Το όραμα των Ρώσων ποιητών
της Κατερίνας Σχινά
Υπάρχουν στη ρωσική ποίηση
κάποιες μορφές που ενσαρκώνουν όχι μόνο με τους στίχους, αλλά με το ίδιο τους
το πεπρωμένο, τη μεταφορά του καλλιτέχνη ως σωτήρα, τόσο κυρίαρχη στους ρωσικούς
πνευματικούς κύκλους στις αρχές τους αιώνα μας. Υπάρχουν εκείνες οι ζωές, που
τσακίστηκαν σε μια προσπάθεια, όχι να καταστρέψουν το παρελθόν - όπως
υποθέτουμε όταν μιλάμε για τη μοντέρνα τέχνη, αντιμετωπίζοντας την σαν
συλλογική άρνηση των μορφών τέχνης του παρελθόντος και σαν υιοθέτηση μιας
σκεπτικιστικής αντιιδεαλιστικής θεώρησης για τον κόσμο - αλλά να επανερμηνεύσουν
παρελθόν και παρόν με τους όρους ενός οραματικού μέλλοντος. Υπάρχουν εκείνοι οι
δημιουργοί που νοσταλγούν έναν ονειρικό κόσμο, όπου ο καλλιτέχνης σαν ένθεο
παιδί, θα ξαναδώσει στην ανθρωπότητα μια νέα αθωότητα, εξορκίζοντας τους
δαίμονες του πολέμου, της τεχνολογίας, της κατεστημένης και αλλοτριωτικής
κοινωνικής οργάνωσης.
Η μεταμορφωμένη
ανθρωπότητα που λαχταρούν θα είναι ένας άξιος επίγονος της ανθρωπότητας που
προηγήθηκε. Κι εκείνοι θα έχουν ενεργήσει σαν καταλύτες, σαν μια πνευματική
μαγιά που θα βοηθήσει να διογκωθεί η ελπίδα, σε μια κοινωνία που έχει από καιρό
απολέσει τους θεούς της.
Προς το άγνωστο
Αυτό το αίτημα για μια
χαμένη ενότητα του κόσμου, αυτή η μεταφυσική, σχεδόν θρησκευτική καλλιτεχνική
επιδίωξη πουθενά αλλού δεν είναι εμφανέστερη παρά στη Ρωσία, στις αρχές τους 20ου
αιώνα.
Οι προσπάθειες του
Σκριάμπιν, του Στραβίνσκι, του Καντίνσκι και του Μάλεβιτς, η ποίηση του
Πάστερνακ και της Τσβετάγιεβα, ο οίστρος του Μαγιακόφσκι και του Μάντελσταμ,
μοιάζουν σαν ένας αγώνας να γραφτεί το ευαγγέλιο της νέας εποχής, να αποδοθεί
με μουσικό, εικαστικό και ρητορικό τρόπο αυτή η δημιουργική αγωνία. Γι' αυτούς
τους καλλιτέχνες, η διαδικασία της δημιουργίας δεν εξαντλιόταν στην παραγωγή
ατομικού έργου, ούτε ήταν συνδεδεμένη με μια συγκεκριμένη τέχνη, αλλά ήταν ένας
δρόμος προς το άγνωστο, προς την έσχατη αποκάλυψη της ψυχής.
Οι συμβολιστές, με
κορυφαίο εκπρόσωπο τον Αλεξάντρ Μπλοκ, είχαν επιλέξει μια κρυπτική, σκοτεινή
οδό και κληροδότησαν τον προσανατολισμό τους στον Μπόρις Πάστερνακ, αυτόν τον
«υποκειμενιστή» και «φορμαλιστή» - για να επαναλάβουμε τους χαρακτηρισμούς που
του απέδωσε το σταλινικό καθεστώς - που
πλήρωσε ακριβά το ανιμιστικό του όραμα και τη μοναδική του ικανότητα να
μεταγγίζει σε παραδοσιακές φόρμες τη φουτουριστική εμπειρία.
Οι «ακμεϊστές», από την
άλλη πλευρά, με πρωταγωνιστές την Αννα Αχμάτοβα, τον Νικολάι Γκουμίλοφ και τον
Οσιπ Μάντελσταμ, αντιδρώντας στις μυστικιστικές ακρότητες των συμβολιστών,
υπέρμαχοι «μιας απολλώνιας διαφάνειας», απαιτούσαν ακρίβεια, κυριολεξία, καθαρή
και συγκεκριμένη εικονοπλασία. Με το ηθικό αίτημα ενός δημοκρατικού ανθρωπισμού
διάχυτο στο έργο τους, με σταθερή τη σκέψη ότι «οι άνθρωποι χρειάζονται την
ποίηση όσο και το ψωμί», με έντονο το όραμα της «παγκόσμιας κουλτούρας», δεν θα
μπορούσαν παρά να συγκρουστούν κι αυτοί με το σταλινικό καθεστώς.
«Οι άνθρωποι χρειάζονται
την ποίηση/ το κρυφό τους μυστικό/ να τους κρατήσει άγρυπνους για πάντα/ και να
τους λούσει/ στο λαμπρό κύμα της ανάσας της», έγραφε ο Οσιπ Μάντελσταμ. Αλλά
ένα τέτοιο διεγερτικό δεν ήταν ανεκτό στους κομματικούς μανδαρίνους. Ο
«ορειβάτης του Κρεμλίνου» ο δικτάτορας «που γλείφει τις εκτελέσεις με τη γλώσσα
του σα μούρα», ο Στάλιν και το ιερατείο του θα ξεριζώσουν τη λυρική και μαζί
αιχμηρή γλώσσα του Μάντελσταμ, θα τον ωθήσουν στην τρέλα, θα τον οδηγήσουν στο
θάνατο με μια τελευταία καρδιακή προσβολή μετά διαδοχικά εμφράγματα, σ' ένα
στρατόπεδο συγκέντρωσης, θα σπρώξουν τη Μαρίνα Τσβετάγιεβα, απόβλητη από
παντού, χωρίς δουλειά, στην αυτοκτονία. Θα διαγράψουν την Αννα Αχμάτοβα από την
Εταιρεία Συγγραφέων και θα την καθηλώσουν σε δεκαετίες σιωπής, «θάβοντας την»,
καθώς έγραψε ρ νομπελίστας μαθητής της Γιόζεφ Μπρόντσκι, «ζωντανή».
Πόνος
και ενοχή
Είναι τρυφεροί οι Ρώσοι
ποιητές που διώχθηκαν από το σταλινικό καθεστώς - ο λυρισμός τους είναι το
ρηματικό πρόσωπο του πόνου. Όσοι δεν έσβησαν, ένιωσαν έντονη την ενοχή, που η
ζωή τους χαρίστηκε, που παρέμειναν ζωντανοί, την ώρα που γύρω τους έπεφταν
κεφάλια. Κι έγραψαν γι' αυτούς που υπέφεραν - μικρά μνημόσυνα αφανών θυμάτων. Όπως
η Αννα Αχμάτοβα, που τους αφιέρωσε το «Ρέκβιεμ» της, καταθέτοντας, αντί
προλόγου, μιαν ανάμνηση:
«Τα τρομερά χρόνια της
τρομοκρατίας του Γιέζοβ, πέρασα δεκαεπτά μήνες όρθια στη γραμμή σε διάφορες
φυλακές του Λένινγκραντ. Μια μέρα, κάποιος με "αναγνώρισε". Τότε μια
γυναίκα με μελανά χείλη, που στεκόταν πίσω μου και που, ασφαλώς, δεν είχε
ακούσει ποτέ τ' όνομα μου βγήκε από το λήθαργο που μας κατείχε και μας
εξομοίωνε και ψιθύρισε στ' αυτί μου (όλοι τότε μιλούσαν ψιθυριστά).
— Μπορείς να το
περιγράψεις; Κι εγώ απάντησα:
— Μπορώ.
Τότε, κάτι σαν φευγαλέο
χαμόγελο πέρασε πάνω απ' αυτό που κάποτε ήταν το πρόσωπο της».
" Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
Άννα Αχμάτοβα
Τρία ποιήματα σε βιβλικά μοτίβα
Η Άννα Αχμάτοβα στο Κομάρεβο το 1962
1
Ραχήλ
Και εδούλευσεν ο Ιακώβ
δια την Ραχήλ επτά έτη·
και εφαίνοντο εις αυτόν ως ημέραι ολίγαι,
δια την προς αυτήν αγάπην αυτού.
Κι όταν συνάντησε ο Ιακώβ την Ραχήλ στην πεδιάδα,
Έσκυψε και προσκύνησε, σαν άστεγος πλάνητας.
Σκόνη καυτή σήκωναν τα κοπάδια
Βράχος τεράστιος πλακώνει τα νερά
Τον πήρε με τα χέρια του, τον πέταξε πιο πέρα
Και τα αρνάκια πότισε με γάργαρο νερό.
Θλίψη όμως βαθιά ένιωσε στην καρδιά του,
Πονούσε θαρρείς κι ήτανε μια ανοιχτή πληγή,
Πρόθυμα εσυμφώνησε να υπηρετεί την κόρη
Χρόνους επτά ποιμένας του Λάβαν να ‘ναι.
Ραχήλ! Όποιος στα δίχτυα σου πιαστεί
Να ξεχωρίσει δεν μπορεί τα χρόνια από τις μέρες.
Ο πάνσοφος όμως Λάβαν με την λευκή την κεφαλή
Τον ξένο ελυπήθη.
Σκέφτεται πως ο καθένας την απάτη συγχωρεί
Δοξάζοντας τον οίκο του Λάβαν.
Με χέρι σταθερό την άσχημη την Λεία
Στου Ιακώβ οδηγεί τη νυφική παστάδα.
Νύχτα βαθιά την έρημο σκεπάζει
Φυλλορροούν οι θάμνοι οι δροσεροί.
Αναστενάζει η κόρη του Λάβαν η μικρή
Τραβώντας τις πυκνές κοτσίδες,
Κατάρες λέει στην αδελφή, και τον Θεό εμπαίζει
Και δίνει την διαταγή ο άγγελος θανάτου να ‘ρθει.
Όνειρο βλέπει ο Ιακώβ στην πιο γλυκιά την ώρα:
Να η διάφανη πηγή της πεδιάδας,
Της Ραχήλ το χαρούμενο βλέμμα
Και η φωνή της η γλυκιά:
Ιακώβ, εσύ μήπως με φίλησες
Και μαύρη περιστέρα μ’ είπες;
26 Δεκεμβρίου 1921
2
Η γυναίκα του Λωτ
Άλλα η γυνή αυτού,
περιβλέψασα όπισθεν αυτού,
έγεινε στήλη άλατος
Εκίνησε ο δίκαιος πίσω απ’ τον άγγελο Κυρίου
Ψηλός και φωτεινός, πάνω στην μαύρη ράχη,
Και η γυναίκα του ψιθυριστά ανήσυχα του λέει
Δεν είναι ακόμη αργά, μπορείς και να κοιτάξεις.
Στους πορφυρούς τους πύργους από τα Σόδομα,
Στην πλατεία που τραγούδαγε, στην αυλή που έγνεθε,
Στου αψηλού σπιτιού τα παραθύρια τ’ αδειανά,
Εκεί όπου εγέννησε του άντρα τα παιδιά.
Εγύρισε και εκοίταξε και ο πόνος ο θανατερός
Τα μάτια να μην βλέπουν έκανε άλλο·
Και το κορμί εγίνηκε διάφανα αλάτι
Τα πόδια της τα γρήγορα επέτρωσαν στη γη. .
Ποιος τη γυναίκα αυτή θε’ να θρηνήσει,
Που τόσο ελογάριαζε αυτά που ‘χε να χάσει;
Μα η δική μου η καρδιά ποτέ δεν θα ξεχάσει
Για ένα μόνο βλέμμα που θυσιάστηκε αυτή.
24 Φεβρουαρίου 1924
3
Μιχάλ
Ηγάπα δε τον Δαβίδ Μιχάλ
η θυγάτηρ του Σαούλ·
και είπε ο Σαούλ,
θέλω δώσει αυτήν εις αυτόν,
δια να γίνει παγίς γι’ αυτόν.
Τον βασιλιά τον ανόητο o νέος ξεγελά
Διαλύει μεμιάς την άσπλαχνη νυχτιά
Και σαν προστάζει να φανεί η νικηφόρα η αυγή
της φρίκης τα φαντάσματα τα θανατώνει.
Του λέει, ο βασιλιάς ευγενικά:
«Μέσα σου παλικάρι μου καίει φλόγα παλιά,
Σου δίνω εγώ για γιατρικό θρόνο και θυγατέρα».
Η κόρη δε του βασιλιά κοιτάζει τον τροβαδούρο,
Δεν θέλει τα τραγούδια του, μηδέ και το στεφάνι,
Θλίψη βαριά και προσβολή πλακώνουν την ψυχή της,
Μα τον Δαβίδ η Μιχάλ ποθεί.
Χλομή είν’ σα νεκρή· το στόμα σφαλισμένο έχει·
Τα πράσινα τα μάτια της παράφορα κοιτούν·
Η φορεσιά της λάμπει και αντηχούν αρμονικά
Σε κάθε κίνηση της τα στολίδια της τα πλουμιστά.
Σαν στα κρυφά, σαν όνειρο, σαν το αρχέγονο το θηλυκό την Λίλιθ,,,
Υπνωτισμένη λέει:
«Φαρμάκι, μάλλον στο νερό θα μου ‘χουν ρίξει,
Ο νους μου σκοτεινιάζει.
Ντροπή μου! Τι είναι ετούτη η προσβολή!
Πλάνητας ! Ποιμένας! Ληστής!
Γιατί όμως κανένας από τους αυλικούς,
Φευ, δεν του μοιάζει;
Ο ήλιος τις αχτίδες, έχει … η νύχτα έχει τ’ αστέρια …
Κι αυτό το παγωμένο ρίγος….»
1959 – 1961
Μτφ: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
http://samizdatproject.blogspot.gr/2011/07/blog-post_30.html
Μπορίς Πάστερνακ
Χωρισμός
Εκείνος από το κατώφλι του θωρεί
Δίχως το σπίτι ν’ αναγνωρίζει.
Η αναχώρησή της ήταν σα φυγή
Παντού είναι της καταστροφής τα ίχνη.
Το χάος στα δωμάτια βασιλεύει.
Του χαμού την έκταση
Από τα δάκρυα δεν βλέπει
Και της ημικρανίας τη κρίση.
Βουίζουν τ’ αυτιά από το πρωί.
Είναι καλά ή μήπως όνειρα βλέπει πάλι;
Της θάλασσας γιατί
Τη σκέψη στο νου συνέχεια έχει;
Όταν από το παραθύρι έξω η πάχνη
Του Θεού το φως δεν αφήνει να φανεί
Της θλίψης μοιάζει η απελπισιά
Με του πελάγους την ερημιά.
Οικεία του ήτανε πολύ
Λάτρευε την κάθε της γραμμή
Όπως η θάλασσα λατρεύει την ακτή
Εκεί που το κύμα σκάει.
Στα βάθη ‘φύγαν της ψυχής
Τα ίχνη της και η μορφή
Σαν τα βραχάκια της ακτής
Που η θύελλα σκεπάζει.
Στους χρόνους των δοκιμασιών,
Στους χρόνους των βασάνων
Της μοίρας το κύμα απ’ τον βυθό
Την έφερε κοντά του.
Μπροστά σ’ εμπόδια άπειρα,
Τον κίνδυνο αγνοώντας
Το κύμα την παρέσυρε,
Την έφερε σιμά.
Μα τώρα το φευγιό της,
Βίαιο να ‘ναι δε μπορεί!
Τα σωθικά θα φάει ο χωρισμός,
Τα κόκαλα θα τσακίσει.
Κοιτάζει εκείνος γύρω του:
Την ώρα π’ έφευγε εκείνη,
Τα πάντα αναποδογύρισε
Στου κομοδίνου τα συρτάρια.
Περιδιαβαίνει εδώ κι εκεί
Μέχρι να σκοτεινιάσει
Και στο συρτάρι τακτοποιεί
Κεντήματα και ράκη.
Σκυμμένος πάνω απ’ το πανί
Με το βελόνι δίχως κλωστή
Άξαφνα βλέπει εκείνη
Κι ένας λυγμός τον πνίγει.
1953
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
http://samizdatproject.blogspot.gr/2011/09/blog-post_22.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου