Οταν ένας ολέθριος σεισμός όπως αυτός της Αϊτής σκοτώνει χιλιάδες ανθρώπους, η φυσική ροπή του ανθρώπου τον ωθεί στην αναζήτηση αιτίων και ενόχων. Πρέπει να του γίνει αντιληπτό γιατί συνέβη το τρομερό γεγονός, πέρα από την αδυσώπητη μοίρα που κινεί γεωλογικές πλάκες στα έγκατα της γης ή της σαθρής υποδομής.
Ακραίο παράδειγμα αυτής της επιθυμίας να «εξηγηθεί» η τραγωδία είναι η ανακοίνωση του αιδεσιμότατου Πατ Ρόμπερτσον, μία ημέρα μετά το σεισμό. Είπε ότι ο Θεός «καταράστηκε» την Αϊτή, επειδή ο λαός της «έκλεισε συμφωνία με τον διάβολο» πριν από δύο αιώνες, όταν άρχισε τις τελετουργίες βουντού.
Ο «πόθος» της ερμηνείας φρικαλέων συμβάντων εκφράζεται με διαφορετικές εκδοχές. Αντικρίζοντας τον όλεθρο και την καταστροφή, κάποιοι παρατηρητές διέκριναν τις επιπτώσεις του κοινωνικού συστήματος της Αϊτής, των ταξικών διαφορών, λόγω των οποίων οι φτωχοί άνθρωποι υπέφεραν δυσανάλογα πολύ, όπως μετέδωσε ο Γουίλιαμ Μπουθ της «Ουάσιγκτον Ποστ» σε άρθρο με τίτλο «Η ελίτ της Αϊτής γλίτωσε σχεδόν από τον όλεθρο». Και ο Ρίτσαρντ Κιμ, της ίδιας εφημερίδας, απέδωσε τη χρόνια ανέχεια στο νησί στον σκληρό εξωτερικό δανεισμό.
Αλλοι σχολιαστές άντλησαν διαφορετικά διδάγματα. Ο Ντέιβιντ Μπρουκς ρίχνει το φταίξιμο στην κουλτούρα της Αϊτής. «Ενίοτε η πολιτισμική παράδοση ανθίσταται περισσότερο στην πρόοδο απ’ ό,τι αλλού. Αυτή ευθύνεται για τις διαστάσεις που προσέλαβε η φριχτή τραγωδία», έγραψε στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης».
Η Αν Εϊπλμπάουμ ισχυρίστηκε στην «Ουάσιγκτον Ποστ» πως η καταστροφή αυτή είναι έργο του ανθρώπου και ότι οι συνέπειές της «διογκώθηκαν στη νιοστή λόγω της ανημποριάς της κοινωνίας των πολιτών και της απουσίας του κράτους δικαίου».
Ολες αυτές οι ερμηνείες εμπεριέχουν μια δόση αλήθειας. Αφήνουν όμως κατά μέρος τον πλέον οδυνηρό και αστάθμητο παράγοντα, αυτόν με τον οποίο βρισκόμαστε αντιμέτωποι όποτε συμβαίνει κάτι κακό: την κακοτυχία. Το ίδιο πρόβλημα ανακύπτει και όταν κάτι ολέθριο συμβεί σε αγαπητά μας πρόσωπα, ας πούμε μια ασθένεια επικίνδυνη για τη ζωή. Αναζητούμε τη λογική εξήγηση γιατί ένας συγκεκριμένος άνθρωπος έπαθε καρκίνο και δεν έπαθε ο γείτονάς του, ο οποίος ζει κάτω από τις ίδιες ακριβώς συνθήκες. Συνήθως η πιο έντιμη απάντηση είναι «γιατί έτσι».
Συζητώντας για το σεισμό της Αϊτής με τον φίλο μου τον Γκάρετ Επς, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Βαλτιμόρης, τον άκουσα να μιλάει για το βιβλίο «Το κακό στη σύγχρονη εποχή» της φιλοσόφου Σούζαν Νάιμαν. Αρχίζει την καταγραφή των αντιδράσεων των ανθρώπων σε ολέθρια συμβάντα με σημείο εκκίνησης το σεισμό του 1755, που κατέστρεψε τη Λισσαβώνα και σκότωσε 15.000 ανθρώπους.
Ο σεισμός της Λισσαβώνας ήταν τόσο καταστροφικός, που τραυμάτισε ολόκληρη την Ευρώπη. Διήρκεσε 10 λεπτά και έγινε αιτία να ταφούν χιλιάδες κάτω από τα συντρίμμια.
Επακολούθησαν πυρκαγιές που ρήμαξαν την πόλη και αλλεπάλληλα παλιρροϊκά κύματα που έπνιξαν εκατοντάδες ανθρώπους, που είχαν τρέξει στην παραλία για να σωθούν. Στην ευλαβή εκείνη εποχή ήταν προφανές για τους περισσότερους ότι η καταστροφή της θαυμάσιας πόλης ήταν θέλημα Θεού· η σκληρή τιμωρία για τα ανθρώπινα ανομήματα. Γιατί όμως να τιμωρηθεί η Λισσαβώνα;
Σύμφωνα με τη Νάιμαν, οι θεολόγοι που κήρυσσαν την ορθή θρησκευτική πίστη ερμήνευσαν το σεισμό απροσχημάτιστα. Επί χρόνια πολεμούσαν τον Ντεϊσμό και κάθε άλλη απόπειρα ο κόσμος να ερμηνευθεί με όρους της φύσεως και μόνον. Ετσι, αρχισαν να ερίζουν και δεν μπορούσαν να αποφασίσουν ποιες αμαρτίες ήταν αυτές που προκάλεσαν τη θεϊκή μήνι. Ορισμένοι ισχυρίζονταν ότι ο σεισμός ήταν η τιμωρία για τις λεηλασίες των Πορτογάλων στον Νέο Κόσμο και «για τους χιλιάδες δυστυχισμένους Ινδιάνους, που οι προπάτορες κατέσφαξαν στο βωμό του χρυσού».
Οι φιλόσοφοι προσπαθούσαν και αυτοί να κατανοήσουν τη σημασία της καταστροφής. Ο Iμάνουελ Κάντ έγραψε τρία δοκίμια περί σεισμών σε μια εβδομαδιαία εφημερίδα στο Κένιγκσμπεργκ. Κεντρικό σημείο της σκέψης του ήταν ότι σεισμοί δεν συμβαίνουν στην Πρωσία, επομένως το φαινόμενο μπορεί να ερμηνευτεί χωρίς τη θεία ανάμειξη. Ο Ρουσσώ και ο Βολταίρος ήγειραν ενστάσεις, αμφιβάλλοντας εάν τόσο ολέθρια συμβάντα μπορούν καν να ερμηνευτούν, λέει η Νάιμαν.
Ο ήρωας στο μύθο της Λισσαβώνας είναι ο επικεφαλής των έργων διάσωσης και βοήθειας, ο μαρκήσιος του Πομπάλ, πρωθυπουργός επί βασιλείας του Ιωσήφ του Α΄ της Πορτογαλίας.
Ο Πομπάλ δεν ασχολήθηκε με θεολογικής φύσεως διλήμματα. «Τι κάνουμε τώρα; Τώρα θάβουμε τους νεκρούς και σιτίζουμε τους ζωντανούς», ήταν η περίφημη αποστροφή του, την οποία εφάρμοσε αμέσως στην πράξη, μεριμνώντας κατεσπευσμένα για τον ενταφιασμό των νεκρών, κατάσχοντας αποθέματα σιτηρών για να θρέψει τους πεινασμένους και διατάζοντας τις πολιτοφυλακές να δώσουν τέλος στο πλιάτσικο και στην πειρατεία. Μέσα σε ένα χρόνο η Λισσαβώνα είχε ανοικοδομηθεί.
Θα σκέφτομαι τον Πομπάλ καθώς θα παρακολουθώ την ανοικοδόμηση της Αϊτής. Η αντίδρασή του στην ολοκληρωτική καταστροφή ήταν να προχωρήσει αμέσως στην ανοικοδόμηση με τόλμη και θάρρος, και εξασφαλίζοντας ότι τα νέα κτίρια θα είναι ανθεκτικά στους μελλοντικούς σεισμούς.
Η Φύση δεν περιέχει νοήματα, τα φυσικά φαινόμενα δεν είναι ενδείξεις, λέει η Νάιμαν. Οι σεισμοί δεν ταυτίζονται με το κακό, διότι στο κακό ενυπάρχει η πρόθεση, το κίνητρο. Είναι αυτό που κάνουν οι άνθρωποι. Κατ’ επέκτασιν, η σωστή αντίδραση σε ανεξήγητα γεγονότα δεν είναι η συζήτηση αλλά η δράση.
Tου David Ignatius - Aρθρογράφου της Washington Post
Πηγή: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_2_24/01/2010_388104
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου