Translate -TRANSLATE -

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025

Η Σμύρνη μάνα, καίγεται...

 


Η Σμύρνη μάνα, καίγεται...

Ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολίας η 14η Σεπτέμβρη και η μνήμη μας ταξιδεύει στις Χαμένες Πατρίδες, στη μεγάλη τραγωδία που έζησε το Έθνος μας και που σφράγισε τη μοίρα του ως σήμερα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι μαρτυρία-κραυγή οδύνης σαν πολλών άλλων ξεριζωμένων Ελλήνων της Μικρός Ασίας. Μέσα από αυτή την μαρτυρίας φωτίζονται πτυχές της τραγωδίας με τρόπο που κανένας ιστορικός δεν μπορεί να μιμηθεί.

 

Η μαρτυρία του Αλέξη Αλεξίου από την Σμύρνη

Το κεφάλι λίγο πιο πέρα το τσιμπολογούσαν οι αδέσποτες κότες...

Τα πρώτα μηνύματα της Καταστροφής μας ήρθαν με την οπισθοχώρηση του στρατού μας. Είδα αξιωματικούς στον δρόμο που ξήλωναν και πετούσαν τα γαλόνια τους και τα παράσημα τους, κι εγώ ζητούσα ο ανόητος από τους γονείς μου να μου βρούνε τέτοια γαλόνια κι εκείνοι αγανακτισμένοι με ξυλοφόρτωσαν.

Τα σημάδια της Καταστροφής ήσαν ακόμη πιο έντονα όταν φθάσαν από τα Θείρα συγγενείς μας κατατρεγμένοι και τους φιλοξενήσαμε.

Μετά από λίγες μέρες κάναν την εμφάνιση τους τα ταγκαλάκια, oi Τούρκοι χωρικοί με κοντά βρακιά και γκέττες που είχε επιστρατέψει ο Κεμάλ.

Ο κόσμος τρομοκρατήθηκε. Πότε-πότε ακούγονταν και μακρινές κανονιές. Είπαν οι δικοί μου πως ο Πλαστήρας πολεμά στην περιοχή του Τσεσμέ. Εκεί   στις   συζητήσεις   των   μεγάλων άκουγα για τους Τσέτες' όσο περνούσαν οι μέρες καταλάβαινα ότι κάτι μεγάλο κακό ήταν να γίνει, γιατί κάθε βράδυ οι γονείς μου έπαιρναν εμένα, τον αδελφό μου και την αδελφή μου που ήταν λεχούδι και πηγαίναμε και κοιμόμασταν σε μια φράγκικη οικογένεια στο φαρδύ της Καθεδράλης, γιατί η κυρία του σπιτιού ήταν φιλενάδα της μητέρας μου. Μέναμε στο δώμα και κάθε πρωί που  πηγαίναμε πίσω στο σπίτι μας ήταν αδύνατο να μη δούμε στους δρόμους ανθρώπους με τα νυχτικά τους, τους οποίους χτυπούσαν με τους υποκόπανους και τους παίρναν τα ταγκαλάκια.

"Ένα μεσημέρι έγινε μεγάλη φασαρία και κακό, μαθεύτηκε ότι οι Τούρκοι βαλαν φωτιά στη συνοικία της Αρμενίας.

Είχα ένα προαίσθημα. Μια κατάθλιψη μου βάραινε την ψυχή και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Δεν αργήσαμε να δούμε τους πρώτους καπνούς της φωτιάς.

Δεν θυμούμαι αν την ίδια μέρα ή έπειτα  από  μερικές μέρες  ο  κόσμος άρχισε να φεύγει από την Σμύρνη, γιατί η φωτιά όλο μεγάλωνε. Από κει φύγαμε· πήγαμε και μείναμε στο σπίτι της αδελφής της νενές μου που ήταν στην Πούντα, γιατί εκείνη ήταν παντρεμένη με έναν Ιταλό και βέβαια η οικογένεια της σαν ιταλική που ήταν, ήταν εξασφαλισμένη. Δε θυμούμαι ούτε τους λόγους, ούτε την αιτία που ύστερα από λίγες μέρες μας πήρε ο πατέρας μου όλους, εκτός από τον παππού και τη νενέ, και ξεκινήσαμε προς την παραλία της Πούντας, όπου ήσαν διάφορα κέντρα. Προχωρήσαμε ακόμη πιο πολύ· περάσαμε το νεκροταφείο της Σμύρνης και το γήπεδο του αθλητικού ομίλου Πανιωνίου Σμύρνης. Από κει και πέρα άρχισε να μαζεύεται χιλιάδες κόσμος σε μια πορεία στον δρόμο που ήταν κοντά στην παραλία, με κατεύθυνση προς το Μπαϊρακλί.

Από τον δρόμο προς τη θάλασσα ήσαν διάφορα παραλιακά κέντρα. Σε ένα από αυτά είδα κάτι, που όσο ζω δεν θα το ξεχάσω· θα έχω τη φοβερή εικόνα που αντίκρυσα μπροστά μου. Λίγο αριστερά από τον δρόμο κι έξω από ένα κέντρο είδα ένα πτώμα ανάσκελα, αποκεφαλισμένο, ντυμένο μόνο μ' ένα πουκάμισο και μαύρο πανταλόνι1 το κεφάλι, λίγο πιο πέρα από το σώμα, το τσιμπολογούσαν οι κότες που βόσκαν αδέσποτες. Μια άλλη κότα ήταν ανεβασμένη στο στήθος του πτώματος και τσιμπολογούσε τον κομμένο λαιμό. Σε κάτι τραπέζια που ήσαν παρακάτω, ήσαν πεταμένα δυο ή τρία πτώματα.

 


 

Όλος αυτός ο κόσμος, ο χιλιάδες κόσμος, προχωρούσε προς το Κορδελιό, γιατί διαδίδονταν πως στο Κορδελιό αράζουν διάφορα βαποράκια και σώνουν τον κόσμο. Κατά το απογευματάκι φτάξαμε στο Μπαϊρακλί που κι αυτό είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους του. Οι δρόμοι και η πλατεία του χωριού με τα πλατάνια ήσαν γεμάτα από κόσμο που κάθησε να ξαποστάσει.

Ο πατέρας μου βρήκε ένα ωραίο άδειο σπίτι και πήγαμε εκεί μαζί με άλλους να περάσουμε τη νύχτα. Αφού μας άφησε, βγήκε όξω να ζητιανέψει τρόφιμα· θυμούμαι που μας έφερε σατσόπιττες που τού 'δωσαν άλλοι Χριστιανοί. Φαίνεται πως κάπου βρήκαν λίγο αλεύρι, κάναν όπως-όπως λίγο ζυμάρι και το ψήσαν απάνω σε λαμαρίνα με κουκουνάρες που πέφταν από τα πεύκα. Νερά είχε τρεχούμενα.  Όταν έπεσε η νύχτα, ήθελα να πάω κάπου, πριν να κοιμηθούμε. Όλα γύρω πίσσα, σκοτάδι, μέσα κι όξω. Ανάβαμε σπίρτα κι ο πατέρας μου έψαχνε να βρει το αποχωρητήριο· στο ίδιο πάτωμα που μέναμε δεν υπήρχε- βρήκαμε μια σκάλα. Ανάβει κι άλλο σπίρτο στο σκοτάδι, βρήκε το αποχωρητήριο και με φώναξε να πάω. Ξεκινώ να πάω εγώ εκεί που έβλεπα τη φλόγα του σπίρτου. Το σπίρτο έσβησε, αλλά συγχρόνως σκουντούφλησα σε κάτι μαλακό· μπάζω τις φωνές. Ο πατέρας μου άναψε κι άλλο σπίρτο και προχωρούσε προς εμένα. Στο τρεμάμενο φως του σπίρτου είδαμε με φρίκη ότι είχα σκουντουφλήσει σ' ένα κομμένο χέρι και λίγο παρακάτω είδα φευγαλέα ένα πτώμα γυναικείο. Είχε γίνει μέσα εκεί μακελλειό. Ο πατέρας μου είπε να μην πω τίποτα απ’ αυτά που είδαμε στη μητέρα.

Όταν έφεξε η μέρα, άρχισε ο κόσμος να φεύγει από το Μπαϊρακλί με κατεύθυνση προς το Κορδελιό κι έτσι τους ακολουθούσαμε κι εμείς' όπως πηγαίναμε όμως, στ' αριστερά του παραλιακού δρόμου είδαμε να έρχεται από το Κορδελιό προς την Σμύρνη τούρκικη καβαλλαρία, οπλισμένη με σπαθιά. Κρατούσαν ακόμη στο δεξί τους χέρι ένα ακόντιο μ' ένα σημαιάκι στην κορφή. Στήριζαν το ακόντιο στον αναβατήρα. Πιο πίσω ακολουθούσαν Τσέτες.

Τότε μας βρήκαν τα χειρότερα· οι Τσέτες πέσαν απάνω στον κόσμο και κάναν όλων των ειδών τα εγκλήματα.

 


 

Χτυπούσαν τους άντρες και τους ζητούσαν παράδες, και μαλαματικά από τις γυναίκες. Αρπούσαν όποια κοπέλα τους σφαντούσε και την ντρόπιαζαν φόβος και τρόμος μας έπιασε όλους. Οι καβαλλαραίοι μόνο που μας τρόμαξαν, αλλά οι Τσέτες κάναν τα εγκλήματα. Ωστόσο, όπως πηγαίναμε, ένας από τους καβαλλαραίους ξέκοψε από τη σειρά του, στάθηκε μπροστά στη μητέρα μου και της είπε σε καθαρά ελληνικά: «Τσερά, δώσε μου τα δαχτυλίδια σου.» Ο πατέρας κρατούσε αγκαλιά την αδερφή μου κι έναν μπόγο - ό,τι άρπαξε φεύγοντας από το σπίτι. Η μητέρα μου από το ένα χέρι κρατούσε τον αδερφό μου, ενώ στο δεξί της χέρι βαστούσε έναν μπόγο στηρίζοντας τον στην πλάτη της, κι εγώ έναν μπόγο· πήγαινα κοντά στη μητέρα μου για να μη χαθούμε. Έτσι σφάνταζαν τα δαχτυλίδια στο χέρι της μητέρας. Σταθήκαμε και η μητέρα προσπαθούσε να βγάλει τα δαχτυλίδια. Από την ταραχή της όμως και τον φόβο της δεν μπορούσε να τα βγάλει εύκολα. Τότε ο Τούρκος καβαλλάρης, επειδή έχασε τη σειρά του, βιαζόταν κι ετοιμάστηκε να κόψει το δάχτυλο της μητέρας με την κάμα του. Ο πατέρας τότε σάλιωσε το δάχτυλο της κι έτσι έβγαλε τα δαχτυλίδια και τά 'δωσε στον εξαγριωμένο Τούρκο. "Ηταν ο κόσμος θάλασσα, χιλιάδες κόσμος που έκλαιε και βογγούσε. Προχωρούσαμε όπου προχωρούσαν όλοι, προς το Κορδελιό· από κει θα σωθούμε.

Σαν πλησιάζαμε στο χωριό Πετρωτά, που η παραλία του ήταν γεμάτη βράχια ίσαμε κει πάνω δυο και τρία μέτρα ύψος, είδαμε νά 'ρχεται προς το μέρος μας ένα άλλο μπουλούκι, δηλαδή με αντίθετη κατεύθυνση. Μουρμουρίστηκε σε λίγο ότι οι Τούρκοι διώχνουν τους Χριστιανούς από το Κορδελιό για να τους εμποδίσουν να φύγουν από κει. Κλαυθμός και οδυρμός!

Αλίμονο σ' εμάς! Η ελπίδα να σωθούμε από κει, από τη θάλασσα του Κορδελιού, χάθηκε.

«Θεέ μου, λυπήσου μας,» έλεγε η μητέρα κι έκλαιγε.

Ο κόσμος τά ' χάσε πια, απελπίστηκε τελείως. Άλλοι κλαίγαν, άλλοι χτυπιούνταν και μοιρολογούσαν κι άλλοι σέρναν τα πόδια τους και σώπαιναν. Ο βόγγος, ο θρήνος έγιναν ένα δυνατό βουητό. Σε μια στιγμή δεν πιστεύαμε στα μάτια μας- γυναίκες πολλές, μια σειρά ατέλειωτη από το μπουλούκι που ερχόταν από το Κορδελιό, σπρώχνοντας η μια την άλλη και σκύφτοντας, τραβούσαν κατά τους ψηλούς βράχους, εκεί στα Πετρωτά. ' Ώσπου να καλοκαταλάβεις, πηδούσαν και χάνονταν μέσα στη θάλασσα. Πολλές απ' αυτές κρατούσαν αγκαλιά και τα μωράκια τους. Πλάι τους, πάνω από τα κεφάλια τους, ήσαν οι Τσέτες, έτοιμοι να τις ντροπιάσουν, και ήθελαν να γλυτώσουν από τα χέρια τους, να πέσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στον γκρεμό, να χαθούνε.

Η εικόνα αυτή ύστερα από τόσα χρόνια ούτε έσβησε, ούτε θα σβήσει από τη μνήμη μου όσο ζω. Την παράστησα στους φίλους μου, αργότερα στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου.

Γυρίσαμε με τις χιλιάδες κόσμο στο Μπαϊρακλί. Μέναμε στο ύπαιθρο· τη μέρα φοβούμασταν, ενώ τη νύχτα τρέμαμε τους ανήμερους Τσέτες.

Μια μέρα ήρθε κι άραξε ένα μικρό βαποράκι με ιταλική σημαία· βγήκε ο συγγενής μας ο Ιταλός - φαίνεται πως μαθεύτηκαν τα νέα του Κορδελιού -μας πήρε και μας πήγε στην Σμύρνη, στο σπίτι του.

 

 

Τη μέρα του Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου, μέρα σημαδιακιά, μας πήρε ο πατέρας, περπατήσαμε κάμποσο και μπήκαμε στο μπουλούκι για να μπαρκάρουμε. Μόλις περάσαμε τα συρματοπλέγματα - ήταν μαζί μας τούτη τη φορά η νενέ και ο παππούλης-οι Τούρκοι χώριζαν τα γυναικόπαιδα από τους άντρες. Στο σημείο αυτό ήσαν και στρατιωτικοί ξένης υπηκοόητας, όχι Τούρκοι. Πιάσαν τον μπαμπά μου και τον παππούλη μου και τους χώρισαν από μας.   Έγινα έξαλλος, αγανάκτησα και τράβηξα τον πατέρα μου να τον φέρω μαζί μας. Εκεί ένας Αμερικάνος ναύτης - τους γνώριζα από το καπελλάκι που φορούσαν - δεν πρόκανα και μού δώσε μια στον λαιμό μ' ένα σιδερένιο μπαστούνι που κρατούσε, από κείνα που χρησίμευαν για ν' αλλάζουν τις ράγες των τραμ. Τελικά ο πατέρας μου κι ο παππούλης μείναν, κι εμείς τα παιδιά με τη μητέρα μας και τη νενέ μας μπήκαμε στο βαπόρι Ισμίντι.

Μόλις ξεκίνησε το βαπόρι, η μητέρα μου από την απελπισία της ήθελε να πέσει στη θάλασσα και τη συγκράτησαν οι άλλοι πρόσφυγες. Εμένα πρήστηκε ο λαιμός μου και πονούσα αβάσταχτα· και μ' όλα αυτά έβλεπα τη φλεγόμενη Σμύρνη μέσα από το καράβι που σιγά-σιγά απομακρυνόταν.

Το καράβι μας έβγαλε στην Μυτιλήνη- εκεί μας φιλοξένησε η οικογένεια του αδερφού του παππούλη μου έξι μήνες περίπου.

Δεν πέρασε ούτε μήνας που ήρθε ο πατέρας μου και ο παππούλης μου. Κα-ταφέρανε να φύγουνε από την Σμύρνη γιατί ο παππούλης μου ήταν παιχνιδιάτορας και ήταν γνωστός και αγαπητός στους Τούρκους και βρέθηκε κάποιος που τον γνώριζε και τον γλύτωσε. Το ίδιο έγινε και με τον πατέρα μου· ένας Τούρκος βρέθηκε που του πουλούσε υφάσματα για το χαρέμι του και τον μπάρκαρε. Η χαρά όλων μας δεν περιγράφεται· ήταν σαν νεκρανάσταση, τους λογαριάζαμε για σκοτωμένους.

Η μαρτυρία είναι του Αλέξη Αλεξίου από την Σμύρνη και δημοσιεύτηκε στο τρίτομο έργου του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Η ΕΞΟΔΟΣ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: