Η
πολιτική διάσταση των διεκδικήσεων της Επανάστασης
Η καταγγελία της τουρκικής
κυριαρχίας ως παράνομης και το δικαίωμα της ελευθερίας και της ίδρυσης
αυτόνομης και ευνομούμενης ελληνικής πολιτείας.
Γράφει ο κ. Ιωάννης Σ.
Κολιόπουλος, ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ
Το τρίτο συστατικό
στοιχείο του ελληνικού εθνικού κινήματος, η καταγγελία της τουρκικής κυριαρχίας
ως παράνομης και της τουρκικής εξουσίας ως αυθαίρετης, αποτελούσε διακήρυξη που
χρειαζόταν να στηριχθεί με πειστικά επιχειρήματα, ιδίως δε το πρώτο της σκέλος.
Το αυθαίρετον της τουρκικής εξουσίας δεν ήταν φυσικά δύσκολο να αποδειχθεί·
ακόμη και εκείνοι που επίστευαν πως ήταν ανάγκη να διατηρηθεί η Οθωμανική
Αυτοκρατορία για να μη μεταβληθεί η ισορροπία δυνάμεων στην Εγγύς Ανατολή,
συνομολογούσαν με τους εχθρούς των δεσποτικών καθεστώτων ότι το καθεστώς του
Σουλτάνου αναπαρήγε την αυθαιρεσία των οργάνων του. Οι μεταρρυθμίσεις εξάλλου,
του Σουλτάνου Σελήμ Γ' στο τέλος του ΙΗ' αιώνος είχαν δείξει πόσο δύσκολος ήταν
ο εκσυγχρονισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με δυτικούς όρους και αρχές.
Δεν ήταν εύκολο να
αποδειχθεί πειστικά το παράνομον της τουρκικής κυριαρχίας. Από τους παράγοντες
που δυσχέραιναν αυτό το έργο πρόδηλοι ήσαν: α) Η απόφαση της Ιεράς Συμμαχίας να
μην επιτρέψει την ανατροπή του πολιτικού και εδαφικού καθεστώτος που προέκυψε
από τη Συνθήκη της Βιέννης του 1815. β) Η πρόθεση δύο δυτικών ευρωπαϊκών
δυνάμεων, της Αγγλίας και της Γαλλίας, να μην επιτρέψουν τη διάλυση της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, επειδή τη θεωρούσαν χρήσιμο ανάχωμα στις επεκτατικές προσπάθειες
που κατέβαλλε κατά καιρούς η Ρωσία στην Εγγύς Ανατολή. Το γενικότερο κλίμα που
είχαν διαμορφώσει αυτές και άλλες συναφείς πολιτικές σκοπιμότητες δεν ευνοούσε
κινήματα που αμφισβητούσαν τη νομιμότητα των κάθε είδους μοναρχικών καθεστώτων
και των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων.
Έπρεπε, λοιπόν, να
αμφισβητηθεί η νομιμότητα της κυριαρχίας του Οθωμανού Σουλτάνου επί των Ελλήνων
και μάλιστα με επιχειρήματα αποδεκτά από τους αντιπάλους των κινημάτων που
αμφισβητούσαν τη νομιμότητα των μοναρχικών καθεστώτων και των κυριαρχικών τους
δικαιωμάτων, και ταυτοχρόνως να προβληθεί η νομιμότητα του ελληνικού Αγώνα για
την ίδρυση ανεξάρτητης ελληνικής πολιτείας.
Η ελληνική επανάσταση,
υποστηρίχθηκε σε όλους τους τόνους και με όλα τα μέσα της εποχής, κατά του
Σουλτάνου καθώς δεν στρεφόταν εναντίον της νομιμότητας που εστήριζε και
προωθούσε η Ιερά Συμμαχία των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά ήταν «νόμιμος
επανάσταση» εναντίον παρανόμου σφετεριστού της κυριαρχίας επί των Ελλήνων. Οι Έλληνες
δεν είχαν συνομολογήσει με τον Σουλτάνο συνθήκη υποταγής, δεν είχαν αποδεχθεί
την εξουσία και την κυριαρχία του· ήσαν «δορυάλωτοι δούλοι» ξένου και παρανόμου
δυνάστη, ο οποίος με βία κατείχε τις ελληνικές χώρες. Με την επανάσταση τους οι
Έλληνες δεν παρέβαιναν όρκο πίστεως προς τον Σουλτάνο· ως «δορυάλωτοι δούλοι»
οι Έλληνες δεν είχαν καθομολογήσει τέτοιον όρκο, ούτε άλλωστε τον είχε
απαιτήσει ο Σουλτάνος.
Ελευθερία
και ανεξαρτησία
Το τέταρτο, τέλος,
στοιχείο του εθνικού κινήματος των Ελλήνων, η προβολή του δικαιώματος να
διεκδικήσουν την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους και να ιδρύσουν αυτόνομη
και ευνομούμενη ελληνική πολιτεία, αποσκοπούσε και αυτό στην προβολή της
επαναστάσεως ως νομίμου δικαιώματος των Ελλήνων. Οι Έλληνες αποτελούσαν έθνος
υποδουλωθέν διά της βίας, είχαν στερηθεί της ελευθέριας, των πολιτικών και
ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, και ήσαν στην απόλυτη διάκριση ενός τυραννικού
δεσπότη. Η αυθαίρετη εξουσία του ξένου δυνάστη αναπαράγε την καταπίεση, τη
δυσαρέσκεια, την ανασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των
υποδούλων. Οι Έλληνες δεν είχαν δικαιώματα παρά μόνο υποχρεώσει, τις οποίες
όριζαν όχι τόσο οι νόμοι όσο η βούληση των εκπροσώπων του καθεστώτος. Είχαν, ως
εκ τούτου, αποφασίσει να θέσουν τέρμα στο παράνομο και αυθαίρετο καθεστώς του
ξένου δυνάστη, με όλα τα μέσα που είχαν στη διάθεση τους, και να ιδρύσουν στη
θέση του πολιτεία ελληνική, αυτόνομη και ανεξάρτητη, ευνομούμενη όπως οι ευνομούμενες
πολιτείες του πολιτισμένου κόσμου.
Για να διασκεδασθούν οι
φόβοι της Ιεράς Συμμαχίας από το ενδεχόμενο να εκτραπεί η επανάσταση των
Ελλήνων προς «ιακωβινικές» κατευθύνσεις, οι πρωτεργάτες της επαναστάσεως, οι
φιλελεύθεροι όσο και οι συντηρητικοί, δεν έχαναν την ευκαιρία να διακηρύσσουν
ότι η ελευθερία που επιδίωκαν να εξασφαλίσουν ήταν «φρόνιμος» ελευθερία κατ η
πολιτεία που θα συγκροτούσαν «φρόνιμος» πολιτεία. Η Α' Εθνοσυνέλευση διακήρυξε
τον Ιανουάριο του 1822, επί τη λήξει των εργασιών της, ότι ο πόλεμος των
Ελλήνων δεν στηριζόταν «είς αρχάς τινας δημαγωγικάς και στασιώδεις». Σε ανάλογη
δε διακήρυξη προέβη πέντε χρόνια αργότερα η Ε' Εθνοσυνέλευση: «Ο λαός ούτος έλαβεν
εις χείρας τα όπλα όχι διά να θεμελίωση την ύπαρξίν του εις δημαγωγικάς βάσεις,
τας οποίας δεν αποδέχεται η βασιλευομένη Ευρώπη».
Κατά την περίοδο της
Επαναστάσεως, χρειάστηκε πλέον να οριστούν οι Έλληνες ως έθνος, μάλιστα δε ως
πολιτών της πολιτείας που οραματίζονταν οι Πατέρες του έθνους. Αναπόδραστα
στοιχεία αποτέλεσαν τότε, η ελληνική γλώσσα και η ορθόδοξη χριστιανική πίστη.
Στο Σύνταγμα, μάλιστα, της Επιδαύρου (1822) ορίστηκε ως εξής και η ταυτότητα
των Ελλήνων: «Ελληνες εισίν όσοι εις Χριστόν πιστεύοντας κάτοικοι της επικρατείας
της Ελλάδος». Στο επόμενο Σύνταγμα της Τροιζήνας (1823) προστέθηκε και η γλώσσα
ως κριτήριο ταυτότητας· αλλά πλέον η ελληνική γλώσσα με την χερντεριανή της
έννοια, δηλαδή ως πολιτιστικό στοιχείο. Με άλλα λόγια, απομακρύνθηκε η γλώσσα
και φυσικά και το έθνος από την υπόσταση που είχαν προσλάβει κατά τη διάρκεια
του Διαφωτισμού, από την ελληνική γλώσσα δηλαδή ως στοιχείο που οδηγούσε στην
τελείωση του ανθρώπου. Προστέθηκαν, επίσης, σε επόμενα Συντάγματα η καταγωγή
και το φρόνημα ως απαραίτητα στοιχεία της ταυτότητας των Ελλήνων. Τότε είναι
που άρχισαν πράγματι να απομακρύνονται οι Έλληνες από τους αλλοφώνους συνοίκους
λαούς της ορθόδοξης οικουμένης και να καλλιεργείται η Μεγάλη Ιδέα και οι προσδοκίες
αυτού του μεγάλου προγράμματος. Άρχισε δε να ατονεί η ρήση του Δανιήλ
Μοσχοπολίτη, κατά τον οποίον: «Αλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι, Αλλόγλωσσοι, χαρήτε,
κ' ετοιμασθήτε όλοι σας Ρωμαίοι να γενήτε» και άρχισε να παρατηρείται μια κάμψη
του γλωσσικού εξελληνισμού των αλλοφώνων.
* Ο κ. Ιωάννης Σ.
Κολιόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.
Καθημερινή 03/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου