Η ιστορία της Θανατικής Ποινής
Θανατική ποινή είναι η ποινή που επιβάλλεται σε έναν εγκληματία από τις αρχές ενός κράτους, και έχει να κάνει με την αφαίρεση της ζωής αυτού. Είναι η αυστηρότερη ποινή που μπορεί να επιβληθεί και συχνά ονομάζεται «η εσχάτη των ποινών».
Η θανατική ποινή είναι τόσο παλιά όσο και οι ανθρώπινες κοινωνίες. Αρχικά είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, κυρίως με την μορφή θυσίας, ενώ ιδιαίτερα διαδεδομένη ήταν η αντεκδίκηση (βεντέτα). Με την ισχυροποίηση όμως της κρατικής εξουσίας και με τον χαρακτηρισμό ως εγκλήματος κάθε πράξης που διαταράσσει την κοινωνική ειρήνη, η θανατική ποινή, ως η «εσχάτη των ποινών», απέκτησε ανταποδοτικό χαρακτήρα για τον δράστη και παραδειγματικό για τους υπηκόους του μονάρχη.
Ένα πρώιμο γνωστό παράδειγμα θανατικής ποινής είναι η ύπαρξή της στον κώδικα του Χαμουραμπί, την 2η χιλιετία π.Χ. στη Μεσοποταμία. Στην Αθήνα, κατά την αρχαϊκή εποχή, προβλεπόταν από τους νόμους του Δράκοντα. Οι συνηθέστεροι τρόποι θανάτωσης στην αρχαιότητα ήταν η σφαγή, ο αποκεφαλισμός κλπ. Κατά την ρωμαϊκή εποχή διαδόθηκε σε όλη τη Μεσόγειο η μέθοδος της σταύρωσης και του κατασπαραγμού από θηρία. Στον Μεσαίωνα και στην πρώιμη νεώτερη Ευρώπη, μεταξύ άλλων, με θάνατο στην πυρά τιμωρούνταν όσοι θεωρούνταν αιρετικοί και οι κατηγορούμενοι για μαγεία.
Συνυπήρχαν λοιπόν διαφορετικά είδη θανάτωσης που ήταν ανάλογα με το διαπραχθέν έγκλημα, διότι κάθε είδος είχε συνήθως διαφορετικό συμβολισμό. Για παράδειγμα, στην Ευρώπη, ο θάνατος δι' απαγχονισμού θεωρείτο εξευτελιστικός και προβλεπόταν για ληστές, σε αντίθεση με τον αποκεφαλισμό, που θεωρείτο ευγενής τρόπος θανάτου, κατάλληλος για αριστοκράτες. Οι αιρετικοί καίγονταν στην πυρά διότι, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, η φωτιά ήταν μέσο κάθαρσης.
Οι περισσότερες εκτελέσεις στην ιστορία, και ακόμη και σήμερα σε κάποιες χώρες, γίνονταν δημοσίως, ενώπιον πολλών θεατών, για παραδειγματισμό και για επίδειξη της δύναμης του κράτους.
Από την εποχή του Διαφωτισμού και έως τις μέρες μας η θανατική ποινή προκαλεί έντονες συζητήσεις ως προς την σκοπιμότητα και την ορθότητά της καθώς άπτεται πολλών ζητημάτων, όπως η ηθική, η αποτελεσματικότητά της, η ικανοποίηση του αισθήματος δικαιοσύνης κλπ. Η σύγχρονη αντίληψη εδράζεται στην άποψη, ότι η ποινή δεν πρέπει να έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα και να επιβάλλεται χάριν του εκφοβισμού ή παραδειγματισμού άλλων πολιτών, αλλά επανορθωτικό χαρακτήρα για τον δράστη. Σκοπός που αναιρείται με την αφαίρεση της ζωής του.
Οι πολέμιοί της την θεωρούν απάνθρωπη, με το επιχείρημα ότι κάθε ανθρώπινη ζωή πρέπει να είναι σεβαστή και αναφαίρετη, ακόμη και αυτή ενός εγκληματία. Από εδώ προκύπτει και το επιχείρημα ότι, αφού η αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής είναι πράξη άδικη και αξιόποινη, το ίδιο ισχύει και για την ίδια την θανατική ποινή, διότι είναι αφαίρεση της ζωής ενός ανθρώπου. Ένα επιπλέον επιχείρημα είναι πως εκεί που η θανατική ποινή εφαρμόζεται αποδεικνύεται η ανικανότητα του συστήματος για πρόληψη τέτοιων πράξεων καθώς και για επανένταξη εκείνων που τις πραγματοποιούν. Οι υπέρμαχοί της, αντιθέτως, πιστεύουν ότι είναι κατάλληλη για εγκλήματα όπως ο φόνος, ο βιασμός, ή η παιδεραστία, και ότι η θανάτωση του εγκληματία προσφέρει την μέγιστη δυνατή ανακούφιση στον κύκλο του θύματος, καθώς και αποτρεπτικό παράγοντα για τους επίδοξους εγκληματίες.
Στις 30 Νοεμβρίου 1786, ο μέγας δούκας της Τοσκάνης Πέτρος Λεοπόλδος κατάργησε την θανατική ποινή στην επικράτεια του, υπό την επίδραση του Διαφωτισμού. Η σημαδιακή αυτή ημερομηνία τιμάται κάθε χρόνο από τους υποστηρικτές της κατάργησης της θανατικής ποινής και έχει τεθεί υπό την αιγίδα μεγαλοπούλεων του κόσμου με την ονομασία «Ημέρα Πόλεων για την Ζωή» (Cities for Life Day)
Από την αρχαιότητα στο σήμερα
Κατά την αρχαιότητα οι κοινωνίες θεσμοποίησαν διάφορους τρόπους εκτέλεσης των θανατοποινιτών: Οι Βαβυλώνιοι την πυρά, τον πνιγμό και τον ανασκολοπισμό, οι Πέρσες και οι Ρωμαίοι την σταύρωση, οι Εβραίοι την σταύρωση και τον λιθοβολισμό και οι Αιγύπτιοι όλα τα παραπάνω και επιπλέον τον απαγχονισμό, τον πνιγμό και τον αποκεφαλισμό. Πολλοί από τους τρόπους αυτούς διατηρήθηκαν για πολλούς αιώνες με την προσθήκη στα νεώτερα χρόνια του τυφεκισμού.
Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν επιλέξει για την εκτέλεση των εγκληματιών τον λιθοθολισμό, το κατακρήμνισμα (Καιάδας), το δηλητήριο (το κώνειο στο Σωκράτη) και τον αποτυμπανισμό για σοβαρά αδικήματα εναντίον του δήμου στην Αθήνα. Ο όρος προέρχεται από την λέξη τύμπανο, που δήλωνε μια μακριά σανίδα πάνω στην οποία έδεναν τον λαιμό και τα άκρα του καταδίκου, χωρίς να είναι γνωστός ο τρόπος θανάτωσης. Έχουν διατυπωθεί οι εκδοχές του αποκεφαλισμού, της θραύσης του κρανίου με ρόπαλο ή απλή πρόσδεση και ο θάνατός του από πείνα και δίψα. Το 1915, ανακαλύφθηκε στο Φαληρικό Δέλτα ένα τάφος 17 καταδίκων που είχαν εκτελεσθεί με αποτυμπανισμό.
Στην μετεπαναστατική Ελλάδα η θανατική ποινή εκτελούνταν δια τυφεκισμού στο Παλαμήδι, με τον Καποδίστρια να δείχνει συχνά επιείκεια. Επί Όθωνος εισήχθη η λαιμητόμος με πρώτο θύμα τον ληστοπειρατή Μητρομαργαρίτη. Η έλλειψη δημίων, εξαιτίας της αποστροφής των Ελλήνων για το επάγγελμα, ανάγκασε τις αρχές να επαναφέρουν διαζευκτικά τον τυφεκισμό το 1846. Στην βραχύβια δικτατορία του στρατηγού Πάγκαλου εφαρμόστηκε ο απαγχονισμός για επανέλθει αμέσως μετά ο τυφεκισμός.
Η πρώτη γυναίκα που αντιμετώπισε το εκτελεστικό απόσπασμα στα ελληνικά ποινικά χρονικά ήταν η σλαβόφωνη νηπιαγωγός Ειρήνη Γκίνη ή Μίρκα Γκίνοβα από την Καστοριά. Πολεμώντας στις γραμμές του ΕΛΑΣ και στην συνέχεια του ΣΝΟΦ ,κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, συνελήφθη, καταδικάσθηκε σε θάνατο από στρατοδικείο και εκτελέστηκε σε ηλικία 30 ετών, στις 26 Ιουλίου 1946. Η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε εν καιρώ ειρήνης ήταν η 63χρονη Σταυρούλα Γκουβούση για την δολοφονία της εγκύου νύφης της, στις 26 Αυγούστου 1960.
Στην Ελλάδα, η θανατική ποινή καταργήθηκε τον Δεκέμβριο του 1993 από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου (υπουργός Δικαιοσύνης Γεώργιος Κουβελάκης, νόμος 2172/1993, άρθρο 33, παράγραφος 1, ΦΕΚ Α΄ 207), κάτι που επιβεβαιώθηκε και στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Το 2002 καταργήθηκε και στην Κύπρο.
Η τελευταία θανατική ποινή στην Ελλάδα εκτελέστηκε την περίοδο της δικτατορίας. Στις 25 Αυγούστου 1972, αντίκρυσε το εκτελεστικό απόσπασμα ο 27χρονος ηλεκτρολόγος Βασίλης Λυμπέρης, έχοντας καταδικαστεί τετράκις σε θάνατο, γιατί είχε κάψει ζωντανά τα δύο παιδιά του, την γυναίκα του και την πεθερά του. Έκτοτε καμία θανατική ποινή δεν εκτελέστηκε μέχρι την κατάργησή της τον Δεκέμβριο 1993 από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου (υπουργός Δικαιοσύνης Γεώργιος Κουβελάκης, νόμος 2172/1993, άρθρο 33, παράγραφος 1, ΦΕΚ Α΄ 207), κάτι που επιβεβαιώθηκε και στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Ο νόμος αυτός συμπληρώθηκε το 2004 (νόμος 2389) για τα στρατιωτικά αδικήματα σε καιρό πολέμου.
Όλα τα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν πλέον καταργήσει την θανατική ποινή, (το 2002 καταργήθηκε και στην Κύπρο) αλλά συνεχίζει να εφαρμόζεται σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα, και πολλά κράτη του μουσουλμανικού κόσμου. Στις ΗΠΑ πάντως, η θανατική ποινή χρησιμοποιείται από τις ομοσπονδιακές και τις στρατιωτικές αρχές, καθώς και από 28 πολιτείες, αριθμός που ολοένα και λιγοστεύει.
Πηγές
https://www.perfectreader.net/η-ιστορία-της-θανατικής-ποινής/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου