Ερμούπολη θεάτρο «Απόλλων»
«Η χαμένη τάξη» του Νίκου Δήμου αποτελεί
μια ιστορικο-κοινωνική αναδρομή και ταυτόχρονα μια κριτική ερμηνεία της
νεοελληνικής κακοδαιμονίας. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η Ελλάδα δεν γνώρισε
ποτέ μια ισχυρή, δημιουργική αστική τάξη, όπως οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι
λίγοι πραγματικοί αστοί εμφανίστηκαν κυρίως στην περιφέρεια του Ελληνισμού
(Σύρο, Ιόνιο, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια), καλλιέργησαν πολιτισμό και τέχνη, αλλά
έμειναν περιθωριακοί και τελικά εξαφανίστηκαν. Έτσι, η χώρα πέρασε από τη
φεουδαρχία της Τουρκοκρατίας κατευθείαν στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία,
χωρίς τις αξίες, τις δομές και την παιδεία που θα πρόσφερε μια γνήσια αστική
παράδοση.
Αντί
για πρόοδο, επικράτησαν οι «νόθοι αστοί» και οι μικροαστικές νοοτροπίες, που
γέννησαν λαϊκισμό, μετριότητα και έλλειψη αξιοκρατίας. Ο Δήμου επισημαίνει πως
η απουσία της αστικής τάξης στέρησε από τον ελληνικό πολιτισμό την
εργατικότητα, το ήθος, την αίσθηση προόδου και δημιουργίας. Καλεί να
αναγνωρίσουμε αυτήν την παραγνωρισμένη κληρονομιά, όχι για να αναβιώσουμε έναν
άδικο κόσμο εκμετάλλευσης, αλλά για να διδαχθούμε από τις αξίες και τα πρότυπά
της.
Έτσι,
το κείμενο λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι η νεοελληνική κοινωνία, αν θέλει να
ξεπεράσει την παθογένειά της, χρειάζεται να ξαναδεί με σεβασμό το σύντομο αλλά
σημαντικό κεφάλαιο του αστικού της πολιτισμού.
'Στην Ταράτσα'' ή ''Αθηναϊκή Βραδυά" Ιάκωβος Ρίζος-Iakovos Rizos [1849-1926]
Η χαμένη τάξη μια άλλη εκδοχή για τη
νεοελληνική κακοδαιμονία
Του ΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΥ
Τον
Οκτώβριο του 1864 έγιναν στην Ερμούπολη τα εγκαίνια του θεάτρου «Απόλλων».
Σχεδιασμένο από τον δημοτικό αρχιτέκτονα Sampo, υπερτερούσε «όλων των εν Ανατολή
θεάτρων και ιδίως των Αθηνών, Σμύρνης, Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας».
Τέσσερα ιταλικά μελοδράματα ήσαν τα εναρκτήρια έργα. Το πιο γνωστό: η Τραβιάτα,
έντεκα μόλις χρόνια μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της. Το θέατρο κατάμεστο,
γράφουν οι εφημερίδες της εποχής. Το κοινό, ενθουσιώδες, καταχειροκρότησε τον
ιταλικό θίασο.
Εκατόν
είκοσι ένα χρόνια μετά: Η Αθήνα έγινε η «πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης».
(Χωρίς χώρο για όπερα.) Η συμφωνική ορχήστρα της Ιταλικής Ραδιοφωνίας και
Τηλεόρασης δίνει συναυλίες στο Βεάκειο. Προσέρχονται τρεις (3) θεατές. Η
συναυλία ματαιώνεται.
Στα
μέσα του 19ου αιώνα είχαν ήδη αναπτυχθεί ελληνικές αστικές κοινότητες με
αξιοζήλευτη κοινωνική οργάνωση και υψηλό επίπεδο πολιτιστικής ζωής. Όχι βέβαια
στην κυρίως Ελλάδα. Αλλά στην περιφέρεια: Ιόνια Νησιά, Σύρο, Κωνσταντινούπολη,
Σμύρνη, Αλεξάνδρεια. (Δεν είναι τυχαίο πως οι πόλεις αυτές μας έδωσαν και τους
μεγαλύτερους ποιητές μας: Σολωμό, Κάλβο, Καβάφη, Σικελιανό, Σεφέρη. Ακόμα κι ο
Ελύτης - Λεσβίος - ανήκει στην περιφέρεια!) Οι περιοχές αυτές δεν ήσαν μόνο
οικονομικά κέντρα πρώτου - ευρωπαϊκού - μεγέθους, ήσαν και πολιτιστικές εστίες,
σφύζουσες.
Η
ανάπτυξη αυτή δεν είχε συνέχεια.
"
Όχι μόνο εκεί που οι πόλεις αλώθηκαν - αλλά και εκεί που τις αφήσαμε να
καταρρεύσουν. Δεν υπήρξε διαδοχή ούτε καν επίδραση. Σίγουρα δεν υπήρξε εξέλιξη.
Όταν οι Έλληνες τώρα μιλάνε για «επιστροφή στις ρίζες» παρακάμπτουν τον αστικό
πολιτισμό του 19ου αιώνα. Κι αν τον συναντήσουν, τον αντιμετωπίζουν
περιφρονητικά σαν κάτι μη-αυθεντικό, ξενόφερτο και ψεύτικο.
Η
λέξη αστός έχει γίνει συνώνυμο του «μικρο-αστός»: είναι ο στενοκέφαλος,
συντηρητικός, υποκριτής, ο «νομιμόφρων» ή «εθνικόφρων», ο δεξιός, ο
αντιδραστικός.
Οι
κοινωνιολόγοι και οι ιστορικοί ξέρουν όμως πως η αστική τάξη ήταν -για πολλούς
αιώνες - μια προοδευτική, επαναστατική τάξη. Σ' αυτήν οφείλονται οι
περισσότερες και μεγαλύτερες εξελίξεις στη σύγχρονη ιστορία.
Τέτοιους
αστούς, σ' αυτό τον τόπο, δεν γνωρίσαμε. Κάτι οι ιστορικές συνθήκες, κάτι το
αντιδραστικό, φεουδαρχικό μας κατεστημένο (μιλάμε για 18ο και 19ο αιώνα) τους
εξουδετερώσαμε ή τους διώξαμε στις παρυφές του Ελληνισμού. Έτσι μας έμειναν
μόνον οι νόθοι αστοί και οι μικροαστοί.
Από
τα λίγα όμως δείγματα πολιτισμού που μας άφησαν - οι ελάχιστοι αυθεντικοί Έλληνες
αστοί - φαίνεται καθαρά πως αν είχαν επικρατήσει στην κυρίως Ελλάδα, η ιστορία
μας θα ήταν άλλη - κι άλλος, εντελώς, ο σημερινός πολιτισμός μας. Θα δούμε το
γιατί. Και ίσως καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως είναι λάθος ότι αποποιηθήκαμε το
λίγο βιός που μας κληροδότησαν.
Αν
και πριν τους απαρνηθούμε εμείς αυτούς τους προγόνους, μας εγκατέλειψαν αυτοί.
Εξαφανίστηκαν, αφήνοντας πίσω τους μόνον αντικείμενα: οικοδομήματα, δρόμους,
πόλεις, έργα τέχνης που γκρεμίζονται και χάνονται με τέτοια ταχύτητα ώστε να
χρειαζόμαστε τώρα μία «αστική αρχαιολογία». Από την αρχοντιά και την ευγένεια,
την τόλμη και το γούστο τους δεν μας έμεινε τίποτα.
Όσο
κι αν φανεί παράξενο, υπάρχουν πράγματι άνθρωποι στην Ελλάδα που ο προπάππος
τους έπαιζε πιάνο-κι όχι μπαγλαμά. Που η προ-προγιαγιά τους υποτονθόριζε άριες
του Ντονιζέττι κι όχι τσιφτετέλια. Θα μου πουν: αυτοί δεν είναι οι αυθεντικοί
Έλληνες. Και θα ρωτήσω: ποιος αποφασίζει γι' αυτό; Θα διώξουμε λοιπόν τον
Σολωμό και τον Καβάφη, τον Ροΐδη και τον Κάλβο, τον Γύζη και τον Μάντζαρο - για
να εγκαταστήσουμε, μόνους αυθεντικούς, τον Θεόφιλο, τον Μακρυγιάννη και τον
Μάρκο Βαμβακάρη; Ξεχνάμε πως κι αυτόν το λίγο λαϊκό πολιτισμό που μας απόμεινε,
αστοί τον ανακάλυψαν και τον περισώσανε. Ο Σεφέρης που μας αποκάλυψε τον
Μακρυγιάννη, ο Terriade
κι
ο Τσαρούχης που δίδαξαν τον Θεόφιλο και ο Χατζιδάκης (ναι, αυτός ο δεξιός) που
μόνος του υπερασπίστηκε το ρεμπέτικο όταν όλοι το βρίζανε (ο Θεοδωράκης
εμφανίστηκε δέκα χρόνια μετά).
Στις
άλλες ευρωπαϊκές χώρες η κυριαρχία της αστικής τάξης κράτησε σχεδόν μισή
χιλιετία. Οι εκπρόσωποι της έβγαλαν την Ευρώπη απ' τον Μεσαίωνα, πολέμησαν τον
σχολαστικισμό, προώθησαν την επιστημονική γνώση, καλλιέργησαν τις εθνικές
γλώσσες. Αστοί οργάνωσαν την Γαλλική Επανάσταση, βροντοφώναξαν «Ελευθερία,
Ισότητα, Αδελφοσύνη», γκρέμισαν τις απολυταρχικές μοναρχίες, έκαναν τη
βιομηχανική επανάσταση και μας οδήγησαν στις σύγχρονες δήμοκρατικές αστικές
κοινωνίες.
Όμως
εμείς, εκείνα ακριβώς τα χρόνια που στην Ευρώπη ανέβαινε και μεσουρανούσε η
αστική τάξη, βρισκόμασταν κάτω από την τουρκική κατοχή - σε συνθήκες καθαρά
μεσαιωνικής φεουδαρχίας.
Τετρακόσια
χρόνια ζήσαμε μέσα σε μία παρένθεση. Καμιά από τις ευρωπαϊκές αλλαγές δεν
έφτασε ως εδώ. Μόνο μακρινοί απόηχοι - που το κατεστημένο μας τους ξόρκιζε σαν
εφιάλτες.
Στο
σχολείο της παγκόσμιας ιστορικής εξέλιξης εμείς πηδήξαμε μια τάξη.
Την
αστική τάξη.
Βέβαια
μία τάξη που πηδάς είναι μια τάξη που χάνεις.
Τα
χρόνια μετά τον τελευταίο πόλεμο η Ελλάδα έδειξε ένα νέο πρόσωπο. Πληθυσμοί
ολόκληροι μετακινήθηκαν και άλλαξαν είδος ζωής. Η διαφοροποίηση αυτή έγινε τόσο
γρήγορα, τόσο βεβιασμένα, που σχεδόν κανείς δεν ήξερε πια τις συντεταγμένες
του. Οι πόλεις γέμισαν από αγρότες που έψαχναν έναν νέο τρόπο διαβίωσης. Νέα επαγγέλματα,
νέες συνήθειες, νέες ιδέες, νέα τεχνολογία - όλα μαζί αναστάτωσαν τη ζωή μας.
Κανείς δεν πρόλαβε να προσαρμοσθεί. Κι αυτό γιατί δεν υπήρχε μια υποδομή, ένα
σύστημα αξιών όπως το είχε διαμορφώσει στους άλλους λαούς η αστική τους τάξη.
Πολιτιστικά
η εξέλιξη αυτή κορυφώθηκε τα τελευταία χρόνια με την ανάδειξη του λαϊκισμού σαν
κυρίαρχης ιδεολογίας, με την ποδοσφαιροποίηση των πολιτικών αγώνων, την
επικράτηση φτηνών εντύπων, την ανάδειξη του τσιφτετελιού σαν εθνικής μουσικής.
Αντί για τη γενική αστικοποίηση των Ευρωπαίων, στην Ελλάδα έχουμε τη γενική
λαϊκοποίηση. (Που δεν θα ήταν καθόλου κακή - αν ήταν αυθεντική...).
Οι
λίγοι και πρόσκαιροι αστοί μας εκτοπίστηκαν κυριολεκτικά από την πλημμυρίδα των
νέων, ημικατεργασμένων ανθρώπων, που βρέθηκαν ξαφνικά στο προσκήνιο. Που σαν
μόνο στοιχείο κομίζουν σύγχυση και (άρα) θράσος, ανασφάλεια και (άρα)
επιθετικότητα. Που υιοθετούν νόθες, ψεύτικες, λαϊκιστικές αξίες (δήθεν λαϊκές,
δήθεν εθνικές, δήθεν αυθεντικές...).
Η
παρουσία τους γέννησε μια περίεργη «κοινωνία τραβεστί». Που άλλο είναι, άλλο
θέλει να είναι, κι άλλο, τελικά, δείχνει.
Χάσαμε
το τραίνο της αστικής εξέλιξης, που έδωσε στους άλλους Ευρωπαίους εθνική γλώσσα
και συνείδηση -πολιτική και οικονομική δημοκρατία. Κι όποτε πήγαμε να κάνουμε
κάτι, το καπέλωναν οι ολιγαρχίες.
Οι
δύσμοιροι κάτοικοι αυτής της χώρας ποτέ δεν έγιναν «αστοί», δηλαδή κάτοικοι της
πόλης - δηλαδή πολίτες. Από ραγιάδες των Τούρκων έγιναν ραγιάδες Ελλήνων (και
των ξένων πατρώνων τους).
Μέχρι
που ξαφνικά πέρασαν από τον Μεσαίωνα στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία.
Είναι
να μην έχουν περιέλθει σε πλήρη σύγχυση;
Οι
λίγοι πραγματικοί μας αστοί ήσαν δημιουργοί και χτίστες: βιομήχανοι και
μεγαλέμποροι, εφοπλιστές και τραπεζίτες - όπως τους θέλει και η μαρξιστική
ανάλυση.
Καλλιεργούσαν
τη γνώση και την τέχνη. Όλα τα παιδιά μεγάλωναν δίγλωσσα ή τρίγλωσσα - κι
έκαναν πλούσιες σπουδές. Μετακαλούν καλλιτέχνες. Φτιάχνουν βιβλιοθήκες, θέατρα
και μουσεία. Χτίζουν σχολεία και επιχορηγούν πανεπιστήμια στις πόλεις τους -
και στην κυρίως Ελλάδα.
Ωστόσο
παρέμειναν περιθωριακοί -στην περιφέρεια. Δεν μπόρεσαν να επιβάλουν ούτε το
ύφος ούτε τη νοοτροπία τους στην κυρίως Ελλάδα. Οι παραδοσιακοί μηχανισμοί ήσαν
πανίσχυροι, το οπισθοδρομικό κατεστημένο παντοδύναμο, οι λίγες απόπειρες που
έγιναν πνίγηκαν στη μούχλα. Οι πιο δυνατοί δεν ξαναγύρισαν ποτέ.
Οι
αστοί της Διασποράς! Όσα δεν μπόρεσαν να πράξουν στην Ελλάδα, θα τα κάνουν σε
ξένες χώρες: σε αυτές που τους φιλοξενούσαν. Είχαν σημαντική συμβολή στην
αστικοποίηση τους, στη δημιουργία μιας σωστής υποδομής.
Οι
Έλληνες αστοί βοήθησαν την ανάπτυξη των άλλων χωρών - ενώ η δική τους έμεινε
υπανάπτυκτη. Οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά.
Ώς
τώρα, η «κλασική» αριστερή τοποθέτηση ήταν πως τα δεινά της χώρας μας
οφείλονταν στους αστούς. Είναι όμως πολύ πιο πιθανό να οφείλονται στην έλλειψη
τους...
Αναντίρρητα
- ακόμα και η λίγη αστική μας τάξη έπραξε πολλά.
Αλλά
οι μεμονωμένες και επιφανειακές μεταρρυθμίσεις δεν αλλάζουν σε βάθος τη δομή
και τη νοοτροπία μιας κοινωνίας.
Αυτό
γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στον πολιτιστικό τομέα. Εκεί το μεσαιωνικό
εποικοδόμημα αντέχει ακόμη.
Λοιπόν
η ελληνική αστική τάξη πέθανε πριν να ζήσει.
Αυτό
δεν θα ενοχλούσε κανέναν - αν κάποια άλλη κοινωνική ομάδα είχε καλύψει το κενό,
είχε παίξει τον ρόλο που αλλού έπαιξαν οι αστοί.
Όμως
οι νέες κοινωνικές εξελίξεις έφεραν το χάος. Οι μάζες μας ξεχύθηκαν πάνω στη
σκηνή (της ιστορίας) αλλά χωρίς ρόλους, χωρίς κείμενο, χωρίς σκηνοθέτη.
Η
οικονομική άνθηση των τελευταίων χρόνων (από την δεκαετία του 50 και μετά) έδωσε
στη μεγάλη πλειοψηφία των μη αστών δύναμη και επιρροή - χωρίς όμως να της δώσει
παιδεία και καλλιέργεια.
Ο
λαός έμεινε χωρίς αρχή, χωρίς πρότυπα, χωρίς ηγεσία. Το κενό ανέλαβε να καλύψει
- ποιος άλλος - ο λαϊκισμός. Άρχισε να προσφέρει στην πλειοψηφία αυτά που
μπορούσε να αναγνωρίσει: το είδωλο της μεγεθυμένο. Άρχισε να την κολακεύει, να
την ενθαρρύνει, να της δίνει απόλυτη αυτοπεποίθηση.
Τον
λαϊκισμό καλλιέργησαν όλοι σχεδόν οι πολιτικοί μας ηγέτες για να κρατήσουν τον
λαό στο μεσαιωνικό του σκοτάδι. Τον έπεισαν πως ήταν εκλεκτός, περιούσιος. Πως
ήταν αποκλειστικός κληρονόμος της αρχαίας δόξας. Πως ήταν πανέξυπνος και
δαιμόνιος. Πως ό,τι κακό του συνέβαινε οφειλόταν στους μισέλληνες (ειδική
κατηγορία) που συνωμοτούσαν εναντίον του. Πως αυτός ο λαός δεν έφταιγε για
τίποτα. Τον έπλασαν πρωταθλητή κόσμου στην υπερβολή - αλλά και στην ανασφάλεια.
Σε ανευθυνότητα - αλλά και σε παράνοια.
Η
αστικοποίηση της Ελλάδας δεν έγινε, κι όπου - κι όταν - έγινε ήταν (όπως
επεσήμανε ο Βασίλης Φίλιας) μια «νόθα αστικοποίηση». Εκεί που οι ξένοι είχαν
αιώνες για να δημιουργήσουν τον αστικό τους πολιτισμό, εμείς δεν είχαμε ούτε
δεκαετίες.
Έτσι
το μόνο που κατάφεραν οι νόθοι αστοί ήταν να γίνουν μεταπράτες, διαχειριστές
κυρίως ξένων συμφερόντων, ή γραφειοκράτες. Με ζηλευτή δραστηριότητα μπόρεσαν να
ολοκληρώσουν το οικοδόμημα ενός γιγάντιου υδροκέφαλου κράτους - και να
ευημερήσουν μέσα στην αγκαλιά του.
Όλα
αυτά έρχονται σε απόλυτη αντίθεση με την αυθεντική αστική παράδοση. Στο
Κομμουνιστικό μανιφέστο ο Μαρξ και ο Ένγκελς γράφουν πως «η αστική τάξη έπαιξε
έναν έντονα επαναστατικό ρόλο στην ιστορία». Και πως: «η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να ανατρέπει
συνεχώς τα μέσα της παραγωγής και άρα τις σχέσεις της παραγωγής και μαζί τους
όλες τις κοινωνικές σχέσεις.»
Καμιά
τέτοια ανατροπή στην Ελλάδα. Οι επαναστάτες έγιναν συντηρητές. Όμως η νοοτροπία
του «ρηξικέλευθου» αστού δεν συμβιβάζεται με υποτέλεια, αργομισθία και
μικροκομπίνα -είναι νοοτροπία πιονιέρου, επαναστάτη και
εξερευνητή. Οι πραγματικοί αστοί ανταγωνιζόντουσαν το
κράτος. Τέτοιους είχαμε βέβαια - στο εξωτερικό και την περιφέρεια. Αλλά αυτοί
εξαφανίστηκαν. Οι άλλοι υποτάχτηκαν, έγιναν εξαρτώμενοι,
υπήκοοι. Το κράτος του κράτους έγινε αδιαφιλονίκητο. Η παράδοση αυτή οδήγησε
φυσιολογικά κατευθείαν στις
σημερινές «προβληματικές»
επιχειρήσεις, τους
ελλειμματικούς οργανισμούς, το όργιο των κρατικών επιδοτήσεων.
Κυρίως
όμως μας έφερε στην παράλυση της πρωτοβουλίας και της αυτόνομης δράσης - που
ήσαν τα κύρια χαρακτηριστικά του αστικού πνεύματος.
Πού
είναι εκείνοι οι δραστήριοι και δυναμικοί Ελληνες - από τον Γεώργιο Σταύρο, τον
Συγγρό, τον Γ. Αβέρωφ μέχρι τον Ζαχάρωφ, τον Μποδοσάκη και τον Ωνάση; Τι έγινε
το «ελληνικόν δαιμόνιον;». Ποιος τώρα ανοίγεται, επενδύει, παίζει τα πάντα,
χτίζει αυτοκρατορίες, καταλείπει περιουσίες στο Δημόσιο; Το 35% των νέων στην
Ευρώπη ονειρεύονται να γίνουν επιχειρηματίες. Ούτε το 5% στην Ελλάδα! (στοιχεία
από το «Ευρωβαρόμετρο»). Το ιδανικό μας: δημόσιοι υπάλληλοι!

Η
παλιά αστική κοινωνία δεν ήταν βέβαια παράδεισος - κάθε άλλο. Αν σήμερα
βλέπουμε νοσταλγικά τα αρχοντικά της, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως πολλοί
ένοικοι τους διέπρεψαν σαν στυγνοί εκμεταλλευτές του ανθρώπινου μόχθου. Σίγουρα
ήταν μια άδικη, αρπαχτική κοινωνία - και κανείς δεν θα ήθελε να αναβιώσουν οι
περιγραφές του Ντίκενς. Είναι όμως λάθος - ολέθριο -να ταυτίζουμε την αστική
τάξη με τον καπιταλισμό, κι επειδή απορρίπτουμε τον δεύτερο να αποκηρύσσουμε
και την πρώτη. Η αστική τάξη υπήρξε πολύ πριν από τη βιομηχανική επανάσταση. Έχει
προσφέρει πάρα πολλά - από την Αναγέννηση και την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία
μέχρι και τον σοσιαλισμό. Ο ασύδοτος εκμεταλλευτικός καπιταλισμός ήταν μία
στιγμή στην ιστορία των αστών.
Απορρίψαμε
την αστική ηθική της εργασίας - θέλουμε να έχουμε, χωρίς να μοχθούμε. Μιλάμε
για παραγωγικότητα. Αυτή όμως προϋποθέτει θέληση για παραγωγή. Αλλά ποιος θέλει
στην Ελλάδα να εργασθεί; Ποιος αγαπάει, ποιος χαίρεται τη δουλειά του; Οι αστοί
ήσαν αλκοολικοί της εργασίας (workaholics).
Εμείς κληρονομήσαμε απ' τη φεουδαρχική μας Τουρκοκρατία την εξίσωση: δουλειά =
δουλεία. (Και τότε ήταν!).
Αλλά σήμερα;
Εγκαταλείψαμε
το δόγμα της περιπέτειας: θέλουμε να πετυχαίνουμε χωρίς να ρισκάρουμε...
Τέλος,
αποβάλαμε κάθε έννοια ιεραρχίας. Αυτό μπορεί να είναι θετικό. Όμως μαζί
απορρίψαμε και την αξιοκρατία. Την αναγνώριση των καλύτερων. Θέλουμε να είμαστε
ίσοι μαζί τους χωρίς να κάνουμε προσπάθεια να τους φτάσουμε.
Δεν
υπάρχουν πια ειδικοί και άσχετοι, καθηγητές και μαθητές, σοφοί και αγράμματοι.
Όλοι έχουν γνώμη - και όλων έχει την ίδια βαρύτητα. Σε λίγο το κράτος θα
μοιράζει σε όλους πτυχία, δωρεάν, επί τη ενηλικιώσει. Δεν έχουν όλοι δικαίωμα
σε ένα πτυχίο;
Στη
σημερινή Ελλάδα έχει σταματήσει εντελώς κάθε κίνηση για το καλύτερο - διότι δεν
αναγνωρίζεται τίποτα σαν καλύτερο. Ο μέσος όρος έχει αναγορευθεί ύψιστο αγαθό.
Η μετριότης είναι στόχος του εαυτού της. Αυτό βέβαια ικανοποιεί απόλυτα την
πλειοψηφία -που νιώθει ξαλαφρωμένη από τις απαιτήσεις για δουλειά, για μάθηση,
για πρόοδο. Που επίσης νιώθει άνετη και σίγουρη - μια και αυτή είναι το μέτρο
των πάντων.
Αντιμετωπίζουμε
το ίδιο πρόβλημα κενού και στον χώρο της ηθικής. Η αστική τάξη είχε έναν
κώδικα. Κακό, υποκριτικό, οπισθοδρομικό - αλλά τουλάχιστον υπαρκτό. Ο σεβασμός
του ήταν απόλυτος. Ακόμα και σε μικρά θέματα. Αυτός π.χ. που δεν τιμούσε το
λόγο του, βρισκόταν αμέσως εκτός κοινωνίας.
Στις
γενικές αρχές αυτού του παλαιού («αστικού») κώδικα βασίζονται σήμερα όλοι μας
οι νόμοι. Οι οποίοι βέβαια μοιάζουν τώρα αναχρονιστικοί, εφόσον απορρίπτουμε
τις αρχές από τις οποίες εκπορεύονται.
Στο
κενό και εδώ. Γιατί άλλη ηθική, άλλον κώδικα δεν διαθέτουμε - από αυτό τον πανάρχαιο
αστικό που τον βρίζουμε, τον κοροϊδεύουμε - και μετά ζητάμε από τους αστυνόμους
μας να τον εφαρμόσουν.
Πέρα
όμως από το ερευνητικό ενδιαφέρον - πίσω από αυτό το βιβλίο υπάρχει κι ένα
συναίσθημα. Πρέπει να τιμάει κανείς όλους τους προγόνους του κι όχι μόνον όσους
είναι της μόδας. Γράφοντας είχα ένα αίσθημα αδικίας ή, έστω, παράλειψης. Μόνον
ύβρεις και επικρίσεις έχει εισπράξει η ελληνική αστική τάξη. Ελάχιστοι πρόσεξαν
τη διαφορά ανάμεσα στους πραγματικούς αστούς - και τους νόθους. Κι ακόμα πιο λίγοι
είδαν το τραγικό στοιχείο στην αποτυχία της.
Η
χαμένη τάξη.
Από
την ποιότητα της Ερμούπολης φτάσαμε (με την όπισθεν) σε ποδοσφαιρο-πολιτικο-ρεμπέτικους
συρφετούς.
Γράφω
λοιπόν στο όνομα αυτής της παλιάς ποιότητας - θέλοντας να την ανακαλέσω στη
μνήμη. Γράφω ακόμα στο όνομα του ήθους (που υποτιμάται καθημερινά), της
φιλεργίας (που έχει εξαφανισθεί), της άμιλλας (που λείπει), της επάρκειας, της
γνώσης και του καλού γούστου.
Είτε
μας αρέσει είτε όχι, ένας είναι σήμερα ο ζωντανός πολιτισμός του ανθρώπου. Αυτός
που ξεκίνησε από τους αστούς του Δυτικού Κόσμου, απλώθηκε στον χρόνο και στον
χώρο, συμπεριέλαβε παλιούς πολιτισμούς και εξωτικές μορφές και τέλος αγκάλιασε
όλη τη γη. Ο μετααστικός.
Καμιά
άλλη τάξη, έξω από την αστική, δεν έχει δημιουργήσει στον σύγχρονο κόσμο
έγκυρες, αναγνωρίσιμες πολιτιστικές μορφές. Έτσι Ρώσοι, Νέγροι και Ινδοί,
Γιαπωνέζοι, Ινδονήσιοι και Λατινοαμερικάνοι εκφράζονται με ενιαίους τρόπους
(μυθιστόρημα, όπερα, κινηματογράφος), χρησιμοποιούν ταυτόσημα μέσα και τεχνικές
(φωτογραφία, video,
ηλεκτρονικά), και μιλάνε την ίδια αισθητική γλώσσα. Συμμετέχουν στον έναν,
ενιαίο, παγκόσμιο πολιτισμό. Χωρίς να αγνοούν ή να περιφρονούν τις εθνικές τους
ιδιαιτερότητες. Ισα-ίσα που αυτές και σαν περιεχόμενο και σαν ύφος εμπλουτίζουν
και αναζωογονούν την τέχνη.
Μέσα
σ' αυτό το πλέγμα είναι φυσικό - και αναπόφευκτο - να υπάρχουν επιδράσεις και
επιρροές. Οι οποίες μπορεί θαυμάσια να είναι στοιχεία δημιουργικά, ερεθιστικά.
Φτάνει αυτός που δέχεται τις επιρροές, να μην υποδουλώνεται σ' αυτές - πράγμα
που θα συμβεί μόνον όταν έχει μέσα του, δημιουργημένη, μια δική του υποδομή.
Πολύ
σωστά τονίζει ο Νίκος Μουζέλης πως «η εισαγωγή ξένων πολιτιστικών στοιχείων δεν
ταυτίζεται πάντα με την πολιτιστική υπανάπτυξη..., η πολιτιστική υπανάπτυξη
συνεπάγεται πάντα αρνητική αφομοίωση ή έλλειψη οργανικής σύνδεσης ανάμεσα στους
εισαγόμενους και τους ντόπιους θεσμούς.»
Δυστυχώς
και οι δύο αυτές προϋποθέσεις ενδημούν στην Ελλάδα. Οφείλονται στο γεγονός ότι
ούτε η αστική μας τάξη, ούτε καμιά άλλη, δεν μπόρεσε να αναπτύξει οικονομική
ισχύ και ένα σωστό θεσμικό πλαίσιο.
Γι
αυτό έχουμε τόσο περίεργες σχέσεις με αυτόν τον νέο παγκόσμιο πολιτισμό.
Σχέσεις υποτέλειας και απόρριψης, δουλείας και εξέγερσης. Εκεί που ο καθένας
παίρνει - και δίνει - κατά τις δυνάμεις του, εμείς ούτε να πάρουμε μπορούμε,
ούτε να δώσουμε σωστά. Δεν έχουμε τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Τον
μετα-αστικό παγκόσμιο πολιτισμό τον φοβόμαστε, τον αποκηρύσσουμε, τον
υπηρετούμε και τον σνομπάρουμε. Επίσημα τον χλευάζουμε. Ανεπίσημα τον φθονούμε.
Πριν
εκατόν είκοσι χρόνια η Ερμούπολη (και η Κέρκυρα και η Σμύρνη και η ελληνική
Αλεξάνδρεια) ήταν Ευρώπη. Όχι επαρχίες, όχι δορυφόροι και υποτελείς. Ήσαν
συστατικά στοιχεία της Ευρώπης. Ζούσαν άμεσα τον παλμό της - από τα
χρηματιστήρια της (που καθημερινά μετρούσαν τον πλούτο των κατοίκων τους) μέχρι
την κουλτούρα. Οι αστοί που τις κατοικούσαν συναγωνιζόντουσαν σε δαπάνες για
την τέχνη. Πατρονάριζαν λόγιους, γλύπτες, μουσικούς, ζωγράφους. Ήσαν Ευρωπαίοι,
δεν είχαν καμιά επιφύλαξη ή αμφιθυμία - αντίθετα ήσαν υπερήφανοι γι' αυτό.
Και
κυρίως: δεν ήσαν αντιγραφείς και δουλικοί μιμητές της Ευρώπης.
Έχτιζαν
τον δικό τους ευρωπαϊκό αστικό πολιτισμό - ήταν η ελληνική παραλλαγή του.
Σήμερα
- όσο κι αν φαίνεται περίεργο - η Αθήνα είναι λιγότερο Ευρώπη.
Ούτε
θέλει να είναι. Ντρέπεται για το δυτικό και αστικό παρελθόν της. Απορρίπτει -
χωρίς να αντιπροτείνει.
Τώρα
ζει μέσα σε λαϊκίστικα εθνικιστικά νεφελώματα, σε νεο-ορθόδοξες οπτασίες, σε
ελαφρολαϊκούς σωβινισμούς, σε σοσιαλτσιφτετελικούς ρυθμούς.
Ποια
τάξη, ποια ομάδα Ελλήνων θα μπορούσε να βοηθήσει για μια νέα σύνθεση; Που θα
είχε σαν αποτέλεσμα καλύτερες, πιο διαυγείς και σαφείς σχέσεις με τον εαυτό
μας, με το παρελθόν μας, με την Ευρώπη, με τον κόσμο; Ποιος θα μας βγάλει από
τον φαύλο κύκλο της ξενομανίας και ξενοφοβίας, του λαϊκισμού και της
ανασφάλειας; Οι αστοί εξουδετερώθηκαν. Οι αγρότες δεν έχουν πια -και οι εργάτες
δεν έχουν ακόμα - πολιτιστική παρουσία. Άλλωστε και οι δύο αυτές τάξεις
μοιάζουν σήμερα να ενδιαφέρονται μόνο για τα συντεχνιακά τους συμφέροντα και
την καταναλωτική τους ευφορία. Τα κόμματα εξαντλούνται σε τεχνητούς και
στείρους ανταγωνισμούς και καλλιεργούν όλες εκείνες τις ασθένειες από τις
οποίες θα έπρεπε να μας θεραπεύσουν.
Ίσως
βέβαια κάποτε, κάποιοι ξυπνήσουν.
Τότε
θα είναι φυσικό, επειδή θα κοιτάνε μπροστά, να ρίξουν και μια ματιά προς τα
πίσω. Στην ιστορία. Και ίσως αυτοί συνειδητοποιήσουν πως ελληνική παράδοση δεν
είναι μόνον οι βουκολικές μας φλογέρες, οι μεταβυζαντινές μας ψαλμωδίες και οι
ρεμπέτικοι τεκέδες. Στοιχείο σημαντικό, ίσως σπουδαιότερο από όλα τα παραπάνω,
είναι και η κληρονομιά του βραχύβιου, περιθωριακού, αλλά λαμπρού αστικού μας
πολιτισμού.
Σύμπτυξη
από το βιβλίο Η χαμένη τάξη του Νίκου Δήμου, «Εκδόσεις Νεφέλη». Copyright © 1985 Νίκος Δήμου —
«Εκδόσεις
Νεφέλη»
Δημοσιεύθηκε
το Σεπτέμβριο του 1986 στο Περιοδικό «ΕΠΙΛΟΓΕΣ»
Ο Νίκος Δήμου (Αθήνα, 8 Οκτωβρίου 1935) είναι Έλληνας συγγραφέας και κειμενογράφος. Αρθρογραφούσε τακτικά σε
περιοδικά και εφημερίδες. Παλαιότερα δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στο χώρο
της διαφήμισης και της τηλεόρασης.