Μια αγγλική μελέτη για την αρχαία τραγωδία
Το αρχαίο δράμα και η ικανότητά του να μπαίνει στο παρόν
Διαρκής και ογκώδης παραμένει η θεωρητική παραγωγή για το αρχαίο δράμα, σε συγχρονία με την έντονη σχετική καλλιτεχνική κινητικότητα. Συνέδρια, διαλέξεις και διατριβές. Δεν έχουν ειπωθεί όλα; Τι καινούργιο προς «ανακάλυψη»; Για τον David Wiles, καθηγητή θεάτρου στο κολέγιο Royal Holloway του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, που συγκαταλέγεται στους βασικούς Βρετανούς συγκαιρινούς μας μελετητές του αρχαίου δράματος, το καινούργιο είναι: «Εμείς, ο εαυτός μας είναι κάθε φορά νέος. Κανένας ιστορικός δεν μπορεί να κοιτάξει το παρελθόν αντικειμενικά και επιστημονικά, παρά μόνο μέσα από το βλέμμα και τα εργαλεία του καιρού του. Δεν θέλω να τοποθετήσω τα ελληνικά έργα σε μουσείο. Θέλω να μας μιλούν. Οφείλουμε λοιπόν να τα ενεργοποιήσουμε. Το αρχαίο δράμα είναι ιδιαίτερα δυνατό όσον αφορά στην ικανότητά του να εμπλέκεται στο παρόν». Όταν τον ρωτούν το επάγγελμά του, συστήνεται ως «ιστορικός του θεάτρου». Σπεύδει όμως να συμπληρώσει ότι «η ιστορία δεν έχει κανένα άλλο σκοπό απ’ το να μας βοηθάει να κατανοούμε το παρόν».
Ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του καριέρα ως θεωρητικός του σαιξπηρικού δράματος, μετακινούμενος κατόπιν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, παραδίδοντάς μας πλήθος σχετικών μελετών, με πιο πρόσφατο το βιβλίο «Το Αρχαίο ελληνικό θέατρο ως παράσταση. Μια εισαγωγή», που κυκλοφορεί εδώ και αρκετό καιρό από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας. Στο διεθνές συμπόσιο «Το Αρχαίο Δράμα: Σύγχρονες Προσεγγίσεις και Εκπαίδευση», που έγινε τον Μάρτιο του 2010 ανέλυσε το ζήτημα : «Αρχαίο ελληνικό θέατρο, εκπαίδευση για την πολιτειότητα».
Διαμόρφωση ταυτότητας
Έντονο είναι το ενδιαφέρον του για το πώς το θέατρο διασυνδέεται με την κοινωνία, πώς διαμορφώνει ταυτότητες, «όχι μέσω των ιδεών που κατάγονται από τους συγγραφείς, αλλά μέσω της κοινωνικής πρακτικής της θεατρικής εξόδου. Η Ελλάδα έχει την τύχη να διαθέτει ανοιχτά θέατρα, όπου οι θεατές μπορούν να βιώσουν την αίσθηση της κοινότητας. Η ζωντάνια και η εμπλοκή που συναντά κανείς στο θέατρο, το ξεχώριζαν πάντοτε από ένα μεσοποιημένο γεγονός. Το ζήτημα είναι εάν μπορεί κάποιος να μάθει να είναι δημοκράτης πολίτης, ακούγοντας διαλέξεις είτε παρακολουθώντας θεάματα που αφορούν σ’ αυτό το θέμα». Θέμα ενδιαφέρον, αν συνυπολογίσει κανείς πως ο κυρίαρχος σύγχρονος συλλογικός δημόσιος χώρος «εκπαίδευσης» είναι τα κοινωνικά δίκτυα, ενώ ο δημόσιος βίος εκτυλίσσεται στην οθόνη.
Πώς, λοιπόν, ένας δάσκαλος θα μπορούσε να αξιοποιήσει τις τραγωδίες και τις κωμωδίες; «Δεν θέλω να υποτιμήσω τη συζήτηση και να απομακρύνω τη σημασία της ενασχόλησης με τις ιδέες που εμπεριέχονται στα δραματικά κείμενα. Ο επαναστάτης Αγγλος ποιητής John Milton έγραφε ότι η απομνημόνευση και η μετατροπή των αρχαίων κειμένων σε ήχο και φωνή αποτελούν κρίσιμες παραμέτρους για την εκπαιδευτική διαδικασία, καθώς και το όχημα μέσω των οποίων ο μαθητής μπορεί να αποκτήσει το πνεύμα του Δημοσθένη ή του Κικέρωνα, του Ευριπίδη ή του Σοφοκλή. Το να απορροφάει κανείς ιδέες δεν αρκεί».
«Στόχος μου να διορθώσω μια ιστορική δυσαναλογία»
Η ματιά του συγγραφέα David Wiles καθορίζεται από την άποψη ότι «το γραπτό κείμενο δεν κατέχει την πρωτοκαθεδρία στο θέατρο. Το αρχαίο δράμα δεν βασίζεται στο «κείμενο». Βέβαια το μυαλό μου είναι μέρος του σώματός μου, η γλώσσα ριζώνει στο σώμα και συνδέεται με κάθε του κίνηση. Αγαπώ τους συγγραφείς, αφιέρωσα ένα κεφάλαιο της μελέτης μου στους συγγραφείς. Θυμηθείτε πόσοι θεατρικοί συγγραφείς, οι πιο σπουδαίοι του κόσμου, ήταν επίσης και ηθοποιοί: Ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής, ο Σαίξπηρ και ο Μπεν Τζόνσον, o Μολιέρος, ο Χάρολντ Πίντερ… Το βιβλίο μου στοχεύει να διορθώσει μια ιστορική δυσαναλογία. Βεβαίως και χρειαζόμαστε τους συγγραφείς. Η πηγή της σύγχρονης δυσαρέσκειας για τους συγγραφείς στο θέατρο αφορά δύο ιστορικές κινήσεις: ο συγγραφέας ξεκινά να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του/της ως καλλιτέχνη και όχι ως τεχνίτη λέξεων που προορίζονται για μια θέση στη δημόσια ζωή. Ο συγγραφέας ξεκινά να θεωρεί αυτή την τέχνη σαν κάτι το λογοτεχνικό και αποσυνδέεται έτσι από την τέχνη του ηθοποιού. Αυτές οι δύο τάσεις υπαγόρευσαν μια επιθυμία, που δεν συμμερίζομαι, να περιοριστεί ο συγγραφέας».
Θεωρεί, άλλωστε, ότι το πιο πολύτιμο χαρακτηριστικό της αγγλικής εργασίας στην αρχαία τραγωδία είναι «η συμμετοχή των ποιητών ως μεταφραστών. Με κάποιον τρόπο, είναι περιορισμός για τους Έλληνες σκηνοθέτες, διότι ούτε χρησιμοποιείτε τη γλώσσα του Σοφοκλή, ούτε ελεύθεροι είστε να ανακαλύψετε μια εξ ολοκλήρου φρέσκια γλώσσα. Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί έχουν συχνά μια ελευθερία στην προσέγγιση του Σαίξπηρ, που εμείς στερούμαστε».
Όσον αφορά τη μεγάλη συζήτηση για το «μεταμοντέρνο» και το «μεταδραματικό» σχολιάζει πως «δύο ζητήματα εγείρονται σ’ αυτό το σημείο. Πρέπει οι σκηνοθέτες να ερμηνεύουν τα έργα της αρχαιότητας υπό το φως των συγκαιρινών συνθηκών; Φυσικά και οφείλουν. Έχουμε ανάγκη τον διάλογο του παρελθόντος με το παρόν. Ποια είναι η γνώμη μου για τον μεταμοντερνισμό; Θεωρώ ότι είναι ένα απαισιόδοξο πολιτιστικό κίνημα που έπιασε το Zeitgeist (το πνεύμα της εποχής) της δεκαετίας του ’90. Όσον αφορά το «μεταδραματικό» θέατρο απαιτείται κουβέντα μακροσκελής».
Για τον ίδιο η «οικουμενικότητα» του αρχαίου δράματος και η νοηματοδότησή της στο παρόν έγκειται στο καθήκον του θεάτρου «να διαπραγματεύεται την καθολικότητα του σώματος ενάντια στην ιδιομορφία της γλώσσας. Όλοι μας έχουμε παρόμοιο σώμα και συναισθήματα, μα οι διαφορετικές κουλτούρες έχουν ιδιαίτερα διαφορετικές γλώσσες».
Από άρθρο της Αγγελικής Πούλου στην «Κ» 28.2.2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου