Ο νόμος του Λίντς και η βαρβαρότητα ως θέαμα
Λυντσάρισμα ή κατ'ευφημισμό Νόμος του Λυντς ή Λύντσειος νόμος ονομάζεται η συνοπτική διαδικασία που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ, κατά την οποία ο όχλος προβαίνει αμέσως και χωρίς καμία νομική διατύπωση στην εκδίκαση εγκληματία, καθώς και στην άμεση και "επί τόπου" (χώρου του εγκλήματος) εκτέλεση του ενόχου. Πρόκειται για μια μορφή αυτοδικίας και είναι παράνομη.
Ιστορία
Το όνομα της παράνομης αυτής τιμωρίας πιθανολογείται ότι προέρχεται από κάποιον γαιοκτήμονα (W. Lynch: 1742-1820) με το όνομα Λυντς, κάτοικο της πολιτείας Βιρτζίνια των ΗΠΑ, ο οποίος και είχε οργανώσει παράνομες ομάδες με σκοπό την άμεση τιμωρία με εκτέλεση των εγκληματιών και ιδιαίτερα των συμπαθούντων (loyalists) τους Άγγλους, κατά την Αμερικανική επανάσταση.
Αρχική εφαρμογή του Νόμου του Λυντς έγινε στις ΗΠΑ σε περίοδο έλλειψης τακτικών δικαστηρίων. Έτσι κατά το 1889 συνέβησαν περίπου 4000 λυντσαρίσματα στις νότιες πολιτείες και μία μόνο στην περιοχή της Νέας Αγγλίας. Τα 4/5 των θυμάτων ήταν Αφροαμερικανοί. Τα εγκλήματα για τα οποία λυντσαρίστηκαν τα θύματα αυτά ήταν 38% για ανθρωποκτονίες, 23% για απαγωγές ή απόπειρες απαγωγής, 7% για κλοπές, 6% για άδικες επιθέσεις, 2% για ύβρεις και 24% για άλλα αδικήματα.
Η συμμετοχή σε λυντσάρισμα τιμωρείται κατά τον αμερικανικό νόμο, αν και οι καταδίκες δεν έφθασαν το 1% των περιπτώσεων.
Κατά τα έτη 1882 - 1900 τα λυντσαρίσματα στις ΗΠΑ έφθαναν, κατ΄ έτος, από 96 μέχρι 231. Το 1945 σημειώθηκε ένα, ενώ το 1946 έφθασαν τα 6. Οι επανειλημμένες προσπάθειες όμως για την εξάλειψη αυτής της τιμωρίας με νομοθετικά μέτρα έβρισκαν την έντονη αντίδραση της αμερικανικής Γερουσίας. Το 1947 31 άτομα που είχαν προσαχθεί σε δίκη, τα οποία συμμετείχαν σε λυντσάρισμα στην πόλη Γκρίνσβιλ της Νότιας Καρολίνας, αθωώθηκαν, αν και κάποια από αυτά είχαν ομολογήσει τη συμμετοχή τους.
Σήμερα με τον όρο Λυντσάρισμα χαρακτηρίζεται η δολοφονία εγκληματία από πλήθος παρισταμένων συγγενών του θύματος ή άλλων προσώπων, πριν ακόμη επιληφθεί η δικαιοσύνη, δηλαδή προτού ολοκληρωθεί η δίκη.
Η βαρβαρότητα ως θέαμα
Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΑΔΗ
«Ο λόγος που τον σκότωσαν ήταν για να διασκεδάσουν σκοτώνοντας τον και παρακολουθώντας τον να αργοπεθαίνει».
Όταν ο Μπομπ Ντίλαν έγραψε την «Μπαλάντα του Εμετ Τιλ» (1962), το λιντσάρισμα των μαύρων στην Αμερική από ομάδες που έπαιρναν το νόμο στα χέρια τους είχε σταματήσει από το 1940. Αλλά στην πραγματικότητα συνεχιζόταν σε εξατομικευμένη μορφή, όπως μαρτυρεί η δολοφονία του δεκατετράχρονου Εμετ Τιλ από τους αδελφούς Μπράιαντ και Μίλαμ στο Μισισιπή, οι οποίοι υποστήριξαν ότι το θύμα είχε σφυρίξει πονηρά στη γυναίκα του πρώτου. Όταν η μητέρα του παιδιού άνοιξε το φέρετρο του στο Σικάγο, χιλιάδες άνθρωποι αντίκρισαν ένα αγνώριστο από τα βασανιστήρια πρόσωπο και ένα σώμα διάτρητο από σφαίρες. Παρ' όλη την κατακραυγή, οι δράστες αθωώθηκαν από ενόρκους που ήταν παρόντες και απολάμβαναν τη δολοφονία. Το λιντσάρισμα ήταν ανέκαθεν θέαμα!
Τις ρίζες, τα αίτια και τις επιπτώσεις αυτού του «θεάματος» εξετάζει η Εϊμι Λουίζ Γουντ, καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι, στο βιβλίο «Λιντσάρισμα και θέαμα» (εκδ. Πανεπιστήμιο Βόρειας Καρολίνας).
Από το 1880 καταγράφτηκαν 3.200 λιντσαρίσματα μαύρων στο Νότο, και δη στο «βαθύ Νότο», Τέξας, Γεωργία και Μισισιπή. Αν συνυπολογίσει κανείς τα λιντσαρίσματα των μαύρων που δεν καταγράφτηκαν πουθενά επειδή γίνονταν στην ύπαιθρο ή κρυφά, καθώς κι εκείνα ιθαγενών Αμερικάνων, Μεξικάνων, Κινέζων και λευκών μεταναστών, ο τελικός αριθμός είναι υπερδιπλάσιος. Συνήθως, τα θύματα πλήρωναν για εγκλήματα που είχαν διαπράξει άλλοι. Ακόμα κι αν είχε επιληφθεί η Δικαιοσύνη, οι κατηγορούμενοι αρπάζονταν βίαια από δικαστήρια, κρατητήρια ή φυλακές και «εκτελούνταν» δημόσια από τον όχλο.
Βασανισμός live
Σε μια εποχή που εκβιομηχάνιση και εκσυγχρονισμός διαφοροποιούσαν τις αξίες της παλαιάς τάξης πραγμάτων -πατριαρχία, Εκκλησία, αγροτική ελίτ- το λιντσάρισμα επιβεβαίωνε τη λευκή ανωτερότητα και την αρσενική κυριαρχία έναντι της κατωτερότητας των μαύρων, με την πολιτιστική δύναμη του θεάματος που προέρχεται από παραδόσεις δημοσίων εκτελέσεων και θρησκευτικών τελετουργιών. «Οι Ευαγγελιστές πίστευαν ότι ο Θεός τιμωρούσε την αμαρτωλή συμπεριφορά με τόσο εκδικητική οργή επειδή αντιπροσώπευε την ανθρώπινη άρνηση της ισχύος και της αγάπης του», γράφει η συγγραφέας.
Το θέαμα περιελάμβανε την προετοιμασία, το λιντσάρισμα και τη «μεθεόρτια» προβολή του. Άνθρωποι από τα πέριξ πεζή ή με άλογα, αλλά και από μακριά με αυτοκίνητα και τρένα, προσέτρεχαν για να παρακολουθήσουν «live» το βασανισμό, τις προσευχές, τον ακρωτηριασμό και τη θανάτωση στην αγχόνη ή την πυρά του «νέγρου εγκληματία», σε πλατείες ή προαύλια εκκλησιών. Δέκα χιλιάδες άτομα στη μία πόλη, 6.000 στην άλλη, ανεβασμένοι σε πεζούλια, δέντρα και ταράτσες σπιτιών, με μικρά παιδιά στους ώμους. «Τα πλήθη επευφημούσαν, αποδοκίμαζαν, χειροκροτούσαν, άρπαζαν σουβενίρ και, μερικές φορές, συμμετείχαν. Το λιντσάρισμα δεν πρόσφερε μόνο οπτική αίσθηση, αλλά ερέθιζε και άλλες αισθήσεις. Οι θεατές άκουγαν τις ομιλίες του όχλου των αυτουργών, τις φωνές του πλήθους, τις ομολογίες του θύματος και, πάνω απ' όλα, τις επιθανάτιες κραυγές του. Στις περιπτώσεις που το θύμα καιγόταν, το να παρακολουθείς ένα λιντσάρισμα σήμαινε και να το οσφραίνεσαι», αναφέρει η συγγραφέας που έχει μελετήσει τις εφημερίδες της εποχής.
Γύρω-γύρω, μικροπωλητές με παγωτά, αναψυκτικά, φρούτα και ξηρούς καρπούς, δημοσιογράφοι και φωτογράφοι που πουλούσαν φωτογραφίες από το λιντσάρισμα. Οι πιο «τυχεροί» έπαιρναν ένα κομματάκι από το σκοινί ή την αλυσίδα, ακόμα κι από τα κόκαλα ή τις τρίχες του νεκρού, για σουβενίρ! Όσοι έφταναν τις επόμενες μέρες έβλεπαν τον νεκρό (ή ό,τι είχε απομείνει) αιωρούμενο από κάποιο δέντρο ή τηλεγραφόξυλο και άκουγαν ιστορίες στα μπαρ ή τραγούδια που αναφέρονταν σε λιντσαρίσματα.
Με την πρόοδο του χρόνου, αυτές οι περιζήτητες φωτογραφίες που καθιστούσαν το γεγονός αναμφισβήτητο, άρχισαν να προκαλούν αντίθετα αποτελέσματα. Η Εθνική Ένωση για την Προαγωγή των Εγχρώμων Ανθρώπων (ΝΑΑCΡ) αποδείκνυε ότι αυτή η εικόνα της Αμερικής ήταν ντροπιαστική, αντίθετη στο νόμο και τη δημοκρατία. Η καταγγελία του φαινομένου ως ρατσιστικού ακόμα δεν συγκινούσε. Οι πρώτες ταινίες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την παναμερικανική ευαισθητοποίηση και την εξάλειψη του λιντσαρίσματος, έχουν ως θύματα λευκούς, υπονοούν απαγχονισμούς και πυρές και δεν αναφέρονται καν στο Νότο, παρά μόνο πλαγίως. Όχι μόνο εξαιτίας πιθανών διαμαρτυριών, αλλά και γιατί ο κινηματογράφος, πέρα από τον αυτοέλεγχο του Χόλιγουντ (ΜΡΡDΑ), υφίσταται πολλαπλή αυστηρότατη λογοκρισία σε επίπεδο ομοσπονδιακό (ΡCΑ, 1934), πολιτειακό και τοπικό με αναρίθμητες επιτροπές λογοκρισίας, που απαγορεύουν την απεικόνιση του λιντσαρίσματος.
Η «Οργή», πρώτη ταινία του αυστριακού εμιγκρέ Φριτς Λανγκ με πρωταγωνιστή τον Σπένσερ Τρέισι, παρ' όλες τις περικοπές, γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και δίνει ώθηση στον αγώνα για την κατάργηση του λιντσαρίσματος που αριθμούσε «έναν άνθρωπο κάθε τρεις μέρες επί 49 χρόνια» όπως καταγγέλλει ο εισαγγελέας στην ταινία, το 1936. Πολύ πριν ο Ντίλαν, το 1962, επισημάνει ότι «αυτό το πράγμα συμβαίνει ακόμα και σήμερα μ' αυτή την ντυμένη σαν φάντασμα Κου Κλουξ Κλαν».
Πηγή:
https://el.wikipedia.org/wiki/Λυντσάρισμα
Κ.Ε. επτά 7 /14.3.10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου