ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΕΙΝΑΙ…ΕΣΥ ΚΙ ΕΓΩ!
της ΜΑΡΙΟΝ ΜΙΝΤΣΗ
Αχ, αυτή η ταλαίπωρη ψυχή!
Βλέπεις ολόγυρα ανθρώπινες φιγούρες να κινούνται και δεν ξέρεις με τι φαρμάκια,
και τι πίκρες έχουν στολίσει τον επιτάφιο της ύπαρξή τους!
‘Ετσι λέει, είναι η ζωή! Όταν
γελάς, να τρέχουν όλοι να ρουφήξουν τη χαρά σου, κι όταν κλαις, το δάκρυ να το
σκουπίζει μόνον η σκιά σου.
Τρία χρόνια τώρα συζούσε με τον
άνθρωπό της. Και ξαφνικά τα σπλάχνα της γέμισαν ζωή. Ένα παιδί που είχε έρθει
τόσο ανέλπιστα στη ζωή της, αφού απ΄τον γάμο της δεν είχε καταφέρει να το
αποκτήσει.
Σαν έφτασε λοιπόν ο κόμπος του
μίσους, στο χτένι των δικαστηρίων, αποφάσισε να τρέξει να εκλιπαρήσει τον εν
διαστάσει σύζυγό της.
-Σε παρακαλώ, του είπε, αφού δεν
ζούμε πια μαζί, δώσε μου αναίμακτα το διαζύγιο να τραβήξει ο καθένας το δικό
του πεπρωμένο.
- Το διαζύγιο; ούρλιαξε, ο
θιγμένος. Γιατί; Για να παντρευτείς αυτόν τον τιποτένιο, που έμαθα ότι συζείς;
Μην ξεχνάς, ότι φέρνεις ακόμα το όνομά μου και σου απαγορεύω να το ξεφτιλίζει
ξεδιάντροπη, μ΄ακούς;
-Μα για ποιο όνομα μιλάς και
ποιον Μεσαίωνα ακόμα προσκυνάς, του είπε εκείνη μέσα από τα αναφιλητά της. Και
το όνομά μου έχω και τη δουλειά μου έχω και τις σπουδές μου μέσα απ΄τα πτυχία
έχω, μόνο το διαζύγιο δεν έχω.
- Μα καλά, ούτε Θεό δεν σέβεσαι
εσύ, ξανάπε εκείνος οργισμένα.
-Και ποιος σου είπε εσένα, ότι ο
Θεός δεν ευλογεί τα ταιριασμένα αυτά ζευγάρια; Δεν ξέρεις ότι η αγάπη ενός
τέτοιου ζευγαριού, είναι η μόνη νόμιμη, αφού στέκεται ψηλότερα από κείνα τα
δυστυχισμένα όντα πού ευλογεί ο νόμος;
-Και θα φέρεις ένα παιδί με κάποιον
που δεν έχεις παντρευτεί; Αφού δεν ντρέπεσαι την κοινωνία, δήλωσε με στόμφο,
ΑΥΤΟΣ, της Ένοχης Ηθικολογίας ο θυματοποιός.
Η φίλη μου, συνέχιζε απεγνωσμένα
να μου περιγράφει τη δραματική σκηνή , εγώ όμως, δεν άκουγα πια. Μια φράση
πυρπολούσε τώρα το μυαλό μου:
‘’Αφού δεν ντρέπεσαι την
κοινωνία…’’
Η κοινωνία λοιπόν! Αυτό το
αδηφάγο φόβητρο, με την σκανδάλη στο μάτι και στο δάκτυλο τη ρετσινιά, που
σ΄έχει στρώσει εσένα, τον δειλό, τον τρομαγμένο, στο εδώλιο του υποταγμένου.
Θύματα και θύτες σε μια αρμάθα φοβισμένων, υποχείρια της ασήμαντης υπόστασής
τους.
Τι κάθεσαι λοιπόν και μαραζώνεις!
Φίμωσε τα ουρλιαχτά του τρόμου σου, του ‘’τι θα πει ο κόσμος’’. Μέσα απ΄τις
φοβικές σου σκέψεις, έγινες η μαριονέτα του κάθε πικραμένου.
‘Ελα, τράβα απ΄τ΄αυτί την παραλυμένη
αυτοεκτίμηση σου και δείξε στην κοινωνία ότι είσαι πολύτιμος, μέσα απ΄την
Αξιοσύνη τη Δύναμής σου!
Ζωγράφισε τώρα την Αυτοπεποίθησή
σου πάνω στο μέτωπό σου, αφού είσαι Άξιος να την εκπέμψεις με άλμα προς το
θάρρος!
Και τότε, μόνος σου θα δείς!
Αυτός ο δυνάστης της ελευθερίας σου, θα υποκλιθεί στον αυτοσεβασμό σου και θα
στρέψει τα πυρά του σε άλλους καταφρονεμένους.
Μα ποια είναι αυτή η κοινωνία
επιτέλους; Αναρωτήθηκες ποτέ; Μήπως είναι αυτές οι απρόσωπες φιγούρες που
κυκλοφορούν ανάμεσά μας, που σε σπρώχνουν, σε πατούν, σε ληστεύουν, σε
συκοφαντούν;
Και πότε η κοινωνία ήρθε,
θεραπεύτρα στης θλίψης την πληγή; Πότε έτρεξες εσύ στο άυπνο κρεββάτι, τους
αναστεναγμούς της ν΄αφουγκραστείς;
Ε, όχι λοιπόν!
Κοινωνία είναι, αυτό που κλείσαμε
στο Προσκυνητάρι των Ονείρων μας!
Κοινωνία είναι, τα ποτάμια των
δακρύων μας που ποτίζουν την Αγάπη μας!
Τα ροδοπέταλα που ανθίζουν στα
Σφιχτοδεμένα Χέρια του Κήπου μας!
Οι Κραταιοί του Κόσμου!
Η Μεταλαβιά της ‘’Θείας
Κοινωνίας’’!!!
ΕΣΥ… ΚΙ ΕΓΩ!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου