Η ναρκισσιστική κοινωνία
Κάποτε μας κυβερνούσε το σύνδρομο του Οιδίποδα. Σήμερα όμως μας βασανίζει το σύνδρομο του Νάρκισσου. Πρόκειται για παθολογικές καταστάσεις που αφορούν τη σχέση μας με την εξουσία και τις Αρχές και επιτείνουν τις υπαρξιακές μας αγωνίες. Το ερώτημα που κάποτε θέταμε ήταν «τι μου επιτρέπεται να πράξω;», το οποίο αντικαταστάθηκε σταδιακά από το εξίσου εφιαλτικό «τι είμαι ικανός να πράξω;». Ο Γάλλος συγγραφέας και ψυχολόγος Αλέν Ερενμπέργκ χαρακτηρίζει αυτή τη διαδικασία μετάβασης «ιδιωτικοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης».
Το αίσθημα του συνανήκειν, το οποίο διαμορφώνεται από τη σταθερή δουλειά, την οικογένεια, την πατρίδα, τη συμμετοχή στα κοινά, έχει υπαναχωρήσει ή και εξαφανιστεί. Τη θέση του έχει πάρει ένας παρανοϊκός ατομικισμός, η σολιψιστική εμμονή στην οθόνη, οι αποσωματοποιημένες απολαύσεις των ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης, η ζωή α λα καρτ, όπως την ορίζουν τα εκατοντάδες κανάλια της τηλεόρασης και τα χιλιάδες μπλογκ. Σε αυτόν τον μοναχικό θάλαμο της ενδοσκόπησης και της φιλαυτίας, είναι φυσικό να εντείνεται το προσωπικό άγχος.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που απαντάται σε όλες τις σύγχρονες δημοκρατίες της παγκοσμιοποίησης, από την Αμερική του φιλελευθερισμού έως τη Γαλλία της σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης. Όλος ο ανεπτυγμένος κόσμος νιώθει τα συμπτώματα της ναρκισσιστικής νεύρωσης. Είμαστε τόσο μόνοι όσο και τα αεροπλάνα που πετάνε πάνω από τον Ατλαντικό με συστήματα δορυφορικής πλοήγησης.
Τα σκεφτόμουν όλα αυτά τις προάλλες, καθώς το δικαστήριο με είχε καλέσει ως ένορκο σε μια δίκη που διεξήχθη στη Νέα Υόρκη. Αν και ήταν ομολογουμένως ενοχλητική η συμπεριφορά ορισμένων από τα ακόμη 22 άτομα που είχαν κληθεί μαζί μου, η εμπειρία ήταν μια ευχάριστη αλλαγή από την απομόνωση του πληκτρολογίου. Στη διάρκεια της δίκης, οι ένορκοι μάθαμε πολλά ο ένας για τον άλλον. Αφού αποφανθήκαμε σε μια δίκη που περιελάμβανε φόνο, βιασμό, απάτη και πρόκληση σωματικής βλάβης, οι δρόμοι μας χώρισαν με αγκαλιές και φιλοφρονήσεις. Στην πορεία μάθαμε κάτι απίστευτο: να ακούμε ο ένας τον άλλον, να αποδεχόμαστε τις διαφορές μας και να φτάνουμε σε ένα κοινό συμπέρασμα παρά τις διαφωνίες μας. Η Αμερική θα μπορούσε να χρησιμοποιεί συχνότερα αυτή τη διαδικασία. Είμαστε μια κοινωνία ανθρώπων απομονωμένων, θυμωμένων και αγχωμένων, οι οποίοι, κοιτώντας συνεχώς τον εαυτό τους στον καθρέφτη, στο τέλος παραλύουν.
Ετσι έρχομαι και στο θέμα της μεταρρύθμισης στον χώρο της υγείας: ένα θέμα που αφορά το μέλλον του έθνους μας και έχει φτάσει σε οριακό σημείο. Για να λυθεί, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πρώτα απ’ όλα ότι η δημόσια υγεία και η ασφάλιση είναι τα κατεξοχήν ζητήματα που αφορούν την κοινωνία συνολικά. Εάν όλοι μοιραστούμε το κόστος και τους κινδύνους, τότε όλοι μαζί θα γίνουμε μια πιο υγιής κοινωνία. Αυτό έκαναν και όλες οι άλλες ανεπτυγμένες χώρες και καμία τους δεν έχει 30 εκατ. ανασφάλιστους, όπως εμείς.
Όπως αντιλαμβάνομαι όμως, το κίνημα των «τσάι πάρτι» αντιδρά στη δημόσια σπατάλη, στη διάσωση των μεγάλων εταιρειών με λεφτά των φορολογουμένων και στο διογκούμενο δημόσιο χρέος. Απεχθάνονται επίσης τις παρεμβατικές κυβερνήσεις. Αν όμως πραγματικά τους ανησυχούν η σπατάλη και το χρέος, τότε τι έχουν να πουν για το γεγονός ότι 1.800 άνθρωποι χρεοκοπούν κάθε μέρα στη χώρα μας εξαιτίας του κόστους της υγειονομικής περίθαλψης; Πώς εξηγούν ότι στις ιδιωτικές εταιρείες το κόστος των διοικητικών υπηρεσιών που επιβαρύνει κάθε ασφαλιστικό συμβόλαιο ανέρχεται σε 25%-30% της τελικής τιμής (ενώ στη Medicare είναι μόλις 6%); Το διαρκώς αυξανόμενο κόστος της ασφάλισης απειλεί τη σταθερότητα των αμερικανικών επιχειρήσεων και τις εμποδίζει να προσλαμβάνουν νέους εργαζομένους. Επίσης, η γραφειοκρατία για να αποζημιωθεί κανείς από ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία είναι ατελείωτη, ενώ ταυτόχρονα το σύστημά μας στοιχίζει τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους που θα ζούσαν αν υπήρχε καθολική ασφαλιστική κάλυψη στις ΗΠΑ.
Οι Αμερικανοί λένε ότι δεν θέλουν να τους νταντεύει το κράτος, όπως γίνεται στην Ευρώπη. Εντάξει, ας το δεχθώ λοιπόν! Όπως λέει και ένας φίλος μου δικηγόρος όμως, όταν πρόκειται για θέματα υγείας «είναι καλύτερο να εμπλέκεται το κράτος, το οποίο λογοδοτεί στους πολίτες, παρά οι επιχειρήσεις που λογοδοτούν μόνο στους μετόχους τους».
Όλα όσα λέγονται περί κοινωνικοποίησης της οικονομίας λόγω της μεταρρύθμισης που προωθείται στον χώρο της υγείας είναι σαχλαμάρες. Οι κυβερνητικοί οργανισμοί Medicare και Medicaid ήδη παρέχουν κάλυψη στους μισούς Αμερικανούς ασφαλισμένους και το κάνουν πολύ πιο αποτελεσματικά από τις ιδιωτικές εταιρείες. Το κόστος περίθαλψης ανά ασφαλισμένο αυξήθηκε κατά 4,9% την τελευταία δεκαετία για τη Medicare, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στον ιδιωτικό τομέα ήταν 7,1% το διάστημα μεταξύ 1998 και 2008. Για ποιο λόγο λοιπόν η Μedicare να μην είναι μία επιλογή -μία επιλογή επαναλαμβάνω- για τον καθένα μας; Άλλωστε οι Ρεπουμπλικανοί υποτίθεται ότι πρεσβεύουν το δικαίωμα στην επιλογή. Η ίδρυση δημόσιου φορέα ασφάλισης θα συνιστούσε αναγνώριση εκ μέρους της αμερικανικής κοινωνίας ότι έχουμε κοινό συμφέρον να προστατεύουμε ως πολίτες την υγεία των συμπολιτών μας. Με καλύτερη χρήση των διαθέσιμων πόρων, 350 εκατομμύρια χέρια θα έσμιγαν μαζί.
Η άλλη επιλογή είναι να γυρίσουμε ο ένας την πλάτη στον άλλον και, όπως ο Νάρκισσος, να κοιτάμε συνεχώς το είδωλό μας στον καθρέφτη.
The New York Times/ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
https://www.kathimerini.gr/opinion/718935/i-narkissistiki-koinonia/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου