Μια Φορά
Και Έναν Καιρό
Προς "ώτα περισσότερον ευήκοα"
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Στα γραφεία του
κοινωνιολογικού περιοδικού «Optimismus» έφθασε ένας φάκελος που προοριζόταν για
τον υπεύθυνο της στήλης «Αλληλογραφία με τους αναγνώστες». Ο αρμόδιος συντάκτης
που τον παρέλαβε είχε τα νεύρα του, διότι το ίδιο πρωινό του συνέβη κάτι συνταρακτικό
που ανέτρεπε όλα τα στατιστικά δεδομένα, ελληνικά και ξένα: Μέσα σε διάστημα
μιας και μόνον ώρας τσακώθηκε αλληλοδιαδόχως με τη γυναίκα του και με την
γκόμενά του. Νευριασμένος πέταξε τον φάκελο στον κάλαθο των αχρήστων χωρίς καν
να τον ανοίξει, κρέμασε το «τζάκετ» του στην κρεμάστρα, απλώθηκε στην τσουλιστή
πολυθρόνα του γραφείου του και περιέπεσε σε βαθιά περισυλλογή, πώς θα τα
μπαλώσει και με την μια και με την άλλη. Τότε τον κάλεσε ο αρχισυντάκτης να
πάει στο γραφείο του με όλον τον φάκελο με την αλληλογραφία αναγνωστών, μπας
και ψαρέψουν από εκεί κάτι αισιόδοξο, διότι όντας γύρω όλα μαύρα και άραχλα,
δεν έβρισκε ύλη να γεμίσει τις σελίδες.
Πήρε τον φάκελο από το
καλάθι και τον παρέδωσε κλειστό στον αρχισυντάκτη. Απόρησε εκείνος:
«Μόνον αυτό έχουμε;»
ρώτησε ανήσυχος. Η απάντηση ήταν καταφατική: «Μάλιστα. Μόνον αυτό και πέντε
εξώδικα!» Καθώς τα εξώδικα εκ φύσεως τίποτα το ευχάριστο δεν περιλαμβάνουν, τα
αγνόησε. Άνοιξε την επιστολή και άρχισε να διαβάζει μεγαλοφώνως, ελπίζοντας να
αξιοποιήσει το περιεχόμενό της. Ήταν ένα εκτενές καλογραμμένο στο χέρι γράμμα,
προφανώς κάποιου απελπισμένου γεροντάκου που η κατάθλιψη τον έσπρωξε στο
γράψιμο για να ξεσπάσει. Έγραφε γεμάτος πίκρα ανάμεικτα μ' ευγένεια:
«Φίλε
κύριε,
Φυσικά
ούτε να προσδιορίσω ούτε να μαντέψω μπορώ την ηλικία σας, επειδή όμως πολύ
συχνά διακωμωδείτε τους υπερήλικες γράφοντας περιφρονητικά για γερόντια,
ξεκουτιάρηδες, παλιόγερους και άλλες υποτιμητικές εκφράσεις για τους
λαθροβιούντας στις εσχατιές της ζωής, αποφάσισα, σαν παλιόγερος που είμαι και
εγώ, να σας στείλω αυτό το γράμμα, όχι για να διαμαρτυρηθώ ούτε για να σας
μαλώσω, και φυσικά ούτε για να ζητήσω να ανασκευάσετε, γιατί βλέπετε ο «χρόνος»
είναι κάτι που όσο και αν προοδεύει η… «πρόοδος», δεν ανασκευάζεται με τίποτα.
Γράφω
για να κατανοήσετε στη θεωρία μερικά πράματα, που θα 'ρθει κάποτε καιρός να τα
καταλάβετε και στην πράξη. Και σίγουρα τότε θα βουρκώσετε μόλις βρεθείτε σ'
αυτό το γεμάτο πίκρες και απαξίωση περιθώριο που o νόμος της φύσεως θα σας έχει
εναποθέσει. Προβληματιστήκατε άραγε ποτέ τι ζητάει από τους συνανθρώπους του το
κάθε θλιβερό γερόντιο; Μα το μόνο που αποζητά είναι μια μεγαλόκαρδη κατανόηση
για κάποια… ακατανόητη πράξη του. Αποζητά ένα λεκτικό χάδι, μια καλή κουβέντα,
που όση γεροντική κουφαμάρα κι αν έχει για να μην του κεντρίσει την ακοή, να
είσθε βέβαιος πως την ψυχή του θα τη χαϊδέψει.
Έναν
οποιασδήποτε ηλικίας άνθρωπο, που δεν έγινε ακόμη τσούταλο, όσο και αν τον
βρίσουνε, όσο κι αν τον λοιδορήσουν, τον κουρελιάσουν, τον εξευτελίσουνε,
κάποια αναλαμπή θα υπάρξει. Μια αναλαμπή στα σκοτάδια της μοίρας του από ένα
αβίαστο χαμόγελο που θ' αντικρίσει, σαν χειροκρότημα, σαν επιβράβευση κάποιας
ασήμαντης έστω πράξης του και λίγα ψήγματα αγάπης αληθινής ή ψεύτικης
-αδιάφορο- θα του χαρίσουν μια ψευδαίσθηση ανθρωπιάς για να τον θερμάνει...
Όταν έρθουν όμως τα γερατειά, όλα τα «καταπίνει η γης». Εξαφανίζονται. Και ο
έως χτες υπερήφανος και αγέρωχος των πάντων κατακτητής, μεταμορφώνεται σε
αηδιαστικό παράσιτο. Ένα παράσιτο που ενώ δεν έπρεπε να υπάρχει, ζει για να
μολύνει την κοινωνία. Δεν είναι καν «άχθος αρούρης» που λεν οι
γραμματιζούμενοι, ένα βάρος, να πούμε, της γης. Είναι απλώς ένα σίχαμα του
κόσμου, που μιλάει μια γλώσσα αλλόκοτη, ακαταλαβίστικη, που λέει «παπαριές» για
πράγματα που κανέναν δεν ενδιαφέρουν και καμαρώνει, πιστεύοντας πως από το
στόμα του, μαζί με σάλια του που πιτσιλάνε ραντίζοντας τους γύρω, βγαίνουν
σοφίες ή άλλα χειρότερα.
Δεν
μπορώ να γνωρίζω φυσικά με ποια κριτήρια ο Πανάγαθος φέρεται σε μερικούς
σπάταλος σε μακροζωία. Μιλώντας για πάρτη μου, θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι
θέλησα ταπεινά να τον βοηθήσω απαλλάσσοντάς τον από τον μπελά του «τέλους».
Εντελώς αθόρυβα, χωρίς κανένας να το καταλάβει, δυο φορές προσπάθησα, αλλά,
όπως σε ολόκληρη ζωή στάθηκα γκαντέμης, και τις δυο φορές απέτυχα, εισπράττοντας
καγχασμούς από τον «εσωτερικό μου κόσμο». Ήταν απαράλλαχτα σαν να υποβάλλεις
στην προϊσταμένη σου Αρχή παραίτηση κι αυτή, αντί να την αποδεχθεί, σαν
απάντηση σου μειώνει τις αποδοχές… Και τώρα που ξαναπήρα τη μεγάλη και θέλω να
πιστεύω την τελική οριστικά απόφαση, συλλαμβάνω τον εαυτό μου όλο να το
κλωθογυρίζει και να δίνει παρατάσεις με τη γελοία δικαιολογία πως «είμαι
χρήσιμος» ακόμα. Όχι βέβαια τόσο χρήσιμος όσο η «σαβούρα», όπως αποκαλείται
χορταστικά στην καθομιλουμένη το «έρμα» για να μην μπατάρει το βαπόρι, αλλά
πάντως χρήσιμος. Χρήσιμος για να ξεθυμαίνουν τα νεύρα τους επάνω μου, χρήσιμος
για να συλλέγω βρισιές, πότε περιφραστικά και άλλοτε με πεντακάθαρη σαφήνεια,
μαθαίνεις πως πάντοτε «ήσουν ανίκανος και κακός άνθρωπος, ένας αδίστακτος
συνωμότης σε βάρος της κοινωνικής αξιοπρέπειας, ένας αμετροεπής που με
ελαφρότητα κηλίδωνε αδιάκοπα τους πάντες και τα πάντα…». Και τότε, σαν από
θαύμα η ακοή σου ξαφνικά οξύνεται και οι λέξεις πρόσβαρες ενσταλάζουν φαρμάκι
στην ψυχή σου, κάνοντας πιο μισητή και πιο άδεια την άδεια σου ζωή. Σφίγγεις τα
χείλη σου, ξεροκαταπίνεις πνίγοντας στα κρυφά έναν λυγμό έτοιμο ν' αποδράσει
και σκουπίζεις στα σβέλτα ένα δάκρυ που αν γίνει αντιληπτό θα τους σπάσει κι
άλλο τα νεύρα
Και
το πολύ χειρότερο είναι πως δεν υπάρχει άνθρωπος επί της Γης ν' ακούσει και να
κατανοήσει τον πόνο σου. Όσα θα προσπαθείς να εξομολογηθείς, αναζητώντας
συμπαράσταση και παρηγοριά, τόσο τα «εσώψυχά σου» θα αντιστρέφονται σε
κατηγορίες εναντίον σου. Το κάθε σου παράπονο θα γίνει κατήγορος για να σε καθίσει
στο σκαμνί. Εσύ, δηλαδή Εγώ, είμαι ο πάντα μεγάλος Φταίχτης. Εγώ εκμεταλλεύομαι
την καλοσύνη των γύρω μου, που τους εχθρεύομαι επειδή είμαι ένας μοχθηρός
παλιόγερος… Γι' αυτό, καλέ μου κύριε, φανείτε γενναιόφρων και αγνοήστε μας.
Αφήστε τις μασέλες μας να τρίζουν μέσα στην οδύνη της ψυχικής μας μοναξιάς…»
Καθώς ο επιστολογράφος
απευθύνονταν προσωπικά στον αρχισυντάκτη κακίζοντας τον για διάφορα ειρωνικά
γραφόμενα και μερικούς άκακους εν πολλοίς χαρακτηρισμούς, έδωσε την επιστολή
για δημοσίευση χωρίς κανένα σχόλιο, μόνον και μόνον για να του συμπαρασταθεί,
κάνοντας κάποια «ώτα περισσότερον ευήκοα», ώτα που στην εποχή μας δεν
χαμπαρίζουν τίποτα, παραμένοντας ερμητικώς κλειστά, διακρινόμενα για
απροσμέτρητη συναισθηματική κουφαμάρα…
"ΤΟ ΠΑΡΟΝ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου