Translate -TRANSLATE -

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ : Ηθοποιός σημαίνει φως

 


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ : Ηθοποιός σημαίνει φως

https://youtu.be/n6Dxr1abUXg

 

Σαν σήμερα στα 1939 στο Βοτανικό Αττικής γεννήθηκε ένας – ίσως και ο μοναδικός -  έλληνας showman  και ηθοποιός  με πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του που όμως στις μέρες μας ανεβαίνει σιωπηλά τον δικό του Γολγοθά! Είναι ο Γιώργος Μαρίνος.

Γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου του 1939 στο Βοτανικό στην Αθήνα.

Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν μόλις ενός έτους και μεγάλωσε με τη μητέρα του, Βασιλική. Ο πατέρας του, Αλέξανδρος, έλειπε από την παιδική του ηλικία, καθώς ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο. Τον είδε για πρώτη φορά, όταν ήταν 12 χρόνων.

Οι γονείς του ήθελαν να γίνει πολιτικός μηχανικός ή αρχιτέκτονας όπως ήταν ο πατέρας του, άλλωστε είχε κλίση στα μαθηματικά. Όμως θυμάμαι μικρό παιδί  εγώ, τότε που σαν έφηβος και αυτός κατοικούσε στην πολυκατοικία μας στην οδό Αγαθουπόλεως 60   να καβγαδίζει με τους δικούς του προβάλλοντας την επιθυμία του να γίνει ηθοποιός.  Ανήλικος λοιπόν  ακόμη, έδωσε κρυφά εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Το 1962, δευτεροετής στο Εθνικό, έπαιξε στην «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι, μαζί με το Δημήτρη Χορν, τη Ρένα Βλαχοπούλου, τη Μάρω Κοντού και άλλους καταξιωμένους καλλιτέχνες. Ερμήνευσε το τραγούδι «Κάθε Κήπος». Από τότε ξεκινά την πετυχημένη του καριέρα στο θέατρο, αλλά και τις μπουάτ της εποχής.

Παράλληλα, πραγματοποίησε μερικές εμφανίσεις και στο σινεμά, όπως λ.χ. στην ταινία του Ίωνα Νταϊφα "Τρίτος Δρόμος", με πρωταγωνίστρια τη Μάρω Κοντού, ενώ τον θυμάμαι και σε ένα μικρό ρόλο Γερμανού στρατιώτη στο «Νησί των γενναίων».

Συνδυάζοντας την υποκριτική και το τραγούδι, παρουσίασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένα διαφορετικό είδος διασκέδασης που αποτελούνταν από πρόζα, σάτιρα, χορό και τραγούδι. Ουρές σχηματίζονταν κάθε βράδυ στην Πλάκα, στη «Μέδουσα», όπου εμφανιζόταν για σχεδόν 20 χρόνια (1973-1992). Συνεργάστηκε με το Δ. Δανίκα επί σειρά ετών, ενώ στίχους του έχουν γράψει η Λ. Νικολακοπούλου, ο Δ. Ιατρόπουλος, ο Στ. Κραουνάκης, η Νινή Ζαχά.

 


 Είχε στενή φιλία με το Μάνο Χατζιδάκι και το Νίκο Γκάτσο.

Ο Γιώργος Μαρίνος ήταν ο πρώτος «σόουμαν» της Ελλάδας, ο άνθρωπος που με τα σκετς, τις καυστικές ατάκες και τις μιμήσεις, προκαλούσε γέλιο και σατίριζε τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας. Στην προσωπική του ζωή όμως ήταν ιδιαίτερα μοναχικός. Τα δύο του πάθη ήταν πάντα η αστρολογία και τα σκυλιά του. Πριν από μερικά χρόνια αποχώρησε από τα καλλιτεχνικά δρώμενα και απομονώθηκε στο σπίτι του στο Νέο Βουτζά, μια περιοχή κοντά στη Ραφήνα.

Εργάσθηκε επί σειρά ετών σε διάφορες μουσικές πίστες και θεατρικές σκηνές παρουσιάζοντας τις δημιουργίες του, ενώ έλαβε μέρος σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές με πιο χαρακτηριστική την εκπομπή “Ciao ANT1”, στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Επίσης, έχουν καταγραφεί και λίγες κινηματογραφικές του εμφανίσεις.

 


 

Ο Γιώργος Μαρίνος ήταν ο πρώτος επώνυμος που βγήκε και μίλησε ανοιχτά για το σεξουαλικό του προσανατολισμό στα μέσα του ΄60, σε μια ιδιαιτέρως συντηρητική Ελλάδα. Είχε αποκαλύψει και στους γονείς του στα δεκαέξι του χρόνια πως είναι ομοφυλόφιλος. Παρόλα αυτά όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, ο μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν η ηθοποιός Κατιάνα Μπαλανίκα. Ήταν σύντροφοι για τέσσερα χρόνια  στα τέλη του ΄60. Όπως έχει πει δεν θέλησε να προχωρήσει σε γάμο και να κάνει παιδιά, γιατί θεωρούσε πως  θα ήταν άδικο για το παιδί του να υποστεί το «αμαρτωλό» παρελθόν του. Παρόλα αυτά οι δρόμοι τους δε χώρισαν, ούτε επαγγελματικά, ούτε φιλικά. Συνεργάστηκαν για χρόνια στη «Μέδουσα» και η φιλία τους παραμένει μέχρι σήμερα.

Τα τελευταία χρόνια άρχισε να αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα υγείας, ενώ για ένα διάστημα φιλοξενήθηκε στο «Σπίτι του Ηθοποιού» που έχει δημιουργήσει η Άννα Φόνσου.

Τον τελευταίο καιρό  τον Γιώργο Μαρίνο επισκέφτηκε ένας από τους πλέον γνωστούς τραγουδοποιούς, προκειμένου να του «αφιερώσει» ένα τραγούδι που συνέθεσε και τραγούδησε γι' αυτόν. «Έβγαινε πάνω στη σκηνή και ακροβατούσε στο σχοινί. Πόνους καυτούς από του κόσμου την κακία. Και τις μικρές του μαχαιριές τις μετουσίωνε κι αυτές σε βηματάκια, σε κινήσεις, σε αστεία...» αναφέρουν οι πρώτοι στίχοι του τραγουδιού. Πρόκειται για άκρως βιογραφικό, συναισθηματικό κομμάτι, που όμως ο Γιώργος Μαρίνος, παρότι το άκουσε, δεν είχε την παραμικρή αντίδραση, ούτε φυσικά αναγνώρισε τον καλλιτέχνη φίλο του.

Η συνέντευξη που θα διαβάσετε παρακάτω  έγινε όταν κυκλοφόρησε από τον «Σείριο» του Μάνου Χατζιδάκι το διπλό βινύλιο με τίτλο  «Αυτός ο Γιώργος» που περιείχε τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακόπουλου για την θεατρική παράσταση με αυτόν ακριβώς τον τίτλο.

 


 

Μια ανέκδοτη συνέντευξη του Γιώργου Μαρίνου

Του  Άγγελου Κουτσούκη

Γεννημένος στις 18 Ιουνίου του 1939, ο Γιώργος Μαρίνος συμπληρώνει 82 χρόνια ζωής. Αποσύρθηκε από τα φώτα της δημοσιότητας σχετικά νωρίς κι έτσι η εικόνα που έχουμε από εκείνον είναι αυτή του αιώνιου έφηβου.

Ένας καλλιτέχνης από αυτούς που αποκαλούμε ΄΄μοναδικούς΄΄. Μόνο που στην περίπτωσή του, δεν υπάρχει άλλος χαρακτηρισμός που να εμπεριέχει αυτό που υπήρξε ο Γιώργος Μαρίνος. Εφηύρε ο ίδιος αυτό που ήθελε να κάνει, αφού πριν από αυτόν δεν υπήρχε. Το ίδιο και μετά. Ξεκίνησε από το θέατρο για να περάσει στην ΄΄πίστα΄΄ και να παρουσιάσει για σειρά ετών στην ΄΄Μέδουσα΄΄, το αγαπημένο του στέκι, προγράμματα που δεν πρόκειται να ξεχάσουν ποτέ όσοι τα είδαν. One man show τα περιέγραψαν, και, βέβαια, αυτό που παρουσίαζε είναι δύσκολο να περιγραφεί. Η εικόνα που έρχεται πρόχειρα στο μυαλό μου είναι η εικόνα ενός καλλιτέχνη που, για δύο-τρείς ώρες, πάνω στη σκηνή σατίριζε, τραγουδούσε, έπαιζε, τσαλακωνόταν, ίδρωνε.

Αυτό που έκανε ήταν μοναδικό και πέρα από όλα όσα γνωρίζουμε. Σπάνια απασχόλησε τα media της εποχής. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν καταλάβαιναν αυτό που έκανε, δεν μπορούσαν να του βάλουν ταμπέλα. Ηχογράφησε σχετικά λίγους δίσκους, που όλοι, όμως, ήταν υψηλής αισθητικής. Δεν είναι τυχαία και τα ονόματα των ανθρώπων που συνεργάστηκε: Χατζιδάκις, Χόρν, Λαμπέτη,Παύλος Μάτεσης, Νίκος Δανίκας, Βαγγέλης Γκούφας, Σταμάτης Κραουνάκης - από την δεκαετία του ΄80 και μετά. Η συνέντευξη που θα διαβάσετε, έγινε όταν κυκλοφόρησε από τον ΄΄Σείριο΄΄ του Μάνου Χατζιδάκι το διπλό βινύλιο με τίτλο ΄΄Αυτός ο Γιώργος΄΄ που περιείχε τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακόπουλου για την θεατρική παράσταση με αυτόν ακριβώς τον τίτλο.

Ο ίδιος είπε ότι το ΄΄θεατρογράφημα΄΄ όπως το αποκάλεσε, δεν ήταν αυτό που ήθελε, αλλά , ευτυχώς  έμειναν τα τραγούδια της παράστασης. Γνώρισα έναν άνθρωπο που δεν είχε πολύ σχέση με την δημόσια εικόνα του. Ίσως ήμουν επηρεασμένος από την εικόνα που έβγαζαν τα προγράμματα του.

 


 

Ο Γιώργος Μαρίνος που γνώρισα ήταν ένας ντροπαλός, σεμνός, συναισθηματικός, θα τολμούσα να πω, ανασφαλής άνθρωπος. Σου έδινε την εντύπωση ότι ντρεπόταν. Ντρεπόταν όταν του έλεγες καλά λόγια γι΄αυτόν και την αξία του, ντρεπόταν όταν του μιλούσες για την επιτυχία του. Σπάνιο για έναν άνθρωπο που έχει εκτεθεί τόσο πολύ στους προβολείς. Ειλικρινής, ουσιαστικός, το ακριβώς αντίθετο του ΄΄δήθεν΄΄, δεν δίσταζε να αυτοσαρκαστεί. Καθόλου νάρκισσος, καταλάβαινες εύκολα ότι αυτό που έγινε ήταν αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς, ταλέντου και εξυπνάδας. Πολλά χρόνια μετά, ΄΄χτενίζοντας΄΄ αυτή την συνέντευξη, συνειδητοποίησα ότι όλα τα ονόματα που αναφέρει, εκείνη την εποχή ήταν εν ζωή. Από τον Χατζιδάκι και τον Χόρν μέχρι τον Δημήτρη Μητροπάνο. Τα ανέφερε όχι για να εντυπωσιάσει, αλλά για να τους ευχαριστήσει για αυτά που του έδωσαν. Η κουβέντα μας κράτησε περίπου δύο ώρες, ήταν ραδιοφωνική, και όταν τελείωσε, με ευχαρίστησε τόσο ζεστά, που αυτή τη φορά ντράπηκα εγώ. Γιατί ήξερα, ότι ο Γιώργος Μαρίνος είχε ήδη περάσει στον χώρο του μύθου, πράγμα που ο ίδιος έδειχνε να αγνοεί. Και το γεγονός ότι μιλήσαμε στον ενικό, ήταν κατόπιν δικής του επιμονής....

Γιώργο θα έλεγα να πιάσουμε την κλωστή που σε συνδέει με το παρελθόν, αρχίζοντας από εκείνη την μαγική ΄΄Οδό ονείρων΄΄ του 1962....

Ήταν το 1962 και για μένα ήταν η πιο σημαντική στιγμή στην καριέρα μου. Ήταν η πιο γοητευτική εποχή, η εποχή που γνωρίζω τον Μάνο Χατζιδάκι, που μπαίνω στα μυστήρια που σου ανοίγει μπροστά σου. Γιατί δεν σου ανοίγει δρόμους μόνο, αλλά αυτοί οι δρόμοι έχουν και φοβερές καταπακτές, φοβερούς καθρέφτες και βλέπεις παραμορφώσεις, που εξαρτάται από σένα αν μπορείς να τα λύσεις όλα αυτά τα αινίγματα. Μπορεί να μείνει σε πρώτο επίπεδο η γνωριμία σου, αλλά μπορεί και να προχωρήσει και να μάθεις θαυμαστά πράγματα. Εγώ είχα την τύχη να τον γνωρίσω το 1962, ήμουν, θα μπορούσε να πει κανείς νεαρός, 22 χρονών, και βέβαια δεν ήταν μόνο ο Χατζιδάκις, ήταν ο καταπληκτικός Δημήτρης Χορν, ο Μίνως Αργυράκης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Αλέξης Σολωμός, ο Μανώλης Καστρινός, η Ρένα Βλαχοπούλου, που την θυμόμαστε πάρα πολύ λίγο στην ΄΄Οδό Ονείρων΄΄, γιατί δυστυχώς δεν έχει τραγούδι που να την αντιπροσωπεύει σε αυτόν τον δίσκο ο οποίος και απέμεινε από αυτή την θαυμαστή παράσταση. Ήταν, επίσης, και διάφοροι νεαροί, από τους οποίους ακόμα και ο τελευταίος από εκεί μέσα, έγινε στη συνέχεια σταρ για ένα διάστημα ή για πολύ. Ο Γιώργος Μεσσάλας, η Βέρα Κρούσκα, ο Κώστας Καφάσης, οι πάντες γίναν κάτι. Ακόμα και ο Γιώργος Ζωγράφος!

Και όλοι εσείς τραγουδούσατε και παίζατε.

Κάτι απ΄όλα κάναμε όλοι σε αυτή την παράσταση. Λοιπόν, είναι η πρώτη μου επαφή με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Χόρν είχα την τύχη να τον γνωρίσω έναν χρόνο πρίν, και μία ατμόσφαιρα που δεν νομίζω ότι έχει ξανασυμβεί σε ελληνική παράσταση και σε ελληνικό θέατρο.

 


 

Είναι μια μυθική παράσταση. Έτσι τουλάχιστον έφτασε στα χρόνια μας.....

Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να μεταφέρει αυτή τη μαγεία που υπήρξε πραγματικά, ακόμα κι εγώ που έζησα την ατμόσφαιρα της παράστασης και των προβών. Ας μείνουμε, λοιπόν, σε αυτό γιατί δεν τα καταφέρνω στις περιγραφές, δεν ήμουν ποτέ καλός στις εκθέσεις ιδεών και δεν ξέρω αν μπορώ να μεταφέρω όλη αυτή τη μαγεία. Πράγματι, μια μυθική παράσταση και μια ιστορική παράσταση.

Μένουμε στο 1962. Για σένα είναι η δεύτερη χρονιά που εμφανίζεσαι στο θέατρο. Από εκεί και πέρα, συνεργάζεσαι με τον Δημήτρη Χόρν στο ΄΄Αυγό΄΄, με την Ελλη Λαμπέτη στο ΄΄Λεωφορείο ο πόθος΄΄, με την Αννα Συνοδινού στο ΄΄Πόλεμος και ειρήνη΄΄. Στο τραγούδι πως βρέθηκες;

Μιλάμε πια για τον χειμώνα του 1965. Θυμήθηκαν ότι είχα τραγουδήσει στον δίσκο που έμεινε από την ΄΄Οδό Ονείρων΄΄, και είναι πια η εποχή των μπουάτ. Στις μπουάτ ψάχνουν καινούργιους ανθρώπους, καινούργιο υλικό και ένας κύριος ήρθε και μου ζήτησε να εμφανιστώ, να τραγουδήσω. Του είπα ότι εγώ δεν μπορώ να τραγουδήσω, δεν ξέρω να τραγουδώ, δεν είμαι επαγγελματίας. Αλλά αυτός επέμενε. Ευτυχώς.

Ήταν και ένα δέλεαρ τρομακτικό το οικονομικό.. Δηλαδή μου έδιναν εκατό δραχμές την ημέρα, στο θέατρο το βασικό ήταν εβδομήντα πέντε δραχμές , και ήταν η εποχή που έπρεπε να συντηρήσω και την μητέρα μου. Μου είπε ο Βύρων Πάλλης, πάντα τον θυμάμαι, “Tι έχεις να χάσεις; Η μισή ντροπή δική σου, η μισή δική τους που θα σε ακούνε, πήγαινε΄΄. Καί πήγα. Τραγουδούσα μόνο τέσσερα τραγούδια. Ήταν ένας πιανίστας που έπαιζε στο απέναντι μαγαζί και όποτε είχε διάλειμμα ερχόταν και ακομπανιάριζε εμένα στα τέσσερα τραγούδια μου. Αλλά εγώ έκανα πρόγραμμα στα τραπέζια. Δηλαδή, έρχονταν φίλοι, άνθρωποι που με αγαπούσαν, μεγαλύτεροι από μένα, καταξιωμένοι, όπως ο Βαγγέλης Γκούφας, που πάντα είναι φίλος μου, ο Πρετεντέρης, που δυστυχώς έφυγε, η Τζένη Καρέζη, που όταν μάθαιναν ότι θα έρθει έμπαιναν και άλλοι, για να δούν τη Τζένη, όχι εμένα, καθώς επίσης και κάποιοι φίλοι από το θέατρο, όπως η Κατερίνα Βασιλάκου, που είναι 30 χρόνια φίλη μου, γνωριζόμαστε από τη Σχολή. Εγώ, επειδή έλεγα μόνο τέσσερα τραγούδια, καταλαβαίνεις, δεν γέμιζε η ώρα κατέβαινα στα τραπέζια, στις παρέες τις γνωστές μου, γιατί δεν ήταν άγνωστοι, και τους έλεγα διάφορα αστεία. Διάφορα ανέκδοτα, πράγματα που έλεγε ο Χόρν, τα οποία ήταν πάρα πολύ αστεία και ο ίδιος δεν τα έλεγε δημόσια, γιατί είχαν πρόστυχες λέξεις μέσα.. Είναι λιγάκι βρωμόστομος ο Χόρν, αλλά δεν το ξέρει ο κόσμος, είναι σε πολύ ιδιωτική βάση που τα λέει. Έλεγα επίσης διάφορα πράγματα που μου φαίνονταν αστεία, όπως ραδιοφωνικές εκπομπές, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή, όπου τόνιζα τις υπερβολικές του περιγραφές, και έκανα και διάφορες μιμήσεις. Για την μίμηση του Χόρν, αιτία ήταν η Μάρω Κοντού. Την προηγούμενη χρονιά, πριν την ΄΄Οδό Ονείρων΄΄, παίξαμε σε μια επιθεώρηση, λεγόταν ΄΄Ωπα, ώπα!΄΄, και ήταν και η πρώτη μου εμφάνιση. Μια μέρα, μιλούσα έξω από το καμαρίνι της Μάρως, και φώναξε από μέσα ΄΄Τάκη!΄΄. Δεν απάντησε κανείς και βγήκε από το καμαρίνι και ρώτησε ΄΄Μα που είναι ο κύριος Χόρν;΄΄. Λέω ΄΄δεν είναι εδώ΄΄. Μου λέει ΄΄μα ποιός μιλούσε τώρα;΄΄ Λέω ΄΄εγώ΄΄. ΄΄Λοιπόν΄΄, μου λέει, ΄΄μοιάζει πάρα πολύ η φωνή σου με του Χόρν΄΄. Τότε μου έβαλε την ιδέα και άρχισα να τον μιμούμαι. Την Λαμπέτη δεν χρειάστηκε να μου βάλει κανείς την ιδέα, ήταν τόσο έντονη η προσωπικότητά της....

 


 

Θυμάσαι ποια ήταν τα τέσσερα τραγούδια που έλεγες;

Τα θυμάμαι πολύ καλά, γιατί ήταν τέσσερα όλα κι όλα. Τα δύο ήταν του Χατζιδάκι, η ΄΄Οδός Ονείρων΄΄ και το ΄΄Μιά Παναγιά΄΄. Το άλλο ήταν ΄΄Τα δειλινά΄΄ του Ζαμπέτα και τα ΄΄Παλληκάρια΄΄ του Γιάννη Μαρκόπουλου.

Ο ηθοποιός μπήκε αργότερα στη ζωή σου;

Ο ηθοποιός μπήκε αργότερα, όταν απέκτησα μεγαλύτερο θάρρος, γιατί χρειαζόταν όχι μόνο θάρρος, αλλά και θράσος για να πεις ένα τραγούδι που είχε πει ο Δημήτρης Χόρν....

Έτσι βρέθηκες στις μπουάτ. Αλλά το 1961-62 , στην πρώτη σου εμφάνιση στο θέατρο, στην επιθεώρηση ΄΄Ωπα-ώπα!΄΄ που ανέφερες, τραγούδησες Μίκη Θεοδωράκη. Έτσι δεν είναι;

Ναι, αυτή την επιθεώρηση την είχαν γράψει το ντουέττο Σακελλάριος-Γιαννακόπουλος, και είχε επιτρέψει ο Θεοδωράκης, το φινάλε του πρώτου μέρους να είναι το ΄΄Αρχιπέλαγος΄΄. Χρειάστηκε ένα νέο παιδί και επέλεξε εμένα να πω δυό τραγούδια με τον Μανώλη Χιώτη και την Μαίρη Λίντα.

Πότε έκανες την πρώτη σου προσωπική επιτυχία; Πότε το αισθάνθηκες αυτό;

Το 1967, και θα σου πω, πως. Πάω να τραγουδήσω για δεύτερη χρονιά, και στο μαγαζί που πάω είναι πρώτο όνομα ο Γιάννης Πουλόπουλος, με πολύ μεγάλη επιτυχία. Θα έλεγα πάλι τέσσερα τραγούδια, και μου είπαν να ζητήσω την άδεια του σχετικά με το ποιά θα ήταν αυτά. Του πήγα κι εγώ έναν κατάλογο από εξήντα τραγούδια και μου είπε ΄΄Τα λέω όλα΄΄. Έμεινα ξερός. Λέω, πότε τα λέει όλα; Πήγα στον επιχειρηματία, τέλος πάντων δεν ήθελα να έχω και κόντρες με τον Γιάννη Πουλόπουλο, έψαξα και βρήκα τραγούδια μπλάκ χιούμορ. Τα είχε τραγουδήσει ο Γιώργος Μούτσιος σε έναν δίσκο, δεν είχε κάνει επιτυχία. Που τα βρήκα, ούτε ξέρω… «Ηταν το ΄΄Τέρας΄΄,τα ΄΄Πτώματα΄΄, ΄΄Ο δολοφόνος΄΄, κάτι τέτοια, και τα άλλαξα εντελώς, δεν τα τραγουδούσα, τα σατύριζα τα ίδια, σάτυρα πάνω στην σάτυρα, τα έλεγα όπως τραγουδούσαν οι παλιές τραγουδίστριες, που δεν έλεγαν ποτέ τα φωνήεντα, το άλφα και το όμικρον. Όλες οι λέξεις τελείωναν σε ΄΄ι΄΄. Ήταν πολύ σικ και είχαν αυτό το αξάν πάντα. Η Άννα Καλουτά, ας πούμε, το έχει αυτό. Κάνει λίγο γαλλικό. Λοιπόν, έλεγα τα τραγούδια με αυτή την προφορά που ήταν πολύ αστεία. Βέβαια, ο κόσμος στην αρχή με αντιμετώπισε από τρελλό έως γελοίο. Αλλά σώθηκα, γιατί τόλμησα να πώ τον ΄΄Ηθοποιό΄΄. Εκεί, με έπαιρνε ο κόσμος λίγο στα σοβαρά.

Η άλλη μου στιγμή, σαν σκαλοπάτι ας πούμε, να υπάρχουν και δέκα άνθρωποι να έρθουν να με δούνε, εμένα προσωπικά, ήρθε αμέσως μετά. Βγάζει ο Μάνος Χατζιδάκις έναν δίσκο καταπληκτικό, την ΄΄Μυθολογία΄΄, η οποία την εποχή εκείνη, απ΄ ότι μου έχει πει ο ίδιος, πούλησε γύρω στους 2.000 δίσκους. Τόσο τρομακτική επιτυχία!!! Αλλά, βέβαια, είναι ένα μοναδικό έργο! Εγώ αγόρασα τον δίσκο, στην αρχή δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα, αλλά δεύτερη, τρίτη, τέταρτη φορά που τον άκουσα, τρελάθηκα. Και διάλεξα τρία τραγούδια από αυτόν τον δίσκο: τον ΄΄Ροβινσώνα στη Μύκονο΄΄, τον ΄΄Ευαίσθητο ληστή΄΄ και τον ΄΄Τζώνυ τον μπόγια΄΄. Τα δύο είναι πολύ δραματικά τραγούδια και έκανα πολύ μεγάλο σουξέ με αυτά. Εν τω μεταξύ, φεύγει ο Γιάννης Πουλόπουλος από το μαγαζί και μου μένουν στα χέρια ΄΄Τα ταβάνια΄΄. Έτσι λεγόταν. Να πω, επίσης, το βρίσκω πολύ αστείο, το προηγούμενο μαγαζί που τραγουδούσα, ήταν ακριβώς από κάτω και λεγόταν ΄΄Κατακόμβη΄΄. Κατακόρυφη η άνοδος!! Από την ΄΄Κατακόμβη΄΄ στα ΄΄Ταβάνια΄΄. Τραγουδούσε επίσης μαζί ο Δημήτρης Μητροπάνος, ήταν πολύ νέος, γιατί ο Δημήτρης είναι πιο νέος από μένα, τότε εγώ ήμουν 28 χρονών, ο Δημήτρης θα έπρεπε να είναι 18, και μία κοπέλα που την έλεγαν Αγγέλα, η οποία αργότερα πήγε στο Παρίσι και προσπάθησε να κάνει καριέρα. Έκανε κάτι με τον Γιάννη Σπανό, αλλά από τότε αγνοείται η τύχη της.

Και η πρώτη σου δισκογραφική εμφάνιση πότε ήρθε και πώς;

Περίπου την ίδια εποχή. Ήταν με τον Γιάννη Σπανό, ΄΄Το Χριστινάκι΄΄, και από πίσω ήταν το ΄΄Frere Jacques΄΄. Ήταν μικροί οι δίσκοι τότε. Υποτίθεται σαν επαγγελματίας πιά, σαν τραγουδιστής, τρόπος του λέγειν, γιατί εγώ δεν έχω δηλώσει και ποτέ τραγουδιστής, ντρέπομαι, υπήρχαν και υπάρχουν πολύ μεγάλοι τραγουδιστές στην Ελλάδα. Αμέσως όμως μετά από αυτόν τον μικρό δίσκο, ο Γιάννης Σπανός με χρησιμοποίησε και σε ένα φίλμ που λεγόταν όμορφες μέρες΄΄, όπου είπα δύο τραγούδια.

Και τραγούδησες καταπληκτικά, σε δραματικούς τόνους, παρ΄ όλο που είχες ήδη περάσει στη σάτιρα.

Το να είσαι διασκεδαστικός, δεν σημαίνει μόνο ότι ο κόσμος πρέπει να γελάσει. Ένα μέρος της διασκέδασης είναι κι αυτό που λέμε να συγκινηθεί ο κόσμος. Εγώ δε, πιστεύω και ιδιαίτερα στο μελό, είναι ίσως γνώρισμα της γενιάς μου. Αρκεί να είναι παιγμένο καλά. Και είναι και κάτι που δεν απέρριψα στον εαυτό μου.


 Έχεις πάρει καταπληκτικές κριτικές. Ο Μάνος Χατζιδάκις σημείωσε πως «ο Γιώργος Μαρίνος χαρίζει με εντατικό τρόπο χιούμορ, ρυθμό και καλό γούστο. Είναι γνησίως Ευρωπαϊκός και μοναδικός στο χώρο του ακριβού θεάματος». Και ο Νίκος Γκάτσος είπε πως «ο Γιώργος Μαρίνος είναι ένας αληθινός καλλιτέχνης και ένας γενναίος αλπινιστής που ατενίζει πάντα τις κορυφές», ο δε Δημήτρης Χόρν καταλήγει πως «άλλοι πατούν στα σανίδια της σκηνής, άλλοι πετούν στα σανίδια της σκηνής. Ο Γιώργος Μαρίνος ανήκει στους δεύτερους». Πως αισθάνθηκαν όταν είδες γραμμένα αυτά τα λόγια, ειπωμένα από τους συγκεκριμένους ανθρώπους;

Είχα πάντα μια πικρία. Τώρα πια δεν την έχω, γιατί μεγάλωσα και ξέρω πολύ καλά πως ότι έχω εισπράξει είναι ανάλογα των επιλογών μου. Αλλά τότε, όταν ήμουν πιο νέος και ένοιωθα πικραμένος, γιατί αυτό το πράγμα που έκανα δεν γινόταν πιο λαϊκό σαν είδος, δεν περνούσε δηλαδή στο πιο πλατύ κοινό. Λοιπόν, όπως καταλαβαίνεις, την ώρα της πικρίας μου, που είναι περίπου αυτή, γύρω στο 1980, αυτές οι κριτικές ήταν ένα βάλσαμο για μένα και μια επιβράβευση, από ανθρώπους που βέβαια με αγαπούν, αλλά όπως είπε ο Χόρν, πάλι σε μια εκπομπή για μένα, «με τους ανθρώπους που αγαπάμε, είμαστε σκληροί». Και έχει δίκιο. Αν το προσέξεις καλά, είμαστε σκληροί με τη μάνα μας, με τον αδελφό μας, με τους φίλους μας, γιατί οι άλλοι δεν μας αφορούν, δεν μας ενδιαφέρουν.

Λες πως είχες πικρία γιατί δεν περνούσε αυτό το είδος που κάνεις στο πλατύ κοινό. Θα έλεγε κανείς, όμως, σαν εντύπωση, πως κάθε βράδυ είναι γεμάτος ο χώρος που εμφανίζεσαι.

Ο χώρος της ΄΄Μέδουσας΄΄ είναι ένας μικρός χώρος. Φαίνεται πάντα γεμάτος, αλλά δεν είναι πάντα γεμάτος, δεν μ΄αρέσει να λέω ψέματα όπως λένε κάποιοι συνάδελφοί μου. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Ας πούμε, ποτέ δεν πούλησαν οι δίσκοι μου. Εκτός από μία φορά, με ένα τραγούδι που δεν μου άρεσε. Το συγκινητικό είναι ότι εγώ, ακούγομαι από το ραδιόφωνο από τότε που ξεκίνησε η ελεύθερη ραδιοφωνία. Στην ΕΡΤ ήμουν κομμένος μόνιμα. Δίσκος μου δεν κυκλοφορούσε. Επιτρέπονταν ελάχιστα τραγούδια και συνήθως τα πιο ανάλατα. Το 1976 κυκλοφόρησα έναν δίσκο, τις «Ροζ προκηρύξεις», σε μουσική του Νίκου Δανίκα και λόγια του Παύλου Μάτεση. Και υπερασπίζομαι αυτή τη δουλειά σήμερα πια, γιατί αισθάνομαι μια κάποια αδικία, όχι για μένα, αλλά για τους δημιουργούς της. Κανείς δεν τον άκουσε αυτόν τον δίσκο και το κρατικό ραδιόφωνο τον είχε κόψει.

Είσαι σίγουρος πως δεν τον άκουσε κανείς;

Είμαι σίγουρος, γιατί ξέρω πολύ καλά τι πούλησε. Κι εγώ, από την άλλη μεριά, δεν αγαπώ τη φασαρία γύρω από τις οποιεσδήποτε απαγορεύσεις γίνονταν στους δίσκους μου. Κάνουν τόσο πολύ οι άλλοι, που τα βρίσκω γελοία όλα αυτά. Αλλά πιστεύω ότι όλα τα πράγματα, κατά τη διάρκεια της πορείας ενός ανθρώπου, δικαιώνονται. Και είναι συγκινητικό, που, αυτά τα τραγούδια που δεν πούλησαν, που δεν παίχτηκαν τότε, τα ανακάλυψαν άνθρωποι της ηλικίας της δικής σου, άνθρωποι που ξεκίνησαν στην ελεύθερη ραδιοφωνία, και τότε ο κόσμος άρχισε να τα ακούει.

Να σε ρωτήσω ποια ήταν η οριακή στιγμή για σένα, στην καλλιτεχνική σου ζωή, κάποια στιγμή που, ίσως, είπες «τώρα τα παίζω όλα για όλα;»

Στη δική μας τη δουλειά οι στιγμές αυτές είναι πολλές, δεν είναι μία. Το μόνο που μπορώ να σου πω, είναι πως η πιο γοητευτική στιγμή της καριέρας μου, είναι η στιγμή που την στήνω. Όπως σου είπα, όταν βγήκα στο τραγούδι, βγήκα γιατί θα έπαιρνα ένα μεροκάματο που θα μου εξασφάλιζε μια καλύτερη ζωή. Δεν υπολόγισα ότι θα μείνω στην πίστα. Η δουλειά μου ήταν το θέατρο και νόμιζα ότι θα συνεχίσω στο θέατρο. Όταν ανακάλυψα όμως, ότι θα μπορούσα να κάνω αυτή τη δουλειά καλά, έμεινα στο τραγούδι και το πάλεψα. Άγνωστος, χωρίς δίσκους, χωρίς τίποτα. Και άρχισα να έχω επιτυχία. Αυτά τα χρόνια, τα πέντε πρώτα της καριέρας μου, από το 1966 μέχρι το 1970-72, είναι τα πιο γοητευτικά χρόνια, τα πιο έντονα, τα πιο σκληρά, αλλά είναι αυτά που θυμάμαι, και που θα ξαναέκανα τα ίδια αν ξαναγεννιόμουν.

 


 

Βέβαια, το να τραγουδάς χωρίς δίσκους, χωρίς να σε ξέρει από το ραδιόφωνο ο κόσμος, και να έχεις επιτυχία, είσαι ο μόνος που το κατάφερες. Όπως και το είδος που πρότεινες, δεν υπήρχε στην Ελλάδα πριν από σένα, αυτό είναι σίγουρο.

Χωρίς δίσκους συνεχίζω ακόμη. Ξέρουμε πολύ καλά πως οι τραγουδιστές έχουν επιτυχία όταν κάνουν δισκογραφική επιτυχία. Έχω δει τον πιο εμπορικό καλλιτέχνη, τον μεγαλύτερο τραγουδιστή κατά τη γνώμη μου στην Ελλάδα, τον Γιάννη Πάριο, να πουλάει ένας δίσκος του 150.000 αντίτυπα, και να είναι πολύ στεναχωρημένος. Για μένα είναι ένα μυθικό νούμερο αυτός ο αριθμός, δεν θα τολμούσα να τον σκεφτώ. Πάντα δούλευα χωρίς σουξέ, αυτό είναι σίγουρο. Τώρα, σχετικά με αυτό που με ρώτησες, ότι το είδος που κάνω δεν υπήρχε πριν από μένα...Ναι, δεν υπήρχε. Αλλά υπήρχαν ρίζες. Δηλαδή, υπήρχε η ελληνική επιθεώρηση, υπήρχε η Ρένα Βλαχοπούλου, που είναι μία πάρα πολύ μεγάλη καλλιτέχνης, με ότι και να καταπιάστηκε ήταν σπουδαία. Ήταν μεγάλη τραγουδίστρια, ήταν μεγάλη ηθοποιός, ήταν σπουδαία στα φίλμς. Για μένα είναι μία ολοκληρωμένη καλλιτέχνης. Αν ήταν στην Αμερική θα μπορούσε να είναι η Σίρλευ Μακ Λέην. Μόνο που δεν τα έκανε αυτά σε έναν πολύ προσωπικό χώρο. Είναι, λοιπόν, ένα βασικό πρόσωπο που έπαιξε ρόλο στη ζωή μου. Εκείνη την εποχή, όμως, δούλευε βασικά το ένστικτό μου. Η ανάγκη μου του να πετύχω, η ανάγκη μου του να επιβληθώ σε έναν χώρο που δεν με ήθελε με τίποτα και το ένστικτό μου έτρεχε ιλιγγιωδώς.

Ποιοί ήταν οι άνθρωποι τελικά που σου έδωσαν σημαντικά πράγματα, ίσως και χωρίς να το ξέρουν;

Συνήθως όταν μιλάμε σε μια συνέντευξη μνημονεύουμε πάντα πάρα πολλούς γνωστούς ανθρώπους. Εγώ θα ήθελα να πω για κάποιον που δεν είναι τόσο γνωστός στο πλατύ κοινό, έναν σπουδαίο ηθοποιό που ήταν δάσκαλός μου. Ο Στέλιος Βόκοβιτς. Μιλάμε για έναν άνθρωπο, ο οποίος μου έμαθε τι θα πει θεατρικός λόγος μέσα σε τέσσερεις ώρες που μου έκανε μάθημα, σε μια Σχολή τριών ετών. Μετά, είχα επιρροές από τον Χόρν, από την Λαμπέτη, από την ποιότητα του Μάνου Χατζιδάκι που είχα την τύχη να τον γνωρίσω, να είμαι κοντά του και να ακούω τι λέει. Κατά τη γνώμη μου, είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να τύχει σε έναν νέο άνθρωπο, να είναι κοντά σε όλους αυτούς. Ήταν μια εποχή πιο ρομαντική και πιο σημαντική από τώρα. Και οι τραγουδιστές, και οι ηθοποιοί είχαν ήθος, που τώρα λείπει από τα πράγματα. Θα μου πεις, λείπει από παντού, και από τον χασάπη της γειτονιάς μας, και από τον μπακάλη, και από τον δικηγόρο και από τον γιατρό. Είναι αλήθεια. Αλλά η Τέχνη είναι ένα πράγμα που θα ευχόμασταν όλοι να μείνει σ΄ ένα ύψος. Γιατί είναι αυτή που οδηγεί τα πράγματα.

Μετά από πολλά χρόνια ξαναβρέθηκες στο θέατρο, δηλώνοντας όμως ταυτόχρονα ότι η πίστα είναι η δουλειά σου και δεν την αλλάζεις με τίποτα. Ήταν μια προσπάθεια αλλαγής, μια προσπάθεια αποφυγής της τυποποίησης;

Το θέατρο ήταν ένα απωθημένο μου. Πέστο παιδικό, πέστο αφελές, αλλά ήταν. Ήθελα να βγω με ένα ελληνικό έργο. Γι΄αυτό και η επιλογή έγινε για τον Γιάννη Ξανθούλη. Τελικά δεν τα κατάφερα και δεν εννοώ αν ήμουν καλός ή κακός ηθοποιός, αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ, γιατί το έργο που παίχτηκε , δεν ήταν θεατρικό έργο. Κι αυτή είναι όλη μου η στενοχώρια. Ότι τελικά θα μπορούσα να είχα παίξει ένα θεατρικό έργο και να είχαν πει «Μα είναι χάλια ο άνθρωπος, δεν βλέπετε, καλά θα κάνει να γυρίσει εκεί που είναι, να μας αφήσει ήσυχους». Το κακό είναι πως ούτε το κοινό, και το χειρότερο, ούτε κι εγώ, κατάλαβα αν κάνω για το θέατρο ή όχι. Ήταν ένα ξαναμασημένο πράγμα, «Ο αστερισμός της Μέδουσας» του 1984, χειρότερα φτιαγμένος. Ο Γιάννης Ξανθούλης έχει κάποιες δικαιολογίες, εκείνη την εποχή ήταν απασχολημένος με ένα δικό του έργο που ανέβαζε και όπου έπαιζε και ο ίδιος, πράγμα πολύ βαρύ για τον ίδιο. Αυτά που μας έστελνε, τα κείμενα, στο πόδι, κάνοντάς μας και λίγο χάρη, και μας είπε, σχεδόν, βγάλτε τα μάτια σας. Αναγκαστήκαμε να κάνουμε ότι μπορούσαμε για να περισωθεί αυτό το πράγμα. Δεν γινόταν να κάνουμε πίσω. Συγχρόνως, εκείνη την εποχή, μου συνέβη το χειρότερο της ζωής μου, πέθανε η μητέρα μου, και δεν είχα κανένα κουράγιο, ούτε να αντιδράσω, ούτε να επέμβω σε όλα που γινόντουσαν δίπλα μου και γύρω. Και κάποια στιγμή κατάλαβα, ότι από την εποχή που είχα να παίξω στο θέατρο, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Εγώ είχα μείνει στις παλιές συνθήκες. Δεν το ήξερα καθόλου. Έτσι, λοιπόν, ανέβηκε αυτό το θεατρογράφημα.

Υπήρχε, όμως, κάτι πολύ σημαντικό, η δουλειά του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου, αυτών των δύο παιδιών, που είχα την τύχη να τους γνωρίσω το 1983. Η δουλειά τους έμεινε σε έναν διπλό δίσκο με τον τίτλο «Αυτός ο Γιώργος». Πρέπει να ευχαριστήσω τον Μάνο Χατζιδάκι για άλλη μια φορά που είχε το θάρρος και την τόλμη να βγάλει αυτόν τον πανάκριβο δίσκο, χωρίς την πρόβλεψη ότι μπορεί να βγάλει τα έξοδά του. Mε τον Σταμάτη συνεργαστήκαμε πολλές φορές στο παρελθόν, και μαζί του έκανα έναν πολύ ειδικό δίσκο που λεγόταν «Μόνο άντρες». Μπορώ να πω ότι ήταν μια ευτυχής στιγμή για μένα, γιατί είπα σπουδαία τραγούδια. Όταν μου τα έφερε, μαγεύτικα κυριολεκτικά, τα κάναμε δίσκο και τα έκανα πρόγραμμα.


 

Ο κόσμος, στο πρόγραμμα, που μπορώ να σου πω, γιατί δίσκους δεν πούλαγα ποτέ για να πω ότι τότε ειδικά δεν πούλησα, όταν άκουγε αυτά τα τραγούδια, λίγο πολύ τρόμαξε. Ήταν τραγούδια που μιλούσαν για την ομοφυλοφιλία, για τις σχέσεις μεταξύ ανδρών. Το χειρότερο απ΄ όλα και αυτό που μου έκανε εντύπωση, ήταν ότι τρόμαζαν οι άντρες, ενώ οι γυναίκες δεν τρόμαζαν. Και έγινε πια σίγουρο σε μένα αυτό που υποσυνείδητα πίστευα, ότι βασικό φύλο είναι το γυναικείο και όχι το αντρικό. Και το πιο ισχυρό. Οι γυναίκες, επειδή δεν τους επέτρεπαν κοινωνικά να εκφραστούν όπως ήθελαν, ήταν αναγκασμένες, εκ των πραγμάτων, να αυξήσουν το ένστικτό τους, την διαίσθησή τους, και μια περίεργη πνευματικότητα κρυμμένη όμως κάτω απ΄ όλα αυτά τα ταμπού και τα «όχι» που ήταν αναγκασμένες να μεγαλώσουν και να ζήσουν. Εγώ δε, ως ένα άτομο με ιδιαιτερότητες, το λέω ειλικρινά, με το χέρι στην καρδιά, ότι πιστεύω πως οι γυναίκες είναι πολύ πιο έντιμες από τους άντρες. Οι καλύτεροί μου φίλοι είναι γυναίκες, και οι πιο σημαντικοί άνθρωποι που έχω γνωρίσει σε προσωπικό επίπεδο. Έχω μια φίλη, την Κατερίνα Βασιλάκου, 30-32 χρόνια τώρα, και δεν έχω δει πιό «αντράκι» στη ζωή μου. Και βέβαια η λέξη «αντράκι» είναι μια λάθος έκφραση κατά την άποψή μου, αλλά δεν έχουμε άλλη λέξη που να δηλώνει την ψυχική λεβεντιά. Κι αυτή η ψυχική λεβεντιά είναι ότι λείπει περισσότερο από την εποχή μας και τους ανθρώπους της......

Πηγές:

https://www.ogdoo.gr/prosopa/synenteykseis/mia-anekdoti-synentefksi-tou-giorgou-marinou

https://www.athensmagazine.gr/article/gossip/509220-argosbhnei-o-giwrgos-marinos-tragikes-ekselikseis-me-thn-ygeia-toy

https://el.wikipedia.org/wiki/Γιώργος_Μαρίνος

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: