Μνήμη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη εφέτος, 3 Ιανουαρίου (κοιμήθηκε το 1911). Παραθέτουμε το παρακάτω περιστατικό που αφηγείται ο συγγραφέας και φίλος του Αγίου των Ελληνικών γραμμάτων Παύλος Νιρβάνας, όταν τράβηξε την γνωστή φωτογραφία στον κυρ Αλέξανδρο, στο οποίο μπορούμε να διαγνώσουμε την σεμνότητα του μεγάλου λογοτέχνη.
Σε μια εποχή όπου πλήθος ασήμαντων «καλλιτεχνών», διανοουμένων, πολιτικών (και όχι μόνο!) περιφέρονται από κανάλι σε κανάλι και αγωνιούν για μια φωτογράφηση και μια συνεντευξούλα σε κάποιο περιοδικό, το ήθος του Παπαδιαμάντη μοιάζει εξωπραγματικό.
Ο καημένος ο Αλέξανδρος! Καινούργιες ανησυχίες θα είχε πάλι η ασκητική του ψυχή με τη συρροή τόσων ξένων και δικών μας μουσαφιρέων στο ταπεινό του σπιτάκι του ωραίου νησιού. Τον έτρομαζε τόσο πολύ « η περιέργεια του Κοινού». Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι απ' τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβύση για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ' εκείνους που θά’ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών; Αλλά ο αγνός αυτός χριστιανός, με τη ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψη στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. «Ου ποιήσεις σεαυτω είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα» ήταν ή άρνησή του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συχωρέσουν το κρίμα μου. Ενας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωη μου, είναι ότι παρέδωκα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.
Με τι δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρη μπροστά στον φακό μου. Να «ποζάρη» είναι ένας λεκτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.
Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει - ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος - να μιλεί γαλλικά:
- Nous excitons la curiosite du public.
Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργειά του...κοινού! Ποιού κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη γωνία του μαγαζιού, και δυό λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το κοινό, που ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η «περιέργειά» του. Κι' αυτή ήταν ή διαπόμπευσή του, που βιαζότανε να της δώση ένα τέλος,
-Η φιλία ενικησέ το ζορμπαλίκι... μου είπε - αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια - στο τέλος του μαρτυρίου του.
Μηπως δεν ήταν, στ' αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκόσμιων;
Και συλλογίζομαι τώρα τις εκατοντάδες των Γαλλων προσκυνητών της εταιρείας Μπυντέ, και των δικών μας του «Οδοιπορικού Συνδέσμου», που πέρασαν το κατώφλι του ταπεινού του ερημητήριου, όπου πλανάται τώρα η σκια του στα γνώριμα και αγαπητά της κατατόπια της ζωής του και της εργασίας του. Συλλογίζομαι την παράταξη των ναυτικών αγημάτων, που παρουσίασαν όπλα μπροστά στο μνημείο του. Συλλογίζομαι τις στολές, τα ξίφη, τις χρυσές επωμίδες που έλαμπαν κάτω από τον ήλιο του νησιού του, για τη δόξα του. Συλλογίζομαι τους λόγους των επισήμων, τους εθνικούς ύμνους, τα στεφάνια της δάφνης, τις πανηγυρικές κωδωνοκρουσίες, που έπλεξαν με ήχους και χρωματα το εγκώμιό του. Συλλογίζομαι όλα αυτό το δοξαστικό πανηγύρι, και η σκέψη μου πετάει στο «Κοινόν» του ερημικού καφενείου της Δεξαμενής - ένα γκαρσόνι, ένας γεροντάκος, δυό λουστράκια - που ανησυχούσε, τη μακρυνή εκείνη μέρα ο μακαρίτης μήπως «ερεθίση την περιέργειά των». Τι ανησυχία θα είχε νοιώσει τώρα, στα βάθη του ταπεινού τάφου όπου «αναπαύεται εν Χριστώ» ο χριστιανός ποιητής των ταπεινών, από το δοξαστικό αυτό θόρυβο; Και πόσο θα βιαζότανε πάλι να τελείωση; Αν σάλεψαν, από μυστικές αύρες, αυτή τη στιγμή, τα κυπαρίσσια του τάφου του, ένας στεναγμός θα βγήκε από το θρόϊσμά τους. Ένας ήχος, που θα ξαναψιθύριζε τα παλιά του εκείνα ανήσυχα και τόσο συμπαθητικά λόγια, σε μία γλώσσα που την εννοούσαν τώρα, γιατί ήταν δική τους, οι ευλαβητικοί προσκυνητές του της γαλλικής γης:
— Nous excitons la curiosite du public.
(Παύλος Νιρβάνας, Νεα Εστία 1933, τεύχ. 163)
http://wwwtaxiarhes.blogspot.com/2007/03/blog-post_19.html
Η ΖΩΗ ΤΟΥ
Ο Αλέξανδρος Εμμανουήλ γεννήθηκε στη Σκιάθο, γιος του ιερέα Αδαμαντίου Εμμανουήλ από οικογένεια ναυτικών και κληρικών του νησιού και της Γκιουλώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ το γένος Μωραΐτη, καταγόμενης από αρχοντική οικογένεια του Μυστρά. Είχε τέσσερις αδελφές και δύο αδερφούς, από τους οποίους ο Εμμανουήλ, πρωτότοκος της οικογένειας, πέθανε σε νηπιακή ηλικία. Στη γενέτειρά του τέλειωσε το δημοτικό σχολείο και γράφτηκε στο Σχολαρχείο (1860), την τρίτη τάξη του οποίου όμως αναγκάστηκε να παρακολουθήσει στη Σκόπελο (1865), καθώς στη Σκιάθο είχε καταργηθεί. Η πορεία των γυμνασιακών του σπουδών πραγματοποιήθηκε επίσης μετ' εμποδίων, συνοδευόμενη από διαρκείς διακοπές εξαιτίας κυρίως της οικονομικής ανέχειας της οικογένειάς του. Αποφοίτησε από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο της Αθήνας το 1874 σε ηλικία εικοσιτριών ετών, ενώ είχε προηγηθεί περιπλάνησή του στα γυμνάσια της Χαλκίδας και του Πειραιά. Ως το 1872, οπότε ταξίδεψε στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες ως προσκυνητής, ολοκλήρωσε την (χαμένη) κωμωδία Ο διοπτροφόρος και ένα ποίημα αφιερωμένο στη μητέρα του.
Από το 1873 και για δέκα χρόνια περίπου έζησε στην Αθήνα (με κάποιες επισκέψεις στη Σκιάθο) σε συνθήκες οικονομικής ανέχειας, συγκατοικώντας με συγγενείς και συμπατριώτες του και εργαζόμενος ως οικοδιδάσκαλος για να κερδίσει τα προς το ζην. Το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, όπου παρακολούθησε μαθήματα για δύο μόνο χρόνια, εξακολούθησε όμως να προφασίζεται συνέχιση των σπουδών του στην οικογένειά του για αποφυγή της επιστροφής του στη Σκιάθο και της στράτευσής του.
Το 1877 δημοσίευσε ανώνυμα σειρά άρθρων στην Εφημερίδα με τίτλους Η εβδομάς των Αγίων Παθών και Το Άγιον Πάσχα, ενώ δυο χρόνια αργότερα δημοσίευσε με την υπογραφή Α.Πδ. το ιστορικό μυθιστόρημα Η μετανάστις στην εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως με παρακίνηση του εκδότη της και φίλου του Βλάση Γαβριηλίδη. Το 1881 δημοσίευσε το ποίημα Δέησις (Εράνισμα εκ των ψαλμών) στο περιοδικό Σωτήρ, εγκαινιάζοντας την επίσημη πλέον παρουσία του στα γράμματα με το όνομα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (το επώνυμο συνδυασμός του ονόματος και της ιερατικής ιδιότητας του πατέρα του). Ένα χρόνο αργότερα προσλήφθηκε ως μεταφραστής στην Εφημερίδα του Δημητρίου Κορομηλά και παράλληλα δημοσίευσε σε συνέχειες το μυθιστόρημα Οι Έμποροι των Εθνών στο περιοδικό "Μη χάνεσαι" του Γαβριηλίδη με το ψευδώνυμο Μποέμ. Τα οικονομικά του προβλήματα άρχισαν να υποχωρούν και έτσι ανακοίνωσε και στην οικογένειά του τη συγγραφική του δραστηριότητα.
Ως το 1885 συνέχισε να δημοσιεύει έργα του στην εφημερίδα Ακρόπολις (Η Γυφτοπούλα - 1884) και το περιοδικό Εστία (Χρήστος Μηλιώνης - 1885). Ακολούθησαν δυο χρόνια σιωπής του (οι πληροφορίες αναφέρουν συγκατοίκησή του με τον μοναχό Νήφωνα που είχε τότε εγκαταλείψει το Άγιο Όρος) ως το 1887, οπότε σημειώθηκε η δημοσίευση του διηγήματος Το Χριστόψωμο στην Εφημερίδα. Η τελευταία αυτή συνεργασία του κράτησε ως το 1891 και καρποί της στάθηκαν πολλά διηγήματά του και λογοτεχνικές μεταφράσεις με κορυφαία εκείνη του έργου του Ντοστογιέφσκι Έγκλημα και τιμωρία.
Το 1891 επιχείρησε χωρίς επιτυχία να πραγματοποιήσει έκδοση επιλογής των διηγημάτων του με τίτλο Θαλασσινά Ειδύλλια (δεύτερη προσπάθειά του το 1902 απέτυχε επίσης).Είχε προηγηθεί μια έκδοση διηγημάτων του μαζί με έργα των Α.Μωραϊτίδη και Α.Σπηλιωτόπουλου από τον Γαβριηλίδη (1890) καθώς και το άρθρο του Παλαμά για τον Παπαδιαμάντη στην Τέχνη (1889). Εξακολούθησε να δημοσιεύει διηγήματα και να εργάζεται ως μεταφραστής σε εφημερίδες και περιοδικά, προσπαθώντας παράλληλα να ενισχύσει οικονομικά την οικογένειά του (το 1895 πέθανε ο πατέρας του).
Από το 1902 ως το 1904 έμεινε στη γενέτειρά του, όπου αφοσιώθηκε στη μετάφραση των έργων History of the Greek Revolution του Thomas Gordon και History of the Greek Revolution του George Finlay κατά παραγγελία του Γιάννη Βλαχογιάννη με τον οποίο η φιλία του χρονολογείται από το 1901. Από τη Σκιάθο συνέχισε να στέλνει έργα του στα αθηναϊκά φύλλα (το 1903 δημοσιεύτηκε η Φόνισσα). Το 1904 επέστρεψε στην Αθήνα. Είχε προηγηθεί νευρικός κλονισμός του αδερφού του Γιώργη και ακολούθησε ο θάνατός του το 1895.
Εξακολούθησε τη συγγραφική του δραστηριότητα (παρά την κακή κατάσταση της υγείας του), χωρίς ποτέ να δει έκδοση των έργων του και το 1906 ο Γιάννης Βλαχογιάννης τον πηγαίνει στο φιλολογικό καφενείο της Δεξαμενής. Ως τότε ο Παπαδιαμάντης απέφευγε τους λόγιους κύκλους, λόγω της οικονομικής του ανέχειας, του φόρτου εργασίας του αλλά και της μοναχικής φύσης του και προτιμούσε να συχνάζει σε λαϊκές αθηναϊκές συνοικίες ή να ψέλνει στην εκκλησία του Προφήτη Ελισσαίου στο Μοναστηράκι με τον ξάδερφό του Αλέξανδρο Μωραϊτίδη.
Στη Δεξαμενή φωτογραφήθηκε (για πρώτη φορά στη ζωή του) από τον Παύλο Νιρβάνα και η ιστορική πλέον φωτογραφία του δημοσιεύτηκε ολοσέλιδη συνοδεία εκτενούς άρθρου για το πρόσωπό του από το Νιρβάνα στα Παναθήναια. Η κατάσταση της υγείας του παρουσίαζε διαρκή επιδείνωση Το Μάρτη του 1908 αρνήθηκε να παρευρεθεί στον εορτασμό των εικοσιπέντε χρόνων του στο χώρο της λογοτεχνίας στον Παρνασσό και στο τέλος του ίδιου μήνα έφυγε για τη Σκιάθο, όπου έμεινε ως το θάνατό του, εξακολουθώντας να στέλνει διηγήματα σε εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας. Πέθανε από πνευμονία το Γενάρη του 1911. Μια μέρα πριν πληροφορήθηκε πως είχε τιμηθεί με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος.
[Από την ιστοσελίδα του ΕΚΕΒΙ]
http://fk-thess.blogspot.com/2010/04/papadiamantis-alexandros-t-agnantema.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου