Μια επιστολή στην Άγνωστη Αγαπημένη
Γράφει ο Γιάννης Τσιτσιμής
Αγάπη μου,
Σου γράφω τα λόγια αυτά δίχως να σε ξέρω και δίχως να με ξέρεις. Γράφω στον εαυτό μου και σε αποκαλώ «αγάπη μου», γιατί έτσι θέλω να σε ονειρεύομαι και έτσι πιστεύω ότι με φαντάζεσαι. Μπορεί και να σε προσβάλω με τα λόγια αυτά. Όμως, αν προσβάλω εσένα, προσβάλω και τον εαυτό μου. Προσβάλω τον Θεό Απόλλωνα και τη Θεά Αφροδίτη. Προσβάλω την αρχέγονη ερωτική έλξη που θέλει τον Άνδρα με τη Γυναίκα να ζευγαρώνει.
Αυτά που γράφω είναι άνομα. Λόγια φτερωτά που έχουν ειπωθεί, τα ίδια ή παρόμοια, σε άλλους καιρούς και σε άλλα πρόσωπα. Και δόθηκαν όρκοι αιώνιας πίστης. Και οι όρκοι αυτοί τηρήθηκαν στο ακέραιο. Όμως τώρα να! Ο νόμος καταλύεται. Σχίζονται τα ουράνια και το μυαλό αναποδογυρίζει. Γιγάντια κύματα ορθώνονται και καταλύουν το πνεύμα. Πελώρια σύννεφα τυλίγουν το σώμα. Το σώμα ! Αυτό εξουσιάζει. Τώρα μιλάει ο θείος Παν. Αυτός ορίζει δαιμονικά αυτά που θέλω να γράψω, να μιλήσω, να ξαναγράψω. Να σε ταρακουνήσω, να σε αποπλανήσω, γλυκά να σε θωπεύσω, τρυφερά να σε αγκαλιάσω, μυστικά να σου ψιθυρίσω για να σε παρασύρω και να παρασυρθώ σ’ ένα δρόμο αχαρτογράφητο, γλυκό, αδιέξοδο μα τόσο ατελείωτα μακρύ.
Θέλω με χίλιους δύο τρόπους να βρω λέξεις να μιλήσω, να σου πω το πόσο σε ποθώ και δια των λόγων μου να σε μεθύσω. Να διασπάσω και την τελευταία σου γραμμή αντίστασης. Να μπορούσα να διεισδύσω στα μύχια του νου και της καρδιάς σου και να διαβάσω τα μυστικά τους και απλόχερα να σου τα δώσω. Να καταστείλω κάθε αμυντικό μηχανισμό του νου σου και να σε φέρω στα δικά μου μαγνητικά πεδία που στροβιλίζονται γύρω από σένα και γύρω από μένα και σ’ ένα φρενήρη χορό μας ελκύουν με δύναμη να μας συντρίψουν. Έχω ανάγκη να με ποθήσεις, να με αποζητήσεις, να λαχταρήσεις ό, τι κι εγώ λαχταρώ, ό, τι κι εγώ λαχταρώ το ίδιο έντονα να λαχταρήσεις, το ίδιο απελπισμένα, το ίδιο ακαταμάχητα με θεϊκή μανία να θελήσεις για να με πάρεις και να σε πάρω μέσα σε μια κραυγή, σε μια βουή, σε ένα αναφιλητό, σε ένα ψίθυρο, σε ένα κλάμα. Και να μ’ ακούσεις. Λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ, ν’ αναστενάξεις καημούς που δε σβηστήκανε ποτέ, να δρέψεις καρπούς που δε δοκιμαστήκανε ποτέ και να δώσεις το σώμα σου και την ψυχή σου όπως κι εγώ θα σου τα δώσω γιατί θα είμαι εντός σου και θα είσαι εντός μου, γιατί θα είσαι το νερό και θα είμαι η πηγή, θα είσαι το είναι και θα είμαι το μηδέν, θα είσαι η Νύχτα η Ιερή και θα είμαι το Όνειρο που τη νοηματοδοτεί.
Είμαι ο Άντρας και είσαι η Γυναίκα. Είμαι ο Τοξότης και είσαι το θήραμα. Θέλω να σε κυνηγήσω, να σε κατασπαράξω, θέλεις να σωθείς, να ξεφύγεις. Αλλά είμαι εγώ αυτός που θα θυσιαστεί κι εσύ ο θύτης που με το χέρι στου μαχαιριού τη λαβή θα εξουσιάζεις. Είσαι η Γυναίκα και είμαι ο Άντρας. Είσαι η μήτρα και είμαι το σπέρμα και θέλεις τόσο απελπισμένα να με πάρεις και θέλω τόσο υπέροχα να μπω, να σε γεμίσω να σε εξουσιάσω και να εξουσιαστώ και ύστερα πάλι αχόρταγα, χωρίς, αιδώ, να σκύψω στον κρουνό της ηδονής σου και κάθε μια απ’ τις σταγόνες του να πιω.
Αυτός ο Έρωτας δεν έχει λόγια. Πώς θα μπορούσε άλλωστε το μένος των θεών το ιερό κάποιος στο χαρτί ν’ αποτυπώσει; Πώς θα μπορούσε η έκρηξη που μέσα σε μια στιγμή κλείνει χιλιάδες άλλες, η έκρηξη που καρτερεί στους χιλιόβαθους αιώνες να ξεσπάσει, όταν η στέρηση πια και η πενία του «Άλλου» κι όταν η αίσθηση του τέλους αγγίξουν τις εσχατιές της παραφροσύνης. Τότε, που πλησιάζει, το βλέπεις εμπρός σου, το μοιραίο, το αναπότρεπτο, το τελεσίδικο, το ηδύ και αλγεινό μαρτύριο της προσμονής του χρόνου, που περνάει, λιγοστεύει ενώ ταυτόχρονα μένει ασάλευτος και λες: “Να! Κάτι ακόμη μένει!”. Και πριν προλάβεις καν να το σκεφτείς περνά και πάει και πάει μαζί του κι η Ζωή.
Γι’ αυτό σε αποκαλώ “Αγάπη”. Πώς θα μπορούσα αλλιώς; Είσαι η αγάπη και θα είσαι γιατί δε σε ξέρω και γιατί δε με ξέρεις και – αυτό είναι το πιο σπουδαίο- ίσως, στη ζωή μας αυτή να μην αγαπηθούμε ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου