Το 4, το 6 ή το 7 π.Χ. γεννήθηκε ο υιός του θεού;
Πού οφείλεται η έλλειψη ομοφωνίας στον προσδιορισμό της γέννησης του
Σύμφωνα με το σύστημα χρονολόγησης, που ακολουθούμε ο Χριστός δεν γεννήθηκε ούτε το 1 μ.Χ, ούτε το έτος 0. Τέτοιο άλλωστε δεν προβλέπεται. Με βάση το ρωμαϊκό ημερολόγιο «από κτίσεως της Ρώμης» (753 π.Χ.) τα Χριστούγεννα ήταν μάλλον το 4 ή το 6 π.Χ. Συνήθως η διαφορά αποδίδεται σε λάθος του Διονυσίου του Μικρού (6ος αιώνας), που εισηγήθηκε πρώτος τη χριστιανική χρονολόγηση.
Η ανακρίβεια δίνει λαβές και για κάποιες «υποψίες». Μήπως, δηλαδή, ο διάσημος πια μοναχός δεν υπολόγισε λάθος, αλλά απλώς έκανε ηθελημένα λάθος. Ίσως στόχος του ήταν να γεφυρώσει τη χρονολογική διαφορά που προκύπτει μεταξύ των ευαγγελιστών, ως προς τη γέννηση του Χριστού.
Δεχόμενοι ως ορθή την ημερομηνία εξόδου προς την Αίγυπτο που παρέχει ο Ματθαίος, ο Ιησούς γεννήθηκε λίγο πριν από το τέλος ή κατά το τέλος της βασιλείας του Ηρώδη του Μεγάλου. Ο Ιουδαίος βασιλιάς πέθανε , όμως, το 4 π.Χ. Αν πάλι είχε δίκιο ο Λουκάς, που συνδέει απολύτως τη γέννηση με την απογραφή του πληθυσμού στη ρωμαϊκή επαρχία της Ιουδαίας , ο Ιησούς γεννήθηκε το 6 π.Χ. Τότε πραγματοποιήθηκε η απογραφή κατά «την οποία όλοι πήγαν να εγγραφούν, ο καθείς στην πόλη του».
Η «μέση οδός»
Ο Διονύσιος ίσως, λοιπόν, προτίμησε μια «μέση οδό». Θεώρησε ότι η σύλληψη-ενσάρκωση του Ιησού έγινε την 25η Μαρτίου και ότι η επομένη 1 Ιανουαρίου ισούται με την πρώτη μέρα του έτους 1 μ.Χ. Έτσι, όμως, μετέθεσε προς τα πίσω κατά μια χρονιά και την κτίση της Ρώμης (από το 753 στο 754), μη υπολογίζοντας έτος μηδέν.
Μια εξήγηση για τον εξοστρακισμό του έτους 0 είναι πως στο ρωμαϊκό αριθμητικό σύστημα δεν προβλέπεται η παράσταση του μηδενός.
Ανεξαρτήτως της εξήγησης είτε του ακούσιου ή ηθελημένου στον υπολογισμό η «αυθαιρεσία» δεν ήταν και κάτι το σπουδαίο. Ακόμη και για τη χρονιά, που ο Ρωμύλος ίδρυσε τη Ρώμη, δεν υπήρχε ομοφωνία (τοποθετούνταν διαφορετικά από διαφορετικούς Ρωμαίους και ειδικά μεταξύ 762 και 752 π.Χ.). Επιπλέον, ουδέποτε επισήμως αναγνωρίστηκε αυτή ως αρχή μέτρησης του πολιτικού ρωμαϊκού χρόνου. Η μετάθεση αυτή, επομένως και τότε κι αργότερα, που έγινε δεκτό το σύστημα μέτρησης του Διονυσίου, ήταν λεπτομέρεια.
Άλλωστε, τον καιρό που πρότεινε το σύστημα του η ισχύουσα επισήμως χρονολόγηση δεν ήταν «από κτίσεως της Ρώμης». Αλλά «από Διοκλητιανού». Το πρώτο έτος της εξουσίας του Ρωμαίου αυτοκράτορα (284), ως σημείο αναφοράς της χρονολόγησης ήταν κοινά αποδεκτό για ειδωλολάτρες και χριστιανούς. Οι πρώτοι εκτιμούσαν ότι με τους διωγμούς κατά των χριστιανών, ενισχύθηκαν οι «εθνικοί», άρα είχαν λόγους να τιμούν τον Διοκλητιανό. Οι δεύτεροι, μέχρι τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, τιμούσαν έτσι τους μάρτυρες της θρησκείας τους (κάποιοι χριστιανοί, όπως οι Κόπτες, εξακολουθούν να ακολουθούν αυτό «το σύστημα μέτρησης των μαρτύρων»).
Η κατά Διοκλητιανό εποχή είχε το πλεονέκτημα ότι συνέχιζε την παράδοση να γίνονται οι χρονολογήσεις από την ανάρρηση στην εξουσία των ηγεμόνων, αλλά και συνδεόταν με το παλιότερο αιγυπτιακό ημερολόγιο (εποχή Ναβονασάρ με έναρξη το 747 π.Χ.)
Οι αστρονόμοι των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων χρησιμοποιούν και τις δύο αυτές χρονολογήσεις, ενώ επισήμως στην πρώιμη βυζαντινή αυτοκρατορία χρησιμοποιείται η διοκλητιάνεια μέτρηση και η «βασιλική» από τ' όνομα του αυτοκράτορα. Επιπλέον, από μόνη της ή σε συνδυασμό με τη μέτρηση «κατ' ινδικτιώνα», που άρχιζε με το πρώτο έτος του δεκαπενταετούς ρωμαϊκού φορολογικού κύκλου - καταρτίζονταν οι φορολογικοί κατάλογοι.
Οι υπολογισμοί των αστρονόμων
Οι υπολογισμοί των σύγχρονων αστρονόμων, με τις σημερινές δυνατότητες χρονικού προσδιορισμού των ουράνιων φαινομένων του παρελθόντος, συμφωνούν ότι ο Χριστός γεννήθηκε προ Χριστού. Συμφωνούν με τους ιστορικούς ότι το γεγονός της γέννησης, όπως περιγράφεται από τα χριστιανικά κείμενα, εκτυλίχτηκε από το 4-8 π.Χ., με πιθανότερη χρονιά το 7 π.Χ. Η πραγματικότητα αυτή ήταν γνωστό ακόμη και πριν από τη γενίκευση του χριστιανικού συστήματος μέτρησης του χρόνου. Η σύμβαση όμως έγινε δεκτή, αν και με την εδραίωση της το πραγματικό έτος της γέννησης βυθίστηκε στη λήθη...
Πότε ξεκίνησε η «μετά Χριστού» μέτρηση
Θα περάσουν σχεδόν 150 χρόνια από την εισήγηση του Διονυσίου, μέχρι να αρχίσει η διάδοση του συγκεκριμένου συστήματος μέτρησης. Καθυστερημένα σχετικά και μάλιστα μόνο σταδιακά θα γίνει αυτό επισήμως αποδεκτό πρώτα στη Βρετανία και τη Δύση κι αργότερα στην Ανατολή. Ειδικά η αντίστροφη μέτρηση, με την αρίθμηση των ετών προ Χριστού, καθυστέρησε περισσότερο. Μόλις τον 17ο αιώνα εμφανίστηκε ως εναλλακτική μέθοδος και μόλις τον 18ο καθιερώθηκε οριστικά. Επομένως, το σύστημα με το οποίο χρονολογούμε δεν είναι και τόσο παλιό, όσο συνήθως θεωρείται. Με τυπικούς ιστορικούς όρους πρόκειται για μια σύμβαση μεταξύ των Χριστιανών, που έχει συγκεκριμένη αρχή, όπως όλες οι άλλες χρονολογήσεις στην ανθρώπινη πορεία...
Διαφωνίες και για το μήνα γέννησης του Θεανθρώπου
Ο Χριστός, όμως, θεωρούμενος ως ιστορικό πρόσωπο, όχι μόνο γεννήθηκε προ Χριστού, αλλά δεν γεννήθηκε και στις 25 Δεκεμβρίου. Ούτε κατά παλιότερο Ιουλιανό ούτε κατά το ισχύον γρηγοριανό ημερολόγιο (διαφέρουν μεταξύ τους κατά 13 ημέρες).
Ιστορικοί και αστρονόμοι, ακολουθώντας το γράμμα των χριστιανικών γραφών, συμφωνούν ότι η γέννηση έγινε κάποια άλλη μέρα. Μάλλον κατά τον εβραϊκό μήνα Τισρί, που αντιστοιχεί στα μέσα Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου.
Αναζητώντας μια συγκεκριμένη μέρα εντός του διαστήματος αυτού υποστηρίζεται από αστρονόμους ότι η μέρα της γέννησης είναι η 25η Σεπτεμβρίου. Δεν λείπουν, όμως, κι άλλες ημερομηνίες, όπως η 6η Δεκεμβρίου...
Σύμφωνα, πάντα με τις γραφές, το πιθανότερο θεολογικώς είναι οι μέρες που γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στην πραγματικότητα να είναι οι μέρες κατά τις οποίες ο αρχάγγελος Γαβριήλ ανήγγειλε στην Παρθένο Μαρία ότι «συνέλαβε» τον Ιησού (Δεκέμβριος-Ιανουάριος).
Πριν ο μοναχός Διονύσιος ο Μικρός το 532-536, με προτροπή της πολιτικής και χριστιανικής ηγεσίας της εποχής, καθορίσει την 25η Δεκεμβρίου του έτους 1 (που κατ' αυτόν αντιστοιχούσε στο έτος 753 π.Χ. από κτίσεως Ρώμης) ως μέρα γέννησης του Χριστού, είχαν προηγηθεί κι άλλες προσπάθειες.
Τα Χριστούγεννα καθιερώθηκαν σταδιακά και μάλιστα όχι χωρίς αντιρρήσεις. Όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες τις νέες χρονολογήσεις και τα ημερολόγια...
Σύμφωνα, με την εκκλησιαστική παράδοση, η γενέθλια γιορτή, ως ιδιαίτερο γεγονός, άρχισε να μνημονεύεται γύρω στο 135 μ.Χ. Δεν συνιστούσε, όμως, μια σταθερή γιορτή.
Η εγκύκλιος
Αλλού σημειωνόταν στις 6 Ιανουαρίου, μαζί με τα Θεοφάνια. Αλλού στις 22 Δεκεμβρίου (το χειμερινό ηλιοστάσιο), όταν γιορταζόταν τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια (εκρωμαϊσμένη περσική λατρεία του θεού Μίθρα). Ακριβώς η ακτινοβολία και η εδραίωση αυτής της παγανιστικής γιορτής (γενέθλια μέρα του ανίκητου Ήλιου, καθώς η μέρα-φως αρχίζει να μεγαλώνει και να νικά τη νύχτα-σκοτάδι) οδήγησε την εκκλησιαστική ηγεσία στην επιλογή της 25ης Δεκεμβρίου. Αντί να πάει κόντρα στη λαοφιλή γιορτή του φωτός με τα ξεφαντώματα, την υποκατέστησε με το νέο χριστιανικό ήλιο, που διαλύει «τα σκοτάδια της ειδωλολατρίας)...
Η απόφαση ήδη βρίσκεται σε εγκύκλιο, που χρονολογείται στο μέσο περίπου του 4ου αιώνα (Πάπας Ιούλιος Α' 337-352).
Φαίνεται ότι ύστερα από έντονες συζητήσεις καθιερώθηκε στη Δύση το 354. Λίγα χρόνια μετά (γύρω στο 380) αρχίζει να επιβάλλεται και στην Ανατολή, επί πατριαρχίας του Γρηγορίου του Νανζιανζηνού ή του Ιωάννη του Χρυσοστόμου.
Αυτός, όμως, που θα επιβάλλει το 800 μΧ, μετά την στέψη του, και θα καθιερώσει ως ημερομηνία γέννησης του Χριστού την 25η Δεκεμβρίου, είναι ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Καρλομάγνος.
Τ. ΚΑΤΣΙΜΑΡΔΟΣ
24 - 25 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2005
ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου