Ο Νοέμβρης της Ελιάς: Τελετουργίες, έθιμα και μνήμες από το ελληνικό
λιομάζωμα
Σε ολόκληρη την Ελλάδα, το φθινόπωρο δεν είναι απλώς
μια εποχή· είναι μια σιωπηλή υπόσχεση πως η γη θα ξαναδώσει τους καρπούς της.
Ανάμεσα στα πιο σταθερά σημάδια του χρόνου βρίσκεται το λιομάζωμα, μια
διαδικασία που ενώνει γενιές, έθιμα και βιώματα. Πολύ πριν τα μηχανήματα και οι
σύγχρονες πρακτικές αλλάξουν το τοπίο, η ελαιοσυγκομιδή συνόδευε την
καθημερινότητα των αγροτικών οικογενειών ως μια σχεδόν ιερή πράξη. Το κείμενο
που ακολουθεί ξετυλίγει αυτές τις παλιές εικόνες, τις συνήθειες και τις μικρές
τελετουργίες που σημάδεψαν το ελληνικό λιόφυτο, φωτίζοντας έναν τρόπο ζωής που
επιβιώνει – έστω και μεταμορφωμένος.
Η εποχή της
ελιάς
Στη
«ζώνη της ελιάς» φθινόπωρο σήμαινε, σε περασμένους καιρούς, σπορά και
λιομάζωμα. Τώρα που η καλλιέργεια των δημητριακών σε μικρούς κλήρους έχει περιοριστεί
(ή και εκλείψει), το φθινόπωρο της αγροτικής οικογένειας είναι σχεδόν συνώνυμο
με το μάζεμα της ελιάς. Σχεδόν μοναδική χειμερινή ασχολία πλέον, απασχολεί ένα
μεγάλο ποσοστό των νοικοκυριών της Ελλάδας, εκεί τουλάχιστον όπου ευδοκιμεί η
ελιά.
Σε
πολλά μέρη, το λιομάζωμα άρχιζε ύστερα από τον αγιασμό και τέλειωνε με την
προσφορά των πρώτων καρπών. Είναι γιορτή το μάζεμα της σοδειάς, γιορτή που
αρχίζει στο χωράφι, στ' αμπέλι, στο λιόφυτο, και δεν τελειώνει παρά σαν
σιγουρευτεί ο καρπός στ' αμπάρια. Είναι τότε που ο νοικοκύρης θα βάλει το
καινούργιο λάδι στα λαδοπίθαρα, θα πάει το πρώτο σταμνί στην εκκλησία (γίνεται
να ξεχάσει το μερτικό του Αγίου;), θ' απλώσει στο παξιμάδι το πρώτο λάδι της
χρονιάς για να το δοκιμάσει, θα φτιάξει την πίτα με το πρώτο λάδι.
«Καταλαβαίναμε
πότε τέλειωνε ο καθένας, πότε είχε 'πομαζώξει. Ερχόταν στην εκκλησία κι έφερνε
ένα σταμνί, δυο σταμνιά, ανάλογα με το εισόδημα του. Κι ύστερα έβγαινε ο παπάς
και διαλαλούσε από το Ιερό Βήμα πως ο τάδε επομάζωξε, κι όποιος θέλει να ραντολοήσει,
να πάει αύριο κιόλας, τα λιόφυτα του είναι ελεύτερα [...]». Διηγήσεις από την
ελαιόφυτη Κρήτη, διηγήσεις που περιγράφουν ένα άγνωστο σήμερα εθιμικό πλαίσιο:
εκείνο που καθόριζε τη σχέση του καλλιεργητή με το θείον για πολλούς αιώνες. Το
«ραντολόι» θυμίζει τη σταχομαζώχτρα του Παπαδιαμάντη ή την Ρουθ των Γραφών. Ήταν
η συνήθεια να αφήνονται μέσα στο λιόφυτο οι τελευταίοι καρποί, για να τους
μαζέψουν (έναν έναν με το χέρι) όσοι δεν είχαν. Κι αυτό έπρεπε να το αναγγείλει
ο παπάς, «γιατί το λένε και τα γράμματα της Εκκλησίας». Έτσι απλά θα
υπενθυμίσει η Κρήσσα γιαγιά πως έχει ακούσει την προσταγή, όπως αυτή διατυπώνεται στο
Δεντερονόμιον: «αφού τινάξης τας ελαίας σου δεν θέλεις πάλιν
ελαιουργήσει τους κλάδους. Θέλει είσθαι διά τον ξένον, διά το ορφανόν, διά την
χήραν [...]». Γυναίκες σκυφτές, μαντηλοφορεμένες, με το καλάθι στο χέρι,
ανακατεύουν τις ξινίδες, αναζητώντας τους τελευταίοι: πολύτιμους καρπούς της
ελιάς. Οι λιγοστές ελιές που 'πόμειναν μπορεί να λέγονται «απόλιδα». Ο
Καζαντζάκης. που από παιδί έκλεισε εντός του την εικόνα της φθινοπωρινής και
της χειμωνιάτικης Κρήτης, την αφήνει να ξεχυθεί με τον καλοδουλεμένο στίχο και
να μας πλημμυρίσει: «Βγαίνου οι γριές σκυφτές, φραγή-φραγή, να μάσουν·
σαλιγκάρια, οι νιές ελιομαζώχτρες αρμεχτά τ' απόλιδα διαλέγουν [...]».
«Τόσο
θεοσεβούμενος ήταν ο κόσμος, παιδί μου, που μερικοί έπαιρναν το πρώτο λάδι από
τη φάμπρικα, μα δεν το πήγαιναν στο σπίτι. Το πήγαιναν στην εκκλησία κι άναβαν
τα καντήλια. Α, να, ο παππούς μου το 'χε τάμα να αλέθει μερικές ελιές στσι
στερνές του Οχτώβρη και να ανάβει με το λάδι τους το καντήλι των Αγίων
Αναργύρων -εορτάζουν, ξέρεις, την πρώτη του Νοέμβρη [...]. Όταν άλεθε κανονικά,
πάλι στην εκκλησία πήγαινε το πρώτο λάδι, ένα σταμνίγια το καντήλι της
Παναγίας». Πάλι η ίδια φωνή! Και το ίδιο έλαιον. Εκείνο που κάποτε χάριζε στα
ιερά των Ελλήνων το φως του «άσβεστου λύχνου» («[...] το της Αθηνάς ιερόν ο τε
αρχαίος νεώς ο της Παλλάδος εν ω ο άσβεστος λύχνος»), και στα ιερά των
σύγχρονων την «ακοίμητη καντήλα». Πηγή φωτός το έλαιον. Για τον ναό της
Παλλάδος, για τον ναό της Του Θεού Σοφίας, για το παλάτι του αυτοκράτορα, αλλά
και για το ταπεινό καλύβι του ξωμάχου. Το έλαιον είναι το «θύμα» που γεννά το
θαύμα του φωτός. Είναι το θύμα στην προαιώνια Ουσία, είναι το «καιόμενον», το
«αναλισκόμενον» για να γεννηθεί το φως!

Το πανηγύρι της ελιάς
Στα
ελληνικά λιόφυτα αρχίζει κάθε Νοέμβρη το πανηγύρι της ελιάς. Παλιότερα οι
γυναίκες με τα καλάθια μάζευαν μία μια της πεσμένες ελιές. Αλλού οι μαζωχτάδες
χτυπούσαν τα κλαδιά με ράβδους και μάζευαν τον καρπό από τα στρωμένα ελαιόπανα.
Τελευταία, η τεχνολογία αντικατέστησε την αρχαία ξύλινη ράβδο με μεταλλική
περιστρεφόμενη. Αλλά και τώρα μπορείς να δεις -όλο και πιο σπάνια,
ομολογουμένως- τους πιο ηλικιωμένους καλλιεργητές να αφήνουν αμάζευτο το τελευταίο
κλαδί. Έτσι όπως κάνουν στον τρύγο και στον θερισμό. Να μείνει κάτι και στη γη
που τα γέννησε! Η Αλκή Κυριακίδου-Νέστορος δίνει την εξήγηση με τα λόγια ενός
αγρότη από το Φιλώτι της Νάξου: «Η γης μοιάζει της πέρδικας. Η πέρδικα κάνει
δεκαεφτά-δεκαοχτώ αβγά και της τα παίρνεις όλα και της αφήνεις τρία και νομίζει
πως τα 'χει όλα και συνεχίζει να κάνει κι άλλα. Έτσι είναι κι η γης. Άφηναν οι
παλιοί μιαν άκρα, ένα χερόβολο αθέριστο [...]». Και η γη συνεχίζει να γεννά. Έτσι
κι η ελιά. Της αφήνεις ένα κλαδί αράβδιστο και συνεχίζει να γεννοβολά. Αρχαίες
συνήθειες, απόηχοι ίσως θυσιαστικών τελετών που άντεξαν στον χρόνο...
Όσο
κι αν είναι επίπονη η δουλειά της συγκομιδής, έχει τις χαρές της. Είναι που ο
καλλιεργητής φτάνει στο τέλος, είναι ακόμη η πλερωμή για τον κόπο μιας
ολόκληρης χρονιάς. Ο ταξιδευτής του χρόνου, ο Νίκος Καζαντζάκης, είδε τους
μαζωχτάδες να γυρνούν, μετά το τέλος του λιομαζώματος, μαζί με τον αρχαίο
ιεροφάντη, ψάλλοντας κάποιο τελετουργικό σκοπό: «Γυρνούν χαρούμενοι απ' τα
λιόφυτα και ψέλνου οι ραβδιστάδες, κι ο ξορκιστής ντυμένος με προβιές το σείστρο
κουδουνίζει...». Ο ποιητής δανείστηκε την εικόνα από το μινωικό παρελθόν του
τόπου του: στο περίφημο «αγγείο των θεριστών» εικονίζεται η επιστροφή από το
θέρος· ένας, ο επικεφαλής της ιερής πομπής, κρατεί το σείστρο, όργανο μουσικό
πανάρχαιο. Ο Καζαντζάκης βάζει το σείστρο στο χέρι του ραβδιστή. Η εικόνα των
θεριστών υποχωρεί στη σκέψη του. Τι σίτος, τι οίνος, τι έλαιον... Κι ο ραβδιστής
της ελιάς, σαν ιεροφάντης μιας μυστικής τελετής, ντυμένος στις προβιές, κρατεί
το σείστρο, σαν τελειώσει η μέρα.
«Σα να 'ναι γάμος και χαρά...»
Κάποτε
τελειώνει και το ίδιο το λιομάζωμα. Αλλού Δεκέμβρη, αλλού Γενάρη. Αλλού παίρνει
καιρό ακόμη, φτάνει ως τον Μάρτη. Ίσως και να μην έχει άδικο ο Καζαντζάκης που
παραλλήλισε τις γιορτές της συγκομιδής του σίτου και του ελαίου. Η ολοκλήρωση
μιας μακράς και επίπονης διαδικασίας μπορεί να γίνει τελετή, μπορεί και
πανηγύρι!
Υπήρχε
παλαιότερα μια ωραία συνήθεια στη Λευκάδα: όλοι, νοικοκύρης, μαζωχτάδες,
εργάτες του λιοτριβιού, έπρεπε να γευτούν το πρώτο λάδι: «Πριν πάνε τις ελιές
στο λιοτριβιό, πηγαίνει ο παπάς κι αγιάζει και φτιάχνουν λαδόπιτα, για να
ευχηθούν, δίνουν δε και στους λιτροβιαραίους και τρώνε [...]». Το ελαιόλαδο συμμετέχει,
ως πρώτη ύλη στην παρασκευή της λαδόπιτας, που διανέμεται στο συγγενικό
περιβάλλον αλλά και σ' όσους εργάζονται για την παραγωγή του ελαιολάδου.
Στην
Κρήτη διασώθηκαν μέχρι τον 20ό αιώνα τα «πομαζωχτίκια», μια ειδική γιορτή που
γινόταν μόλις τέλειωνε η συγκομιδή. Ο νοικοκύρης ετοίμαζε γλέντι στο σπίτι του.
Συμμετείχαν οι συγγενείς, οι φίλοι και, απαραιτήτως, οι μαζωχτάδες, δηλαδή οι
εργάτες που δούλεψαν για να μαζευτεί η σοδειά. Τα φαγητά μαγειρεύονταν με το
καινούργιο λάδι, ακόμη κι αν υπήρχε παλιό στο λαδοπίθαρο. Συνήθως ζύμωναν το
επίσημο ψωμί (το φτάζυμο), και φρόντιζαν να είναι πλούσιο το τραπέζι, για να
είναι πλούσια κι η χρονιά. Το ειδικό για την περίσταση γλύκισμα ονομαζόταν «λαδωτή
πίτα», που ζυμωνόταν με πετιμέζι και προσφερόταν στο τέλος του ομαδικού
δείπνου. Και πάλι ελιάς ποιητής έρχεται να μας θυμίσει αυτές τις ξεχασμένες
εικόνες, ο Κωστής Φραγκούλης:
«[...] Κι όντέ δα πιουν στη βίβα μου,.
για τ' απομοζωχτίκια,
τάβλες θα στρώσω φτάζυμο,
πετσάρη τωσε σφάζω
σα να 'ναι γάμος και χαρά,
γη συντεκνιά σα νά 'χω,
να με καλοχρονίσουνε,
σπολλάτη να μου πούνε.
Καλοκατάλυτη η σοδειά,
του δέκαλου το λάδι,
του διακονιάρη για μιστό,
και ψυχικό για τσ' άγιους [...]»
Αλλού
το ψωμί της γιορτής ήταν «λαδόψωμο». Κι αλλού έριχναν το λάδι χωρίς τσιγκουνιά
στο πιάτο με τη φάβα. Για να τρέξει περισσότερο την άλλη χρονιά στο σπιτικό.
Στην Αγιάσο, στο τέλος της συγκομιδής, γινόταν ολόκληρη γιορτή: «Ένας από τους
ραβδιστές μπήγει ανάποδα το λούρο του στη γη και του βάζει φωτιά, πιστεύοντας
πως όταν λυγίσει το μακρύ ραβδί θα λυγίσουν και του χρόνου οι ελιές από το
βάρος του καρπού. Οι γυναίκες στίβουν τις ελιές, με το μαύρο ζουμί τους
αλείφουν το πρόσωπο και χορεύουν γύρο από τη φωτιά, πετώντας τα καλάθια τους με
ευχές στο νοικοκύρη, να έχει του χρόνου περισσότερο καρπό, και στις ανύπαντρες,
να είναι παντρεμένες [...]».
Κύκλος αέναος
Ο
κύκλος της παραγωγής μπορεί να κλείνει μ' αυτές τις γιορτές. Όμως ο κύκλος των
εθίμων που αρχίζουν με τον ερχομό της καινούργιας ζωής και τελειώνουν με την
επιστροφή στη μάνα γη, δεν κλείνει ποτέ! Στην Κύπρο, το πρώτο νερό που θα πιει
το βρέφος θα του το προσφέρουν σε φύλλο ελιάς: όπως δεν διψά η ελιά, δεν θα
διψάσει και το παιδί! Παντού, το λάδι θα μεταφέρει τη σφραγίδα του θείου ελέους
στο βάπτισμα. Αλλού, τα κλαδιά της ελιάς θα γίνουν στεφάνι του γάμου! Κι ακόμη,
το στερνό αντίο θα το πουν με κλάδους ελιάς: όπως ακριβώς παραδίδεται ό,τι είχε
διατάξει ο Λυκούργος, στην Κρήτη και την Πελοπόννησο δίνουν στον νεκρό το κλαδί
της ελιάς. Γιατί μέσα από τη θλίψη του θανάτου πρέπει να αναδυθεί η χαρά της
ζωής, η ελπίδα. Γιατί η ελιά είναι το δέντρο που ποτέ του δεν πεθαίνει.
Ξεραίνεται ο κορμός αλλά μέσα από τα νεκρά, κατάξερα ξύλα φυτρώνει καινούργιος
βλαστός και μεγαλώνει, μεγαλώνει, γίνεται δέντρο ολόκληρο. Είναι η καινούργια
ζωή ή μήπως η παλιά που αναστήθηκε; Τα κλαδιά της ελιάς έρχονται να δηλώσουν
πως τίποτα δεν τελειώνει, πως όλα βρίσκονται στην περίμετρο ενός κύκλου που δεν
έχει ούτε αρχή ούτε τέλος!

ΑΙΩΝΟΒΙΑ ΕΛΙΑ
Επίλογος
Σήμερα, μπορεί οι ρυθμοί να έχουν αλλάξει και η
τεχνολογία να έχει απλοποιήσει το λιομάζωμα, όμως ο κύκλος της ελιάς παραμένει
αναλλοίωτος. Χρόνο με τον χρόνο επαναλαμβάνει την ίδια υπόσχεση: ότι η σχέση
του ανθρώπου με τη γη δεν χάνεται, απλώς μεταμορφώνεται. Τα παλιά έθιμα — το
«ραντολόι», οι ευλογίες, τα «πομαζωχτίκια», το πρώτο λάδι που άναβε καντήλια —
ίσως ακούγονται μακρινά, αλλά λειτουργούν σαν μνήμες που ενώνουν το παρελθόν με
το παρόν.
Η ελιά, σύμβολο ζωής και αντοχής, συνεχίζει να ριζώνει
βαθιά στην ελληνική ψυχή, θυμίζοντας πως όσο υπάρχουν άνθρωποι που σκύβουν στη
γη της, τίποτε από αυτή την παράδοση δεν σβήνει πραγματικά.
Διασκευή
από άρθρο του Νίκου Ψιλάκη στις ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ - Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ με τίτλο : «Στους ελληνικούς ελαιώνες. Έθιμα και
παραδόσεις της συγκομιδής των ελιών και της εξαγωγής του λαδιού»
Ο
Νίκος Ψιλάκης (Κασταμονίτσα Ηρακλείου, 6 Αυγούστου 1955 - Ηράκλειο, 2 Νοεμβρίου
2024) ήταν Έλληνας δημοσιογράφος, λαογράφος, συγγραφέας και λογοτέχνης.
Βιογραφικά
στοιχεία
Ο
Νίκος Ψιλάκης αφιέρωσε τη ζωή του στη δημοσιογραφία, στην καταγραφή και
ανάδειξη της λαογραφικής παράδοσης, των μνημείων της Ορθοδοξίας και της
κρητικής διατροφής. Εργάστηκε επί σειρά ετών στον τοπικό τύπο του Ηρακλείου και
αργότερα στο τοπικό ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Αφοσιώθηκε με ζήλο στην
καταγραφή και τεκμηρίωση του λαϊκού πολιτισμού της Κρήτης. Ιδιαίτερο ήταν το
ενδιαφέρον του για την κρητική διατροφή για την οποία και συνέγραψε σειρά
βιβλίων.
Επιμελήθηκε
το σενάριο και τη δημοσιογραφική έρευνα σε περισσότερα από 80 ντοκιμαντέρ στην
κρατική τηλεόραση, έλαβε μέρος ως εισηγητής σε περισσότερα από 200 συνέδρια και
εκδηλώσεις και πραγματοποίησε πολλές εκθέσεις φωτογραφίας.
Ο
Νίκος Ψιλάκης είχε τιμηθεί δυο φορές από την Ακαδημία Αθηνών, για το έργο του
``Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης``, με το βραβείο των δημοσιογραφικών
ενώσεων της Ελλάδας και με το βραβείο ``Νίκος Καζαντζάκης`` για την προσφορά
του στα γράμματα.
Ήταν
μέλος της Εταιρείας Κρητικών Ιστορικών Μελετών, της Ελληνικής Λαογραφικής
Εταιρείας και υπήρξε για σειρά ετών Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας
Γεύσης. Επίσης ήταν μέλος της Επιτροπής Διασύνδεσης του Πανεπιστημίου Κρήτης με
την κοινωνία, καθώς και της συντακτικής ομάδας του ηλεκτρονικού περιοδικού
«Τρίτων» του Πανεπιστημίου Κρήτης.
WIKIPEDIA