Οι 500 σμηνίτες της Γάζας
Αναμνήσεις και βιώματα αμέσως μετά τον πόλεμο που συνδέονται στενά με την πολεμική Αεροπορία, στην οποία υπηρετούσε τότε ο αρθρογράφος. Αναμνήσεις βαθιά χαραγμένες και περιστατικά ανεπανάληπτα.
Γράφει ο Δημήτρης Βέργος, Συνταξιούχος μηχανικός αεροπλάνων Ολυμπιακής Αεροπορίας
Σήμερα, που ο ουρανός στη Μέση Ανατολή σκοτείνιασε και πάλι και μαύρα σύννεφα συσσωρεύονται πάνω από τις Αραβικές χώρες του Περσικού κόλπου δημιουργώντας δέος και φόβο, μου έρχονται στη μνήμη βιώματα και αναμνήσεις από εκείνα τα μέρη, όταν ήμουν παλληκαράκι και ο φονικότατος Β' Παγκόσμιος πόλεμος μόλις είχε τελειώσει. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά...
Ήταν Ιούνιος του 1945, όταν η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία καλούσε εθελοντές με κάποια υποδομή και γνώση για να τους εκπαιδεύσει ως μηχανικούς στα αεροπλάνα.
Η εκπαίδευση θα γινόταν στις συμμαχικές σχολές της Μέσης Ανατολής στις βάσεις τους, στη Γάζα και στο Κάιρο.
Η στράτευση μας έγινε την 21η Ιουνίου του 1945. Μας κράτησαν στη μονάδα αναμονής και διέλευσης στα Πατήσια, τη γνωστή Μ. Α. Δ. έως την 9η Αυγούστου 1945. Κατόπιν μας επιβίβασαν, 500 Σμηνίτες ήμασταν, σε ένα γαλλικό καράβι το ΒΙΛ ΝΤ' ΟΡΑΝ. Μαζί μας στο καράβι υπήρχαν και κάποιοι Γερμανοί και Ιταλοί αιχμάλωτοι.
Το ταξίδι μας στην Μεσόγειο προς την Αλεξάνδρεια ήταν αγωνιώδες κι επικίνδυνο, καθώς το καράβι έπλεε σε θάλασσα γεμάτη νάρκες λόγω του πρόσφατου πολέμου.
Θυμάμαι ότι σε τακτά χρονικά διαστήματα, μας ανέβαζαν όλους επάνω στην κουβέρτα του πλοίου για ασκήσεις εγκατάλειψης σκάφους. Όλοι οι επιβάτες παίρναμε θέσεις πλησίον των σωσιβίων λέμβων, φορώντας τα ατομικά μας σωσίβια.
Εντύπωση μεγάλη μου έκανε η πειθαρχία των Γερμανών αιχμαλώτων. Οι κινήσεις τους θύμιζαν μηχανισμό ρολογιού ακριβείας σε αντίθεση με μας τους Έλληνες και τους Ιταλούς που ήμασταν πιο χύμα. Κάτι άλλο επίσης που μου έκανε εντύπωση, καθώς τους παρατηρούσαμε από τα φινιστρίνια του καραβιού, ήταν η εργατικότητα τους, που θύμιζε μελίσσι. Κανείς δεν καθόταν και τεμπέλιαζε. Άλλος φρόντιζε για την ατομική του καθαριότητα, άλλος έφτιαχνε πέδιλα από φθαρμένο ιματισμό, όλοι είχαν μια άλλη ασχολία.
Το φαγητό του πλοίου θυμάμαι ήταν άριστο για εμάς τους πεινασμένους κατοχικούς, αλλά όμως πολύ λίγο. Υπήρχε όμως λογική ερμηνεία σ' αυτό. Να μην έχουμε φορτωμένο στομάχι σε περίπτωση ναυαγίου.
Την άλλη μέρα το απόγευμα άρχισαν να αχνοφαίνονται τα παράλια της Αφρικής και μετά από λίγες ώρες φάνηκαν ολοκάθαρα αμέτρητοι φοίνικες σε μία εκτεταμένη έκταση. Μπαίνοντας στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας δεν πίστευα στα μάτια μου, από την απίστευτη ομορφιά και το κάλλος αυτής της ωραιότατης και καταπράσινης από τους φοίνικες πόλης!
Εκεί περιμέναμε πάνω στο πλοίο. Στο διάστημα της αναμονής, πολλές βάρκες γεμάτες με τροπικά φρούτα, μπανάνες, χουρμάδες, μάνγκος, καρπούζια κ.α., πλησίασαν το πλοίο και πέταξαν ένα σκοινί με ένα καλάθι στη μία του άκρη. Γρήγορα καταλάβαμε ότι έπρεπε να βάλουμε κάποια χρήματα για να ανασύρουμε κάποια φρούτα, (κουτουρού παζάρι δηλαδή!)... από γλώσσα δε, δεν καταλαβαίναμε γρι! Εκεί πρωτάκουσα τις πρώτες αραβικές λέξεις.... έσμα, στάνα, σουάγια,, ουάχατ, γκρους, κ. λ. π... Τώρα τι λεφτά δώσαμε και τι φρούτα αντίστοιχα αγοράσαμε, ούτε ο Θεός και ούτε και ο Αλλάχ δεν κατόρθωσαν να τα λογαριάζουν και να τα κοστολογήσουν!
Στη συνέχεια οι αξιωματικοί που μας συνόδευαν κ.κ. Γιούργας και Κουρτουμπελίδης, μαζί με έναν αξιωματικό της αεροπορίας που είχε έρθει από το Κάιρο προς συνάντηση μας, έδωσαν την εντολή της αποβίβασης μας από το σκάφος στο μουράγιο του λιμανιού, όπου για λίγες ακόμα ώρες περιμέναμε μέχρι να έρθει το τρένο να μας παραλάβει.
Στο μεταξύ, με την αποπνικτική Αυγουστιάτικη ζέστη της Αλεξάνδρειας να μας ταλαιπωρεί, δεν μπορούσαμε να βρούμε νερό εκεί κοντά να πιούμε. Πλησιάσαμε λοιπόν το πλοίο που μας είχε φέρει και μέσα από τα φινιστρίνια ζητήσαμε νερό από τους Γερμανούς αιχμαλώτους που ήταν ακόμα μέσα. Και για μία ακόμη φορά θαυμάσαμε τη μεθοδικότητα τους, βλέποντας τους να φτιάχνουν αμέσως μία ανθρώπινη αλυσίδα από τη βρύση του πλοίου μέχρι εμάς και με τα παγούρια από χέρι σε χέρι να κυκλοφορούν για να μας ξεδιψάσουν όλους και τούς πεντακόσιους, με απίστευτη γρηγοράδα, χωρίς συνωστισμό και χρόνο χαμένο.
Ξεκινήσαμε λοιπόν με το τρένο από την Αλεξάνδρεια προς τη Γάζα, διασχίζοντας το Δέλτα του Νείλου, μία εύφορη και πλούσια σε βλάστηση περιοχή, διάσπαρτη από παραποτάμους, που εκτός από το απαραίτητο νερό για τις καλλιέργειες, διευκόλυναν και τη συγκοινωνία με κάθε λογής πλεούμενα.
Περάσαμε από τις πόλεις, Νταμανχούρ, Τάντα, Ζαγκαζίγκ, και Ισμαηλία, με πολλούς Έλληνες κατοίκους τότε.
Βουνά από καρπούζια, μπανάνες, παπάγιας και άλλα τροπικά φρούτα ήταν στοιβαγμένα πάνω στις πλατφόρμες των σταθμών, περιμένοντας να φορτωθούν προς κατανάλωση.
Θυμάμαι, μας είχε θερίσει η πείνα και ζητούσαμε κάτι να αγοράσουμε να βάλουμε στο στόμα μας. Ένας Αιγύπτιος με ένα καροτσάκι σκεπασμένο από πάνω, διαλαλούσε το εμπόρευμα του: "αγά σουμίο!! αγά σουμίο!!" διαλαλούσε. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι πουλούσε και έτσι τον πλησιάσαμε να δούμε αν αυτό ήταν φαγώσιμο. Και προς έκπληξη μας, ναι!! είδαμε να έχει αυγά και ψωμί! Προσπαθούσε με παραφθαρμένα ελληνικά και όχι αραβικά όπως νομίζαμε, να μας δώσει να καταλάβουμε τι πουλούσε. Φάγαμε λοιπόν "αγά σουμίο" και ξεγελάσαμε κάπως τη πείνα μας.
Από την Ισμαηλία που ήταν στο άκρο της διώρυγας του Σουέζ περάσαμε στην αντίπερα όχθη και μπήκαμε στην Ασιατική Αίγυπτο. Σε λίγο φτάσαμε σε μία άλλη πόλη την Καντάρα, όπου εκεί θα μας έδιναν φαγητό. Στηθήκαμε λοιπόν στην ουρά έξω από ένα στρατιωτικό ΤΟΛ, όπου μοίραζαν κάτι σαν τυρόπιτες-κρεατόπιτες. Μπήκαμε μέσα καθίσαμε στα τραπέζια, φάγαμε και βγαίνοντας ξαναστηθήκαμε στην ουρά -δεν ξέρω κι εγώ- πόσες φορές επαναλαμβάνοντας αυτό, ώσπου το τρένο έδωσε τέλος με το σφύριγμα του για αναχώρηση.
Συνεχίσαμε το ταξίδι μας αλλά τώρα το σκηνικό άλλαξε εντελώς. Την πλούσια βλάστηση την διαδέχθηκε η έρημος του Σινά. Άμμος και μόνο άμμος. Μόνο καμιά καμήλα άλλαζε τη μονοτονία του τοπίου. Στη Γάζα φτάσαμε το απόγευμα. Στο μεταξύ η γη είχε γλυκάνει με λίγο πράσινο. Περάσαμε μάλιστα και μία όαση με χουρμαδιές.
Εκεί μας περίμεναν φορτηγά αυτοκίνητα που μας μετέφεραν στο στρατώνα όπου υπήρχαν μόνο σκηνές, εκτός από τα μαγειρεία και τις τραπεζαρίες που ήταν σε στρατιωτικά ΤΟΛ. Εκεί μας περίμενε συσσίτιο που ήταν μπιζέλια με σαρδέλες του κουτιού.
Έπειτα μας μοίρασαν σε σκηνές ανά τέσσερις. Είχα την τύχη να συγκατοικήσω με τον συγχωρεμένο τον Σινάνη τον Αρτεμη που από τότε μας είχε συνδέσει μία ωραία και αδελφική φιλία. Επίσης τους συγχωρεμένους, τον Αθηνόδωρο Προύσαλη το γνωστό ηθοποιό και τον Χρήστο Σπανό συνάδελφό μου κατόπιν στην Ολυμπιακή. Δεν μπορώ να μη θυμηθώ ότι ο Χρήστος ήταν τότε ένα πανέμορφο παλικάρι που δίκαια τον είχαμε βγάλει "το καμάρι του 2ου Σμήνους".
Το βράδυ πέσαμε να κοιμηθούμε κατάκοποι από την κούραση μιας μέρας, τόσο μεστής από εντυπώσεις και έπειτα από ένα μακρινό ταξίδι σε μια υπερβολικά ζεστή χώρα.
Πρωί-πρωί, μας ξύπνησε η σάλπιγγα που σήμαινε εγερτήριο. Πεταχτήκαμε όλοι επάνω σαν ελατήρια και επί τροχάδην κάναμε την πρωινή μας τουαλέτα και πήραμε ένα λιτό πρωινό. Ακολούθησε προσκλητήριο σάλπισμα στο οποίο με τις οδηγίες των αξιωματικών σχηματίσαμε τρία σμήνη.
Συνεχίσαμε με στρατιωτικές ασκήσεις με κάποια νευρικότητα εκ μέρους των αξιωματικών και ιδίως των υπαξιωματικών, όπου οι φωνές τους σου τρύπαγαν τα αυτιά με τις γνωστές, σε αυτούς που υπηρέτησαν στο στρατό, αγριάδες. Αυτό μας έκανε να χάσουμε προσωρινά το σφρίγος και κέφι μας. Σε μία στιγμή μάλιστα, όπου ήμασταν σε στάση προσοχής, μία μύγα προσπάθησε να βοσκήσει στο μάτι μου και άθελα μου έκανα μία κίνηση να τη διώξω. Όμως μέγα το κρίμα μου με την κίνηση μου αυτή! Βλέπω τότε να ορμάει επάνω ο σμηνίας Βασιλειάδης, αγριεμένος φωνάζοντας "Άστη τη μύγα να σε φάει ρε άνθρωπε!"...Πάγωσα, η ψυχή μου σφίχτηκε και ένας βαθύς λυγμός έμεινε κρυμμένος..... φριχτές μέρες με περιμένουν... σκέφτηκα. Πόσο όμως είχα κάνει λάθος, το κατάλαβα την ίδια νύχτα. Ξερός όπως ήμουνα από την κούραση των γυμνασίων, ένιωσα κάποιο στοργικό χέρι να με σκεπάζει για να μην κρυώσω από το αγιάζι. Το χέρι αυτό, όχι, δεν ήταν της μάνας μου, ήταν του σμηνία Βασιλειάδη!
Τέτοια περιστατικά μου συνέβησαν πολλά, μέχρι που ένιωσα τι θα πει στρατός: πειθαρχία-αλληλοβοήθεια-ανδροπρέπεια.
Σαράντα μέρες κράτησαν τα γυμνάσια κάτω από ένα καυτό ήλιο, με μία σιδερένια πειθαρχία που μας μεταμόρφωσε από 18χρονα παλικαράκια σε άντρες πραγματικούς.
Στις 40 μέρες τελείωσαν τα γυμνάσια, ορκιστήκαμε, μας έδωσαν διήμερη άδεια, μισθούς δύο μηνών καθώς και εισιτήρια για τα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουμε τους Αγίους Τόπους.
Στην επιστροφή, μας χώρισαν κατά ειδικότητες και πήραμε την άγουσα για τις τεχνικές σχολές του Χελουάν στην Αίγυπτο.
Μετά το πέρας της εκπαίδευσης γυρίσαμε στη γλυκιά πατρίδα παίρνοντας και το βάπτισμα του αέρος. Πετάξαμε με τετρακινητήρια τύπου Liberator για το Χασάνι (το σημερινό Ελληνικό). Έτσι τέλειωσε μια από τις από τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες της ζωής μου.
Από κει και πέρα, καιρός ήταν να προσφέρουμε και εμείς στην πατρίδα, με τις γνώσεις που αποκομίσαμε τα τέσσερα αυτά περίπου χρόνια. Πήραμε λοιπόν το πολυπόθητο απολυτήριο, γεμάτοι αγάπη, συγκίνηση και περηφάνια για το ωραίο αυτό σώμα, το καμάρι της πατρίδας μας.
Την Πολεμική Αεροπορία!
Για το τέλος αυτής της ιστορίας και κυρίως για τους συναδέλφους στην ΟΑ που θα την διαβάσουν θα ήθελα εδώ να θυμηθώ και να αναφέρω 30 σμηνίτες, με τους οποίους είχαμε την τύχη να συνεργαστούμε και στην ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ, για δεκαετίες, ενθυμούμενοι ενίοτε πολλές από τις ωραίες μας αναμνήσεις στην Αεροπορία:
Σπανός Χ., Καντάρης Η., Προύσαλης Α., Νερομυλιώτης Ο., Σινάνης Α. και Χ., Λεκατσάς Δ. και Ε., Παπαγεωργίου Θ., Λάμπρου Χ., Μικρούτσικος Δ., Μελέτης Π., Βεργίδης Ε., Βλαχόπουλος Χ., Βαμβακάρης Γ., Γεωργούλιας Γ., Καράίνδρος, Τζαβάρας Ι., Χατζόπουλος Γ., Βρελιαννάκης Κ., Γεωργίου Γ., Πετούρης Α., Φινόπουλος Α., Γεωργιλής Δ, Διασίτης Σ., Σαρρής Σ., Παχής Ν., Πατακιάς Κ., κ. α.
(από το προσωπικό μου ημερολόγιο)
Δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό «ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΦΤΕΡΑ» τεύχη 188 και 189
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου