Η
Ρίτσα Μασούρα μιλά για τα ποιήματά της
Ρίτσα
Μασούρα: «Η ποίηση ήταν το εργαλείο για να σκορπίσω στους πέντε ανέμους λυγμούς
και πόνο πολλών δεκαετιών»
Συνέντευξη στην Ελένη
Γκίκα
«Πάντα έγραφα δυό τρεις
γραμμές σε στιγμές ιδιαίτερα δύσκολες για μένα. Αλλά συστηματικά και με κάποια
πρώτα ποιητικά σκιρτήματα ξεκίνησα να γράφω στην αρχή της ελληνικής κρίσης,
συνέχισα καθ’ όλη τη διάρκειά της και επιμένω.» Αναγνωρίζει η γνωστή
δημοσιογράφος Ρίτσα Μασούρα παρουσιάζοντας την πρώτη ποιητική τη συλλογή: «Η
ποίηση μου σε μια δεδομένη περίοδο ήταν το εργαλείο για να σκορπίσω στους πέντε
ανέμους λυγμούς και πόνο πολλών δεκαετιών. Αυτό από μόνο του με θωράκισε. Από
την άλλη, η δημοσιογραφία εξακολουθεί να με ιντριγκάρει. Έχει, άλλωστε, το προνόμιο
της εξέλιξης μέσω των νέων τεχνολογιών. Οξύνεται ενδεχομένως ο νους, αν και
πολλοί υποστηρίζουν το αντίθετο», θα μας πει στο Φιλελεύθερο μιλώντας μας για
την ποίηση, την δημοσιογραφία, τη ζωή. «Οι άγκυρες δεν ωφελούν» θα μας δηλώσει
με όλους τους τρόπους, εξάλλου αυτή τη φράση επιλέγει για τίτλο της σ’ αυτό τον
ποιητικό κύκλο ζωής.
-Κυρία Μασούρα, η ποίηση
έρχεται να μας βρει όταν η δημοσιογραφία δεν είναι πια αρκετή;
Νομίζω ότι δεν υπάρχει
«δεσμός αίματος» ανάμεσα στη δημοσιογραφία και την ποίηση, κι αν υπάρχει δεν
τον έχω ανακαλύψει. Η δημοσιογραφία δημοσιοποιεί γεγονότα, καταστάσεις,
διεισδύει στις ζωές των άλλων, αλλά προς χάριν της ενημέρωσης του κοινού και
μόνο. Αντιθέτως η ποίηση είναι μια αυστηρά εσωτερική υπόθεση που κατά καιρούς
αναρριχάται στην επιφάνεια, στον έξω κόσμο, ίσως γιατί χρειάζεται το μοίρασμα
με τον άλλο, ίσως γιατί ψάχνει για ένα είδος αποδοχής. Προσωπικά απόλαυσα τη δημοσιογραφία στις πολύ
καλές εποχές της. Η ποίηση – αν
υποθέσουμε ότι αυτά που γράφω εντάσσονται στο κεφάλαιο ποίηση – με βρήκε σε στιγμές πραγματικά δύσκολες, σε
μεγάλα αδιέξοδα κι έγινε ένα είδος καταφύγιου, μιας φωλιάς, όπου θεωρητικά
μπορούσα να προστατευτώ. Υπήρξαν στιγμές που αισθανόμουν την τεράστια φτερούγα
του αητού να με σκεπάζει. Ακόμη παλεύω με εκείνα τα πρώτα συναισθήματα.
-Μπορείτε να καθορίσετε
ακριβώς ακριβώς την στιγμή που σας κέρδισε η ποίηση;
Δεν ξέρω αν με έχει
κερδίσει ολοκληρωτικά. Με θέλγει, όμως. Μπορεί να καθαρίζω φασολάκια και
ταυτοχρόνως να στήνω στίχους στο μυαλό μου. Μετά τους ξεχνώ, αλλά έχω
συγκρατήσει κάποιες λέξεις και πάνω σε αυτές κτίζω. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε
με έντονους ρυθμούς μαζί με την κρίση. Σχεδόν προγραμματισμένα. Αλήθεια λέω. Πολλές
φορές έτσι όπως το σκέφτομαι εκ των υστέρων, νομίζω ότι κάποιος είχε
προγραμματίσει την ημέρα και την ώρα που θα ξεκινούσα να γράφω συστηματικά και
να πετώ τα σημειώματά μου στο συρτάρι του γραφείου, όπου και τα ξεχνούσα. Από
κει και πέρα μεσολάβησαν διάφορα μικρά επεισόδια ζωής μέχρι να φτάσω στην έκδοση. Και πάλι τυχαία
…εκδόθηκα, όταν οι φίλοι στο facebook διαβάζοντας ορισμένες ποιητικές σειρές,
έγραφαν: «να εκδοθείς, να εκδοθείς» κι όταν η Σύσση Καπλάνη των εκδόσεων
«Φίλντισι» τυχαία διάβασε κάτι δικό μου και με έπεισε ότι αξίζει να ..εκδοθώ.
Οφείλω όμως να ομολογήσω ότι για να εκδόσεις ποιήματα χρειάζεται θάρρος και
θράσος, όταν αυτή η χώρα έχει βιώσει τη δύναμη των μεγάλων ποιητών της. Όμως
σκέφτομαι συχνά ότι το να κινείσαι έστω και στη βάση μιας πυραμίδας δεν είναι
κακό και κυρίως δεν ενοχλείς κανένα, καθώς δεν αναζητάς οφίτσια και τίτλους.
-Γιατί «Οι άγκυρες δεν
ωφελούν», κυρία Μασούρα;
Κοιτάξτε, ο τίτλος της
ποιητικής συλλογής βγήκε από ένα ποίημα με τον τίτλο «Συμβιβασμός», αφιερωμένο στον άνδρα μου, τον οποίον έχασα
πολύ νέα, μόλις 33 ετών. Και «έφυγε» σε μια περίοδο πραγματικής νηνεμίας για
την οικογένειά μου και για τη σχέση μας, οπότε εκείνο το ίδιο βράδυ της
απώλειας σκέφτηκα ότι ούτως ή άλλως δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να τον κρατήσω.
Ήταν μοιραίο να φύγει ύστερα από ένα τρομερό τροχαίο. Ναι, έχει κάτι
μοιρολατρικό ο τίτλος της συλλογής. Σε κάποια από τις επιστολές του προς τον
Βίλελμ, ο Βέρθερος λέει: «τι άλλο είναι άραγε το πεπρωμένο του ανθρώπου από το
να δέχεται τη μοίρα του, και να πίνει το ποτήρι μέχρι το τέλος ;». Από την
άλλη, θεωρώ ότι ο άνθρωπος οφείλει να είναι ελεύθερος, να ζει με γνώμονα τις
δικές του αρχές και τις δικές του επιλογές. Είναι δυσάρεστο να τον κρατάς με
άγκυρες στα λιμάνια της ζωής και της ψυχής βεβαίως.
-Και, τελικά, τι είναι ο
ποιητικός κύκλος «Οι άγκυρες δεν ωφελούν»; Άρση των βεβαιοτήτων; Επίγνωση,
αναγνώριση, αυτογνωσία, αποδοχή;
Ξέρετε η απώλεια
αγαπημένου προσώπου δημιουργεί τετελεσμένα γεγονότα και αυτόματα δημιουργεί
πληθώρα υπαρξιακών αποριών. Ανατέμνει και ανασυντάσσει τον πόνο του ατόμου, τον
βάζει σε κανάλι αναζήτησης άλλων ιδανικών, του γκρεμίζει ή του κτίζει πλαίσια.
`Άρα, η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή είναι ένα βιωματικό αφήγημα που δεν
επιδιώκει αποδοχή. Δεν γράφω για να…αρέσω. Αφηγούμαι όσα έχω ζήσει προσωπικά ή
έχω καταγράψει στις ζωές των άλλων. Είναι επιστολές που θα ‘πρεπε χρόνια πριν
να έχουν βρει παραλήπτες επί της γης, αλλά και στους γαλαξίες. Γι’ αυτό και
θεωρώ ευτυχή συγκυρία το γεγονός ότι το βιβλίο κοσμείται από πίνακες του
σπουδαίου μας εικαστικού Γιάννη Ψυχοπαίδη της σειράς «Το γράμμα που δεν
έφτασε». Όσον αφορά την αυτογνωσία, που
με ρωτάτε, δεν ξέρω αν θα φτάσω ποτέ. Στην επόμενη συλλογή μου ήδη έχω
ετοιμάσει έναν στίχο γι’ αυτήν με την ελπίδα να προλάβω να την αγγίξω, έστω και
επιφανειακά. Μεγάλη κουβέντα αυτή, κυρία Γκίκα!
-Πίσω σας μια τεράστια
δημοσιογραφική πορεία, ζωή. Αλλά και σήμερα, το Globalview. Παύει ποτέ ένας
δημοσιογράφος να είναι και να αισθάνεται δημοσιογράφος; Πόσα από την θεματική
που σας καίει περνούν και στην ποιητική σας διαδρομή;
Ένας δημοσιογράφος μπορεί
ως το τέλος να παραμείνει δημοσιογράφος. Αυτό δεν τον εμποδίζει να αισθάνεται
μια στάλα ποιητής, έστω και τρίτης κατηγορίας. Κι είναι αλήθεια ότι την
τελευταία δεκαετία, οι δύο παράλληλοι δρόμοι
συχνά συναντιούνται με έναν τρόπο βιαστικό και ενίοτε αυταρχικό. Με την έννοια
ότι διεκδικούν το χώρο τους πάνω μου.
Όσο για το
www.Globalview.gr ήταν ιδέα του μικρού μου γιου και την αγκάλιασα με αγάπη λόγω
και του γιου και του πάθους μου για τη δημοσιογραφία. Στην πραγματικότητα το
www.Globalview.gr είναι ένα ειδησεογραφικό μαγκαζίνο λίγο παρεϊστικό.
Στηρίζεται σε έξι, επτά εξαίρετους φίλους, οι οποίοι γράφουν γιατί θέλουν να
γράφουν. Ο καθένας διαθέτει δική του στήλη – Έφη Αγραφιώτη, Ίρις Κρητικού,
Άγγελος Πετρουλάκης, Ελένη Γουρνέλου, Ξένη Μπαλωτή, Λένα Μερίκα, Χριστίνα
Φίλιππα – και οφείλω να το πω, εκτός
βέβαια από το να τους ευχαριστήσω θερμά, ότι οι στήλες τους κτυπάνε τρελά
νούμερα. Όλα τα άλλα θέματα ανήκουν στην κατηγορία του «κλόπυ» (δεν είμαι περήφανη γι’ αυτό το σκέλος ) και
από νούμερα, χμ, κάτω του ελάχιστου.
-Το Globalview, είναι η δική σας απάντηση στην
σημερινή δημοσιογραφία; Η συνέχεια σε μια ζωή όπου σας νοιάζουν και σας κόφτουν
οι άλλοι και τα κοινά;
Δεν θα τολμούσα να πω ότι
είναι απάντηση στη σημερινή δημοσιογραφία. Είναι μια τιτάνια προσπάθεια να
παραμείνω ενεργό μέλος της μεγάλης δημοσιογραφικής οικογένειας, είναι ένα μέσον
να βρίσκομαι σε επαφή με τις εξελίξεις, εσωτερικές και διεθνείς, ένα έναυσμα να
ψάχνω για ειδήσεις, να δοκιμάζω τις αντοχές μου ως μονάδα. Ανήκω στην κατηγορία
των ανθρώπων που νοιάζονται για τα κοινά. Νομίζω ότι μέσα από το στήσιμο του
globalview.gr και μέσα από τους
αρθρογράφους μου αναδεικνύεται αυτό το
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον άνθρωπο, χωρίς όμως να διεκδικώ δάφνες για το
παραμικρό.
-Η ποίηση ή η
δημοσιογραφία αισθάνεστε ότι σας κάνει πιο δυνατή;
Η ποίηση μου σε μια
δεδομένη περίοδο ήταν το εργαλείο για να σκορπίσω στους πέντε ανέμους λυγμούς
και πόνο πολλών δεκαετιών. Αυτό από μόνο του με θωράκισε. Από την άλλη, η
δημοσιογραφία εξακολουθεί να με ιντριγκάρει. Έχει, άλλωστε, το προνόμιο της
εξέλιξης μέσω των νέων τεχνολογιών. Οξύνεται ενδεχομένως ο νους, αν και πολλοί
υποστηρίζουν το αντίθετο. Προσωπικά εκτιμώ ότι όντως οξύνεται ο νους, απλώς ο
άνθρωπος κινείται πολυεπίπεδα κι αυτό δεν είναι απαραίτητα θετικό ή δεν δρα
θετικά σε όλους. Όταν επομένως βρίσκεσαι σε ένα τέτοιο δυνατό πεδίο δράσης,
αισθάνεσαι κι εσύ δυνατός. Η ποίηση μπορεί να γίνει νοσταλγική, να χαθεί μέσα
στη μνήμη. Δύσκολο θα διακτινιστεί στο μέλλον, γιατί ο ποιητής δεν μπορεί εκ
των προτέρων να γνωρίζει πώς θα διαμορφωθεί ο συναισθηματικός του κόσμος. Εκτός
αν στήσει έναν κόσμο αποκλειστικά και μόνο στο φαντασιακό του. Εν κατακλείδι θα
τολμούσα να ισχυριστώ ότι και τα δυό – δημοσιογραφία, ποίηση – με ισχυροποιούν απέναντι
στον εαυτό μου.
-Τα πιο δικά μας,
διασώζονται με την ποίηση ή με την δημοσιογραφία; Τα τιμαλφή;
Τα τιμαλφή που πιστεύω ότι
όλοι έχουμε κάπου κρυμμένα διασώζονται μέσω της ποίησης. Η δημοσιογραφία δεν
έχει τέτοιους ρόλους. Μια διάσωση μπορεί να την περιγράψει, αλλά ως εκεί.
Αντιθέτως η ποίηση είναι ένα τεράστιο πεδίο βολής για ψυχές που αντιλαμβάνονται
τα μύρια όσα μειονεκτήματά τους, τα μειονεκτήματα του άλλου και παράλληλα
επιχειρούν να εξιλεωθούν ή έστω να πιστέψουν ότι το συναίσθημα έχει βρει έναν
τρόπο να μοιραστεί, να διαδοθεί…
-Πότε πρωτογράψατε ποίηση,
κυρία Μασούρα; Με ποιαν αφορμή;
Πάντα έγραφα δυό τρεις
γραμμές σε στιγμές ιδιαίτερα δύσκολες για μένα. Αλλά συστηματικά και με κάποια
πρώτα ποιητικά σκιρτήματα ξεκίνησα να γράφω στην αρχή της ελληνικής κρίσης,
συνέχισα καθ’ όλη τη διάρκειά της και επιμένω.
-Ποιοι στίχοι έφτασαν ως
εσάς, κάπως… αλλόκοτα;
Κυρίως στίχοι του Ντίνου
Χριστιανόπουλου για τον οποίον δεν γνώριζα πολλά και γενικά δεν ήταν- τότε –
της δικής μου…σχολής. Τυχαία τον συνάντησα σε γνωστό βιβλιοπωλείο της Αθήνας
και συζητώντας μαζί του αισθάνθηκα την ανάγκη να μυηθώ στον δικό του λόγο. Ακόμη
το προσπαθώ, αν και θεωρώ ότι μου πηγαίνει ο στίχος του. Πχ : «Εκείνοι που μας
παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιο πολύ / όμως η δική σου τρυφερότητα πόσο καιρό
ακόμη θα βαστάξει;/ Ό,τι μας γλύκανε, το ξέπλυνε ο χρόνος κι η
συναλλαγή/εκείνοι που μας χαμογέλασαν, βούλιαξαν σε βαθιά πηγάδια/και μείναν
μόνον εκείνοι μας πλήγωσαν/εκείνοι που αρνήθηκαν να τους υποταχτούμε/ Εκείνοι
που μας παίδεψαν βαραίνουν πιο πολύ…»
-Στίχοι που ήδη σας
συντρόφευαν μια ζωή;
Ένας από τους στίχους που
αγάπησα γιατί έδεναν κάθε φορά με τις φάσεις της ζωής μου είναι γραμμένος από
τον Μανώλη Αναγνωστάκη : «Καλά φάγαμε,
καλά ήπιαμε/ Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ/ Μικροζημιές και μικροκέρδη
συμψηφίζοντας/ Το θέμα είναι τώρα τι λες». Κι αυτό γινόταν συνεχώς μέχρι να βρω
μια καινούργια αρχή να ξεκινήσω ένα καινούργιο ταξίδι.
-Μπορείτε να επιλέξετε για
μας ένα ποίημα που να είστε απολύτως εσείς;
Με
σημαίες εφόδου
Συχνά, εκείνα τα πρωϊνά
κυκλοφορούσα στους δρόμους
με σημαίες εφόδου
Πίστευα στις κοσμογονικές
αλλαγές της εποχής
Έκρυβα μέσα μου απατηλές
δόσεις ριζοσπαστισμού
κι ένιωθα ικανή να
γκρεμίσω οχυρά
Ανελευθερίας
Πουριτανισμού
Συντηρητισμού
Δεισιδαιμονίας
Ήταν ο τρόπος μου απέναντι
στην κρίση
Είχα ξεχάσει πως η Ιστορία
έχει το δικό της υπόστρωμα
συχνά απροσπέλαστο από τη
δική μου αμεσότητα
Κι έτσι
ξανάπιανα το νήμα απ’ την
αρχή
με τις μισές πια σημαίες
εφόδου
-Κυρία Μασούρα, εντέλει,
θα συνεχίσετε και ποιητικά και δημοσιογραφικά;
Νομίζω ότι είναι μέσα στις
προθέσεις μου να συνεχίσω και με τα δυό, αν και πάντα έχω κατά νου το γνωστό:
«τα παρόντα οι άνθρωποι, τα μέλλοντα οι θεοί». Θα ήθελα να εκδοθούν τα Πρόσωπα,
τα δικά μου Πρόσωπα που επί σειρά ετών είχα στην Καθημερινή. Ενδεχομένως να τα παρουσιάσω σε μια άλλη εκδοχή, το
σκέφτομαι. Θα ήθελα επίσης να εκδώσω μια
ακόμη ποιητική συλλογή, αν και θα το ξαναπώ πως δεν θεωρώ ποιήματα αυτά που
γράφω, ούτε πιστεύω ότι αναζητώ τη μαγεία των λέξεων για να εντυπωσιάσω. Είμαι
λιτή, αυθόρμητη και υποκειμενικά αυθεντική όταν γράφω.
-Την φοβηθήκατε καθόλου
την ποίηση; Ξέρετε είναι αποκαλυπτική, τίποτε από μας δεν κρύβετε πια.
Ζώντας για χρόνια σε ένα
ιδιότυπο καθεστώς «έκθεσης», μέσα από την αρθρογραφία μου στην εφημερίδα, όπου
ο πιο αυστηρός κριτής οφείλει να είναι ο εαυτός σου και μετά ο αναγνώστης, και
στη συνέχεια όντας υπερβολικά παρούσα στα κοινωνικά δίκτυα, δεν ένιωσα φόβο για
τους στίχους μου. Δεν αισθάνθηκα ότι θα μπορούσαν να με απειλήσουν, να γίνουν
μπούμερανγκ ή οτιδήποτε άλλο. Ούτε την αρνητική κριτική φοβάμαι, αν και πολλούς
τους ξάφνιασα και μπορεί κάποιοι να είπαν «μα τώρα το θυμήθηκε κι αυτή ;»
Ξέρετε καλύτερα από εμένα
πως δεν είναι εύκολο να δημοσιοποιείς τις σκέψεις σου. Δεν είναι όμως και
φοβιστικό. Όλα όσα έγραψα σ ‘ αυτήν την πρώτη συλλογή ήταν και παραμένουν κατάθεση
ψυχής. Ο αναγνώστης μπορεί να τα ερμηνεύσει όπως νομίζει. Δεν του υποδεικνύω
τον τρόπο. Έτσι κι αλλιώς σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, στην ποίηση, τη
λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο υπεισέρχεται βαθιά το υποκειμενικό
στοιχείο που διατηρεί τη μοναδικότητά του. Αν βεβαίως κάποια στιγμή πολλά
υποκειμενικά στοιχεία συμπέσουν, δημιουργείται εκείνη η κριτική μάζα που
αυτόματα στήνει σκηνικό – θετικό ή αρνητικό. Δεν ξέρω αν αυτό θα συμβεί στη
δική μου περίπτωση – μπορεί και να μην διαβαστώ τόσο ώστε να υπάρξει η
οποιαδήποτε κριτική μάζα – αλλά θα
επαναλάβω ότι τα βιώματά μου και ο τρόπος που τα διατύπωσα στο χαρτί είναι πολύ
σημαντικά για μένα την ίδια. Αν τύχει και αρέσουν, ακόμη καλύτερα.
-Θα μπορούσα να σας ζητήσω
έναν μικρό απολογισμό της δεκαετίας που αφήσαμε πίσω μας; Και η ποίησή σας,
εξάλλου, δεν είναι εγωκεντρική.
Με τρομάζουν οι απολογισμοί. Δεν βρίσκω λόγια να περιγράψω
αυτό που έζησε και ζει η χώρα μας. Είναι φτωχές οι λέξεις για μια τέτοια
περιγραφή ή για έναν τέτοιο απολογισμό. Ζωές συντρίμμια, εύθραυστες ζωές, ριπές
ατελεύτητου πόνου, εξευτελισμού, απανθρωπισμού, πολιτικής αβελτηρίας έσωθεν και
έξωθεν. Ο Ρουσώ πίστευε ότι ο άνθρωπος γεννιέται καλός, αλλά στη συνέχεια
διαφθείρεται από τον πολιτισμό και από την κοινωνία. Στη διάρκεια της κρίσης,
κάποιοι θεωρητικοί της καλοσύνης, είχαν τη βεβαιότητα ότι θα γινόμασταν
καλύτεροι άνθρωποι. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Στη συλλογή μου υπάρχει ένα
ποίημα με τον τίτλο «Μια κακοποιημένη, τελικά, ευζωία». (Στο κεφάλαιο: Κραυγές
μιας καθολικής κρίσης). Σ’ αυτό το ποίημα στοιβάζω όλα όσα πιστεύω ότι
συνέβησαν. Μια γη καλυμμένη από στάχτες, ένας λαός σε αναμονή της λύτρωσης,
αλλά και απουσία απαντήσεων για όσα μας συνέτριψαν.
Δημοσιεύθηκε στον
Φιλελεύθερο
Την διαβάσαμε εδώ: https://www.fractalart.gr/ritsa-masoyra/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου