Επαμεινώνδας Θωμόπουλος (1878-1976) - «Βοσκοπούλα», λάδι σε καμβά.
Διαστάσεις του έργου είναι 47,0 X 63,0 cm.
Ο Ιανουάριος στη νεοελληνική πεζογραφία
Του Χριστόφορου Μηλιώνη
Ο ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ μοιάζει να κοιτάζει με το ένα πρόσωπο στο παρελθόν και με το άλλο στο μέλλον, σαν τον διπρόσωπο Ιανό, από τον οποίο πήρε το όνομα του. Απόδειξη πως συνεχίζει τους εορτασμούς του Δεκεμβρίου: από τις μέρες του Δωδεκαημέρου, που αρχίζει τα Χριστούγεννα, οι μισές πέφτουν στον Δεκέμβριο και οι άλλες μισές στον Ιανουάριο. Κι ας θυμηθούμε ότι με τις γιορτές αυτές σχετίζονται πλήθος από λατρευτικά έθιμα (π.χ. οι παιδικοί αγερμοί, δηλαδή τα Κάλαντα, την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, μαζί με τη χαρτοπαιξία), αλλά και προλήψεις και αντιλήψεις πανάρχαιες (όπως για τους καλικάντζαρους, δαιμόνια που ο λαός μας πιστεύει ότι κατά το Δωδεκαήμερο κυκλοφορούν τις νύχτες και πειράζουν τους ανθρώπους).
Στη λαϊκή γλώσσα ο Ιανουάριος παρετυμολογήθηκε από το γεννώ κι έγινε Γενάρης, επειδή, λέει, είναι η εποχή που γεννούν τα γιδοπρόβατα. Και, βέβαια, είναι η καρδιά του χειμώνα, όπως ακριβώς το δηλώνει κι η παλιά παροιμιακή φράση:
Ως τ' Αϊ-Γιαννιού, τρυγόνα,
είναι η φούρια του χειμώνα
αλλά και ο μήνας του λαμπρού φεγγαριού:
Του Γενάρη το φεγγάρι
παρά ώρα μέρα μοιάζει
πράγμα που, ως φαίνεται, διευκολύνει τους έρωτες των γάτων.
Είναι ακόμη η πιο κατάλληλη εποχή για το κλάδεμα των δέντρων:
Γενάρη μήνα κλάδευε,
φεγγάρι μη γυρεύεις.
Με αυτά τα χαρακτηριστικά παρουσιάζεται ο Γενάρης στην παλαιότερη κυρίως πεζογραφία μας, που ονομάστηκε Ηθογραφία και απεικονίζει μια ζωή με μεγαλύτερη ενότητα και συνοχή: παρελθόν και παρόν, παράδοση και «εξέλιξη», φύση και πόλη, αγροτική και αστική ζωή δεν έχουν ακόμη διασπαστεί. Να μη λησμονούμε ότι ως τη δεκαετία του '50 ακόμα, οι Μενιδιάτες γαλατάδες, με τον τενεκέ στην πλάτη, πουλούσαν το γάλα τους πόρτα την πόρτα στην Αθήνα. Όσο για τον αγροτικό χαρακτήρα της οικονομίας και της κοινωνίας μας, εξακολουθεί να είναι κυρίαρχος, κι αν ακόμα δεχτούμε την παρατήρηση του Άγρα ότι μετά τον Χρηστοβασίλη η «ύπαιθρος» γίνεται πια «επαρχία». Επομένως η πεζογραφία της Ηθογραφίας, για τα ελληνικά πράγματα, δεν ήταν παρά ρεαλιστική πεζογραφία, άλλοτε περιγραφική και νατουραλιστική και άλλοτε περισσότερο διεισδυτική, αναλυτική και ερμηνευτική, κατά τις ιδιότητες και τις ικανότητες του δημιουργού.
Η Ηθογραφία και, βέβαια, οι γιορτές του Δωδεκαημέρου, στρέφουν τη σκέψη στον «άγιο των γραμμάτων» μας και γενάρχη των πεζογράφων μας, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, που έχει γράψει γύρω στα είκοσι διηγήματα, αν τα μέτρησα σωστά, για τις μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνης. Απ' αυτά, τα δεκαπέντε αναφέρονται ευθέως στα Χριστούγεννα, και θα ήμασταν έξω από το κλίμα των ημερών αν δεν τον αναφέραμε.
Τον κρατούμε όμως και για άλλες ευκαιρίες. Σας συστήνουμε εν τω μεταξύ το περίφημο διήγημά του «Έρωτας στα χιόνια», που η αφήγηση του πηγαινοέρχεται ανάμεσα στον Αϊ-Βασίλη και τα Φώτα, τα «Φώτα Ολόφωτα», όπως τα χαρακτηρίζει στο ομώνυμο διήγημα του.
Νικολάου Ξυδιά, «Οικογένεια στο τζάκι» (ελαιογραφία, Αθήνα, Συλλογή Ιδρύματος Ευριπίδη Κουτλίδη)
Θα ξεκινήσουμε λοιπόν αντίστροφα, μ' ένα συγγραφέα νεότερο, αλλά που λειτουργεί (κυριολεκτικά) μέσα στα ιερά της παράδοσης μας: τον Φώτη Κόντογλου (1895-1965), με το διήγημα του «Το βλογημένο μαντρί», που μοιάζει με παραμύθι -τα παραμύθια ταιριάζουν πολύ σ' αυτές τις μέρες- και αναφέρεται στην παραμονή της Πρωτοχρονιάς:
Κάθε χρόνο -γράφει- ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδία. Μια χρονιά λοιπόν πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ' ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι' αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ' ανοίγανε την πόρτα... Αφού βολόδερνε από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, που 'ναι φτωχός κόσμος...
Τελικά, λέει, η μόνη πόρτα που του άνοιξε ήταν ενός τσομπάνη, του Γιάννη του Μπάικα, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον [...], άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα [...]. Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα τον κι ο μπαρμπα-Μάρκος ο βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε. Και σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε: Εις το όνομα τον Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!...
Ονομάτισε ύστερα τα κομμάτια κατά την τάξη και τα μοίρασε, λησμονώντας τον Αϊ-Βασίλη και τον εαυτό τον (στη διανομή). Ο Γιάννης τον επανέφερε στην τάξη, χωρίς βέβαια τίποτε να έχει αντιληφθεί. Όταν σηκωθήκανε να κάνουν την προσευχή τους και να κοιμηθούνε, ο Άγιος Βασίλειος είπε τη δική του την ευχή που τη λέει και ο παπάς στη λειτουργία:
[...] Κύριος ο θεός μου, οίδα ότι ούκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου...
[...]Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέει ο Γιάννης:
Εσύ γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποια παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αϊ-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τι αμαρτίες μπορεί να 'χοννε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μάς κάνει να κολαζόμαστε!
Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες τον και ξαναείπε την ευχή του αλλιώτικα:
Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών...
[...] Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο βλογημένος» -είναι το τέλος του διηγήματος χωρίς σχόλια, ούτε τον Κόντογλου ούτε δικά μας.
(Φώτη Κόντογλου, Εργα, τ. Α’)
Νικηφόρου Λύτρα, «Τα κάλαντα» (π. 1872, ελαιογραφία σε μουσαμά, 59x90 εκ., Αθήνα, Ιδιωτική συλλογή)
* * *
Το απόσπασμα που ακολουθεί, από ταξιδιωτικό αφήγημα του λαμπρού διηγηματογράφου μας Ανδρέα Καρκαβίτσα ( 1865-1922), μας μεταφέρει στο χωριό Νιοχώρι της Ηλείας, όπου έφθασε ανήμερα του Αγίου Βασιλείου, κατευθυνόμενος από την Κυλλήνη στο Λεχαινά, τη γενέτειρα του. Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αι.:
1 Ιανουαρίου 1886
— Και εις έτη πολλά!
Ιδού η ευχή, ήτις φέρεται επί των στομάτων όλων των χωρικών σήμερον, Άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροντες συναντώμενοι ταύτην διαμείβουσιν την ευχήν. Και την λέγουν μετά τοσαύτης προθυμίας οι αγαθοί ούτοι χωρικοί! Με την γλυκείαν ιλαρότητα, του προσώπου, με το μειδίαμα εις τα χείλη, με το πυρ της αγαλλιάσεως εις τους οφθαλμούς, ώστε νομίζεις ότι είναι αδύνατον να μη εισακουσθεί...
Όλοι του χωρίου οι οικίσκοι λάμπουν εκ καθαριότητος· το έδαφος των, προσφάτως χρισθέν διά κόπρου βοός, απόζει ουχί δυσάρεστου οσμής -οι τοίχοι των λευκοί, λευκότατοι ως φουστανέλλαι των παλληκαρίων- τα πολύχροα απλάδια άτινα ύφανε μετ' ασμάτων και συγκινήσεων η οικοδέσποινα, ότε ήτο νεάνις μεμνηστευμένη, καλύπτουσι τα πεπαλαιωμένα σεντούκια, τα μεταξοϋφααμένα παραπετάσματα με τας λευκάς και ερυθράς ταινίας των κρέμανται επί των μικρών παραθύρων, και εν τω μέσω της αιθούσης, επί τραπέζης επεστρωμένης διά ερυθρού τραπεζομανδήλου, κείνται το ρακί και οι δίπλες, οι τηγανίτες και ενίοτε η μπονκουβάλα, απαραίτητα κατά τας ημέρας ταύτας γλυκίσματα...
[...] Την εσπέραν επεσκέφθην το μόνον εις το χωρίον καφενείον. Είναι στενόν, το έδαφος του ανώμαλον και υγρόν, οι τοίχοι του γυμνοί και υπομέλανες εκ του καπνού, έφερον ανηρτημένας εικόνας Ρώσων στρατηγών και της αυτοκρατορικής οικογενείας. Μη νομίση τις ότι τούτο προέρχεται εκ φιλορωσισμού των χωρικών- ο καφετζής εύρεν αυτάς και τας ηγόρασεν, απλώς διά να στολίση το κατάστημα του, ως θα ηγόραζε την εικόνα του Κουταλιανού.
Εις το καφενείον δεν συνήντησα την νεκρικήν εκείνην σιγήν, την οποίαν ανέμενα και την οποίαν θα συνήντα τις -και μάλιστα τοιαύτην εσπέραν- εις όλα τα καφενεία της πρωτευούσης· δεν παρετήρησα επί των χωρικών την στεγνήν εκείνην κατήφειαν των παικτών. Τουναντίον ήσαν όλοι ζωηροί, εύθυμοι, λάλοι.
— Έλα, Παναγιώτη! Τι διάβολο, ούλο το βιός σου εβάλθηκες να παίξεις απόψε;
— Μωρ' το πήρ' απόφαση· δέκα λιρίτσες καζάντησα, και τις δέκα θα τις παίξω.
— Κάτσ' Αντώνη!...
Έλεγον προς αλλήλους οι χωρικοί, σκωπτόμενοι, απωθούμενοι, ενώ αίφνης ηκούετο από της τραπέζης τον χαρτοπαιγνίου πάταγος βαρύς και ανεπήδων άνωθεν της κεφαλής των παικτών τεμάχια παιγνιόχαρτων, ως λίθος εξ υπονόμου εκρηγνυμένης. Εάν δε τις έχανε, διά να γυρίσει η τύχη άφηνε προς στιγμήν την θέσιν, ελάμβανε δύο τρεις φίλους του και έσπευδεν ουχί να φιλοσοφήση περί της αστασίας της τύχης, αλλά να δροσίση τον λάρυγγα τον εις το απέναντι οινοπωλείον.
Εν τω καφενείω ήκουσα και τον «Αϊ-Βασίλη». Εισήλθον δύο γέροντες χωρικοί, φέροντες ανά χείρας οζώδη ρόπαλα- έστησαν εν μέσω του καφενείου και ήρχισαν βλέποντες προς ανατολάς:
Ας τόνε τραγουδήσουμε και τούτον τον αφέντη
οπ' έχ' αυλές μαρμαρωτές και πόρτες ασημένιες [...]
Κι εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μηραίση
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήση.
Εξεπλάγην δε όταν οι χωρικοί, παύσαντες το άσμα, απήλθον χωρίς να ζητήσωσιν αμοιβήν παρά των θαμώνων τον καφενείου, ως συμβαίνει εις όλας τας πόλεις, αλλ' ηρκέσθησαν εις χάλκινα τίνα κέρματα του καφετζή.
Εν τοις χωρίοις μας η φιλοξενία είναι εις την ακμήν της έτι. Λέγω έτι, διότι νομίζω, ότι μετ' ολίγον θα έκλειψη. Βεβαίως όχι ότι θα μεταβληθώσιν οι άνθρωποι, αλλά διότι αι απαιτήσεις του πολιτισμού δεν είναι ανάλογοι προς τους πόρους αυτών. Ο χωρικός μεθ' όλην την ευχαρίστησιν, την οποίαν αισθάνεται όταν φιλόξενη τίνα, ήρχισε να απεύχεται τούτο καθ' εαυτόν, διότι νομίζει ότι δεν θα δυνηθή να περιποιηθεί ως πρέπει, ως αυτός θέλει τον ξένον του.
Φιλοξενούμαι παρά τω κ... Η αξιόλογος οικοδέσποινα, πιστή εις τας παλαιάς δοξασίας του λαού, έθηκεν εις το δωμάτιόν μου αγγείον ύδατος καλώς κεκαλυμμένον, και ολίγους ανημμένους άνθρακας, ίνα εάν θελήσω να πιω την νύκτα, ρίψω τον άνθρακα εντός, διότι έχομεν τα δωδεκαήμερα και οι Καλλικάντζαροι αρέσκονται να χύνωσι και άλλο τι ρευστόν εντός τον ύδατος.
(Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ταξιδιωτικά,
Αθήνα 1998)
* * *
Η «τύχη» όμως του καινούργιου χρόνου δεν δοκιμάζεται μόνο με τη χαρτοπαιξία, αλλά και με διάφορους άλλους, κατά τόπους, τρόπους, όπως το «σούρβισμα» στην Ανατολική Θράκη, την παραμονή των Φώτων, που προαγγέλλει τη δολοφονία του Χρηστάκη, αδελφού του αφηγητή, στο διήγημα του Βιζυηνού (1849-1896) «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου». Διηγείται η μητέρα:
[...] Έτσι κι εκείνη την παραμονή. Ο Μιχαήλος, που με ήξευρεν, επήγεν από νωρίς εις το βουνό και έφερε μια σουρβιά: Ένα μεγάλο κλωνί γεμάτο σφιχτά και πράσινα μάτια. - Μ' αυτά τα σούρβα, μανά, θα διούμεν απόψε την τύχη μας. - Σαν ήρθεν ο Χρηστάκης στο σπίτι, εκαθήσαμε στο παραγώνι κι εχωρίσαμε την φωτιά σε δύο μεριές, και άρχισεν ο Μιχαήλος να βάζει τα σούρβα στην μέση πα στην καυτερή την πλάκα, για να διούμε την τύχη μας. Πρώτα πρώτα σ' ονομάτισεν εσένα, κι έκοψε σούρβο και το έβαλε. Και μόλις το 'βαλεν, εβρόντηξε και πήδηξε κι εβγήκεν από την στια... Έχε την ευχή μου, Μιχαήλο! του είπα. Απόψε εύφρανες την καρδιά μου. Σαν είν' ο Γιωργής μας γερός, είμασθ' όλοι καλά! Ύστερα μ' ονομάτισεν εμένα. Ε, κι εγώ, πες, καλά πήγα... Ύστερα ονομάτισε τον Χρηστάκη -και διες εσύ! Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα στην πλάκα που το 'βαλε, σιγανό κι ακίνητο, ώστε που μαύρισε κι εκάπνισε κι έγειρεν ολίγο και κάηκε! — Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα... Δεν έβαλες καλό σούρβο! Κι επήρα την σουρβιάν από το χέρι του κι εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι και άνοιξα καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα... Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν, ετανίσθη κι έμεινε στον τόπο! Τότ' εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κι επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσεν τα κάρβουνα και είπε: — Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ' από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλεις να ιδής την τύχη μου, φέρ' εδώ! - Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το 'βαλε μες στην φωτιά. Κι επυρώθηκαν τα σούρβα και ήρχισαν να βροντούν και να πηδούνε...
Τώρα λέγε μου εσύ ό,τι θέλεις. Σούρβα είναι σούρβα, το ξέρω. Και την τύχη την βλέπουν για την συνήθεια, όχι για την αλήθεια, κι αυτό σωστό. Μα όταν θνμηθά) τους κούφιους εκείνους κρότονς και τες μακρινές τονφεκιές, που νστερ' από λίγες ημέρες άρχισαν ν' ακούγωνται τριγύρω στα χωριά, μου ξεσηκώνετ' η καρδιά, μου, και δεν μπορώ να ησυχάσω. Το πράγμα ήταν καθαρό και ξάστερο, μα μεις δεν το ψηφήσαμε, μόνο το πήραμ' ελαφριά κι εγελάσαμεν...
(Γεωργίου Βιζυηνού, «Ποίος ήταν ο φονεύς του αδελφού μου», Νεοελληνικά Διηγήματα, Αθήνα 1980).
* * *
Τα σούρβα, λοιπόν, είναι σούρβα και οι παραδόσεις παραδόσεις. Κι επειδή το κακό, όπως κι ο Διάβολος, έχει πολλά ποδάρια, να ευχηθούμε σ' όλους: Καλή Χρονιά!
ΠΗΓΗ:
ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ – Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΤΟΜΟΣ ΜΖ’ ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΜΗΝΕΣ - ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου