Το «Δημοκρατικό Μανιφέστο»
Σαν σήμερα στις 12 Φεβρουαρίου 1922 δημοσιεύεται σε δύο εφημερίδες το «Δημοκρατικό Μανιφέστο» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ήταν ένας διακεκριμένος πολιτικός και κοινωνιολόγος με καταγωγή από το Λεβίδι Αρκαδίας. (γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 8 Ιουλίου 1876).
Ευρέως γνωστός ως ο Πατέρας της Δημοκρατίας, ο Παπαναστασίου υπήρξε μια από τις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες του α’ μισού του 20ού αιώνα στη χώρα μας, ένας ενάρετος πολιτικός άνδρας με πρωτοποριακές αντιλήψεις και πραγματικά μεταρρυθμιστικό πνεύμα. Υπήρξε επίσης ηγετική φυσιογνωμία της αριστερής πτέρυγας του δημοκρατικού φιλελεύθερου χώρου και ένας ενάρετος πολιτικός άνδρας με πρωτοποριακές αντιλήψεις και πραγματικά μεταρρυθμιστικό πνεύμα. Στο διάστημα της παραμονής του στη Γερμανία, όπου συνέχισε τις σπουδές του της Νομικής στη Χαϊδελβέργη και της Φιλοσοφίας στο Βερολίνο, ήρθε σε επαφή με τις εκεί επικρατούσες σοσιαλιστικές ιδέες των αρχών του 20ού αιώνα. Το 1907, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, δεν άργησε να ιδρύσει, μαζί με τον Δελμούζο και τον Πετιμεζά, την «Κοινωνιολογική Εταιρεία», η οποία αποτέλεσε και το πρώτο του βήμα στον πολιτικό στίβο. Από το 1908 που εμφανίζεται στην πολιτική σκηνή αρχίζει να ξεχωρίζει, πολιτευμένος στον ευρύτερο βενιζελικό πολιτικό χώρο. Ως ηγετική φυσιογνωμία του φιλελευθέρου χώρου διετέλεσε υπουργός σε πολλές κυβερνήσεις και δύο φορές πρωθυπουργός (1924 και 1932). Τον Μάρτιο του 1924 σχημάτισε κυβέρνηση με τη στήριξη του κόμματος των Φιλελευθέρων, η οποία κατέθεσε, στις 25 Μαρτίου του 1924, ψήφισμα στη Δ’ Συντακτική Συνέλευση για την ανακήρυξη αβασίλευτης δημοκρατίας, κηρύσσοντας έκπτωτη τη μοναρχία. Το ψήφισμα επικυρώθηκε με δημοψήφισμα στις 13 Απριλίου 1924.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1922, έξι περίπου μήνες πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και άλλα έξι επώνυμα στελέχη της δημοκρατικής (αριστερής) πτέρυγας των Φιλελευθέρων οι Γ. Βηλαράς, Σπ. Θεοδωρόπουλος, Περ. Καραπάνος, Κ.Μ. Μελάς, Δ. Πάζης και Θρ. Πετιμεζάς υπέγραψαν το "Δημοκρατικό Μανιφέστο", το οποίο προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση, καθώς οι συντάκτες του προειδοποιούσαν για τις επερχόμενες εθνικές συμφορές, ενώ εξαπέλυαν επίθεση κατά του τότε βασιλιά ως κύριου υπαίτιου για την απομόνωση της Ελλάδας από τους μέχρι πρότινος Συμμάχους της, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. Τέτοιο υπήρξε το μένος της κυβέρνησης Γούναρη εναντίον των δημιουργών τού δημοσιεύματος ώστε, λίγες μέρες προτού αναγκαστεί να παραιτηθεί μετά την ήττα της κυβέρνησής του στην ψηφοφορία της Βουλής, φρόντισε να συλληφθούν οι εφτά που το υπέγραψαν και να παραπεμφούν σε δίκη…
Το κείμενο δημοσιεύτηκε λογοκριμένο σε δύο φιλοβενιζελικές εφημερίδες, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ και ΠΑΤΡΙΣ, ενώ ο ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ δημοσίευσε μια αλογόκριτη περίληψη του Μανιφέστου στην τελευταία του σελίδα. Παραδόξως, αν και ο ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ ήταν η μοναδική εφημερίδα που δημοσίευσε το Μανιφέστο στην πρώτη του σελίδα, εκείνοι που τελικά διώχτηκαν ήταν οι συντάκτες των δύο άλλων εφημερίδων, καθώς η μεν ΠΑΤΡΙΣ είχε εκτυπώσει περιορισμένο αριθμό αντιτύπων προτού λογοκριθεί το κείμενο, ενώ ο ΝΕΟΛΟΓΟΣ, αν και δεν το αναδημοσίευσε κατά γράμμα το κείμενο, δεν το είχε λογοκρίνει.
Άλλωστε, όπως φάνηκε και από την αρθρογραφία των επομένων ημερών, ο ΕΛ. ΤΥΠΟΣ κράτησε μια μετριοπαθέστερη στάση απέναντι στο Μανιφέστο, περιοριζόμενος απλά να επικρίνει τη σύλληψη των επτά συντακτών του κειμένου και των δημοσιογράφων, ενώ στο πρωτοσέλιδο του της 15ης Φεβρουαρίου φιλοξενούσε δηλώσεις του αρχηγού των Φιλελευθέρων, Θεμιστοκλή Σοφούλη, ο οποίος υποτήριξε ότι το Μανιφέστο "δεν εγένετο μετά σκέψιν ώριμον και ότι οι κατ' αυτήν (σ.σ. πολιτική πράξη) παραστάντες πληρεξούσιοι δεν ήσαν παρασκευασμένοι, όπως τη συζητήσωσι". Πάντως, ο εκδότης της εφημερίδας, Ανδρέας Καβαφάκης, δολοφονήθηκε λίγες μέρες αργότερα.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ
Ακολουθεί το κείμενο του άρθρου, που έμεινε γνωστό ως Δημοκρατικό Μανιφέστο - μέσα σε αγκύλη βρίσκονται τα τμήματα που λογοκρίθηκαν από τις αρχές και δεν δημοσιοποιήθηκαν εκείνη την εποχή:
"Η κρισιμότης, εις την οποίαν έχουν περιέλθει τα εθνικά μας πράγματα, και οι μεγάλοι κίνδυνοι προς τους οποίους φερόμεθα, επιβάλλουν περισσότερον από πάντοτε γυμνήν, οσονδήποτε ωμή και αν είναι την αλήθειαν.
Και την αλήθειαν αυτήν, όπως την βλέπομεν και την πιστεύομεν, θεωρούμεν καθήκον μας να διακηρύξωμεν.
Η Ελλάς, πιστή εις τας παραδόσεις και τας υποχρεώσεις της, εν πλήρει γνώσει των συμφερόντων και συναισθήσει των δικαιωμάτων της, καταπνίξασα έκθεσμον εσωτερικήν αντίδρασιν, εισήλθεν εις τον παγκόσμιον πόλεμον και ηγωνίσθη και αυτή ολοψύχως προς επικράτησιν του δικαίου, εξασφάλισιν της εθνικής ελευθερίας και παγίωσιν της ειρήνης εις την Ευρώπην. Και, εμπιστευθείσα τα δίκαια της εις τους Μεγάλους Συμμάχους, τους παλαιούς προστάτας και φίλους της, είδε τας προσδοκίας της δικαιουμένας, αφού διά των συνθηκών με την Βουλγαρίαν και την Τουρκίαν και των συναφών προς αυτάς διεθνών πράξεων ανεγνωρίσθησαν κατά το δυνατόν μέτρον αι εθνικαί μας διεκδικήσεις.
Και ανέθεσαν μεν οι Σύμμαχοι την εφαρμογήν της Συνθήκης των Σ εβρών εις την Ελλάδα, αλλ' εξηκολούθουν οι ίδιοι τας εχθροπραξίας με τους Τούρκους.
Το γεγονός τούτο, η εκ του κοινώς αγώνος αλληλεγγύη, καθώς και το γενικόν συμμαχικό συμφέρον προς σεβασμόν των συνθηκών παρείχαν την βεβαίωσιν, ότι η Ελλάς, εις την προσπάθειάν της προς εφαρμογήν της Συνθήκης των Σεβρών, θα είχεν, εκτός έστω και μικράς πολεμικής συνδρομής των Συμμάχων, εν πάσει περιπτώσει την υλικήν και κυρίως αμέριστον την ηθικήν αρωγήν των. Αυτή δε και μόνη θα ήτο ικανή να προκαλέση, εν περιπτώσει πείσμονος αντιστάσεως της Τουρκίας, τας δυσμενεστέρας δι' αυτήν συνεπείας, αι οποίαι προηγγέλθησαν διά της μετ' αυτής συνθήκης και αίτινες θα ωδήγουν εις ολοκληρωτικήν απελευθέρωσιν και της ελληνικής και των άλλων υπό τον τουρκικόν ζυγόν εθνοτήτων.
[Όμως τα πράγματα μετεβλήθησαν άρδην από της 22ας Νοεμβρίου 1920.
Αι σύμμαχοι Μεγάλαι Δυνάμεις, βλέπουσαι κατά ποίον τρόπον επεδίωκαν τα κυβερνώντα κόμματα να λύσουν το δυναστικόν ζήτημα, εδήλωσαν επισήμως ότι:
Δεν θέλουν να επέμβουν εις τα εσωτερικά πράγματα της Ελλάδος, αλλ' είναι ηναγκασμέναι να δηλώσουν δημοσία ότι η παλινόρθωσις επί του θρόνου της Ελλάδος, ενός ηγεμόνος του οποίου η όχι νομιμόφρων στάσις και διαγωγή απέναντι των Συμμάχων κατά την διάρκειαν του πολέμου εγένετο δι' αυτούς πηγή δυσχερειών και απωλειών σοβαρών, δεν θα ηδύνατο να θεωρηθή παρ' αυτών ειμή ως κύρωσις παρά της Ελλάδος των εχθρικών πράξεων του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Το γεγονός τούτο θα εδημιούργει μίαν κατάστασιν νέαν, δυσμενή εις τας σχέσεις μεταξύ της Ελλάδος και των Συμμάχων και εις την περίστασιν αυτήν αι τρεις Κυβερνήσεις δηλούν ότι επιφυλάσσουν δι' εαυτάς πλήρη ελευθερίαν δράσεως διά να κανονίσουν την κατάστασιν αυτήν.
Την εξαιρετικήν σοβαρότητα της τοιαύτης δηλώσεως, ανεξαρτήτως της βασιμότητος ή μη των κατά του Βασιλέως ισχυρισμών των Συμμάχων, έκρυψαν από τον λαόν τα κυβερνώντα κόμματα και διά της σκηνοθεσίας του δημοψηφίσματος της 22ας Νοεμβρίου 1920 έρριψαν εφ' ολοκλήρου του ελληνικού Έθνους την ευθύνην της παλλινορθώσεως του Βασιλέως Κωνσταντίνου, υπέ της οποίας κανείς πολιτικός, πονών την πατρίδα, δεν επετρέπετο να τα ταχθή, μετά την κατά της Γερμανίας συμμαχικήν νίκην,
Τοιουτοτρόπως εδημιουργήθη εις τον τόπον μας καθεστώς μη απολαύον της εμπιστοσύνης των Συμμάχων, τοσούτο μάλλον, καθόσον τα ίδια κόμματα διά της δουλικής των συμπεριφοράς από του 1915 κατώρθωσαν να παραστήσουν τον Βασιλέα Κωνσταντίνον ως συγκεντρούντα εις τον τόπον την ισχυροτέραν και σταθερωτέραν πολιτικήν δύναμιν, επιβαλλομένην ακόμη και εναντίον σαφώς εκπεφρασμένης διαφόρου λαϊκής θελήσεως.]
ΑΙ ΕΘΝΙΚΑΙ ΣΥΜΦΟΡΑΙ
Έκτοτε επισωρεύονται αι εθνικαί συμφοραί. Η Ελλάς εξέπεσεν από την επίζηλον θέσιν που είχεν εις το πλευρόν των ΣΥμμάχων. Κάθε οικονομική αρωγή εκ μέρους αυτών διεκόπη. Ο Βασιλεύς, επανελθών, δεν ανεγνωρίσθη. Ανεγνωρίσθη όμως ο Κεμάλ και η Κυβέρνησις της Αγκύρας ως νόμιμος και ως κυρίως εκπροσωπούσα την Τουρκίαν. Η Συνθήκη των Σεβρών εγκαταλείφθη και όχι μόνον αφέθημεν κατάμονοι να επιβάλωμεν την ειρήνην εις τους Τούρκους, αλλά και περιοριζόμεθα από τους Συμμάχους εις την πολεμικήν μας δράσιν.
Σύμμαχοι Δυνάμεις συνάπτουν συμφωνίας με τους Τούρκους, διευκολύνουν την στρατιωτικήν των ενίσχυσιν και υποστηρίζουν τας πλέον παραλόγους αξιώσεις των.
Επί πλέον η Βόρειος Ήπειρος, ενώ είχε κατακυρωθή εις την Ελλάδα διά διεθνούς πράξεως, παραχωρείται από τας ιδίας συμμάχους Δυνάμεις εις την Αλβανίαν. Η διά την αποκατάστασιν των Δωδεκανήσων ανειλημμένη υποχρέωσις αθετείται αδιαμαρτυρήτως. Τέλος, ακόμη και ύστερα από αιματηροτάτους και επιτυχείς αγώνας του στρατού μας, όχι μόνον δεν γίνεται πλέον κανείς λόγος περί σεβασμού της μετά της Τουρκίας συνθήκης, αλλά και πανταχόθεν επιδιώκεται η απομάκρυνσις μας από την Μικράν Ασίαν, υποστηρίζεται μεταξύ των Συμμάχων, κατά παράβασιν της από αιώνος ισχυούσης αρχής διάς τας απελευθερουμένας από την Τουρκίαν χώρας, η αποκατάστασις πλήρους της τουρκικής κυριαρχίας και δοικήσεως εις τα απελευθερωθέντα τμήματα της Μικράς Ασίας, εσχάτώς δε και της Ανατολικής ακόμη Θράκης, διά να χαθή κατόπιν με την σειράν της και η Μακεδονία. Παρίστανονται δε σήμερον αι κυρωθείσαι δια συνθήκης εθνικαί μας διεκδικήσεις ως κατακτητικαί από τα ίδια συμμαχικά στόματα, τα οποία προηγουμένως εκήρυτταν ότι η διατήρησις της τουρκικής κατακτήσεως εις την Θράκην και την Δυτικήν Μικράν Ασίαν αντίκειται εις το δίκαιον, την ιδέαν της εθνικής ελευθερίας και τον ανθρωπισμόν. Παντού, όπου προηγουμένως ευρίσκαμεν θερμήν φιλικήν υποδοχήν και αμέριστον υποστήριξιν, συναντώμεν τώρα, εις όλα μας τα ζητήματα, δυσμένεια και εχθρότητα.
Εις τοιούτο δε σημείον έχουν περιέλθει τα πράγματα, ώστε, ενώ από τεσσάρων μηνών η Κυβέρνησις εκλιπαρεί την επέμβασιν των Συμμάχων προς ειρήνευσιν, συμμαχική συμφωνία προς τούτο, έστω και πόρρωθεν ικανοποιούσα τας αξιώσεις μας και δυναμένη εν ταυτώ να επιβληθή εις τους Τούρκους από τους Συμμάχους, απεδείχθη αδύνατος.
Μόνον με εντελή καταστροφήν των ενικών μας δικαίων φαίνεται ότι θα ήτο κατορθωτή συμμαχική συμφωνία.
Κατ΄ακολουθίαν μοιραίως φερόμεθα εις εξακολούθησιν της πολεμικής καταστάσεως με παντελή ιδικήν μας απομόνωσιν και έμμεσον και άμεσον ακόμη υποστήριξιν των Τούρκων εκ μέρους τω παλαιών φίλων και προστατών της Ελλάδος, των χθεσινών συμπολεμιστών και συμμάχων μας.
[Η τοιαύτη καταστροφή επήλθε και συνεχίζεται, διότι οι υπεύθυνοι κυβερνήται απέκρυψαν την αλήθειαν από τον λαόν, έταξαν υπεράνω της εθνικής σωτηρίας προσωπικά συμφέροντα της Βασιλείας, όπισθεν των οποίων καλύπτεται ευτελής κομματική ιδιοτέλεια.
Αλλ' είναι πλέον καιρός, έστω και την υστάτην στιγμήν, να συνέλθωμεν, να πέσουν τα ψεύδη, να επιβληθή το πραγματικόν συμφέρον του Έθνους. Είναι καιρός να εξαρθώμεν όλοι υπεράνω κάθε κομματικής εμπαθείας, κάθε κομματικής βλέψεως.
Είναι υπερτάτη ανάγκη κάθε προσωπικόν συμφέρον της Βασιλείας να υποκύψη αγογγύδτως εις το εθνικόν συμφέρον. Αι δημαγωγικαί προσωπολατρείαι και οι βυζαντινισμοί πρέπει να λείψουν. Πρόκειται περί της υποστάσεως του Έθνους, περί του στρατού μας, του τόσον ηρωικώς θυσιαζομένου. Η Ελλάς είναι δημιούργημα του πνεύματος, των μόχθων και των αγώνων των τέκνων της. Δεν είναι βασιλικόν τιμάριον και δεν ειμπορεί ποτέ να γίνη ανεκτόν να θυσιασθή και το ελάχιστον τμήμα της χάριν προσωπικών βασιλικών συμφερόντων.]
ΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΕΝΤΑ ΕΔΑΦΗ
Παρ' όλον τον πόθον προς επάνοδον εις τον ειρηνικόν βίον, δεν είναι δυνατόν να δεχθή η Ελλάς να επιβληθή εκ νέου η τουρκική διοίκησις εις τα αποσπασθέντα διά της Συνθήκης των Σεβρών τμήματα της Μικράς Ασίας. Από την εκ της τουρκικής κατακτήσεως τέφραν εβλάστησεν εκεί και ανθεί ελληνική ζωή, παράγουσα πλούτον, κτίζουσα πόλεις, εξαπλώνουσα τα φώτα, δημιουργούσα πολιτισμόν, ζωή η οποία ενσαρκώνεται εις εκατομμύριον ανθρωπίνων υπάρξεων, εχουσών την πλέον ισχυράν εθνικήν συνείδησιν και θέλησιν. Και όλα αυτά υπό την σκληράν πίεσιν και τον κατατρεγμόν του πλέον βαρβάρου κατακτητού. Εκ τούτου γίνεται φανερόν ποίας εθνότητος πεδίον δράσεως διά λόγους και γεωγραφικούς και φυλετικούς είναι αναγκαίως τα μέρη εκείνα, όπως άλλως τε και η ιστορία των το μαρτυρεί, ενώ ουδέν αποδεικνύουν τοπικαί μικραί αλληλοεθνείς πλειοψηφίαι, αίτινες και εγεννήθησαν από την πλέον καταστρεπτικήν κατάκτησιν και διατηρούνται χαρις εις αυτήν.
Την ελληνικήν λοιπόν αυτήν ζωήν δεν είνε δυνατόν να παραδώσωμεν εις ους Τούρκους πάλιν, μετά τριών ετών ελεύθερον βίον, ακόμη και διά λόγους μόνον φιλανθρωπίας.
Οι Τούρκοι εστάθησαν ανίκανοι να δημιουργήσουν ιδικόν των ανώτερον πολιτισμόν ή να δεχθούν τον πολιτισμόν των εθνών που κατέκτησαν. Την επιβολήν των επ' αυτών εστήριξαν διαρκώς εις την πλέον ωμήν βίαν, εις την παρεμπόδισιν της προκοπής των υποδούλων, των οποίων κάθε οικονομική, ηθική και πνευματική ανύψωσις επνίγετο και πνίγεται πάντοτε εις το αίμα και την αρπαγήν. Τι λοιπόν περιμένει τον Ελληνισμόν της Μικράς Ασίας, παραδιδόμενον εκ νέου εις τους Τούρκους, το γνωρίζομεν. Και αν το παλαιόν μαρτυρολόγιον του Έθνους κείται μακράν εις την μνήμην, βοούν οι διωγμοί, αι σφαγαί, τα βασανιστήρια και αι αρπαγαί, αι από του 1913 καιτά των ομοεθνών μας διαπραττόμεναι συστηματικών και εις την Μικράν Ασίαν και εις την Θράκην κατ' επιταγήν αυτού του Κρα΄τους, όπως πάντοτε, καθώς και η επίσης τραγική τύχη των Αρμενίων. Δεν είμεθα δε τόσον απλοϊκοί φιά να πιστεύσωμεν εις προστασίας μειοψηφιών, εμπιστευμένας εις οιασδήποτε αρχάς, εντός περιβάλλοντος τουρκικής διοικήσεως. Διά τους ίδιους λόγους, εις εις τους οποίους προστίθεται και αύξησις των κινδύνων της ασφαλείας του Κράτους και της διατηρήσεως της ειρήνης, αμεσώτερον απειλουμένης από μεγαλυτέραν εκ νέου εξάπλωσιν των Τούρκων εις την Θράκην, δεν είνε δυνατόν να δεχθή η Ελλάς ούτε συζήτησιν περί οιασδήποτε υποχωρήσεως μας εις την Θράκην.
Η ΦΙΛΙΑ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ
Προς περιφρούρησιν των νομίμων αυτών εθνικών μας αξιώσεων έχομεν ανάγκην της συνδρομής των παλαιών προστατών, φίλων και συμμάχων της Ελλάδος. Τίποτε δεν χωρίζει το Έθνος απ' αυτούς. Εάν ευρέθησαν εις το παρελθόν Κυβερνήσεις, επιβληθείσαι εις τον τόπον εναντίον της λαϊκής θελήσεως, αίτινες ημπόδισαν επί τινά χρόνον την Ελλάδα να συνεχίση την πατροπαράδοτον πολιτικήν της, ο Ελληνισμός όμως, μετά δύο πολέμους και μίαν εξαντλητικήν επιστράτευσιν, έκαμε μίαν επανάστασιν, διά να αναμιχθή εις τον πόλεμον παρά το πλευρόν των παλαιών του φίλων και έθεσεν όλας του τας δυνάμεις εις τον κοινόν υπέρ του δικαίου αγώνα, τον οποίον και συνεχίζει ακόμη με υπερτάτας θυσίας.
[Και αφού εκ μέρους των Συμμάχων προβάλλεται δυσπιστία προς ημάς, ένεκα του τρόπου καθ' ον ελύθη το δυναστικόν ζήτημα, και η αποκατάστασις της Ελλάδος εις την συμμαχικήν της θέσιν κατ' άλλον τρόπον απεδείχθη πλέον περιτράνως αδύνατος, επιβάλλεται να διαμορφωθή τοιουτοτρόπως το δυναστικόν καθεστώς, ώστε ν' ανακτηθή πλήρως η εμπιστοσύνη των Συμμάχων.
Είναι ψεύδος ότι τούτο αποτελεί οπωσδήποτε επέμβασιν εις την διακυβέρνησιν του τόπου, μείωσιν της αυτοτελείας του. Εφ' όσον το Έθνος έχει ανάγκην της συνδρομής των συμμάχων Δυνάμεων και είναι αποφασισμένον μαζί τους να βαδίση εις το μέλλον, όπως και εις το παρελθόν, αυτό τούτο το Έθνος, ομρώμενον από την επίγνωσιν των υπερτάτων συμφερόντων του, ελευθέρως και αυτοπροσώπως, θα εκδηλώση κατά τρόπον, αποκλείοντα κάθε αμφισβήτησιν και δισταγμόν, την τοιαύτην ειλικρινή του πρόθεση.
Αν όμως, παρ' όλας τας επισωρευομένας συμφοράς, εξακολουθήση η Κυβέρνησις, αδιαφορούσα δια΄την έκπτωσιν της Ελλάδος από την συμμαχικήν της θέσιν, να τάσση το προσωπικόν βασιλικόν συμφέρον υπεράνω της γενικής σωτηρίας, θα γενικευθή η πεποίθησις, ήτις ήρχισε να ριζοβολή, αφ' ότου προ ολίγων ετών εματαιώθη η θέλησις του Έθνους προς κανονισμόν της εξωτερικής του πολιτικής συμφώνως προς τας παραδόσεις, τα αισθήματα και τα συμφέροντα του, ότι ο θεσμός της βασιλείας, τον οποίον εδέχθη και διατηρεί ο ελληνικός λαός, όπως τον έχη πρόμαχον των εθνικών δικαίων, εθνικόν συνεκτικόν κρίκον και σύμβολον, είναι πρόξενος εθνικών συμφορών, συντελεί όχι εις την συνοχήν, αλλά εις την διάσπασιν του Έθνους. Σύμφωνα με την πεποίθησιν αυτήν, το βλέπομεν καθαρά, θα ρυθμίση, όπως είναι φυσικόν, την δράσιν του το Έθνος, άξιον και σεβασμού μεγαλυτέρου και τύχης καλυτέρας.]
Εξ ονόματος των δημοκρατικών Φιλελευθέρων
Γ. ΒΗΛΑΡΑΣ, Σ. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Π. ΚΑΡΑΠΑΝΟΣ, Κ. ΜΕΛΑΣ, Δ. ΠΑΖΗΣ, Α. ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, ΘΡ. ΠΕΤΙΜΕΖΑΣ
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου