Translate -TRANSLATE -

Σάββατο 20 Μαΐου 2023

Ο φιλόσοφος βασιλεύς

 


Ο φιλόσοφος βασιλεύς

Η κοσμογονική στροφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου στον χριστιανισμό

 

Του Νικολάου Γ. Πολίτου

Αναπλ. καθηγητή Φιλοσοφίας

της Φιλοσοφικής Σχολής

του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Μολονότι υποστηρίζεται πως ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως πολιτικόν ον, εντούτοις δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις, το αντίθετο μάλιστα, να συμπεριφέρεται κατά τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με αυτή τη διαπίστωση. Ο λόγος της αντικοινωνικής-αντιπολιτικής συμπεριφοράς πρέπει ίσως να ζητηθεί στο πλημμελές των πολιτειών, που δεν επιτρέπουν ή και εμποδίζουν την εξέλιξη και αναστροφή ενός εκάστου, σύμφωνα με τις φυσικές του καταβολές. Δικαιολογείται μάλιστα το ότι στην ιστορία της φιλοσοφίας ονομάστηκαν σοφοί οι κατ' εξοχήν ικανοί κυβερνήτες. Τη θέση αυτή ενισχύει και η διαπίστωση του Πλάτωνος ότι οι ταραχές στις πόλεις δεν πρόκειται να σταματήσουν αν δεν βασιλεύσουν οι φιλόσοφοι ή αν δεν φιλοσοφήσουν οι κυβερνώντες. Στην αναζήτηση λοιπόν του, κατά τα πλατωνικά μέτρα, όντως κυβερνήτου, η βυζαντινή διανόηση διαπιστώνει πως αυτός ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, επειδή επέφερε την ειρήνη στην αυτοκρατορία. Στην ερώτηση αν μπορεί να χαρακτηρισθεί έτσι ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτωρ, η απάντηση είναι, εν προκειμένω, καταφατική, επειδή η συμπεριφορά του Κωνσταντίνου είναι σύμφωνη με τα πλατωνικά δεδομένα, διότι σε αυτή διακρίνεται η φροντίδα του για το ορθό και για την εφαρμογή του ορθού στους εξουσιαζομένους απ' αυτόν.

Στην επιχείρηση προσδιορισμού της ποιότητος του φιλοσόφου-βασιλέως έχουν γραφτεί πλείστα όσα έργα, ειδικότερα κατά την περίοδο της έσω φιλοσοφίας. Σε γενικές γραμμές, πάντως, ο φιλόσοφος-βασιλεύς πρέπει να μοιάζει προς τον Θεό, ο οποίος, στην παντογνωσία του, φροντίζει περί ενός εκάστου. Έτσι λοιπόν, στα έργα αυτά τονίζεται η ανάγκη υπάρξεως των αρετών οι οποίες θα τον καθιστούν αντάξιο της θέσεως του. Τέτοιες αρετές είναι οι γνώσεις και η διάθεση για βοήθεια όσων έχουν ανάγκη, έτσι ώστε, σε όσο βαθμό μπορεί, να μοιάζει προς τον Θεό.

Οι γνώσεις

Αν κάθε γνώση πρέπει να διαφοροποιεί τον άνθρωπο από ό,τι ήταν προηγουμένως, τότε κάθε γνώση που θα αναφέρεται στη διοίκηση ενός κράτους πρέπει να διαφοροποιεί τον σωστό κυβερνήτη εν σχέσει προς τον τρόπο που αυτός εφέρετο προηγουμένως. Στον Κωνσταντίνο διακρίνεται ευχερώς αυτή η συμπεριφορά, ειδικώς στην τάση για απεμπόληση των ρωμαϊκών δεδομένων και στην αποδοχή των ελληνικών. Το εγχείρημα δεν είναι εξαιρετικό, αφού η ειδωλολατρία περιγράφεται ως «ένα αλλόκοτο αμάλγαμα από δοξασίες και λατρείες που προέρχονταν από πολλές χώρες και αντιπροσώπευαν κάθε πολιτιστικό στάδιο, από τον υψηλό, αν και μάλλον ασαφή, πανθεϊσμό ως την πιο χυδαία ζωολατρία». Αποκτά όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή η μεταστροφή του Κωνσταντίνου εφαρμόσθηκε στον τότε γνωστό κόσμο.

Αρνούμενος αυτήν την κατάσταση, ο Κωνσταντίνος ταυτίσθηκε με μια μεγάλη μερίδα του αρχαίου κόσμου, η οποία, επειδή διέγνωσε τη ματαιότητα των αρχαίων δογμάτων, ασπάσθηκε τον χριστιανισμό, δεχόμενη όμως ό,τι καλό και χρήσιμο είχε προσφέρει ο ελληνισμός, όπως «τη γλώσσα, τους τύπους των πολιτευμάτων, τη ρητορική και τη φιλοσοφική μέθοδο». Χωρίς να χρειασθεί μεγάλη διαπραγμάτευση, αφού ο τόπος δεν το επιτρέπει, γίνεται δεκτό πως ο Κωνσταντίνος «υπό μίαν έννοια προσηλυτίσθηκε στο Χριστιανισμό το 312». Ως γνωστόν, είδε στον ουρανό τον σταυρό με την επιγραφή ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ. Το εν λόγω όραμα πρέπει να τοποθετηθεί κατά τη μάχη και νίκη επί του Μαξεντίου, η οποία συνετελέσθη παρά την Μουλβία (ή Μιλβία) γέφυρα της Ρώμης την 28ην Οκτωβρίου του 312. Το ότι ο προσηλυτισμός (=γνώσεις) επέφερε διαφοροποιήσεις συνάγεται και από το εν συνεχεία γεγονός, σύμφωνα με το οποίο ο Κωνσταντίνος «δεν εχρησιμοποίησε τον Σταυρό ως έμβλημα του νέου θείου προστάτου του, αλλά ένα μονόγραμμα, το ΧΡ, που απετελείτο από το Χ και το Ρ, τα δύο πρώτα ελληνικά γράμματα της λέξεως Χριστός».

Από την αρχή λοιπόν της πορείας του προς τη χριστιανική γνώση, ασπάζεται την ελληνική έκφραση περί της θεότητος, την οποία θα καλλιεργήσει αργότερα, όταν θα συγκαλέσει την Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Ως θεσμός, η σύνοδος είναι παντελώς ξένη προς τη ρωμαϊκή παράδοση, απόδειξη πως, παρ' όλον ότι είχαν κληθεί να λάβουν μέρος όλοι οι επίσκοποι, δεν παρέστη ο αντίστοιχος της Ρώμης, αλλά έστειλε δύο πρεσβυτέρους ως εκπροσώπους του· σ' αυτούς θα προστεθούν τρεις ή τέσσερις ακόμη από τον δυτικό κόσμο. Στη σύνοδο ο Κωνσταντίνος μίλησε στην εναρκτήρια συνεδρίαση λατινικά, τα οποία μεταφράζονταν στην ελληνική, αργότερα όμως, όταν έλαβε μέρος σε συζητήσεις, μετεχειρίσθη την ελληνική γλώσσα, την οποία, όπως γράφει ο Ευσέβιος «μηδέ αμαθώς είχε». Αναγνωρίζεται έτσι πως ο Κωνσταντίνος, στον βαθμό που απεμακρύνετο από τις αρχαίες ρωμαϊκές παραδόσεις, απεδέχετο τις ελληνιστικές έξεις, «τις οποίες εκληρονόμησε το χριστιανικό πολίτευμα».

Η πρόνοια

Υπερβαίνει ασφαλώς τα όρια της ανθρωπινής γνώσεως η δυνατότης ασκήσεως της προνοίας περί ενός εκάστου όταν ο αριθμός είναι μεγάλος, λόγω της ιδιαιτερότητος του προσώπου. Απομένει, λοιπόν, στον φιλόσοφο-βασιλέα η επιχείρηση συντάξεως νομοθετημάτων τέτοιων ώστε να μην παραγνωρίζεται η ατομικότης, παράλληλα με τη φροντίδα να μην ασκεί το άτομο την επιρροή του στους άλλους. Σε γενικές λοιπόν γραμμές, είναι ιδιαιτέρως ενδεικτικό της στάσεως του Κωνσταντίνου ότι αυτός, προκειμένου να επιτύχει τον στόχο του, «προθύμως ησπάζετο ό,τι ενόμιζε επιτήδειο» για την εξασφάλιση των ρυθμίσεων, «αδιαφορών αν οι θεσμοί» τους οποίους καθιέρωνε «ήσαν ελληνικοί και όχι ρωμαϊκοί». Κατ' αυτή την έννοια, απεποιήθη της διπλής του ιδιότητος, του κυβερνήτου, δηλαδή, και θεού συγχρόνως, και απεδέχθη τη διάκριση των εξουσιών της οποίας η αρχή βρίσκεται στο Eυαγγέλιο. Έτσι, αυτή εθεσμοθετήθη αρχικώς υπό του Κωνσταντίνου, ο οποίος είπε στους αρχιερείς «αλλ' υμείς μεν των έσω της εκκλησίας, εγώ δε των εκτός, υπό του Θεού καθιστάμενος, επίσκοπος αν είην». Οδήγησε αυτή η διάκριση, σύμφωνη προς τη συμφυία του ανθρώπου από σώμα και ψυχή, σε μια σύνθεση της πολιτικής εξουσίας, η οποία αφορά στον έξω άνθρωπο, και της εκκλησιαστικής εξουσίας, η οποία αφορά στον έσω άνθρωπο.

Απότοκος αυτής της αντιλήψεως ήταν νωρίτερα το Διάταγμα των Μεδιολάνων, το οποίο θεωρείται ότι εξεδόθη κατά τον Φεβρουάριο του 313. Σ' αυτό. μεταξύ άλλων, γράφεται πως δεν πρέπει να εμποδίζονται οι χριστιανοί «τημελείν (να επιμελούνται) την εαυτών θρησκείαν». Η συμπεριφορά του Κωνσταντίνου είναι περισσότερο σύμφωνη με τις ως άνω προδιαγραφές, σε μια προσευχή του στην οποία, όπως καταγράφει ο ιστορικός του, έλεγε, απευθυνόμενος στον Χριστό, τα εξής: «Σε παρακαλώ να κάνεις ώστε να έχει ειρήνη ο λαός σου και να μένει αστασίαστος. Να έχουν την ίδια ειρήνη και απόλαυση ησυχίας τόσον οι πιστεύοντες, όσο και αυτοί που πλανώνται. Πιστεύω πως η συναναστροφή με τους πιστούς θα συντελέσει ώστε να έλθουν στον ίσιο δρόμο και οι άλλοι. Κανένας δεν θα παρενοχλεί τον άλλον, αλλά ο καθένας να έχει ό,τι τον αναπαύει η ψυχή του (όπερ η ψυχή βούλεται κατεχέτω), και βάσει αυτού να πορεύεται (τούτω κεχρήσθω)».

Στην προκειμένη περίπτωση, ο Κωνσταντίνος δεν είναι ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ, αλλά ο δούλος του Θεού που δέχεται την αποστολή του να φροντίσει, όχι τον λαό του, αλλά τον λαό του Θεού. Προφανώς η ελευθερία που επηγγέλθη το Ευαγγέλιο είναι παρούσα, αφού ο αυτοκράτωρ εγγυάται την ειρήνην όχι μόνον στους πιστεύοντες αλλά και στους πεπλανημένους.

Επεζήτησε ο Κωνσταντίνος την αληθινή περί του Θεού γνώση, προκειμένου, όπως έγραφε ο Πλάτων, να έχει το μέτρο των πραγμάτων. Στη συνέχεια βρήκε την αποφασιστικότητα να τη θέσει σε εφαρμογή επί των ανθρώπων. Ετσι, αφού με τις πράξεις του κατέπαυσε τις ταραχές, μπορεί όντως να θεωρηθεί φιλόσοφος βασιλεύς.

Πηγή:

ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ-Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ  

ΤΟΜΟΣ ΜΗ'  -    ΟΙ 12 ΜΗΝΕΣ – ΑΝΟΙΞΗ – ΜΑΙΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: