Ένα γατάκι με λούτρινο τρίχωμα
Ποιανού άραγε να είναι μετεμψύχωση; Εκείνης της αλησμόνητης Γιουγιούς ή άραγε του συμπαθητικού εκείνου Ριρή, με την ξουραφένια στην αρχήν εμφάνιση, πού χάθηκαν και τα δύο τους αναπάντεχα;
Μια φορά αυτή είναι μαύρη σαν εκείνα, κι' αν μοιάζει της Γιουγούς, σαν γατίτσα μοιάζει και του Ριρή με το λιπόσαρκο σαν επίπεδο θαρρείς κορμί της, όμως έχει παράλληλα και την χαριτωμένη ευλυγισία της Γιουγούς, που μας ερχότανε από την βόλτα της σεινάμενη και κουνάμενη και με το πιο τρυφερό της νιαούρισμα στο στόμα…
Ήρθε λοιπόν στο σπίτι, νιαουρίζοντας ένα βράδυ σαν ένα ζώο του σπιτιού, πού ήξερε ότι έφτανε να νιαουρίσει για να τ’ ανοίξουν την πόρτα, να το χαϊδέψουν, να του δώσουν τροφή και μαλακό, ζεστό «γιατάκι».
Δεν είχαν όμως την ίδια γνώμη, στην αρχή, οι άνθρωποι του σπιτιού, μα με τη βοήθεια του αδυνατισμένου της κορμιού και της ταχυδακτυλουργικής ευκινησίας της, κατόρθωνε την στιγμή πού έκλειναν οι νοικοκυραίοι την πόρτα με ανακούφιση γιατι νόμιζαν πώς το γατάκι βρισκόταν έξω, αυτό να είναι και πάλι μέσα και να τρίβεται χαδιάρικα στα πόδια των ανθρώπων του σπιτιού με προτίμηση στα παιδιά...
Εάν βρισκόμασταν στον μεσαίωνα, έτσι μαύρο όπως είναι και σπαθάτο, θα το περνούσαν για κανένα δαιμόνιο, πού μπορούσε να τρυπώνει μέσα από τις κλειδωμένες πόρτες... Το γυαλιστερό του τρίχωμα σελαγίζει μέσα στο μισοσκόταδο, και τα μάτια του γυαλοκοπούν, κίτρινα-κίτρινα σαν φλουριά.
Σαν γατούλα που ήταν πήρε αμέσως το όνομα της διάσημης προκατόχου της.. «Γιουγιού η Δευτέρα» έτσι την βαφτίσαμε. Μα τάχατες, τ' άξιζε;
Σε κοιτάζει διαρκώς μέσα στα μάτια και θαρρείς η ματιά της είναι μια κλωστή πού σε τραβά και πού σε κάνει, θέλεις δεν θέλεις, ν' απλώνεις το χέρι να την χαϊδέψεις. Έπειτα είναι υπάκουο γατί, ξέροντας κι’ όλας την σημασία των εντολών: «έξω», «κάτω», «φρόνιμα» προσαρμόζεται... Βέβαια εκείνο το «έξω» δεν φαίνεται να της πολυαρέσει... Όταν της το λες κολλάει με τα τέσσερα αδύνατά της πόδια, μπρος στην ανοιχτή πόρτα παίρνοντας μια πόζα σαν να είναι αυτή τάχα, πού πρόκειται να διώξει κάποιο άλλο γατί, και τη στιγμή πού ανυπόμονα χέρια ή κάποιο πόδι, κάνουν να τη σπρώξουν προς την έξοδο αυτή, φρούτ!.... γίνεται καπνός, και ξαναβρίσκεται πάλι μετά πολλές και επίπονες αναζητήσεις στην πιο απόμερη και απρόβλεπτη γωνιά του σπιτιού.
Αυτή η επιμονή να θέλει να μας υιοθετήσει και να γίνει το «σπιτικό» μας γατί, μας αφοπλίζει όλους και κυρίως τους πιο ηλικιωμένους που αναρωτιούνται:
—Μα είναι ακόμα εδώ το «ξένο»;
Το «ξένο» πάντως επέμεινε, και τελικά κατέληξε να μείνει στο σπίτι και και να το λατρέψουμε όλοι..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου