Translate -TRANSLATE -

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ 1821

 


 

ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ 1821

 

Γράφει ο  Κων/νος Δανούσης

Όταν ελάχιστοι «ρομαντικοί» Έλληνες αμφισβήτησαν το ευρωπαϊκό στάτους της παντοδύναμης Ιερής Συμμαχίας και ξεσηκώθηκαν ενάντια στον Οθωμανό δυνάστη, πολλοί λίγοι πίστευαν σε μια ευνοϊκή γι' αυτούς έκβαση του αγώνα. Ο ίδιος μάλιστα ο Θ. Κολοκοτρώνης στο τέλος των απομνημονευμάτων του μιλάει σαφέστατα για τις πιθανότητες που είχαν για επιτυχία.

Οι πιθανότητες ήσαν ελάχιστες, γιατί οι λιγοστοί και στο σύνολό τους απειροπόλεμοι Έλληνες, χωρίς οπλισμό και άλλα εφόδια, έπρεπε να αντιμετωπίσουν ισχυρά τουρκαλβανικά στρατεύματα. Αργότερα μάλιστα και τον τακτικό στρατό του Ιμπραήμ. Ο οπλισμός τους αρχικά τουλάχιστον άθλιος. «Έδραμον» γράφει ο Χρήστος Βυζάντιος1, «υπό τας επαναστατικός σημαίας των αρχηγών των, οι μεν ορεινοί δι’ αθλίων τουφεκιών, διότι ολίγιστοι έφερον πιστόλια ή αγχέμαχα όπλα, ως μάχαιραν ή ξίφος, οι δε λοιποί όπως εδύναντο». Αργότερα, μετά τις πρώτες νίκες, θα οπλισθούν με τα όπλα των εχθρών τους.

Ας δούμε λοιπόν τον οπλισμό των Ελλήνων, αλλά και των Τουρκαλβανών του 21, αφού από κάποιο σημείο και μετά ήταν σχεδόν ο ίδιος.

 


 

1. ΑΤΟΜΙΚΟΣ ΟΠΛΙΣΜΟΣ:

Ο ατομικός οπλισμός του πολεμιστή της Παλιγγενεσίας ήταν εκείνος των κλεφταρματολών των προηγουμένων χρόνων και αποτελείτο από το τουφέκι του, την (ή τις) πιστόλα, τις παλάσκες, την πάλα (κυρτή σπάθη), το γιαταγάνι, το χαρπί και το μεδουλάρι. Δεν έλειπαν, κυρίως από τους αρχηγούς, οι πέλεκεις και τα τοπούζια (ρόπαλα). Ανάλογος είναι και ο οπλισμός των αντιπάλων τους.

Ο Κων. Ζήσιος2, περιγράφοντας τη φορεσιά των κλεφταρματολών, γράφει: εις το κέντρον του στήθους δι' αλύσεων έχον εξηρτημένην τετράγωνον ή στρογγυλήν πλάκα φέρουσαν τον τροπαιοφόρον Άγιον Γεώργιον. Εξαρτώμενα δια διπλών αλύσεων εκρέμαντο προς την αριστερόν πλευράν το χαϊμαλί φέρον ωσαύτως παράστασιν του Αγίου Γεωργίου ή του Αγίου Δημητρίου και εντός τίμιον ξύλον και προς την δεξιάν ο κυρτός σουγιάς. Την μέσην περιέζωνε χρυσοκέντητον σελάχι, από δε του λωρίου του σελαχιού εξηρτώντο δύο παλάσκες με παράστασιν της Παρθένου Αθηνάς, περιέχουσαι φυσέκια του τουφεκίου, αριστερά το φυσεκλίκι με φυσέκια δια τας πιστόλας, δεξιά η θήκη δια τας τσακμακόπετρας και το περιέχον τον δι' άλειμμα των όπλων μυελόν μεδουλάρι...».

Συχνά δεν έλειπαν και οι υπερβολές στα ασημένια στολίδια και τα χαϊμαλιά, τα γνωστά «βραγκαλίδια», τα οποία τόσο πολύ μυκτήριζε ο Καραϊσκάκης3 αποκαλώντας τους φέροντες «ζαρκαδοπαφίλια». Ο Μάρκος Μπότσαρης4 κάποια στιγμή στην Κόρινθο βλέποντάς τους τους είπε: «Η χρυσή φορεσιά δεν κάνει τα παλικάρια. Δεν είναι ντροπή μας να κουδουνίζουμε σαν γυναίκες μέσ’ στα ασημικά;».

 


 

α. Τα τουφέκια:

Τα φορητά πυροβόλα όπλα, τουλάχιστον ως το 1821, πέρασαν από 3 στάδια, ανάλογα με τον τρόπο πυροδότησης5. Προηγήθηκε η πυροδότηση με θρυαλίδα (15ος- 17ος αι.), ακολούθησε η πυροδότηση με τροχό (κάτι ανάλογο με το κλασικό τσακμάκι), για να εμφανισθεί στα 1610 η πυροδότηση με πυρόλιθο (ατσαλόπετρα, ντουφεκόπετρα, στουρναρόπετρα, κ.λπ.).

Αυτό το σύστημα πυροδότησης υπήρχε στα όπλα της εποχής. Ο επικρουστήρας (κόκορας, λύκος) κατέληγε σε δύο σιαγόνες που συγκρατούσαν τον πυρόλιθο. Πάνω απ' το πίσω μέρος της κάννης υπήρχε το κοίλωμα (η σκάφη), στο οποίο τοποθετείτο η πυρίτιδα (έναυσμα). Το κάλυμμα της σκάφης ήταν κινητό σε σχήμα Γ (συγκρατείτο με ελατήριο) και κατέληγε σε κατακόρυφη σκληρή πλάκα (το χάλυβα). Πέφτοντας ο «λύκος» κτυπούσε στο «χάλυβα», ο «χάλυβας» απωθείτο πάνω στο ελατήριό του, άνοιγε η σκάφη και το έναυσμα αναφλέγετο από τους   σπινθήρες   που   δημιουργούντο από την κρούση του πυρόλιθου πάνω στο χάλυβα. Έτσι η φωτιά, μέσω μικρής οπής, μεταδιδόταν στην κάννη.

Από τα όπλα του αγώνα σε μας είναι γνωστό περισσότερο το καρυοφίλι. Υπήρχαν, όμως, πολλοί τύποι όπλων6. Κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν το σύστημα πυροδότησης. Έτσι βλέπουμε να χρησιμοποιούνται τα αρμούτια, τα νταλιάνα, τα μιλιόνια, τα τρομπόνια, το μάντσαρι, η φιλίντρα, η ντάτσικα, οι κρητικοί μοντσενίγοι και πολλά άλλα για τα οποία δεν μπορούμε να συγκεντρώσουμε στοιχεία.

 


 

Το αρμούτι ήταν βαρύ μακρύκαννο όπλο με αχλαδόσχημο υποκόπανο. Η ονομασία του αποδίδεται στην τουρκική λέξη armut (αχλάδι).

Τα νταλιάνια ήσαν βραχύκαννα εμπροσθογεμή τουφέκια με κάννη παχειά και ραβδωτή, μεγάλης διατρητικής δύναμης, εξαιτίας της στερεής εφαρμογής της σφαίρας μέσα στην κάννη, αλλά μικρού βεληνεκούς. Ήσαν μικρά και χρησιμοποιούντο από τους ιππείς. Χρησιμοποιήθηκε από τους κλέφτες και αρματολούς πριν το 1821 και κατ' αυτό. Το όνομά του προερχόταν από το επίθετο «νταής-νταλιάνα».

Τα μιλιόνια ήσαν μακρύκαννα όπλα, χωρίς άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Χρησιμοποιήθηκαν πολύ κατά την επανάσταση αλλά και αργότερα.

Τα τρομπόνια ή μουσκέτα (Trombones) ήσαν κοντόκαννα όπλα, που η κάννη τους είχε μορφή χοάνης ή σάλπιγγας. Αποτελούσε εξέλιξη του βυζαντινού «χειροσίφωνος» (Λέοντος, Τακτικά, ΙΘ'). Η γόμωσή του αποτελείτο από πυρίτιδα και σφαιρίδια. Με βεληνεκές μικρό, χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τα πλοία κατά των εχθρικών λέμβων (όταν πλησίαζαν να αγγιστρωθούν σ' αυτά με αρπάγες).

Τα κρητικά ήσαν ιδιαίτερα μακρύκαννα όπλα με μεγάλο βεληνεκές. Σε τέτοιο όπλο αποδόθηκε ο φόνος του Πάνου Κολοκοτρώνη. Ο Φωτάκος7 γράφει πως «τινές εσυμπέραινον ότι οι φονείς ήσαν Κρήτες δια το μάκρος των τουφεκιών, τα οποία μόνοι ούτοι τότε είχον, ισχυριζόμενοι ότι το βόλι δεν ήθελε φθάσει τόσον μακράν εάν τα τουφέκια δεν ήσαν κρητικά».

Τα καρυοφίλια ήσαν όπλα επιμήκη, αποτελούσαν το βασικό οπλισμό Ελλήνων, Αλβανών και Τούρκων8. Η κάννη τους έφερε αυλακώσεις και είχαν μεγάλο βεληνεκές. Με αυτά εξοντώθηκαν από τους Αλβανούς οι φιλέλληνες στο Πέτα, γιατί οι ευρωπαϊκές καραμπίνες είχαν πολύ μικρότερο βεληνεκές.

Για την ονομασία του υπάρχουν πολλές εκδοχές, η επικρατέστερη από τις οποίες είναι εκείνη του μεσαιωνοδίφη Κων/νου Σάθα, ο οποίος την αποδίδει στο Βενετό οπλοποιό Carlo Figlio (Κάρλο υιόν) ή στη φίρμα Carlo e Figli (Κάρλος και υιοί).

Ο λαός, όμως, τη σύνδεσε με το ομώνυμο εύοσμο φυτό, το οποίο σκάλιζαν στο κοντάκι και στην κάννη. Δημιουργήθηκαν μάλιστα παράξενοι δεσμοί ανάμεσα στο λουλούδι αυτό και τον αγωνιζόμενο πολεμιστή. Το φυτό διατηρείτο με στοργή από την οικογένειά του, κι όταν αυτός θριάμβευε το φυτό θέριευε. Όταν όμως φονευόταν, το φυτό μαραινόταν και η ευωδιά χάνονταν.


Ο Νικόλαος Κασομούλης9 μας μiλάει συχνά για το σύνδεσμό του πολεμιστή με το όπλο του. Μας διηγείται ότι κατά τα αρματολικά έθιμα τα καλά τουφέκια ήσαν περιζήτητα, άλλα για τη σκοπευτική τους αξία και άλλα για τη γνώριμη φωνή τους. Πολλών μάλιστα οπλαρχηγών τα όπλα ήσαν γνωστά με χωριστό όνομα.

Λογχοφόρα τουφέκια (μπαγιονέτες) χρησιμοποίησε το Ελληνικό τακτικό, κυρίως γαλλικής και αγγλικής προέλευσης10. Οι άτακτοι Έλληνες δέχθηκαν τα ευρωπαϊκά τουφέκια, όχι όμως και τις λόγχες, ακαταδεξία που πλήρωσαν ακριβά κατά την επέμβαση του Ιμπραήμ. Η μπαγιονέτα αποδείχθηκε όπλο ακατανίκητο στη μάχη εκ του συστάδην. Ήταν ό,τι η μακεδονική σάρισα μπροστά στα περσικά κοντοσπαθιά. Γράφει ο Νικόλαος Σπηλιάδης πως «Ενω τους φονεύουσι (οι Άραβες) και μακρόθεν τουφεκίζοντες με τα λογχοφόρο τουφέκια των, άμα πλησιάσαντες τους διαπερώσι με τας λόγχας. Εκείνοι δε αφού τα τουφέκια των δεν τους χρησιμεύουν πλέον ως μη λογχοφόρο, μεταχειρίζονται τα πιστόλια των, όσοι έχουσι και πιστόλια, και αφού τα κενώσωσι και ταύτα, τότε δεν τους μένωσι δια να πολεμήσωσι ει μη τα σπαθιά και αι μάχαιραι και ολίγοι έχουσι σπαθιά και μαχαίρας. Αλλά και αν έχουν, δεν τους ωφελούσι, διότι δεν φθάνουν τον εχθρόν μαχόμενον με την λόγχην».

Απαραίτητο εξάρτημα του πολεμιστή ήταν και το μεδουλάρι το οποίο ήταν μεταλλικό μπουκαλάκι γεμάτο λίπος (κυρίως μυελό) για το άλειμμα των όπλων.

 


 

β. Πιστόλες:

Τα πλέον βραχύκαννα φορητά όπλα, με μηχανισμό πυροδότησης όπως και του τουφεκιού. Το όνομά τους οφείλεται σύμφωνα με κάποια εκδοχή στην Ιταλική πόλη Πιστόλα, όπου πρωτοκατασκευάσθηκαν (1364). Η ονομασία «κουμπούρια» προέρχεται από την τούρκικη λέξη “kubur’ με ανάλογο νόημα. Σαν όπλα πρωτοχρησιμοποιήθηκαν από το βαρύ ιππικό το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα παράλληλα με τον υπόλοιπο «συμβατικό», για την εποχή του, οπλισμό12.

γ. Οπλοποιία - Πυρομαχικά:

Ο οπλισμός κατασκευαζόταν κυρίως επί τόπου, εκτός από τις κάννες των τουφεκιών που εισάγονταν από το εξωτερικό (Ιταλία, κ.ά.). Γνωρίζουμε πως σε πολλά μέρη της Ελλάδας είχε αναπτυχθεί η οπλοποιία, όπως στη Νάουσα, τα Γρεβενά, τα Αγραφα, κ.ά. Ο William Martin Leak γράφει πως στα Γρεβενά στα 1806 κατασκευάζονταν ορισμένοι τύποι κάννης μουσκέτου και πιστόλας. Στο Καρπενήσι είδε πριόβολα (πυρόλιθους) γυαλιστερά σαν τα Εγγλέζικα, ενώ στα Άγραφα (στη Σκλατίνα) λειτουργούσε φάμπρικα που κατασκεύαζε λεπίδες σπαθιών, κάννες όπλων και «φωτιές» για πιστόλες13.

Τα πυρομαχικά, τα φυσίγγια (γνωστά σαν «φουσέκια») κατασκευάζονταν («δένονταν») επί τόπου. Στα εμπροσθογεμή όπλα αρχικά η πυρίτιδα χυνόταν από κάποιο δοχείο απευθείας μέσα στην κάννη, πάνω απ' αυτήν ετίθετο το βύσμα (τάπα) και μετά η βολίδα. Αργότερα κάθε γέμισμα ζυγιζόταν και έμπαινε σε ξύλινη ή λευκοσίδηρά θήκη (κάθε στρατιώτης έφερε δέκα τέτοιες θήκες για το γέμισμα της κάννης και μια για το έναυσμα, ενώ τις βολίδες σε σακκίδιο). Αργότερα (1567) οι Ισπανοί χρησιμοποίησαν φυσίγγια από διαμορφωμένη χάρτινη ταινία, μέσα στην οποία τυλίγονταν το γέμισμα και η βολίδα. Ο στρατιώτης έκοβε με τα δόντια του την άκρη του φυσιγγίου έχυνε την πυρίτιδα μέσα στην κάννη, ενώ μικρό μέρος της κρατούσε για τη σκάφη (έναυσμα) του όπλου. Το χαρτί χρησιμοποιείτο σαν βύσμα. Η ίδια τακτική ακολουθείτο και το 1821. Τα φουσέκια συσκευάζονταν σε δεκάδες (τεστέδες).

Οι βόλίδες ήσαν από μολύβι, είχαν σφαιρικό σχήμα και η κατασκευή τους ήταν αρκετά εύκολη (υπήρχαν ειδικές χειροκίνητες μήτρες - πρέσες σε σχήμα τανάλιας για το χύσιμο του μολυβιού). Αρνητικό σημείο της σύνθεσης της βολίδας ήταν η μολύβδωση της κάννης. Η βολίδα (το βόλι) συχνά χαράσσονταν για να κάνει μεγαλύτερη ζημιά. Η βολίδα που κτύπησε το φιλέλληνα Dania στη μάχη του Πέτα ήταν τυλιγμένη με σύρμα (μπαλαρμάς), το οποίο όχι μόνο διαπερνούσε το σώμα, αλλά προκαλούσε μεγάλες και επώδυνες πληγές14.

Η πυρίτιδα είτε εισάγονταν από το εξωτερικό είτε κατασκευάζονταν επί τόπου. Η πυριτιδοποιία ήταν γνωστή στην Πελοπόννησο (Πάτρα, Ζάτουνα, Δημητσάνα) τουλάχιστον από τα μέσα του ΙΖ' αιώνα16. Η βιοτεχνία της πυρίτιδας  στη  Δημητσάνα πραγματικά  ήκμασε  στα  χρόνια του  αγώνα  και  η συμβολή της σ' αυτόν ήταν καθοριστική, γεγονός που υπερκαλύπτει σε σημασία την καταστροφή της βιβλιοθήκης της για το δέσιμο φουσεκιών.

 


 

δ. Αγχέμαχα κ.λπ. όπλα:

Από τα αγχέμαχα όπλα διακρίνουμε την πάλα, το γιαταγάνι και το χαρμπί. Η πάλα ήταν μεγάλη κυρτή σπάθη με έλασμα που διαπλατύνεται από τη λαβή προς την αιχμή και κρεμόταν στην αριστερή πλευρά του πολεμιστή. Ο Νικόλαος Κασομούλης18 μας λέει πως ήταν περισσότερο όπλο επίδειξης, ενώ όλος ο πόλεμος του Μεσολογγίου έγινε με τα γιαταγάνια. Φαίνεται πως ο Κασομούλης είχε απόλυτο δίκιο, μιας και το είδος αυτό του σπαθιού προσδίαζε περισσότερο στο ιππικό, το οποίο έλειπε από τους Έλληνες.

Το κύριο όπλο της επίθεσης (γιουρουσιού) και της εκ του συστάδην μάχης υπήρξε το γιαταγάνι (τουρκικά Yatagan). Ήταν μεγάλο σπαθί, πλατύ και καμπυλωτό στην άκρη. Αχρηστεύθηκε, όμως, από την τουρκοαιγυτττιακή ξιφολόγχη. Λέγεται ότι το γιαταγάνι του Μακρή ζύγιζε δυο οκάδες.

Άλλο αγχέμαχο όπλο ήταν το χαρμπί. Επρόκειτο για μαχαιρίδιο (άλλοτε αμφίστομο, άλλοτε με τετράγωνη λάμα, κ.ο.κ.), που χρησιμοποιείτο για τρύπημα και για το ακόνισμα των όπλων, ενώ η θήκη του χρησίμευε για το γέμισμα της πιστόλας. Το χαρμπί, το γιαταγάνι και οι πιστόλες τοποθετούντο στο σελάχι.

Θα πρέπει επίσης να υπενθυμίσουμε τις φοβερές μαχαίρες των θαλασσομάχων του ’21, τους «σαλτιρμάδες», που στα χέρια των Υδραίων και Σπετσιωτών ναυτών ήσαν τρομερά όπλα.

Τέλος, ορισμένοι αρχηγοί, Τούρκοι και Έλληνες (κυρίως οι πρώτοι) χρησιμοποιούν πέλεκεις και τοπούζια (ξύλινα ή μεταλλικά ρόπαλα). Και τα δύο αυτά είδη οπλισμού ήσαν σε ευρεία χρήση, τουλάχιστον ως τις αρχές του ΙΗ' αιώνα.

ε. Γρανέτες, οι χειροβομβίδες της εποχής:

Οι γρανέτες δεν ήσαν παρά μικρά παχειά δοχεία από χυτοσίδηρο, γυαλί ή κεραμίδι, με στενό στόμιο, τα οποία, αφού γιόμιζαν πυρίτιδα και άναβαν τη θρυαλίδα τις εκσφενδόνιζαν στον εχθρό. Το όνομά τους το πήραν από τη γαλλική λέξη grenade (βομβίδα).

Χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά από τους Τούρκους. Αναφερόμενος στην πολιορκία του Μεσολογγίου ο Κασομούλης" γράφει: «...άρχισαν τις με ταις γρανέταις να διώξη ο ένας τον άλλον... Άναπταν την γρανέταν οι εχθροί, την έρριπταν εις τους Έλληνας και επειδή ήταν τόσον πλησίον το φυτίλι δεν επρόφθανε να φθάση έως εις το βαρούτι καίγον και η γρανέτα να σκάση. Αναμμένην λοιπόν ούτως την εδέχοντο οι Έλληνες εις τας χείρας και την έρριπτον πίσω και έσκαζεν πλέον ή εις ημάς ή εις εκείνους...».

 


2. ΤΟ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟ:

Τις πρώτες μέρες του ξεσηκωμού ήταν αδιανόητη για τους επαναστάτες η κατοχή πυροβόλων. Με τον καιρό, όμως, απόκτησαν τα πρώτα τους κανόνια, είτε από λάφυρα, είτε από επαναστατημένα νησιά και το εξωτερικό.

Χρησιμοποιήθηκαν κατά βάση παλαιότερα κανόνια από κρατέρωμα και σύγχρονα από χυτοσίδηρο, τα οποία διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες, στα βομβοβόλα (οβούζια) και τα σφαιροβόλα. Τα πρώτα εκσφενδόνιζαν βόμβες, δηλαδή σφαίρες από σίδηρο ή χυτοσίδηρο το εσωτερικό των οποίων γέμιζαν πυρίτιδα (Boulet Creux). Κατά την πυροδότηση του κανονιού άναβε και η θρυαλίδα της βόμβας. Στη μάχη της Τραμπάλας18 (5/7.6.1825) οι Έλληνες σκέπαζαν   με   μεγάλη   ταχύτητα   «τα οβούζια (του Ιμπραήμ) με τις καπόταις των και ούτως έσβαιναν το φυτίλι». Τα σφαιροβόλα έβαλαν συμπαγή σιδερένια σφαιρικά βλήματα (Boulet Plein), τα οποία πριν τα τοποθετήσουν στο κανόνι τα πυράκτωναν σε παρακείμενο καμίνι. Σε πολλές περιπτώσεις τα σφαιροβόλα έβαλαν και πέτρινες σφαίρες (μπάλες), καθώς και μεταλλικά σφαιρίδια (μπαλαμυδράλια), τα οποία προξενούσαν μεγάλη ζημιά19.

Τα κανόνια τα μετρούσαν σπάνια με το διαμέτρημά τους και συνηθέστερα "με το βάρος των εκσφενδονιζομένων βομβών (σε λίμπρες). Οι ονομασίες τους ήσαν ποικίλες, «χαβάνια» τα ορειχάλκινα, «κοτσαδόρους» τα κανόνια με μεγάλο μήκος και βεληνεκές, «μορτάρια» από την κατασκευή τους στην Ιταλική πόλη Μορτάρα, κ.ο.κ.

Η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες, παρ' όλο που στην κατοχή τους έπεσαν αρκετά κανόνια, δεν κατάφεραν να τα αξιοποιήσουν, τόσο εξαιτίας έλλειψης ειδικών γνώσεων, όσον και εξαιτίας της έλλειψης σφαιρών. Η έλλειψη σφαιρών ήταν μόνιμο πρόβλημα και έτσι ήταν αναγκασμένοι να συγκεντρώνουν και να ξαναχρησιμοποιούν τα βλήματα των αντιπάλων τους. Η κατάσταση πάντως του χερσαίου ελληνικού πυροβολικού ήταν πολύ κακή. Για παράδειγμα, όταν ο Ιμπραήμ πλησίασε τ' Ανάπλι, τότε διαπίστωσε ότι τα κανόνια του κάστρου δεν είχαν υποστάτες!!

3. ΥΠΟΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΜΕΣΑ:

Αναρίθμητα μέσα χρησιμοποιήθηκαν στον αγώνα του ’21 και απ' τις δυο μεριές. Θα υπενθυμίσουμε τα λαγούμια που χρησιμοποιήθηκαν στις πολιορκίες του Μεσολογγίου και της Ακρόπολης των Αθηνών, καθώς και τον περίφημο λαγουμιτζή καπετάν Κώστα Χορμοβίτη20. Ο καπετάν Κώστας με την ευφυΐα και την τεχνική του κατόρθωσε όχι μόνον να εξουδετερώσει όλες  τις  υπονομευτικές προσπάθειες του Κιουταχή, αλλά να του προκαλέσει και σημαντικές απώλειες. Όλοι όσοι έγραψαν για την πολιορκία της Ακρόπολης αναφέρονται με θαυμασμό για τον αγωνιστή αυτό.

Οι υπόνομοι χρησιμοποιήθηκαν στην πολιορκητική αμέσως σχεδόν μετά την ανακάλυψη της πυρίτιδας και η τεχνική τους αποτέλεσε ειδικό κλάδο της πολεμικής τέχνης. Αναφέρεται ότι κατά τα Ορλωφικά οι Τούρκοι ανακάλυψαν υπόνομο των Ελλήνων όταν σχεδόν είχε φτάσει στο τέλος της. Οι λαγουμιτζήδες προσπαθούσαν να σπάσουν ένα βράχο με βαριές και τα χτυπήματά τους ακούστηκαν στο κάστρο. Τότε ένας Τούρκος βρήκε την ακριβή θέση του υπονόμου, τοποθετώντας σπυριά σιταριού πάνω σε ένα τουμπελέκι. Τα σπυριά άρχισαν να χοροπηδούν μόλις το τουμπελέκι ακούμπησε στο χώμα πάνω απ' την υπόνομο21

Τέλος, κατά την πολιορκία του Παλαμιδιού οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν ένα μεσαιωνικής προέλευσης μέσον. Έσπειραν στα σημεία προσέγγισης του κάστρου σιδερένια αιχμηρά τρίγωνα22 για να τρυπιούνται στρατιώτες και άλογα!!

 



4. ΕΠΙΛΟΓΟΣ:

Θα μπορούσε να πει κάποιος πολύ περισσότερα για τον οπλισμό της εποχής. Οπωσδήποτε λείπουν στοιχεία, κυρίως για τα προγενέστερα του καρυοφιλιού όπλα, τα οποία θα πρέπει να συγκεντρωθούν. Εκείνο, όμως, που πραγματικά λείπει είναι η μελέτη της τόσο ενδιαφέρουσας διακόσμησης των όπλων του αγώνα, τόσον από πλευράς φόρμας, όσον και από πλευράς περιεχομένου. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της τέχνης μας δίνουν οι συλλογές του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου της Αθήνας και του Πολεμικού Μουσείου (Συλλογή Σαρόγλου).

Σημειώσεις:

1.  Χρήστου Βυζαντίου, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών ων συμμετέσχεν ο τακτικός στρατός από του 1821 μέχρι του 1833. Επ,μελεια Εμμ. Πρωτοψάλτη. Αθήναι 1956, σ. 21.

2.  Κων/νου Ζήσιου, Νικοτσάρας, Εν Αθήναις 1889, σ. 9-10.

3.  Εφημερίδα «Αιών» της 19.2.1847.

4. Τερτσέτη Απαντα, Επιμέλεια Γ. Βαλέτα, σ. 403-4.

5.  Βλέπετε Frederick Myatt, Pistols and Revolvers, London pp. 10-15, καθώς και στην Τεχνική Εγκυκλοπαίδεια «Πώς Λειτουργεί» (λήμμα «Πυροδότηση»).

6. Διονυσίου Μινώτου, Τα όπλα του Αγώνα (στο δίτομο λεύκωμα της Επανάστασης του 1821 των εκδόσεων «Μέλισσα»), Αποστόλου Βακαλόπουλου, Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821, Θεσσαλονίκη 1970, σσ. 128 -131, Αινιάνος Γ., 0 Έλλην στρατιώτης κατά την Επανάστασιν (Βιβλιοθήκη του Λαού, 1852), Heideck, Τα των Βαυαρών φιλελλήνων εν Ελλάδι κατά τα έτη 1826-1829, περ. «Αρμονία», 2/1901, σ. 330, και Κων/νου Σάθα, Έλληνες στρατιώται εις την Δύσιν και η αναγέννησις της ελληνικής τακτικής, Αθήναι  1885.7.  Φωτίου Χρυσανθοπούλου ή Φωτάκου, Απομνημονεύματα Περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α.σ. 544.

8.  Κων/νου Σάθα, Η κατά τον ΙΖ αιώνα επανάστασις της ελληνικής φυλής, σ. 14, και λήμμα «καρυοφίλλι» της Μεγάλης Στρατιωτικής και Ναυτικής Εγκυκλοπαίδειας.

9.  Νικολάου Κασομούλη, Ενθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων 18 21-1833, Αθήναι 1939-42, τ. Β σ. 113.

10.  Χρήστου Βυζαντίου, ο.π., σσ. 45, 58, 80, 105 και 252.

11.  Εμμανουήλ Κριαρά, Λεξικόν Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας, τ. Η. Θεσσαλονίκη 1982. σ. 326.

12.  Frederik Myat α.π., σ 10.

13.  Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, ο. π, σσ.  340, 486.

14.  Κυριάκου Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του  1821, τ. Β σ. 240.

15 Β. Χαραλαμπόπουλου, Η πυριτιδοποιία της Δημητσάνης και η συμβολή της εις την επανάστασιν του 1821, «Γορτυνιακά», τ. Β' 1978, σσ. 181-200 (όπου και βιβλιογραφία).

16.  Νικολάου Κασομούλη. ο.π., σ. 284.

17.  Νικολάου Κασομούλη, ο.π., σ. 111. Βλέπετε και Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1879 τ. Γ. σ. 296.

18.  Φωτάκου, ο.π., τ. Β. σ.  108.

19.  Φωτάκου, ο.π., τ. Α, σ. 282-3.

20.  Χρήστου Βυζαντίου, ο.π., σ.  142 επ.

21. Π.Μ.   Κοντογιάννη,   οι    Έλληνες  κατά   τον πρώτον επί Αικατερίνης Β’ ρωσοτουρκικόν πόλεμον,  Εν Αθήναις 1903, σ. 135.

22. Φωτάκου, ο.π., τ. Α. σ. 282.

Πηγή:

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΜΑΡΤΙΟΣ 1990

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: