Όταν το παντελόνι παραμέρισε την φουστανέλα
Η άσπρη «μπουραζάνα», μέ την οποίαν κατεβαίνουν στην Αθήνας οι Σαρακατσαναίοι των βουνών της Αττικής, ενώ ήσαν όλοι γραφικοί φουστανελάδες, ως τα 1918, και το ακόμη πεζότερο πανταλόνι, μέσα στο όποιον έθαψε τα λυγίσματα του και τα ανεμίσματα του ο λαός της Ρούμελης, είναι γενικό πλέον φαινόμενο.
Ιστορικό γεγονός είναι αυτή η μετακίνηση από την φουστανέλα στο πανταλόνι. Μήπως και ο Γάλλος φιλόσοφος 'Ιππόλυτος Ταίν δεν πίστευε σοβαρά ότι το πανταλόνι είναι το σοβαρότερο γεγονός της ιστορίας; «Ακραδάντως πιστεύω -γράφει ο φιλόσοφος - ότι η πιο μεγάλη ιστορική μεταβολή είναι η εμφάνιση του παντελονιού. Το ρούχο αυτό φανερώνει το πέρασμα του κόσμου από τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό εις τον νεώτερον. Δεν υπάρχει τίποτα τόσο δύσκολο, όσο ν' αλλάξει μια συνήθεια γενική και καθημερινή. Για να ξεντυθεί και να ντυθεί αλλιώς ο άνθρωπος, θα πη πώς χάλασε και ξανάγινε καινούριος». Αλήθεια. Δεν είναι ο ίδιος ο έλληνας φουστανελάς κι' ο παντελονάς! Ο πρώτος έζησε με τη μεγάλη Ιδέα, θ δεύτερος έμαθε πώς μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αύτη.
Ένα τέτοιο σημαντικό γεγονός, σαν την εξαφάνιση της φουστανέλας, η οποία είναι και εμφάνιση της ανίας -διότι η μονοτονία και η ανία γεννηθήκαν την ημέρα πού όλα ήσαν τα ίδια, και η εισβολή του παντελονιού στα χωριά είναι ότι χρειάζεται: για να γίνουν όλα τα ίδια — ένα τέτοιο γεγονός μου δίνει αφορμή να μιλήσω για τον τελευταίο ίσως Eλληνορράπτην του ελληνισμού Κώσταν Γεωργούλαν, ο όποιος ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Έμεινε ένας. Και φοβούμαι πώς είναι o τελευταίος έλληνορράπτης κι’ ο τελευταίος φουστανελάς μαζί. Όταν, πέρυσι (1931), παρουσιάσθηκε ανάγκη να σχεδιάσουμε την στολή του Προτύπου τάγματος Ευζώνων, είχα την τύχη να συνεργασθώ με το σωζόμενο αυτό μνημείο του απελθόντος πολιτισμού των πτυχώσεων. Η συνεργασία μου με τον σεβαστό Γεωργούλαν είχε και το αποτέλεσμα να μάθω μερικά πράγματα, όχι ασήμαντα, για την λαογραφία μας και για την λαϊκή τέχνη. Τρεις άνθρωποι χρειάζονται, για να γίνει η ενδυμασία του φουστανελά. (Μιλούμε προ παντός για τη φέρμελη και τά τουζλούκια του.) Οι τρεις αυτοί είναι:
Ο ζεχάς, ο γαϊτανωτής, ο κεντεστής.
Ο ζεχάς κάνει τα ζέχια, δηλαδή τη γραμμή, η οποία ράβεται απάνω στο ύφασμα της φέρμελης και με την έξοχη της σχηματίζει τα κεντήματα.
Ο γαϊτανωτής εργάζεται στα γαϊτανώματα, δηλαδή στην πλατειά γραμμή πού προσαρμόζεται στην άκρη της στολής, το πλαίσιο να πούμε.
Ο κεντιστης είναι αυτός πού με τα ζέχια σχηματίζει το κέντημα.
Το έργο, πού εργάζονται oι τρεις αυτές ειδικότητες, είναι επίπονο, βραδύ, απέραντο, αληθινός άθλος. Είναι η στολή του φουστανελά. Έργο εξωτικό για το περίπλοκο κέντημα του και για τη λαμπρότητα του. Τραγικό για τη φθορά των ματιών πού χρειάζεται. Γενεές ελληνορραπτών πέρασαν σκυμμένες απάνω σ’ αυτό, σταυροκαθισμένες στο ράφι.
Το κέντρο της ελληνορραπτικής ήταν τα Γιάννενα. Αυτά έδωσαν τους καλούς τεχνίτες και τον περιφημότερο απ' αυτούς, τον Νέστορα Αποστολίδην, του όποιου το όνομα παραδόθηκε με θαυμασμό από ελληνορράπτη σε ελληνορράπτη, και του οποίουν το ιστορικό ψαλίδι ευτύχησε να κληρονομήσει ο Γεωργούλας.
Ο δεύτερος ξακουσμένος ελληνορράπτης ήταν ο Γεωργίου, πίσω από την Αγία Ειρήνη, τεχνίτης της φρουράς των Ανακτόρων. Η δύση της ελληνορραπτικής είχε γίνει, να πη κανείς, προ πενήντα ετών. Διότι, αν κυριαρχούσε ακόμη τότε η κόντη αγροτική φουστανέλα, είχε όμως σχεδόν παύσει να γίνεται η Πελοποννησιακή φουστανέλα, τα τουζλούκια, η μακριά φουστανέλα, η οποία στον αγώνα ήταν η κυρίως πολεμαρχική στολή κι’ έπειτα έμεινε ως η αστικη ενδυμασία.
Τον τύπο της αστικής φουστανέλας τον διατήρησε ως τελευταία ο Αλέξιος Στριφτόμπολας, και οι περισσότεροι από τους σημερινούς θυμούνται το φανταστικό θέαμα πού παρουσίαζε ο κυπαρισσένιος γηραιός πολιτευόμενος των Πατρών μέσα στην εξευρωπαϊσμένη πρωτεύουσα μας.
Θα συμπληρώσω τώρα την ονοματολογία με τον καθορισμό των τριών κομματιών της αστικής και πολεμαρχικής στολής. Είναι λοιπόν:
Η φόρμα = το κεντητό γελέκι με τα μανίκια. Η φέρμελη = το επανογέλεκο. Το τουζλουκι = η κουμπωτή κάλτσα.
Να πούμε πώς εξεφώνησα τον επικήδειο του πολιτισμού των πτυχώσεων στην Ελλάδα ; Όχι. Έ γνώμη μου — και την είπα και άλλοτε — είναι πώς μπορούμε και πρέπει ν' αντισταθούμε. Δεν πρόκειται βέβαια να τα βάλουμε με την αμείλικτη πραγματικότητα. Η ζωή δεν κάνει συμβιβασμούς. Η φουστανέλα, σήμερα, για το χωριάτη θα ήταν δάνδικη παραφροσύνη. Χρειάζεται ολόκληρο τόπι πανί γι’ αυτή. Κι’ έκτος αυτού, τα εξαρτήματα της, τα τσαρούχια, η κάπα, το σελάχι, η σκούφια, η πατατούκα, και το φοβερότερο απ’ όλα, η κάλτσα —το μαγιώ, στο οποίον η τιμή του φουστανελά δεν επιτρέπει την ελάχιστη ζαρωματιά— αποτελούν όλα μαζί μια περιπέτεια, την οποία κανένας δεν έχει τον ηρωισμό ν’ αντικρύσει, στην εποχή της ταχύτητας και της οικονομίας. Η φουστανέλα μένει και θα μείνει απλή διακόσμηση και ιστορία με τη στολή του Προτύπου των Ευζώνων.
Από τη ζωή χωρίστηκε οριστικώς. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πώς πρέπει και να χαθεί. Θα κάμουμε ότι και άλλα κράτη. Η Ελβετία προσπαθεί με χρηματικά βραβεία να σώσει το λαϊκό ένδυμα των χωριών της. Όταν, εδώ και είκοσι χρόνια, για όμοιους οικονομικούς λόγους, διέτρεξε κρίσιν το Σλόϋδ της Σουηδίας, η λαϊκή της τέχνη, οι Σουηδοί έλαβαν εξαιρετικά μέτρα για να τη συγκρατήσουν. Και δεν απέτυχαν. Τα έθνη δεν τα παραδίνουν όλα στο θάνατο. Η ιδέα μου είναι πώς, αν θεσπίσουμε τοπικές εορτές, μια κάθε χρόνο, σε διάφορα κέντρα, λαϊκής τέχνης της Ελλάδος, και αν κινήσουμε το συμφέρον — πρώτ' απ' όλα — έπειτα τη φιλοτιμία και τη φιλαρέσκεια των αγροτικών μας πληθυσμών, το λαϊκό ένδυμα θα σωθεί. Θα είναι βέβαια στο περιθώριο της ζωής, θα έχει υπόσταση μουσειακή, αλλά θα υπάρχει.
Οι ίδιοι οι χωρικοί μας έδειξαν το δρόμο. Τη φουστανέλα οι ορεινοί και τα χωριάτικα των οι γυναικάς τα βγάζουν πλέον από τα σεντούκια και τα φορούν μόνο σ’ ένα γάμο. Ο γάμος είναι η έκθεση λαϊκής τέχνης, πού μπορεί να ιδεί κανείς στα χωριά, η σπάνια στιγμή πού το χωριό της Ρούμελης χρωματίζεται, και υποχωρεί το παντελόνι, ο φοβερός παράγων της ομοιομορφίας και της μονοτονίας, για να βγουν στο φως τα χρώματα, τα κλαριά, οι φαντασίες, το παιχνίδι, η τέχνη. Όταν αυτό συμβαίνει, θα πει πώς ο λαός δεν έχασε ακόμα την αγάπη του στολιδιού. Το χρειάζεται στη σπάνια ώρα πού ξοδεύει το περίσσευμα της ενεργείας του. Αυτό μας πείθει πώς η λαϊκή ενδυμασία μπορεί νι μείνει σαν διακόσμηση της ζωής, σαν έκφραση χαράς — και είναι τόσο λίγη! — του αγροτικού μας πληθυσμού, αρκεί να ζωντανέψουμε το ενδιαφέρον του με τοπικές εορτές, πού θα δώνουν αφορμή να επιδειχτεί ο λαός μέσα από τοπικό του ρούχο και στην τέχνη του. Ένας τέτοιος θεσμός θα είναι αγώνισμα ομορφιάς και λαϊκής τέχνης, θα είναι Δελφικές εορτές, χωρίς το δράμα, μόνο με το λαογραφικό τους μέρος, με τους χορούς τους, με το λαϊκό τους αγώνισμα, με το θέαμα των, με το πρατήριο των και με τα χρηματικά τους βραβεία.
Μια ηθική και ολική εμψύχωση, όπως τη φαντάζομαι —μια από τις πολλές για τη λαϊκή τέχνη — θα συντρέξει να σώσουμε τη φουστανέλα, έστω ως κόσμημα, όχι ως φόρεμα, άλλα πάντως να παρατείνουμε τη διάρκεια της. Και όχι μόνο τη δική της διάρκεια, άλλα και πολλών ειδών λαϊκής τέχνης, πού αποτελούσαν το επιτελείο της. Ας μη λησμονούμε πώς, δυστυχώς, φεύγει κι’ αυτή σύμφωνα με το πρωτόκολλο των ηγεμόνων: με συνοδεία.
Διασκευή από την «Φουστανέλλα» του Ζαχαρία Παπαντωνίου που γράφτηκε στα 1932
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου