Το Λεξιλόγιο της Οδύσσειας του Νίκου Καζαντζάκη
Εξηγούνται εδώ οι πιο δύσκολες λέξεις και μονάχα στην πιο ασυνήθιστη σημασία που έχουν στο κείμενο. Όλες είναι παρμένες απ’ όλα τα μέρη της Ελάδας και μπήκαν ύστερα από πολύχρονη δύσκολη επιλογή. Πέντε ή έξη μονάχα αναγκάστηκα να φκιάσω: αστροπόταμος (γαλαξίας), βοράστρι (άστρο της τραμουντάνας), βοδάλαφο (τάρανδος), νεροβούβαλος (ιπποπόταμος), χεραγκαλιά (αλαμπρατσέτα).
Σημαδέβεται ένας μονάχα τόνος, η οξεία, που μπαίνει στην τονιζόμενη συλαβή, αν όμως η λέξη τονίζεται στη λήγουσα δε σημαδέβεται ο τόνος. Μερικές μονοσύλαβες λέξεις παίρνουν τόνο για να ξεχωρίσουν από τις ομώνυμές τους: να, τι: πού: πώς: ως (έως) για (ή) μά (ορκοτικό) κλπ. Και μερικές πολυσύλαβες: γιατί; ωχού, αχού, αλοί, καταπού; κλπ.
Απλοποιήθηκε λίγο η ορθογραφία, καταργήθηκαν τα διπλά σύμφωνα, μονάχα, επειδή υπάρχει ανάγκη προφοράς, διατηρήθηκαν τα δυο γ: αγγίζω, φαλάγγι κλπ.
Αυτά τα λίγα διευκρινιστικά λόγια του συγγραφέα-ποιητή Νίκου Καζαντζάκη, προηγούνται ενός Λεξιλογίου της «Οδύσσειας». Ένα μεγάλου μεγέθους φυλλάδιο έξι φύλλων, κιτρινισμένο από τον χρόνο, φθαρμένο από την χρήση του, που σχίζεται αμέσως μόλις το αγγίξεις παραπάνω από όσο το αντέχουν τα φύλλα του, με ζελοτέιπ σε ορισμένες σελίδες του, χωρίς τόπο και χρόνο έκδοσης, δίχως άλλα πληροφοριακά στοιχεία, είναι αυτό που ξεφυλλίζω πολύ προσεκτικά, διαρκώς, όταν διαβάζω ραψωδίες της «Οδύσσειας» Το χρήσιμο αυτό φυλλάδιο που έχω κοντά μου κατά την ανάγνωση του ογκώδους αυτού ποιητικού έργου, μου θυμίζει παλαιό λησμονημένο χειρόγραφο θαμμένο μέσα στο χρόνο και την αδιαφορία των καιρών, σαν και αυτά που ανακαλύπτουν εντελώς τυχαία και με χαροποιό έκπληξη οι αρχαιολόγοι, οι επιστήμονες ερευνητές, παλαιών πολιτισμών, στα σκονισμένα και σκοροφαγωμένα ράφια των βιβλιοθηκών, μέσα σε σκοτεινά υπόγεια που μυρίζουν μούχλα και υγρασία, σε ανήλιαγους χώρους που δεν επισκέπτεται κανείς, είναι το δεκασέλιδο αυτό Λεξικό του τεράστιου Καζαντζακικού αγωνιστικού, προσωπικού του οδοιπορικού που λέγεται «Οδύσσεια». Ένα γλωσσικό άπλωμα της αγωνιστικής ψυχής του Κρητικού συγγραφέα, που δεν έχει το συγγενές του έργο η «Ασκητική». Η «Ασκητική» διαβάστηκε και εξακολουθεί να διαβάζεται συχνά, να γράφονται άρθρα και μελετήματα για την φιλοσοφία της, για την κοσμοθεωρία της, τον μηδενιστικό της χαρακτήρα, να έχει παρασταθεί σε θεατρικούς χώρους και σκηνές, να έχει διαβαστεί σε συγκεντρώσεις ή μοναστήρια, όμως η «Οδύσσεια», ίσως εξακολουθεί να παραμένει το πλέον μοναχικό του έργο, το πιο «ανάδελφο» δημιούργημά του μέσα στους αναγνωστικούς καιρούς, αυτό που κάνει τον αναγνώστη να δυσανασχετεί με τον όγκο του, να κατσουφιάζει καθώς ξεφυλλίζει τις σελίδες του, να απορεί για τον υπερβολικό πλούτο των επαναλαμβανόμενων ιστοριών και εικόνων του, να στέκεται με ερωτηματικό δέος μπροστά στον θησαυρό του γλωσσικού του μεγαλείου. Η «Οδύσεια», (όπως την γράφει με ένα σ, ο ίδιος ο ποιητής) είναι ένα έργο, που θα γράφαμε αβίαστα, παρόλο τον θαυμασμό μας και την εξακολουθητική αγάπη μας προς το Κρητικό συγγραφέα, αυτόν τον έλληνα παγκόσμιο παραμυθά του γένους μας, ότι δεν διαβάζεται ούτε με δυσκολία, ούτε με άνεση. Απωθεί τους αναγνώστες της, είτε με το πρώτο, είτε το δεύτερο, είτε το τρίτο, είτε το ….πλησίασμά της. Η καταιγίδα των άγνωστων λέξεων που οικοδομούν αυτό το βαβελικό γλωσσικό πολυστρωματικό έργο, με τις λέξεις σαρανταποδαρούσες, τις μπιχλιμπιδάτες λέξεις, κάνει τον αναγνώστη του να υποστεί σοκ, για την άγνοιά του, την έλλειψη γλωσσικής επάρκειάς του, την μη ανάγνωση ερμηνευτικών λεξικών. Και η δυσκολία αυτή επαυξάνει, αν ο αναγνώστης είναι αστός, έχει γεννηθεί σε μεγάλο αστικό κέντρο με ελάχιστες έως καθόλου μνήμες από την ύπαιθρο.
Λέξεις και ιδιωματισμοί λέξεων με τις παράγωγές των, πολυσύνθετες και ορισμένες κακοτράχαλες, πρωτάκουστες και πρωτογνώριστες, λέξεις που κυριολεκτούν και λέξεις που συμπληρώνουν άλλες λέξεις στην εννοιολογική τους σημασία, λέξεις για κάθε πτυχή του βίου και της φύσης, λέξεις κουδουνιστές και λέξεις πένθιμες, αρρενωπές και βίαιες, λέξεις που σου τρυπούν τα αυτιά με τον ήχο τους, λέξεις με πολλά σύμφωνα, λέξεις που η ερμηνεία τους ακούγεται καλύτερα στα αυτιά μας από τις ίδιες, λέξεις αγροτικά εργαλεία και λέξεις εικόνες του φυσικού χώρου, λέξεις του αγροτικού βίου και λέξεις νησιώτικες, λέξεις που χρειάζεσαι ειδική εκπαίδευση για να βρεις από πού κρατά η σκούφια τους, λέξεις κυρίως του προφορικού λόγου, λέξεις που συγκέντρωσε και κατέγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης ταξιδεύοντας σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, που φοβάμαι ότι, σαν αυθεντικός Κρητικός ο ίδιος μέχρι το τέλος της ζωής του, δεν θα τις μιλούσε. Δεν θα τις χρησιμοποιούσε-τουλάχιστον τις περισσότερες από αυτές-στον ατομικό του βίο, με εξαίρεση αυτές της Κρητικής του πατρίδας. Λέξεις παράξενες σε ήχους, ομόηχες ή αλλόηχες, με μεγάλη βαρύτητα εννοιών, λεκτικά αποτυπώματα ζωής συγκεκριμένων γεωγραφικών περιοχών της χώρας, λέξεις ανομοιογενείς στην ορθογραφία τους από άλλα γεωγραφικά μέρη, πέρα από αυτά που τις κυοφόρησαν. Λέξεις που επαναλαμβάνονται καταχρηστικά, μόνο και μόνο για να εκφράσουν το ιδεολογικό οικοδόμημα του συγγραφέα, να συμπληρώσουν τον μετρικό συλλαβισμό του στίχου, να αποδώσουν τον επαναλαμβανόμενο χαρακτηρισμό των ηρώων του. Οι Λέξεις που κατέγραψε, διέσωσε και υιοθέτησε μέσα στο πολύστικτο ποιητικό του έργο ο Νίκος Καζαντζάκης, δεν είναι το ατομικό γλωσσικό θαύμα ενός ανθρώπου, που η μαγεία τους δημιούργησε την προσωπική του πολιτιστική ταυτότητα, η ευτυχισμένη στιγμή ενός συγγραφέα μέσα στον χρόνο, που θα του παράσχει την συγγραφική του αιωνιότητα, αλλά το συνεχές θαύμα ενός λαού μέσα στην γενική του ιστορική διαδρομή και πορεία, και αποτελούν, το γεωγραφικά τοπικό βάδισμα της ιδιαιτερότητας των κατοίκων του, με όλο το βάρος της πολιτισμικής τους ιδιομορφίας και έκφρασης. Η γλώσσα και η μουσική, ο χορός και τα διάφορα ήθη και έθιμα ανά την ελληνική επικράτεια, οι ενδυματολογικές προτάσεις και η αρχιτεκτονική των οικισμών, αρχιτεκτονούν τον ελληνικό πολύχρωμο πολιτισμό της χώρας, με τις επιμέρους ιδιαιτερότητές του μέσα στον χρόνο και τις μεταβαλλόμενες ιστορικές ανάγκες και κοινωνικές συνθήκες. Το ίδιο το ελληνικό φυσικό τοπίο είναι που κάνει και δημιουργεί την ιδιοσυγκρασιακή διαφορά των ανθρώπων. Ο επιμέρους λεκτικός θησαυρός, όσο ισχυρός και αν είναι, δεν μπορεί να συνενώσει με ευχέρεια αν θέλετε ένα έθνος, να αφομοιώσει διαφορετικών αντιλήψεων πληθυσμιακές ομάδες ενός και του αυτού συνοριακού χώρου, να σμίξει άτομα με διαφορετική χαρακτηριστική φυσιογνωμία και ήθη ζωής έστω και της ίδιας φυλής. Και αυτό μας το δείχνει ο ίδιος ο Νίκος Καζαντζάκης με το ατομικό του παράδειγμα. Παρέμεινε κατά βάθος, ένα λεβέντης Κρητίκαρος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το έργο «Βαβυλωνία» του Δημήτρη Βυζάντιου. Αν η γλώσσα κατόρθωνε να συνενώσει τις διαφορετικές πληθυσμιακά ομάδες, όχι να τους δημιουργήσει κοινούς συμβολισμούς αναφοράς ζωής, αλλά να εξαλείψει τις ντόπιες γεωγραφικές διαφορές και ιδιαιτερότητες ηθών και εθίμων, θα είχαμε μια πληθυσμιακή ομοιογένεια μέσα στην ιστορία, που θα εξάλειφε «ως διά μαγείας» τις κατά τόπου διαφορές. Αλλά αυτό δεν συνέβη στο ιστορικό παρελθόν αν δεν λαθεύω. Τα Απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821, μιλούν από μόνα τους για το θέμα αυτό. Πολλές φορές οι γλωσσικές διαταγές που έδινε ένας οπλαρχηγός στους στρατιώτες του, δεν γίνονταν αντιληπτές από αυτούς, αλλά όλοι, αγωνίζονταν θαρραλέα για την ελευθερία της πατρίδας τους, των οικογένειών τους, των ίδιων και των παιδιών τους. Άλλο ρουμελώτης, άλλο κρητικός, άλλο πελοποννήσιος, άλλο μανιάτης, άλλο κυκλαδίτης νησιώτης, άλλο επτανήσιος νησιώτης, άλλο μικρασιάτης πρόσφυγας, άλλο πειραιώτης, κλπ. Θέλω να πω ότι, η επιλογή του Νίκου Καζαντζάκη να συγκεντρώσει ένα δυσθεώρητο όγκο λέξεων από διάφορα μέρη της ελληνικής γης, γονάτισε την μεγαλεπήβολη θεμιτή για συγγραφέα φιλοδοξία του, και μοιάζει το όλο εγχείρημά του, σαν την προσπάθεια που επιχειρήθηκε κάποτε στην Ευρώπη, να επιβληθεί και να χρησιμοποιείται διεθνώς η γλώσσα Εσπεράντο. Κάτι που ευτυχώς δεν επιτεύχθηκε. Γιαυτό σημείωσα παρά πάνω, ότι η «Οδύσσεια», είναι το πιο μοναχικό και αδιάβαστο έργο του. Στέκεται στον αναγνωστικό και εκδοτικά εμπορικό αντίποδα που είναι τα μυθιστορήματά του ο κάπως «τουριστικός» «Ο Ζορμπάς», το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», ο «Τελευταίος πειρασμός» κλπ. Και δεν είναι προς ψόγο, ότι οι άνθρωποι της λογοτεχνίας και οι κατά καιρούς αναγνώστες που έχουν άλλα βιώματα ζωής και εμπειρίες βίου, δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν έναν τόσο μεγάλο λεκτικό θησαυρό, ούτε να κυκλοφορούν με επίτομα λεξικά στο χέρι. Η «Οδύσσεια», είναι για λίγους, για αυτούς που έχουν χρόνο να ξοδέψουν για να την μελετήσουν, και ίσως, να μην διαβάσουν για μεγάλο διάστημα άλλο έργο του, για τους απανταχού Καζαντζακιστές, ή για μελετητές και ερευνητές των Πανεπιστημιακών Σχολών. Δεν είναι για τις μεγάλες αναγνωστικές μάζες, που τόσο αγωνίζονταν ο συγγραφέας που φιλοδόξησε να ιδρύσει μια νέα θρησκεία, να καθοδηγήσει και να βοηθήσει να κάνει ο άνθρωπος την ύλη πνεύμα.
Με τις σύντομες αυτές απόψεις μου όσον αφορά την ωκεάνια φουρτουνιασμένη γλώσσα της, αλλά και γενικότερα το θέμα της γλώσσας, θέσεις μπορεί λανθασμένες, θέλω περισσότερο να θέσω ερωτήματα και προβληματισμούς στην ανάγνωση του έργου, και όχι να αποτρέψω την ανάγνωσή της, που ούτως ή άλλως, η ενασχόλησή μου με αυτήν αποδεικνύει την δική μου κατά καιρούς ανάγνωση και ερμηνευτικό πλησίασμα.
Τα γλωσσικά πειράματα του Καζαντζάκη, ίσως στάθηκαν τα απαγορευτικά κλείθρα αποτροπής της ανάγνωσής της.
Στο σημείωμα αυτό, μεταφέρω μέρος από τις λέξεις και τις ερμηνείες τους, που κατέγραψε ο ίδιος ο Νίκος Καζαντζάκης, και που όσοι έχουν μελετήσει τουλάχιστον μία φορά την «Οδύσσεια», θα γνωρίζουν ότι δεν ολοκληρώνουν το λεξιλόγιό της.
Φυσικά, δεν χρειάζεται να σημειώσω, ότι η παράθεση και αντιγραφή της παλαιάς μελέτης για την «Οδύσσεια» του πειραιώτη Βασίλη Λαούρδα στην ιστοσελίδα μου πριν μερικές μέρες, 8 Αυγούστου, δηλώνει και την επιρροή των απόψεών του στις θέσεις μου. Χωρίς να χρεώνεται ο πειραιώτης συγγραφέας τα όποια ερμηνευτικά λάθη ενός σημερινού αναγνώστη της «Οδύσσειας». Άλλωστε, οι λάτρεις του Καζαντζακικού έργου παραμένουν σταθεροί και αυξανόμενοι. Νίκος Καζαντζάκης δεν είναι μόνο ο τουριστικός «Ζορμπάς» του, και η μη κατανοητή από πολλούς αναγνώστες της «Ασκητική» του.
Το ερώτημα που τίθεται είναι άλλο, αν οι σύγχρονοι έλληνες ή ξένοι αναγνώστες του, μπορούν να κατανοήσουν κάτι από την ηρωική λεβεντιά και το ατομικό αγωνιστικό ήθος των ηρώων του. Ή απλώς τους αντιμετωπίζουν σαν μυθιστορηματικά κέρινα ομοιώματα μιας άλλης εποχής, που τα συναντά κανείς στο συγγραφικό Καζαντζακικό Μουσείο.
Α
Αβλόχι = στενο φαράγγι, στενοπορια
Αβλοχια = θηλυκό χταπόδι
Αγανομάτης = γλυκόθωρος
Αγγελίζω = ελεω, κάνω ελεημοσύνες
Αγερίνα = πολύ ψιλη αμούδα
Αγκαθος = κάνθος, κόχη ματιου
Άγρη = κυνήγι, λεια
Αγρίλι = αγριελια
Αγριλίκι = προγαμιαία δωρεα χήρου στη νύφη
Αδραχτα = αρπαχτα, γρήγορα
Αδρίζω = σκληρύνουμαι
Άζουδος = άτυχος
Αθιβόλι = υπόδειγμα, χνάρι
Ακλάροτος = χωρίς απογόνους, χωρίς παιδι
Άκνα = αμυδρα, θαμπα
Ακνάτος = ανόθεφτος, α. κρασι
Αλεποθάνατος = που προσποιείται το νεκρο
Αλογοκάνης = μακροσκέλης
Β
Βαβαλίζω = χαδέβω, καλοπιάνω, περιποιούμαι
Βαγιόλι = πετσέτα
Βαλμας = γκιόνης, νυχτοπούλι
Βερβερίτσα = σκίουρος
Βερέμης = χτικιάρης, αδύνατος
Βλυσίδι = θησαβρος
Βηρος = τέλμα, βάλτος
Βούργα βούργα = σκοτεινα, αξημέροτα
Βρουχαλίζω = βήχω από καταροη
Βρυσικο = αφθονία
Γ
Γαβριάζω = οργω, ερεθίζομαι ερωτικα
Γκόλφη = καρφίτσα στήθους
Γκόλφι = χαϊμαλί, φυλαχτο
Γάγλα = ελικοειδής γραμμη
Γλαρα = κορυφη καταρτιου
Γδούρης = γυμνος, κουρελης, φτωχος
Γερανίζω = μπλαβίζω, παίρνω σκούρο γαλάζιο χρώμα
Γουλίζω = χτυπω το χταπόδι να μαλακόσει λέγεται και σγουραίνω
Γρούλης= γουρλομάτης
Δ
Διαρίζω το καράβι = του δίνω όταν σκαρόνεται τη γραμμή, το γάρμπος
Διβλι = σμίλα
Διώμα = εβγενικό παρουσιαστικό
Δριμόνω = αγριέβω, θυμόνο
Διωματάρης, κομψος, όμορφος
Δρόλαπας = σφοδρος παγομένος άνεμος με βροχη
Ε
Εβγενίκι = προγαμιαία δωρεα
Εγιωτας = ιος, σκουρια μετάλλων
Έχερη = η λαβή του αλέτρου
Ζ
Ζαβα = τουσλούκι, περικνημίδα
Ζαβόνω = αστοχω
Ζάλο = βήμα
Ζούμπερο = ζώο, χτήνος
Ζήτα, η = μήτρα (κυρίως ζώου)
Ζωνόσβουρος = μεγάλη αγριόμέλισα, λέγεται και σέρσονας, ληνόσβουρος
Ζωντοκρίνομαι = βασανίζουμαι
Θ
Θαλάμι = φωλια χταποδιου
Θρουβαλίζω = θρυματίζω
Θυμισμένος = ερωτικα ερεθισμένος
Κ
Καβος χορου = η αρχη, ο κορυφαίος του χορου
Καγκέλι = λοξος ανήφορος βουνου, λέγεται και κορδέλα
Καβλόνω = αργω
Καμουχας = χρυσοκέντητο βελούδο
Κανίσκι =δώρο, πεσκέσι
Καπόνι = μουνουχισμένος κόκορας
Καπυρος = σκουρόξανθος, φλογάτος, λέγεται και καπαρος
Καρδαμοκοιτάζω = σα ζαλισμένος
Καρκάνι = πτώμα κυρίως ζώου, λέγεται και κάρμα, ψοφήμι
Καταθύρα =να πει την κ. = τελεφταία λόγια ετοιμοθάνατου
Καταλαχου = τυχαία
Κατσούλα = πιάνει κ. το βουνο = σκεπάζεται από σύννεφα
Κεμέρι = ζώνη όπου φυλάγονται χρήματα
Κλιτα = ταπεινα, θλιμένα
Κλωθοσούρτης = κουτσομπόλης
Κλώσμα = χαριτομένη κίνηση κορμιου
Κνογελω = χαμογελω ελαφρια
Κοκαλάτος = άνεμος= παγομένος
Κομποτης = που απατάει, δόλιος
Κουνάβλα = μακροσκέλα
Κούρβα =πόρνη
Κράφαλα, τα = απότομες αχτες
Λ
Λαγα λαγα = σιγα σιγα, αθόρυβα
Λαγάρι = ξαθέρι, πεμπτουσία
Λάγιος = μάβρος
Λαζάρι = νεκρικο σεντόνι
Λαλάζει φύλο = σιέται
Λασια = ίχνος, πατημασια
Λάσος = δασύτρυχος
Λεβδος = κιτρινιάρης, χλομος
Λεβρος = αδύναμος, μαραμένος
Λιακοτο = ταράτσα, εξώστης
Μ
Μαγληνος = λείος
Μαγούλα = λόφος
Μαργαρόριζα = σεντέφι
Μαργέλι = γύρος, ούγια
Μάργελος = γοητεφτικος, ελκυστικος
Μαρουβας = κρασι παλιο
Μονολάτι = το μεγάλο κουπι
Μουστρούνι = ρύγχος σκύλου, χοίρου κλπ
Μπράτιμος = βλάμης, σύντροφος
Ν
Νάβλερος = καραβοκύρης, ναφτικος,
Νάκα = κούνια στη ράχη
Νιόλουβο = νιόβγαλτο, καινούργιο
Νιόσμα = αίνιγμα
Ντάργα = ασπίδα
Ντάντουλος = αραιος, μισογεμάτος
Ντηριούμαι = διστάζω, δειλιω
Νυχτοκόπος = το άστρο Σείριος
Ξ
Ξαγκλίζω = εξαντλω
Ξαγοτάρης = εξομολογητης
Ξαμάρι = μέτρο, υπόδειγμα
Ξαντίμεμα = ανταμοιβη
Ξαπολυμένη = ξεδιάντροπη
Ξαρέσια = γλιγούδια, ορεχτικα
Ξελιγγιάζω = στραβολαιμιάζω
Ξεπασουλίζω = καθαρίζω τα δόντια, σκαλίζω να βγάλω κάτι
Ξεπερδικίζω = δυναμόνω, αναλαβαίνω από αρώστια
Ξεστημονιάζω = αναστατόνω
Ο
Οβγορο = ψηλο μέρος που πρωτοφαίνεται, σκοπια
Οβορος = γυροτραφισμένο υπαίθριο μέρος της αβλης για τα ζώα
Όμπρος = δυνατη παροδικη βροχη
Οσκρος = το κεντρι της σφηκας κλπ.
Οχιάζουμαι = συνουσιάζουμαι (κυρίως για πουλια) βατέβουνται οι σκύλοι, πηδιούνται τα πρόβατα, αβγόνουνται τα ψάρια
Π
Πάγρα = γιαλοπάγι, υγρασία χιονιου
Παιδότρα = πολυπαιδούσα
Παλαμίζω = αλείφω με άλειμα το καράβι να γλιστράει
Παραπετρια = υπαινιγμος
Παραταρια = γραμμη, αράδα
Παρωρίης = που αργοποράει, ξενύχτης
Πάφυλας – λεπτο φύλο μετάλινο
Πεικάζω = μαντέβω
Περάτης = μάνταλο, διαβάτης
Πιλόθω = σπρώχνω
Πλεμάτι = δίχτι
Πλεξίδα = γαρδούμπα
Ρ
Ράπη = καλαμια, ό,τι μένει στο χωράφι μετα το θέρισμα
Ρεμονίζει = πέφτει με δύναμη το χαλάζι
Ρίνα ρίνα= άκρα άκρα
Ροζονάρω = κουβεντιάζω
Ρονι = λαγήνι
Ρούφνα = φλοίσβος θάλασσας, μουρμούρα νερου
Ρουχάζω = ροχαλίζω
Σ
Σαγάνια αγεράκι = λίγο α
Σαστικος = αραβωνιαστικος
Σγαρίζω = ισοπεδόνω έδαφος
Σειραδόνω = μαργελόνω, βάνω γύρα γύρα
Σιδεροβόλι = άγκυρα
Σπερβέρι = σκέπασμα του κρεβατιου
Σπιτολος = που αγαπάει να μένει σπίτι
Στορω = ζωγραφίζω, εικονίζω
Συναβλακάρηδες = άντρες που έχουν την ίδια ερωμένη
Σωκάρδι = γιλέκο
Σώχωρο = χωράφι απόξω απο το σπίτι
Τ
Ταγαριάζω = ξεραίνουμαι, ζαρώνω, γίνουμαι σαν πετσί
Ταμαχιάρης = άπληστος
Τάπια = πρόχωμα, οχύρωμα
Ταρναριστος = ζωηρος, με κέφι
Τόπακας = το φίδι του σπιτιου, το στειχιο του σπιτιου, λεγ. και ο νοικοκύρης
Τραχόνια = κατσάβραχα
Τρηδονιάρης = ζωχαδιακος
Τριφύλιος = γάιδαρος
Τσουρναρίζει = ο ιδρώτας= τρέχει άφθονος
Φ
Φαλάγγια = ξύλα που βάνουν χάμω για να γλιστράει το καράβι να μπει στη θάλασσα
Φαλαγγομένος = ναρκομένος (κυρίως μετα το φαϊ)
Φαλαγγόνει το καράβι = κατεβαίνει στη θάλασσα γλιστρώντας στα φαλάγγια, φ. το παιδί
Φάλκος = γεράκι
Φαρομανω = γαβριάζω, οργω, αψόνω, αγριέβω
Φέρσα = λουρίδα, μαδημένη πέτσα χοίρου
Χ
Χαβδαλιάζω = ξεδρασκελίζω αδιάντροπα, λεγ. και χαβδοσκελιάζω
Χαβόνουμαι = παραλύω από μαγικο φόβο
Χαβόνω = φιμόνω ζώα
Χαηλομένος = βαλαντομένος, αποναρκομένος
Χάλαβρα = κυλισμένοι βράχοι, ερείπια
Χάλαρα = μεγάλοι όγκοι μάρμαρα
Χαλέπεδα = κατσάβραχα
Χαμαδος = χαμηλός, που βλέπω χάμω, κοντος
Χαμακια = μυρωδια του χωμάτου, χωματίλα
Χαμαλούπης = ύπουλος, δολερός
Χαμοδράκι = νάνος, στοιχιο που βατέβει τα πρόβατα και ψοφουν
Χαμουργας = τυφλοπόντικας
Χαράκι = βράχος, πέτρα μεγάλη
Χαρβαλόστομος = ακριτόμυθος, που λέει ό,τι του κατέβει
Χαρμπι = μικρό στομομάχαιρο για το ακόνισμα
Χαροκατεβάζω = χαίρουμαι για τη δυστυχία του άλλου
Χαρχάλι = η δαγκάνα του κάβουρα
Χελιος = χρώμα ζώου (γίδας, γαϊδάρου κλπ): στη ράχη μαβροπο, στην κοιλια και λαιμο άσπρο
Χιουτάρα = κατωφέρεια βουνου
Χλωρονομω = βόσκω (κυρίως άλογα)
Χούγαινα = ύαινα
Χούνη = χωνι, λακούβα
Χύση = αβαρία
Χωριογύρης = αλήτης
Ψ
Ψακη = φαρμάκι
Ψακόνω = φαρμακόνω
Ψαλάσω = πασπατέβω, ψάχνω
Ψάνα = ώριμο στάχι που ψήνουν στη θράκα και το τρων
Ψαχνος, ο = μυώνας, μούσκουλο, ποντίκι
Ψηλορανιστός = που πάει ψηλα στον ουρανό
Ψικαρος = που συνοδέβει το ψίκι
Ψίκι = γαμήλιος πομπη, λεγ. και συνεπαρσιά
Ψιλόπονο = οι πρώτοι πόνοι του τοκετου
Ψιμογέροντας = ο πρώτος προεστός
Ψιχαλιστά μάτια = που σπιθίζουν και λάμπουν
Ψοφάει το καϊκι = καθίζει από το πολι φορτιο
Ψοφια, η = δέρμα ψόφιου ζώου, ψωροκλερονομια
Ψυγομαραίνουμαι = καίγουμαι και μαραίνουμαι
Ψύγουμαι = μαραίνουμαι, ξεραίνουμαι
Ψυχανεμίζουμαι = διαιστάνουμαι, μαντέβω
Ψυχερος = που έχει γεναία ψυχη
Ψυχικάρης = σπλαχνικος
Ψωμοπάτης = αχάριστος
Ψωμοπείνα = λιμασμένος, θεόφτωχος
Αυτό είναι ένα δείγμα από το «Λεξιλόγιο της Οδύσειας» που συνέταξε ο Νίκος Καζαντζάκης. Λέξεις από διάφορα μέρη της χώρας, λέξεις που μιλιούνται ακόμα, ή έχουν παραφθαρεί με τον χρόνο, λέξεις που λησμονήθηκαν καθώς αυτοί που τις μιλούσαν άλλαξαν τόπο διαμονής, λέξεις που έφυγαν μαζί με τους ανθρώπους, λέξεις κυρίως της αγροτικής ζωής και της νησιώτικης. Λέξεις εργαλεία για τεχνίτες και μαϊστορες καραβιών, για ναυτικούς και γεωργούς, λέξεις του σπιτιού, των χωραφιών, των εθίμων της ζωής και του βίου των απλών ανθρώπων. Πολλές φορές ο Καζαντζάκης, συνεχίζει την ερμηνεία δίνοντάς μας και μια δεύτερη εκδοχή της λέξης. Άλλες φορές η ίδια λέξη συναπαντάται με διαφορετικό όνομα(πιθανώς από άλλο μέρος της ελληνικής υπαίθρου), λέξεις που φανερώνουν ιδιότητες των ανθρώπων, την ταυτότητά τους μέσα στην κοινότητα, το παρουσιαστικό τους, τις επιθυμίες τους. Λέξεις ονομασίες δέντρων, πουλιών, χόρτων, φυτών κλπ. Λέξεις χρωμάτων και αποχρώσεών τους. Λέξεις για υγιείς και λέξεις για ασθενείς, λέξεις πολυσύλλαβες, πολυσύνθετες, με το στερητικό Α μπροστά, λέξεις κρητικής διαλέκτου που δεν ξεχνά να μας υπενθυμίζει και να μας τις προτείνει ο Κρητικός συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης. Γιαυτό παραπάνω, έγραψα ότι, ο Κρητικός Καζαντζάκης δεν θα τις μιλούσε ίσως στην καθημερινή του ζωή. Τις χρησιμοποίησε μόνο στην γραφή του.
Διαβάζοντας την «Οδύσσεια» θα συναντήσουμε και άλλες λέξεις που δεν γνωρίζουμε, ή δεν θα βρούμε στις σελίδες των λεξικών. Και αυτό είναι το συγγραφικό θαύμα που κατόρθωσε ο Νίκος Καζαντζάκης, πέρα από το φιλόδοξο και μεγαλεπήβολο σχεδιασμό του έργου. Ότι μας διέσωσε ελληνικές λέξεις, ντοπιολαλιές και ιδιωματισμούς, λέξεις καθημερινής χρήσης, λέξεις με τις οποίες κοινωνούσαν οι άνθρωποι μεταξύ τους, που ήσαν οι κώδικες με τους οποίους συνεννοούνταν, που διαφορετικά ίσως να είχαν χαθεί. Ο Καζαντζάκης δεν διέσωσε την «επίσημη» γλώσσα της ελληνικής ζωής και γης, αλλά τις επιμέρους εκφάνσεις του παλαιού της βίου. Σίγουρα η γλώσσα αυτή, η πολυστρωματική, η πολύ εννοιολογική, δεν ήταν δυνατόν να μιληθεί πέρα από το γεωγραφικό χώρο που την γέννησε και τους ανθρώπους που της έδωσαν ζωή.
Κάθε εποχή, κάθε τόπος, κάθε γενιά ανθρώπων, εφευρίσκει, διατηρεί και χρησιμοποιεί τον γλωσσικό κώδικα που έχει ανάγκη, αυτόν που του είναι απαραίτητος στις σχέσεις των ανθρώπων. Ο Κόσμος μας, δεν είναι ανοιχτός μόνο στην γλώσσα, (τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου, έγραψε ο αυστριακός φιλόσοφος Λούντβιχ Βιτγκενστάιν), αλλά πρωτίστως, στις καθημερινές απρόοπτες, ξαφνικές ή μη εμπειρίες μας. Ο Κόσμος δεν είναι μέσα στο μυαλό μας, αλλά έξω και μας υπερβαίνει. Η ονομασία των πραγμάτων που ξεκίνησε από τους αρχαίους έλληνες, δεν λύνουν προβλήματα υπαρξιακής υφής, αλλά διευκολύνουν τον άνθρωπο να κατανοήσει ευκολότερα τον Κόσμο.
Ο Κόσμος υπάρχει όχι γιατί εμείς τον ονοματίζουμε, αλλά τον ονοματίζουμε επειδή δεν μπορούμε να τον κατανοήσουμε. Ο Πολιτισμός και οι Κοινωνίες χρειάζονται τις λέξεις και όχι ο Κόσμος.
Ο Κόσμος, δηλαδή η Ζωή, με ότι θετικό και αρνητικό κουβαλά πάνω της, είναι από μόνη της ένα υπερσύνολο ονομάτων που εμπεριέχει τις ανθρώπινες ερμηνείες που της προσδίδουμε.
Ή για να το πω Καζαντζακικά, είναι ο μεγάλος ωκεανός του μηδενός, που μέσα του όλοι μας κολυμπούμε. Με, ή χωρίς τα σωσίβια των λέξεων.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, 12/8/2017
Πειραιάς, 12 Αυγούστου 2017
Αναμένοντας την Κοίμηση των Λέξεων
http://giorgosbalurdos.blogspot.com/2017/08/blog-post_12.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου