θεοφάνια, την Υπαπαντή, της Μ. Εβδομάδας, την Πεντηκοστή, τη Μεταμόρφωση, την Ύψωση
του Σταυρού, την Κοίμηση της Θεοτόκου κ.λπ. Για τη Μ. Εβδομάδα ο Κοσμάς ο και
Ιεροσολυμίτης αποκαλούμενος έγραψε το τριώδιο της Μ. Δευτέρας, το διώδιο της Μ.
Τρίτης, το τριώδιο της Μ. Τετάρτης, το οκταώδιο της Μ. Πέμπτης και το τριώδιο
της Μ. Παρασκευής (Ι.Χ. Κωνσταντινίδου: Υμνολογία Αθήνα 1981). Παραθέτομε στη
συνέχεια ένα χαρακτηριστικό δείγμα (Τροπάριο) από τη Θ' Ωδή του Κανόνα της Μ.
Παρασκευής (όρθρος Μ. Σαββάτου), που έχει ακροστιχίδα «Προσάββατόν τε»;
«Ολέθριος
σπείρα θεοστυγών,
πονηρευομένων
θεοκτόνων
συναγωγή,
υπέστη
Χριστέ σοι
και
ως άδικον είλκε
τον
Κτίστην των απάντων
ον
μεγαλύνομεν»
Κι ένα άλλο από τα
γνωστότερα του Κανόνα του Μ. Σαββάτου, που έχει ακροστιχίδα «Σάββατον μέλπω
μέγα» και προβάλλει ανάγλυφα το δόγμα (ψάλλεται το εσπέρας της Μ. Παρασκευής,
στην ακολουθία του Εσπερινού):
«Ανηρέθης
αλλ'
ου διηρέθης,
Λόγε,
ης μετέσχες σαρκός·
ει
γαρ και λέλυταί σου,
ο
ναός εν τω καιρώ του πάθους,
αλλά
και ούτω, μία ην υπόστασις,
της
θεότητος και της σαρκός σου·
εν
αμφοτέροις γαρ εις υπάρχεις
Υιός,
Λόγος του Θεού
θεός
και άνθρωπος».
Ο Κανόνας του Κοσμά περιελάμβανε 4 ωδές (6, 7,
8 και 9), συμπληρώθηκε όμως από την Κασσία (ειρμοί ωδών 1, 3, 4 και 5) και τον
Μάρκο Υδρούντος. που συνέθεσε τα τροπάρια του Κανόνα. Ο Κοσμάς είναι εξαίρετος
ποιητής με πλούτο εικόνων, λυρικό υπόστρωμα, δογματική ακρίβεια. Το τετραώδιό του του Μ. Σαββάτου
χαρακτηρίζεται «τέλειο έργο» από τον Δετοράκη, ο οποίος και παραθέτει την κρίση
του Α. Chappet: «η φράση είναι μεγαλοπρεπέστερη, η γενική ροή βαρύτερη, το ύφος
περισσότερο επεξεργασμένο από ό,τι σε άλλους Κανόνες του μελωδού. Σ' αυτόν
απαντώνται θαυμάσιες αντιθέσεις λέξεων».
Ο Κοσμάς του Μαϊουμά είναι
ασφαλώς ο κανονογράφος των Παθών, ο υμνογράφος που κατισχύει τη Μεγαλοβδομάδα. Άλλωστε,
όπως δέχονται πολλοί μελετητές, είναι ο «ευρετής του Κανόνος». Ο ίδιος έγραψε
και ιδιόμελα, που ψάλλονται τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Ακούγονται στους Όρθρους
και όπως έχει σημειώσει ο καθηγητής Ν. Β. Τωμαδάκης (Η Βυζαντινή Υμνογραφία και
Ποίησις, Θεσσαλονίκη 1993) ο χαρακτήρας τους είναι «διηγηματικός και
ρητορικός». Όπως παρατηρεί, γράφηκαν:
«Εις τόνον υψηλόν, μακράν
πάσης ανθρωποποιίας ρωμαν(τ)ικής και αδυναμίας ανθρωπινής. Και όταν θρηνούν τα
ιερά πρόσωπα είναι υπερβατικά και εις απόστασιν από τον ακροατήν, όσην το σέβας
και το δέος επιβάλλουν. Χαρακτηριστικόν δ' είναι ότι στερούνται διαλόγου, προσδίδοντος
δραματικόν χαρακτήρα ως εις τους ύμνους. Ο εσωτερικός διάλογος, η αποστροφή, η
ρητόρική ερώτησις ζωηρεύουν τον λόγον, αλλά τον κρατούν υψηλά».
Η
ποιήτρια Κασσία
Η λαμπρή βυζαντινή
ποιήτρια Κασσία κάνει ήδη την εμφάνιση της με το δημοφιλές τροπάριο (ιδιόμελο),
που ψάλλεται τη Μ. Τρίτη (όρθρος Μ. Τετάρτης. Δοξαστικό των αποστίχων των αίνων
σε ήχο πλάγιο δ), που έγινε αφορμή να ταυτιστεί με την αμαρτωλή γυναίκα της
ευαγγελικής παραβολής, στην οποία αναφέρεται;
«Κύριε,
η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,
την σην αισθομένην θεότητα
μυροφόρον
αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη
μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι!
λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει
οίστρος
ακολασίας
ζοφώδης
τε και ασέληνος έρως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των
δακρύων...»
Αν και της Κασσίας τα
βιογραφικά δεν είναι εξακριβωμένα (βλ. Θεοδ. Β. Τζεδάκη, θεολόγου: Κασσιανή, η
μεγάλη της Εκκλησίας μελωδός, Ηράκλειον 1959), όλες οι πηγές συγκλίνουν ότι
υπήρξε ενάρετη, ευσεβής και ίδρυσε μοναστήρι, όπου πέρασε το μεγαλύτερο
διάστημα της ζωής της. Αναμφίβολα έζησε τον 9ο αι. Ο Τζεδάκης (ο κατόπιν
Ρεθύμνης Θεόδωρος) τοποθετεί τη γέννηση της ακολουθώντας τον Παπαρρηγόπουλο
μεταξύ 800 και 805. Αριστουργηματική είναι η πρώτη ωδή σε ήχο πλάγιο β' του
Κανόνα του Μ. Σαββάτου, έργο της Κασσίας.
«Κύματι
θαλάσσης
τον
κρύψαντα πάλαι
διώκτην
τύραννον
υπό
γην έκρυψαν
των
σεσωσμένων οι παίδες-
αλλ'
ημείς ως αι νεανίδες
τω
Κυρίω άσωμεν,
ενδόξως
γαρ δεδόξασται».
Λυρική εμπνοή, λεκτικός
πλούτος, σχηματικές εναλλαγές, επιγραμματικό ύφος διακρίνουν το εξαίρετο
υμνογραφικό έργο της Κασσίας, που σε καμιά περίπτωση δεν διολισθαίνει σε
βερμπαλισμούς ή γυναικείες φλυαρίες. Χάρη στις αρετές της αυτές έχει περιληφθεί
σε τόσο επίσημες λατρευτικές ώρες, όπως είναι της Μ. Εβδομάδας.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, υμνογράφος του Κανόνα
της Αναστάσεως
Άγιος
Ιωάννης ο Δαμασκηνός
Ο κορυφαίος βυζαντινός
υμνογράφος Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αντιπροσωπεύεται με τον θαυμάσιο Κανόνα
του όρθρου της Αναστάσεως, αποτελούμενο από 8 ωδές (α', γ' - θ'), που
παρουσιάζει την ιδιοτυπία ότι τα γράμματα με τα οποία αρχίζουν οι ειρμοί του
δεν σχηματίζουν κάποια λέξη (ακροστιχίδα). Πρόκειται ασφαλώς για ένα από τα εξοχότερα
έργα της συνόλης υμνογραφίας του Βυζαντίου και της Ορθοδοξίας, για σύνθεση υψηλής
πνοής που ενώ μένει στερεά προσηλωμένος στην προβολή και έξαρση του δόγματος,
εν τούτοις από πλευράς δημιουργικής συνθέτει ένα έργο, που ξεχειλίζει από
ποίηση και αποτελεί μαρτυρία δεινού και ικανότατου χειριστή του ποιητικού
λόγου:
«Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν,
ουκ εκ πέτρας αγόνου
τερατουργούμενον, αλλ' αφθαρσίας πηγήν εκ τάφου ομβρήσαντος Χριστού, εν
ώ στερούμεθα».
«Αύτη η κλητή και αγία
ημέρα, η μία των Σαββάτων, η βασιλίς και κυρία, εορτών εορτή και πανήγυρίς εστί
πανηγύρεων».
Τα τροπάρια δεν υστερούν
σε έμπνευση και ποιητική ευφορία από τους ειρμούς:
«Θανάτου
εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου, απαρχην
και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον».
«Ω
Πάσχα το μέγα και ιερώτατον, Χριστέ· ω σοφία και Λόγε του Θεού και δύναμις».
Αναφέρθηκε ήδη ο Άγιος
Ιωάννης ο Δαμασκηνός ως σύγχρονος του Κοσμά του Μαϊουμά. Η γέννηση του
τοποθετείται, σύμφωνα με τη νεώτερη
φιλολογική μέριμνα, το 679/680. Εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε
πρεσβύτερος. Υπήρξε σπουδαίος θεολόγος και συνέβαλε στη διατύπωση του Ορθοδόξου
Δόγματος, κωδικοποιώντας τη διδασκαλία
των Πατέρων της Εκκλησίας. Η κοίμηση του οπωσδήποτε έγινε, κατά τον καθηγητή
Τωμαδάκη, μετά το 749 και πριν από το 753. Μαζί με τον Κοσμά του Μαΐουμά
διαμόρφωσαν την Οκτώηχο, που είναι «βασικό λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Εκκλησίας». «Έχουμε,
σημειώνει ο Δετοράκης, κατά τον 8ο αιώνα, μια μεγάλη και σημαντική μεταρρύθμιση
στη ζωή της Εκκλησίας, ποιητική, μουσική, τελετουργική, με την οποία η παράδοση
συνδέει τα ονόματα των μεγάλων ποιητών Ιωάννη Δαμασκηνού και Κοσμά του
Μελωδού». Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μαζί με
τον Άγιο Ρωμανό τον Μελωδό θεωρούνται οι πρωτοκορυφαίοι της βυζαντινής
υμνογραφίας. Ο Ιωάννης Μαυρόπους, Επίσκοπος Ευχαϊτων (11ος αι.), στολίζει
αφειδώς τον ανυπέρβλητο ποιητή με πλήθος παρομοιώσεων και επιθέτων,
χαρακτηρίζοντας τον «χελιδόνα λιγυράν και αηδόνα μελιχράν και ηδύλαλον, των
ασμάτων λύραν παναρμόνιον, πηγήν νέκταρ βλύζουσαν άυλον, κρατήρα χρυσόρρειθρον
και μουσικόν του πνεύματος όργανον».
Οπωσδήποτε είναι πολύ
δύσκολο να επιχειρήσει κανείς να τοποθετήσει χρονικά τον έτερο των δύο, Άγιο
Ρωμανό τον Μελωδό, αφού σοβαροί βυζαντινολόγοι κυμαίνονται μεταξύ 6ου και 8ου
αι.! Πάντως, υπάρχει συμφωνία ότι γεννήθηκε στην Εμεσα της Συρίας και
χειροτονήθηκε διάκονος, καθιέρωσε δε το υμνογραφικό είδος των κοντακίων. Από το
κοντάκιο του «εις τον σώφρονα Ιωσήφ» της Μ. Δευτέρας παραθέτουμε το
διδακτικότατο προοίμιο, που καθορίζει και το πνεύμα που πρέπει πλήρως να
κυριαρχήσει στη ζωή των πιστών ολόκληρη τη Μ. Εβδομάδα.
«Οι
το στάδιον των νηστειών
πανσόφως
διανύσαντες
και
την έναρξιν του πόθους του Κυρίου
εν
πόθω ποιούμενοι,
δεύτε,
πάντες αδελφοί την του σώφρονος αγίαν
Ιωσήφ σπουδήν ζηλώσωμεν·
τής
δε συκής την ακαρπίαν φοβηθέντες,
των
παθών ξηράνωμεν
δι'
ελεημοσύνης την ηδύτητα,
ίνα
και την έγερσιν
ενθύμως
προφθάσαντες,
ως
μύρα κομισώμεθα
εξ
ύψους την συγχώρησιν,
ότι
πάντα εφορά
τον
ακοίμητον όμμα»
Μόνος ένας ποιητής με το
ανάστημα του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού επιχειρεί με επιτυχία να βάλει στο στόμα
της Παναγίας τα λόγια, με τα οποία η Θεοτόκος θα εκφράσει προς τον ίδιο τον Υιό
και Θεό της τα οδυνηρά και δραματικά αισθήματα που νιώθει για όσα τεκταίνονται
από τους άνομους εναντίον Του (κοντάκιο «εις το πάθος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»
Μ. Παρασκευής):
«Ουκ
ηλπιζον, τέκνον,
εν
τούτοις ιδείν σε,
ουδ'
επίστευόν ποτέ,
ως
είδον τους ανόμους
εκμανέντας,
χείρας
αδίκως·
έτι
γαρ τα βρέφη
τούτων
κράζει· Ωσαννά,
ευλογημένος.
Ακμήν
γαρ βαΐων
πεπλησμένη
η οδός
μηνύει
τοις πάσι
των αθέσμων την προς σε
πανευφημίαν.
Και τίνος ουν χάριν
επράχθη
το χείρον;
γνώναι
θέλω, οίμοι!
πώς
το φως μου σβέννυται,
τω
σταυρώ, προσπήγνυται
ο
υιός και Θεός μου».
Ισορροπία και συγκερασμός
του θείου και του ανθρώπινου. Ο Ρωμανός, τον οποίο ο καθηγητής Κ. Μητσάκης
στη «Βυζαντινή Υμνογραφία» του
χαρακτηρίζει ως τον «πιο σημαντικό από όλους τους συγχρόνους του και τους μεταγενέστερους
υμνογράφους», ενώ ξένοι μελετητές πλειοδοτούν σε εγκωμιασμούς του -όπως άλλωστε
συμβαίνει και με τον Άγιο Ιωάννη τον
Δαμασκηνό-, αποκαλώντας τον άλλοτε «πρύτανη» και άλλοτε «πρίγκιπα» των
υμνογράφων και μελωδών, θεωρείται «θεόπνευστος». Στα συναξάρια του, που έγραψαν
ο Ακάκιος ο Σαββαϊτης και ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, αναφέρεται και
σχετικό θαύμα. Πέρα από όλα αυτά, ο Ρωμανός πράγματι είναι μεγαλόπνοος ποιητής,
το μέγεθος του οποίου επιβεβαιώνει το εύρος των φιλολογικών ερευνών και σπουδών
γύρω από το έργο του.
«Επιτάφιος
Θρήνος»
Ανάμεσα στους υμνογράφους της Μ. Εβδομάδας σημαντική θέση κατέχει ο
μεταβυζαντινός, μάλλον, υμνογράφος ή υμνογράφοι, που συνέθεσαν τον «Επιτάφιο
Θρήνο», τα γνωστά εγκώμια, που με κατάνυξη ο ορθόδοξος λαός ψάλλει το απόγευμα
της Μ. Παρασκευής (όρθρος Μ. Σαββάτου, πριν από τους αίνους). Σε μερικά
μοναστήρια, όπως λ.χ. στη Μονή Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, ψάλλονται μαζί
με τον Άμωμο, όπως ήταν η παλαιά τάξη στην Εκκλησία. Δημοφιλέστατα ψάλματα, δεν
χρειάζεται να εξαρθούν η ευλάβεια, το δέος, οι παρομοιώσεις και η ποιητική χάρη
που τα διακρίνει.
«Η
ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ,
και
αγγέλων στρατιαί εξεπλήποντο,
συγκατάβασιν
δοξάσουσαι την σην».
«Άξιον
εστί μεγαλύνειν σε τον ζωοδότην,
τον εν τω σταυρώ τας χείρας εκτείναντα
και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού».
«Αι γενεαι πάσαι ύμνον τη ταφή σου
προσφέρουσι,
Χριστέ μου...»
Μέσα στις ευωδιαστές πνοές
της ελληνικής άνοιξης, τα υπέροχα αυτά βλαστήματα της βυζαντινής υμνογραφίας,
αναπόσπαστου τμήματος από την καθολική πνευματική παραγωγή των Ελλήνων,
κορύφωση της παγκοσμίας ποίησης, όπως
σωστά τα τοποθετεί ο Κρουμπάχερ, οδηγούν σ' αυτό που θα λέγαμε «άνοιξη των
ψυχών», που κυοφορείται ολόκληρη τη Μ. Εβδομάδα, για να ολοκληρωθεί με το
λαμπροφόρο Πάσχα.
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Βιογραφία
του συγγραφέα:
Ο Ι. Μ. Χατζηφώτης
γεννήθηκε το 1944 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από γονείς Δωδεκανησίους και
έφυγε από τη ζωή τον Ιούλιο του 2006 στην Αθήνα. Έκανε τις γυμνασιακές του
σπουδές στο Αβερώφειο και έχει σπουδάσει φιλολογία στην Αθήνα και κοινωνιολογία
της θρησκείας στην Κατάνη της Σικελίας. Διετέλεσε Μέγας Άρχων Υπομνηματογράφος
του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και Μέγας Άρχων Ιερομνήμων του Πατριαρχείου
Ιεροσολύμων. Από το 1982 έως το 1998 σύμβουλος και εκπρόσωπος τύπου και
δημοσίων σχέσεων του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σεραφείμ και από το 1983 διευθυντής
του επισήμου οργάνου της Εκκλησίας της Ελλάδος "Εκκλησιαστική
Αλήθεια". Διευθυντής και εκπρόσωπος τύπου της Ιεράς Συνόδου από το 1984
έως το 1995. Ασχολήθηκε με την ποίηση, την κριτική βιβλίου, το ραδιόφωνο, την
τηλεόραση, το θέατρο. Μελετήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα ιστορικά,
λογοτεχνικά και επιστημονικά περιοδικά. Στο πολύπλευρο συγγραφικό του έργο
περιλαμβάνονται εισηγήσεις σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια, δημοσιεύματα σε
τιμητικούς τόμους και επετηρίδες και βιβλία με θέμα τη νεοελληνική ιστορία,
όπως τα αναφερόμενα στον Άνθιμο Γαζή, τον Θ. Α. Πασχίδη, τον Ν. Δημητρακόπουλο,
το Άγιον Όρος, την Πάτμο και τα Μετέωρα, τη Δωδεκάνησο, τους εθνικούς αγώνες
της εκκλησίας, τον Γρηγόριο Ε΄, την Αλεξάνδρεια. Έφερε στο φως πλήθος ανεκδότων
εγγράφων από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους και άλλα ιστορικά αρχεία. Το έργο του
"Αλεξάνδρεια (Οι δύο αιώνες του νεότερου ελληνισμού, 19ος-20ός)"
βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Βυζαντινών
Σπουδών, της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εταιρίας Ιστορικών
Μελετών επί του Νεοτέρου Ελληνισμού, του Φιλολογικού Συλλόγου "Παρνασσός",
τακτικός εταίρος της Εταιρίας Βυζαντινών Σπουδών, της Μεσογειακής Ακαδημίας της
Ρώμης, της Ελλ. Βιβλιογραφικής Εταιρίας, αντιπρόεδρος της Έκκλησης της
Ακρόπολης, γενικός γραμματέας της Ένωσης Δημοσιογράφων - Ιδιοκτητών
Επιστημονικού Περιοδικού Τύπου, μέλος της Ελληνικής Εταιρίας Συμβούλων Δημοσίων
Σχέσεων, αν. γεν. γραμ. της Ελληνικής Επιτροπής των Φίλων της Βιβλιοθήκης της
Αλεξάνδρειας. Υπήρξε τακτικός συνεργάτης όλων σχεδόν των ημερησίων αθηναϊκών
εφημερίδων και περιοδικών: "Έθνους", "Νέων",
"Ελευθεροτυπίας", "Βραδυνής", "Εστίας",
"Καθημερινής", "Απογευματινής", "Ακρόπολης",
"Εικόνων", "Επικαίρων", "Ιστορίας
εικονογραφημένης" και αρθρογράφος του "Ελεύθερου Τύπου" στο
ένθετο "Ορθοδοξία και ελληνισμός".
www.public.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου