Οι «τρείς χάριτες» και ο Λόρδος Βύρων
Ο ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΤΟ «ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ» ΤΟΥ 1809 (ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ) ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
ΦΙΛΕΛΛΗΝΑ ΑΓΓΛΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΟΤΑΝ ΦΙΛΟΞΕΝΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΜΑΚΡΗ
Του Ελευθέριου Σκιαδά
Το βράδυ των Χριστουγέννων του 1809 ο 21χρόνος Λόρδος Βύρων
αντικρίζει για πρώτη φορά την Αθήνα. Μπροστά του απλώνεται η τουρκική επαρχιακή
πόλη της οποίας το ένδοξο παρελθόν ονειρευόταν. Δεν ήταν τα κλασικά μνημεία και
οι αρχαιότητες που τον ενθουσίαζαν, όπως όλους τους περιηγητές της εποχής. Δεν
εκδήλωνε ενθουσιασμό για τα ερείπια των Αθηνών. Η φύση, η γοητεία του τοπίου,
τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων, οι πολιτικές συνθήκες και η κοινωνική
κατάσταση, δηλαδή η ζωή του τόπου, ήταν τα στοιχεία που έκαναν την ψυχή του να
σκιρτήσει και να γράψει μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα του.
Ήταν όμως και τα όμορφα κορίτσια των Αθηνών. Ενθουσίασαν τον
Άγγλο ευγενή, ξεσήκωσαν τη φαντασία του και φόρτωσαν την ήδη βεβαρημένη
συναισθηματική του κατάσταση με νέες λαμπερές σκέψεις. Ήταν ανήμερα τα
Χριστούγεννα, όταν συνάντησε για πρώτη φορά και ερωτεύτηκε τα τρία κορίτσια του
παλαιού προξένου της Αγγλίας Προκοπή Μακρή, τη Θηρεσία ή Τερέζα, τη Μαριάννα
και την Κατίγκω, δείχνοντας ιδιαίτερη συμπάθεια στην πρώτη, την οποία οι
Αθηναίοι αποκαλούσαν «νεραϊδογέννητη». Έως τις μέρες μας εμφανίζονται νέα
στοιχεία για τη ζωή του ονειροπόλου ευγενούς. Όμως τις ωραιότερες στιγμές του
τις έζησε στην Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1809!
ΟΙ «ΚΑΛΗΜΕΡΗΔΕΣ»
Η επίσκεψη του Βύρωνα στην Αθήνα συνέπεσε με τον εορτασμό
του Δωδεκαήμερου. Βρίσκονταν ακόμη στην ακμή τους τα παλαιά εορταστικά έθιμα
της Αττικής. Το Δωδεκαήμερο άρχιζε από την παραμονή των Χριστουγέννων και
τελείωνε τις ώρες του αγιασμού των υδάτων, ανήμερα τα Θεοφάνια. Τότε
εμφανίζονταν οι «καλημέρηδες», αναγγέλλοντας την επαίσχυντη φυγή των
καλικάντζαρων ή «κωλοβελόνηδων», όπως τους έλεγε ο λαός. «Καλημέρηδες» ήταν οι
περιβόητοι Αθηναίοι «ποταμάρχες» δη λαδή εκείνοι που νοίκιαζαν τα ύδατα του Κηφισού και τριγυρνούσαν με φλάμπουρα και
βιολιά στις συνοικίες. Όπου δε έβρισκαν και μπορούσαν, άρπαζαν και καμιά κότα
από την αυλή του σπιτιού!
Αυτή την Αθήνα επισκεπτόταν ο λόρδος Βύρων την Παραμονή των Χριστουγέννων
και αντίκριζε την επομένη, συνοδευόμενος από τον Ηπειρώτη καπετάν Βασίλη, τον
Δερβίς Ταχήρ, τον Χομπχάουζ και τον υπηρέτη του, τον Φλέτσερ.
Θόλοι και ελιές, πύργοι και κυπαρίσσια, μιναρέδες και
φοίνικες και στη μέση καμαρωτό το
Κάστρο, η Ακρόπολη. Κατέλυσαν στην οδό Αγίας Θέκλας, εκεί όπου υπήρχε το
φιλόξενο σπιτάκι της Θεοδώρας Μακρή, μεγαλοκοπέλας και αδελφής του παλαιού
προξένου της Αγγλίας στην Αθήνα Προκοπή Μακρή, πατέρα των περίφημων «τριών
χαρίτων».
Στο μικρότερο από τα τρία κορίτσια, στην «Κόρη των Αθηνών»,
αφιέρωσε ο Βύρων τους ωραίους στίχους του:
«Με τα μαλλιά τα ξέπλεκα / που τα γλυκανεμΐζουν / οι αύρες
οι ολόδροσες / του γαλανού Αιγαίου...». Ο κόσμος των Αθηνών αποκαλούσε τις τρεις
κοπέλες «κονσουλίνες» λόγω της προξενικής ιδιότητας του πατέρα τους. Ο Βύρων
φρόντισε να μας παραδώσει ποιητικές εικόνες των τριών θυγατέρων του
προεπαναστατικού άρχοντα.
Η Τερέζα, μελαχρινή και θερμή ως Ινδή, η Μαριάννα με αρχαιοελληνική
κατατομή, ενώ η Κατίγκω έδινε την εντύπωση Γεωργιανής. «Λευκορόδινη καθώς ήταν,
είχε μεγάλα γαλανά μάτια, τορνευτά μπράτσα, ωραία χέρια και κομψά πόδια. Αυτά
φαίνονταν σαν να πλάστηκαν όχι για να βαδίζει, αλλά να αγγίζει μόλις τη γη, ενώ
η Τερέζα φαινόταν ότι πλάστηκε μόνον για τον κοιτώνα, μάλλον εύσαρκη, χαλαρή
και ράθυμη, είχε όμως και κάλλος που θα μπορούσε να κάνει κανέναν να
παραφρονήσει...».
Ένας άλλος περιηγητής, ο Άγγλος Χαγκ Ουίλιαμς, ο οποίος
επισκέφθηκε την Αθήνα λίγο μετά τον Βύρωνα και συνάντησε τις τρεις κοπέλες,
έγραψε ότι και οι τρεις φορούσαν κόκκινο φεσάκι με μια ρώγα γαλανή στην κορυφή,
σαν αστράκι. Κάτω από το φέσι περιδενόταν πολύχρωμο τσεμπέρι που σκέπαζε τους
κροτάφους.
Τα μαλλιά των δύο μεγάλων αδελφών ήταν συνήθως ανασηκωμένα
κάτω από το τσεμπέρι, ενώ της μικρότερης ήταν ανακατωμένα με μπρισίμια που
χύνονταν στους ώμους και έφταναν ως τη μέση.
ΕΛΚΥΣΤΙΚΕΣ
Φορούσαν και οι τρεις μακρύ σιγκούνι, με γούνα από μέσα, το
οποίο έπεφτε ως τους αστραγάλους με μεγάλες δίπλες. Μια μαντίλα από μουσελίνα
τύλιγε σφιχτά το στήθος ως τη ζώνη. Η κορμοστασιά τους ήταν κομψή και οι τρόποι
τους ευχάριστοι και ευγενικοί. Διέθεταν μόρφωση καλύτερη από τις άλλες
Ελληνίδες και θεωρούνταν ότι ήταν ελκυστικές για κάθε τόπο.
Το σπίτι όπου έμεινε ο Βύρων αποτελούνταν από ένα σαλόνι και
δύο υπνοδωμάτια που άνοιγαν στην αυλή. Εκεί υπήρχαν δύο λεμονιές και μία
πορτοκαλιά. Όταν έφτασε ο Βύρων, χριστουγεννιάτικα, δέχτηκε την επίσκεψη του υποπρόξενου
της Αγγλίας στην Αθήνα Λογοθέτη, που τον συνόδευσε στον Οθωμανό βοεβόδα των
Αθηνών. Τότε το άστυ είχε περίπου 1.200 κατοικίες, εκ των οποίων 400
κατοικούνταν από Οθωμανούς και οι άλλες από Έλληνες. Οι δρόμοι ήταν στενοί και
αδιαμόρφωτοι. Η Αγορά –το περίφημο Παζάρι των Αθηνών- ήταν γεμάτη από καφενεία.
Στο τρίμηνο διάστημα που παρέμεινε ο Βύρων στην Αθήνα συχνά ανέβαινε στο
Κάστρο, δίνοντας και το ανάλογο πεσκέσι στον διοικητή της τουρκικής φρουράς.
Από εκεί ψηλά συλλογιζόταν την αντίθεση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν.
ΟΣΟ ΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ
Όσο για τον έρωτα με τη 12χρονη μακρυμαλλούσσα, λυγερή,
όμορφη και ανοιχτόκαρδη, γεμάτη από ζωή και χωρίς φόβο Τερέζα, έζησε όσο ζει
ένα λουλούδι. Χάθηκε μέσα στο πλούσιο και πολυποίκιλο ερωτικό άλμπουμ του
ποιητή, αφήνοντας πίσω μια έντονη ζωηρή ανάμνηση, μια μεθυστική ευωδιά που
διατήρησε στη σύντομη ζωή του. Περισσότερο η δροσερή κοπέλα εμφανίστηκε μπροστά
του ως σύμβολο του ελληνικού κάλλους και της αθάνατης ζωτικότητας της φυλής. Ο
Βύρων έφυγε από τη ζωή, κάτω από τις γνωστές συνθήκες, τον Απρίλιο του 1824,
ενώ η Τερέζα παντρεύτηκε Άγγλο αξιωματικό, έμεινε χήρα σε ηλικία 59 ετών και
έφυγε από τη ζωή το 1875, σε ηλικία 86 ετών, αφήνοντας πίσω της μία κόρη.
Η ΥΠΕΡΗΦΑΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ
ΟΛΟΡΔΟΣ Βύρων αγάπησε
τους Έλληνες. Τους αγάπησε γιατί ήταν ωραίοι και δυστυχείς, όπως κι εκείνος που
είχε πληγεί από την κατάρα της μοίρας.
Τους αγαπούσε γιατί, παρά την φτώχεια
και την κατάντια της σκλαβιάς, είχαν διατηρήσει κάτι από την υπερηφάνεια των
προγόνων τους. Αγαπούσε τα ηρωικά τοπία της Ελλάδας. «Τα βουνά αντικρίζουν τον
Μαραθώνα και ο Μαραθώνας τη θάλασσα»,
έγραφε. Αγαπούσε τις κοπέλες που ωρίμαζαν πρόωρα στο θερμό κλίμα της χώρας.
Αγαπούσε τους ηλιοκαμένους άνδρες και στο φλογερό βλέμμα των μαύρων ματιών τους
μάντευε την υπόσχεση για ένα ελεύθερο αύριο. «Τους αγαπώ τους Έλληνες», έγραφε ο
Βύρων από την Αθήνα, «όλοι τους είναι
ωραίοι. Μοιάζουν με την προτομή του Αλκιβιάδη. Τους αγαπώ».
Πηγή: "Κυριακάτικη Δημοκρατία"
Πηγή: "Κυριακάτικη Δημοκρατία"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου