Ο στοιχειωμένος θησαυρός
Σύμφωνα με την παράδοση των αρχαίων ελλήνων οι κρυμμένοι θησαυροί ήταν χρήματα ή κοσμήματα που οι προπάτορές τους ή παλαιότεροι άνθρωποι τα είχαν κρύψει καλά μέσα στη γη και με το πέρασμα των χρόνων είχαν ξεχαστεί με αποτέλεσμα όταν κάποιος τα ανακάλυπτε αυτό να οφειλόταν σε καθαρή τύχη.
Σύμφωνα επίσης με την λαϊκή παράδοση και τις δοξασίες του λαού μας οι θησαυροί είναι τα παραχωμένα μέσα στη γη χρήματα και κοσμήματα για τα οποία δεν υπάρχει νόμιμος κληρονόμος αλλά και τα οποία δεν μπορούν να πλησιάσουν οι ζωντανοί καθώς εμποδίζεται η κατοχή τους από το φάντασμα του πρώτου κατόχου ή από σκιές ανθρώπου ή ανθρώπων που σφαγιάστηκαν στο μέρος που καταχωνιάστηκαν οι θησαυροί προκειμένου οι σφαγιασμένοι να στοιχειώσουν και να τους φρουρούν για πάντα. Τα στοιχειά λοιπόν αυτά σύμφωνα με την παράδοση παίρνουν διάφορες μορφές δαιμόνων, ζώων ή και δρακόντων. Εύκολα λοιπόν επήλθε και η αφομοίωση των στοιχειών αυτών σαν φυλάκων θησαυρών και πολυτίμων αντικειμένων καθώς ακόμη και υδάτων και πηγών και στενών περασμάτων όπως μνημονεύουν λαϊκές παραδόσεις μας.
Για να γίνει τώρα κάποιος κάτοχος αυτών των θαμμένων θησαυρών χωρίς να έχει βλαπτικές συνέπειες για τον εαυτόν του θα πρέπει να χύσει πάνω τους αίμα ανθρώπινο ξεπλένοντας έτσι, κατά κάποιο τρόπο το χυμένο αίμα των φρουρών του.
Σύμφωνα όμως με την κρητική παράδοση το ανθρώπινο αίμα μπορεί να αντικατασταθεί από αίμα ζώου και να πως προήλθε αυτό.
Τα παλιά χρόνια ένας βοσκός είδε μια φορά σε ένα λαγκάδι ένα τεράστιο Αράπη γίγαντα που έπαιζε στα χέρια του ένα φλουρί. Ο Αράπης αυτός εντυπωσίασε πάρα πολύ τον βοσκό γιατί ενώ το ένα του χείλι ακουμπούσε στο βουνό το άλλο του χείλι έφτανε στο βάθος του λαγκαδιού για να ρουφά το νερό που έτρεχε και να δροσίζεται. Έτρεξε λοιπόν και είπε στους συγχωριανούς του τα καθέκαστα. Τότε ένας γέρος τους ορμήνεψε πως σ’ εκείνον τον τόπο υπάρχει ένας πολύ μεγάλος θησαυρός βουλωμένος με μαγεμένη βούλα και ποιανού του βαστούσε η καρδιά του να σκάψει εκεί θα εύρισκε μια πλάκα βουλωμένη και από κάτω από αυτή τον κρυμμένο θησαυρό.
Τότε τρία γκαρδιωμένα παλληκάρια τρέξανε αμέσως και σκάψανε, και πραγματικά βρήκαν την πλάκα με την βούλα. Μόλις όμως την έσεισαν έπεσαν και οι τρεις νεκροί. Μετά από αυτό κανείς πια από το χωριό δεν τόλμαγε να πλησιάσει το μέρος. Όμως ένας Εβραίος το πλησίασε και διάβασε την πλάκα που έγραφε ότι για να παρθεί ο θησαυρός πρέπει να σφαχτούν πάνω της εικοσιένα αδέλφια. Οι χωριάτες τρόμαξαν σαν το άκουσαν, μα ο Εβραίος συμφώνησε να του δώσουν τα μισά και αυτός παίρνει το πράγμα πάνω του. Το δέχτηκαν οι χωριάτες και ο Εβραίος έτρεξε αμέσως και τους βρήκε μια κλώσα με εικοσιένα κλωσόπουλα που τα έσφαξαν πάνω στην πλάκα και όταν την ανασήκωσαν βρήκαν τον κρυμμένο θησαυρό.
Από τότε δεν ξανάγινε ανθρωποθυσία στην Κρήτη μα ξέπλεναν το αίμα των στοιχειών με το αίμα των ζώων που θυσίαζαν.
Πηγή:
Νικολάου Πολίτη : Παραδόσεις του Ελληνικού Λαού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου