André Kertész: Μια καθυστερημένη εξομολόγηση
Ένα πρωινό τού 1985 τα βήματά μου με οδήγησαν στη γωνία τής Πέμπτης Λεωφόρου με την Washington Square στη Νέα Υόρκη. Γνώριζα ότι εκεί έμενε ο André Kertész και το όνομά του στο κουδούνι το επιβεβαίωσε. Σκέφτηκα λίγη ώρα αν έπρεπε να χτυπήσω, αλλά μετά δείλιασα. Το άφησα για την επόμενη επίσκεψή μου στην πόλη. Λίγους μήνες μετά ο Kertész πέθανε. Ίσως, λοιπόν, να ήρθε η ώρα να εξομολογηθώ όλα όσα θα ήθελα να είχα προλάβει να πω στον ίδιο.
Στον Kertész οφείλω το γεγονός ότι αγάπησα τη φωτογραφία. Και σε αυτόν ξαναγυρίζω όταν τυχαίνει να κλονίζεται η πίστη μου σε αυτήν. Ήμουν φρέσκος ερασιτέχνης φωτογράφος, όταν ένας συνομήλικός μου, αλλά παλιότερος στη φωτογραφία, μού έδωσε την άγια συμβουλή να κοιτάζω δουλειές καλών φωτογράφων αν θέλω να μάθω φωτογραφία. Εντελώς τυχαία το πρώτο μου φωτογραφικό βιβλίο, προάγγελος μιας πολύ μεγάλης εξειδικευμένης βιβλιοθήκης που κατά συμμόρφωση τής φιλικής προτροπής έμελλε να συγκεντρωθεί, ήταν ένα βιβλίο-λεύκωμα αφιερωμένο στον André Kertész.
Θεώρησα πάντα πολύ τρυφερή, αν όχι χρήσιμη, την τάση των αρχάριων φωτογράφων να μιμούνται το έργο των πρώτων φωτογράφων που τους ενέπνευσαν. Και λέω των αρχάριων, γιατί με το πέρασμα των χρόνων οι επιρροές πυκνώνουν τόσο, ώστε ο φωτογράφος καταλήγει να τις αγνοεί, έτσι ώστε οι μιμήσεις παύουν να είναι συνειδητές. Είναι πάντως γεγονός ότι το ταξίδι μου στο Παρίσι, που την ίδια χρονιά ακολούθησε την ανάγνωση τού λευκώματος, απέδωσε πολυάριθμες φωτογραφίες από μεταλλικές καρέκλες στον κήπο των Tuileries, τις οποίες ευτυχώς δεν είδε ποτέ κανένα μάτι.
Είναι σίγουρο ότι τότε δεν ήμουν ακόμα σε θέση να εκτιμήσω πλήρως το έργο τού σημαντικού αυτού φωτογράφου, αλλά ο Kertész ανήκει σε μια ειδική κατηγορία καλλιτεχνών που λειτουργούν σε πολλαπλά επίπεδα προσέγγισης. Η παρατήρηση αυτή βέβαια δεν επιχειρεί να κατατάξει τους δημιουργούς σε παραγωγούς έργων πολυδιάστατης ή μονοδιάστατης ανάγνωσης, αλλά επισημαίνει ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό που έχουν μερικοί καλλιτέχνες, ανεξάρτητα από την αξία τού έργου τους. Αν, λόγου χάριν, ένας μουσικά αδαής προσεγγίσει το έργο τού μεγάλου συνθέτη Johann Sebastian Bach είναι μάλλον σίγουρο ότι θα συναντήσει σοβαρές δυσκολίες επικοινωνίας, αφού το έργο του, αυστηρό και ερμητικό, απαιτεί μια εξοικείωση με τη συγκεκριμένη μουσική γλώσσα. Τις ίδιες δυσκολίες θα συναντήσει ένας απλοϊκός αναγνώστης τού μνημειώδους μυθιστορήματος τού Marcel Proust, ή ένας απροειδοποίητος θεατής μιας ταινίας τού Carl Dreyer. Αν όμως τους ίδιους ανθρώπους τούς φέρουμε σε επαφή με μία σονάτα τού Wolfgang Amadeus Mozart, με ένα μυθιστόρημα τού Mark Twain ή με μία ταινία τού Elia Kazan, τότε είναι πολύ πιθανόν οι μελωδίες τού πρώτου, οι περιγραφές τού δεύτερου και το σενάριο τού τρίτου, να κερδίσουν την προσοχή, ίσως και τον ενθουσιασμό, τού αθώου θεατή, επιφυλάσσοντας όμως ακόμα μεγαλύτερες απολαύσεις στον έμπειρο φιλότεχνο.
Δεν θα ήταν παράλογο να χαρακτηρίσει κανείς τον Kertész σαν τον Mozart τής φωτογραφίας. Και ίσως με την ευκαιρία αυτή να μπορούσε να θεωρήσει και τον Henri Cartier-Bresson σαν το αντίστοιχο τού Bach στην ακίνητη εικόνα. Και αυτό το τελευταίο όχι βέβαια μόνον για το θαυμασμό που ο συγκεκριμένος φωτογράφος είχε για τον μεγάλο συνθέτη, αλλά για τις αναλογίες που έχει η αυστηρότητα των αντίστοιχων δημιουργιών τους.
Η παράξενη όμως δύναμη τού Mozart, όπως και τού Kertész, είναι ότι μπορούν και οι δυο τους με ιδιαίτερη άνεση και επιτυχία να απευθυνθούν σε ανθρώπους διαφορετικών καλλιτεχνικών γνώσεων και ποικιλίας ηλικιών. Και να δώσουν χαρά και απόλαυση σε όλους μέσα από διαφορετικά μονοπάτια. Μπορούν να ζεστάνουν τα γερατειά και να ενθουσιάσουν τη νιότη. Μπορούν να είναι ταυτόχρονα γήινοι και μεταφυσικοί.
Ο Kertész δεν ανήκει στην ολιγομελή χορεία εκείνων των φωτογράφων που μπορούν να αναλύσουν με τον γραπτό ή προφορικό λόγο το έργο τους και ακόμα περισσότερο να σχολιάσουν τη φωτογραφία γενικότερα. Δεν μοιάζει δηλαδή στον Henri Cartier-Bresson, στον Walker Evans, στον Garry Winogrand, ή στον Craigie Horsfield. Ο André Kertész ήταν ένας κατ' εξοχήν αντι-διανοούμενος. Εντούτοις, με το έργο του και με τη ζωή του κατάφερε να μας δώσει μια σειρά από φωτογραφικά μαθήματα, και μάλιστα σαν να είναι όλα αυτονόητα, χωρίς υπογραμμίσεις και μεγαλοστομίες.
Ο Kertész πριν από όλα απέδειξε ότι το απλό είναι εν τέλει σύνθετο. Ίσως να πρόκειται για έναν από τους φωτογράφους με την πιο αυστηρά δουλεμένη φόρμα και με έναν απαράμιλλο έλεγχο πάνω στη γεωμετρική δομή τής εικόνας. Εντούτοις, η ικανότητά του αυτή περνάει σχεδόν απαρατήρητη και θα ήταν υπερβολή, αν όχι ιεροσυλία, να τον χαρακτήριζε κανείς φορμαλιστή. Γι' αυτόν, όπως και για κάθε σημαντικό δημιουργό, το περιεχόμενο πάντοτε υπερέχει.
Ο Kertész επίσης, χωρίς φυσικά να το επιδιώκει, κατέρριψε τον μεταγενέστερο μύθο των φωτογραφικών «project». Σε όλη του τη ζωή ακολούθησε ένα και μόνον «project». Τη φωτογραφία του. Είτε στη γενέτειρα Ουγγαρία, είτε στο αγαπημένο του Παρίσι, είτε στη Νέα Υόρκη, που τόσο τον πλήγωσε, φωτογράφισε τα πάντα με τρόπο που τα έκανε να μοιάζουν απολύτως ενταγμένα σε ένα προσωπικό του λεύκωμα.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Kertész περιορίστηκε στην επανάληψη τής ίδιας πάνω-κάτω φωτογραφίας. Αντίθετα, υπήρξε πολύ τολμηρός, αλλά στο εσωτερικό κάθε φωτογραφίας του. Ο Kertész ουδέποτε φοβήθηκε να ερωτοτροπήσει με την αποτυχία. Και γι' αυτό πολύ συχνά κινδύνεψε ερχόμενος σε στενή τριβή με το -τόσο επικίνδυνο για την τέχνη- συναίσθημα, με την εντυπωσιακή φόρμα ή με τον υπογραμμισμένο μινιμαλισμό, αλλά κατάφερε πάντα να ελέγξει και να χρησιμοποιήσει θετικά τις υπερβολές που τον έθελγαν και να αναδειχθεί νικητής από τον κάθε αγώνα. Δεν δίστασε μάλιστα να καταφύγει σε ακραία και μάλλον καταδικασμένα παιχνίδια, όπως αυτό με τον παραμορφωτικό καθρέφτη, ο οποίος όμως τού πρόσφερε μερικές μοναδικές φωτογραφίες, που είχαν τη δύναμη να υπερκεράσουν το προφανές τού παιχνιδιού. Και αυτό είναι άλλη μια απόδειξη ότι η ποιότητα είναι ευθέως ανάλογη τού κινδύνου που τη γεννάει. Το αποτέλεσμα βέβαια αυτό δεν εμπόδισε τους μετέπειτα επιμελητές και εκδότες να πέσουν μετά μανίας πάνω σε όλες τις φωτογραφίες που είχαν γίνει με τους καθρέφτες και να τις εντάξουν σε ένα -επιτέλους- εύπεπτο και πασίδηλο «project», τις «Παραμορφώσεις», έστω και αν οι επιλογές τού ίδιου τού Kertész είχαν περίτρανα αποδείξει ότι η τουλίπα ή το ποτήρι (διάσημες φωτογραφίες μέσα από τον καθρέφτη) βρισκόντουσαν απολύτως στην ίδια ευθεία με το πηρούνι ή με την πίπα (διάσημες φωτογραφίες χωρίς τη μεσολάβηση καθρέφτη).
Ένας από τους λόγους που το έργο τού Kertész έχει τέτοια συνοχή και τόσο διακριτό ύφος μέσα στον χρόνο, είναι πιθανό να είναι το γεγονός ότι φωτογράφιζε όλη του τη ζωή από αγάπη για τη φωτογραφία και από ανάγκη για τη δημιουργία. Όχι για να γίνει διάσημος, όπως τελικά -σχεδόν ερήμην του- έγινε. Ούτε για να αποκτήσει πλούτη, τα οποία ουδέποτε απέκτησε, πολλώ μάλλον που ο ίδιος έδειχνε εκνευρισμό όταν διαπίστωνε ότι ανέβαιναν σχεδόν παράλογα οι τιμές των φωτογραφιών του. Η σημαντική θέση τής φωτογραφίας στη ζωή του αποδείχτηκε άλλωστε και κατά τα τελευταία χρόνια του, όταν, υπέργηρος πλέον, με μειωμένη ακοή και όραση και με προβληματική κινητικότητα, στερημένος από την παρουσία τής αγαπημένης του συζύγου, τής Ελιζαμπέτ, που είχε πεθάνει πρόσφατα, χωρίς υπολείμματα νεανικής ματαιοδοξίας, κλεισμένος στο διαμέρισμα τής Πέμπτης Λεωφόρου συνέχισε να φωτογραφίζει με μια μηχανή Polaroid τις γνώριμες γωνίες τού σπιτιού του και τα αντικείμενα που του θύμιζαν μια ολόκληρη ζωή. Μπορεί οι τελευταίες του αυτές φωτογραφίες να μην έφτασαν το ύψος τού σημαντικού του έργου, αλλά συνιστούν παρ' όλα αυτά ένα δίδαγμα αλήθειας και συνέπειας.
Η ειλικρίνεια, όμως, και η τιμιότητα τού μεγάλου αυτού καλλιτέχνη τού επιφύλαξαν ένα μικρό δράμα που συχνά αντιμετωπίζουν πολλοί φωτογράφοι και ας είναι λιγότερο σημαντικοί και διάσημοι από εκείνον. Όπως κάθε φωτογράφος, έτσι και ο Kertész ήλπιζε να επιβιώσει χρησιμοποιώντας τη φωτογραφία σαν επάγγελμα. Όσο βέβαια ζούσε στον προφυλαγμένο και προνομιούχο παράδεισο, που ήταν το καλλιτεχνικό Παρίσι τού μεσοπολέμου, κατάφερνε να πουλάει λίγες από τις καλές φωτογραφίες του σε περιοδικά και ιδιώτες, που ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν την ποιότητά τους. Μόλις όμως, αμέσως μετά τον πόλεμο, βρέθηκε στο ανταγωνιστικό και εμπορικό περιβάλλον τής Νέας Υόρκης και των περιοδικών μεγάλης κυκλοφορίας, ο σπουδαίος αυτός φωτογράφος παρέδωσε τα όπλα και έτσι, ανεπάγγελτος και πικραμένος, διέσχισε μια επαγγελματική έρημο επί είκοσι χρόνια μέχρι να μπορέσει να ανέβει πάλι στην επιφάνεια σαν καλλιτέχνης. Και στην ανάκαμψη αυτή συνέβαλε σημαντικά ο νέος, τότε, και αξιόλογος διευθυντής τού ΜΟΜΑ τής Νέας Υόρκης John Szarkowski, στον οποίο οφείλουμε την αναγνώριση και προβολή αρκετών εξαίρετων φωτογράφων, όπως ο Eugène Atget, ο Walker Evans, η Diane Arbus, ο Garry Winogrand και πολλοί άλλοι.
Εντούτοις, η επαγγελματικά στείρα αυτή περίοδος υπήρξε καλλιτεχνικά πολύ γόνιμη. Ο Kertész δεν έπαψε να φωτογραφίζει Και παράλληλα με τις περιπλανήσεις του στη μεγαλούπολη συνέχιζε να αποτυπώνει, σχεδόν με παράλογη εμμονή, την Washington Square κάτω από το σπίτι του. Φωτογραφίες που απέχουν πολλά χρόνια μεταξύ τους μας δείχνουν και μας ξαναδείχνουν την ίδια πλατεία, έρημη ή με κόσμο, ηλιόλουστη ή χιονισμένη. Με τον τρόπο αυτόν ο Kertész μάς παραδίδει άλλο ένα μάθημα. Ότι η σπουδαία φωτογραφία δεν έχει θέμα. Αυτή η ίδια είναι το θέμα της. Και ότι όσο ο φωτογράφος απομακρύνεται από την έκπληξη που τού προκαλούν τα πραγματικά γεγονότα, τόσο πιθανότερο είναι να γεννήσει την έκπληξη μέσα από τη φωτογραφία του. Ακόμα πάρα πέρα, η επανάληψη αυτή δεν έχει τίποτα από την τόσο συνηθισμένη στις μέρες μας τυπολογία. Οι φωτογραφίες τής πλατείας δεν συνιστούν συγγενικές παραλλαγές σε αναγνωρισμένης ταυτότητας θέμα. Δεν προσφέρονται για εννοιακή εκμετάλλευση. Η καθεμιά τους αποτελεί μια νέα απόπειρα για κάτι εντελώς καινούριο.
Από τη στιγμή μάλιστα που ο ευαίσθητος θεατής αντιληφθεί το μάθημα αυτό, τότε μπορεί να συλλάβει και το περιεχόμενο όλου τού έργου τού μεγάλου αυτού φωτογράφου. Και να συνειδητοποιήσει ότι έκανε πραγματικότητα αυτό που όλοι ονειρευόμαστε. Να γίνει, δηλαδή, ο κόσμος όλος, ο οποίος αποτελείται από πλατείες και δρόμους, από χιονισμένες και ηλιόλουστες μέρες, από παιδιά, γυναίκες και άντρες, από πιάτα, πηρούνια, πίπες, ματογυάλια, τουλίπες ή καρέκλες, ένας κόσμος φωτογραφημένος, δηλαδή αναλυτικός, και ένας κόσμος δικός μας, δηλαδή συνθετικός. Και έτσι να συντελεστούν ταυτόχρονα η μεταμόρφωση και η αποκάλυψη. Ο Kertész κατάφερε να ενσωματώσει στις φωτογραφίες του, πότε στη μία, πότε στην άλλη και πότε ταυτόχρονα στην ίδια, τρυφερότητα, παιγνιώδη διάθεση, σουρεαλιστική προσέγγιση και τολμηρή σύνθεση. Οι φωτογραφίες του, άσχετα από τα επιμέρους θέματά τους, εκφράζουν το επίθετο «κερτεζικός». Δηλαδή κάτι που φαίνεται σαν περιγραφή, αλλά είναι και υπαινιγμός, κάτι που αναγνωρίζεται σαν υπαρκτό, αλλά ταυτόχρονα μοιάζει να ανήκει στον χώρο τής φαντασίας, κάτι που διακρίνεται σαν φυσικό, αλλά είναι μαζί και εντυπωσιακά σκηνοθετημένο, ένα παιχνίδισμα τού μυαλού βγαλμένο μέσα από την απλή παρατήρηση.
Το έργο τού Kertész, όμως, διακρίνεται και για μία ακόμα ιδιαιτερότητα. Συνήθως το αξιόλογο έργο ενός φωτογράφου απαρτίζεται από έναν περιορισμένο αριθμό φωτογραφιών του. Οι υπόλοιπες είναι ενδιαφέρουσες σε επίπεδο μελέτης, βοηθούν στον καθορισμό των εμμονών τού καλλιτέχνη και τού δημιουργικού του ύφους, αλλά από μόνες τους δεν θα συνιστούσαν ένα αξιόλογο σύνολο. Και είναι σημαντικό να μπορέσει κάποιος να εντοπίσει εκείνες τις λίγες φωτογραφίες που κάνουν τον φωτογράφο να ξεχωρίζει. Γι' αυτό και η συμβολή τού εκάστοτε επιμελητή είναι καθοριστική, ώστε να αναδειχτούν οι ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν και διατρέχουν κάθε σύνολο έργου. Το έργο, όμως, τού Kertész παρουσιάζεται, αντιθέτως, χειμαρρώδες και μαζί απίστευτα συγκροτημένο. Όποια ομάδα φωτογραφιών και αν συγκεντρώσει κανείς, θα έχει ένα πλήρες και σημαντικό έργο. Η ευθύνη τού επιμελητή μειώνεται έτσι σημαντικά, ή, αντίθετα, η παρουσία του είναι πολύ κρίσιμη, αφού μπορεί να καταστρέψει κάτι που από μόνο του υπάρχει με φυσικότητα. Αυτή η φυσικότητα ίσως έκανε και τον Cartier-Bresson, όταν τον ρώτησαν ποια φωτογραφία τού Kertész προτιμά, να απαντήσει, την επόμενη που θα βγει από τη μηχανή του. Και ίσως αυτή κάνει και μένα να νιώθω μια ήρεμη χαρά μπροστά σε οποιαδήποτε φωτογραφία τού Kertész.
Η εξομολόγηση όμως αυτή θα ήταν ελλιπής αν δεν συνοδευόταν και από μία ακόμα παρατήρηση. Συνήθως προσπαθώ συνειδητά να αποσυνδέσω τον καλλιτέχνη σαν άνθρωπο από το έργο του και προτιμώ να κρίνω ή να θαυμάσω το δημιούργημα ανεξάρτητα από την προσωπικότητα τού δημιουργού του. Παρ' όλα αυτά, θα με ενδιέφερε να γνωρίζω τις απόψεις πολλών καλλιτεχνών, των οποίων θαυμάζω το έργο, και θα ήθελα να είχα την ευκαιρία να τους υποβάλω ερωτήσεις. Υπάρχουν όμως και μερικοί, πολύ λίγοι, που θα ήθελα, δεν ξέρω γιατί, να τους έχω φίλους. Ο Kertész είναι ένας από αυτούς.
(Πρόλογος τού Πλάτωνα Ριβέλλη για το λεύκωμα φωτογραφιών τού André Kertész που εκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Άγρα και το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης)
Από: http://photocircle.gr/content/view/256/87/lang,el/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου