Tου Ευαγγελου Βενετη*
Στη Δύση, η μάχη του Μαραθώνα ερμηνεύεται, βάσει του νικηφόρου αποτελέσματος, ως προοίμιο της εκστρατείας του Ξέρξη μια δεκαετία αργότερα καθώς και ως ιστορικό ορόσημο για τη διαμόρφωση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας κατά τις επόμενες δεκαετίες. Ωστόσο, στον Μαραθώνα υπήρξαν δύο στρατόπεδα, με τη νίκη των Ελλήνων να συνεπάγεται την ήττα της τότε παγκόσμιας υπερδύναμης, της ιρανικής (περσικής) δυναστείας των Αχαιμενιδών, με ιστορικό αντίκτυπο στην ιρανική πλευρά αισθητό ακόμη και σήμερα. Αραγε, πόσο επίκαιρος είναι για τους Ιρανούς ο Μαραθώνας σήμερα;
Αντίθετα με την επικρατούσα γραπτή ελληνο-ρωμαϊκή παράδοση, δεν υπάρχουν μαρτυρίες από την περσική γραπτή παράδοση για τον αντίκτυπο του Μαραθώνα στο εσωτερικό του αχαιμενιδικού βασιλείου λόγω της καταστροφής των αρχαίων περσικών αρχείων. Είναι άγνωστο εάν ο Μαραθώνας διατηρήθηκε στη μνήμη των Ιρανών κατά τους επόμενους αιώνες (ύστερη αρχαιότητα, πρώιμος μεσαίωνας). Βάσει της περσικής λογοτεχνικής παράδοσης, κατά την περίοδο 8ου αι. - 19ου αι. μ.Χ. δεν μαρτυρούνται αναφορές στη μάχη του Μαραθώνα.
Πιθανότερο είναι ότι ο Μαραθώνας είχε λησμονηθεί από τον ιρανικό κόσμο μέχρι τον 19ο αι., ίσως ήδη είχε αρχίσει να περνάει στη λήθη των Ιρανών μετά τη σημαντικότερη ήττα των Αχαιμενιδών στη Σαλαμίνα και πολύ περισσότερο μετά την έλευση του Αλεξάνδρου στο Ιράν. Ενώ για τους Αθηναίους ο Μαραθώνας ήταν μάχη επιβίωσης, για τους αρχαίους Ιρανούς ήταν μία από τις πολλές μάχες που είχαν δώσει έως τότε μακριά από το πολιτικό και πολιτιστικό λίκνο τους.
Ο Μαραθώνας, που είχε ξεχαστεί για τόσους αιώνες, επανήλθε στη συλλογική ιρανική μνήμη του 19ου αι. και του 20ού αι. κατά τη διάρκεια της πολιτικής τους εθνογένεσης επί δυναστείας των Παχλεβί (1925). Ομοια με τη νεοελληνική πολιτική εθνογένεση, η ιρανική βασίστηκε στη Θεωρία της Συνέχειας και τη σύνδεση με το αρχαίο ιρανικό παρελθόν. Αναδείχθηκαν τα διάφορα γεγονότα, πρόσωπα και καταστάσεις, ορόσημα εν γένει, της λαμπρής αρχαίας ιρανικής ιστορίας για να τονιστεί η σημασία τους για το σύγχρονο Ιράν. Αντίθετα, ήττες, ατυχίες και αποτυχίες αποχρωματίστηκαν. Εκτοτε ο Μαραθώνας θεμελίωσε αποφατικά, μαζί με άλλα γεγονότα, τον ιρανικό εθνισμό.
Η Ισλαμική Επανάσταση (1979) έθεσε το έθνος, ως σημείο πολιτιστικού αυτοπροσδιορισμού, σε δεύτερη μοίρα και το Ισλάμ σε πρώτη. Σήμερα ο εθνισμός εξακολουθεί να είναι ισχυρός στην πολιτική κοσμοθεώρηση των Ιρανών και ο Μαραθώνας να κατέχει τον ίδιο ρόλο. Οπου υπάρχει ισχυρή εθνική ιδεολογία, ο Μαραθώνας έχει μεγαλύτερη αποφατική σημασία, ενώ, όπου υπεισέρχεται το Ισλάμ, ο Μαραθώνας αποκτά μικρότερη επιρροή και ρόλο, καθώς οτιδήποτε συνέβη προϊσλαμικά, την εποχή της Αγνοιας (τζαχιλίγια), έχει μικρή έως μηδαμινή σημασία.
Οι μεγαλοαστοί και μεσοαστοί χαρακτηρίζονται από υψηλό εθνικό φρόνημα, ενώ οι μικροαστοί και κάτοικοι της υπαίθρου προσεγγίζουν πιο εξισορροπητικά το Ισλάμ και τον εθνισμό. Το σιιτικό ιερατείο, απορρίπτοντας τον εθνισμό και τα παράγωγά του, είναι πιο πρόθυμο να συζητήσει για τον Μαραθώνα, ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη σημασία λόγω της «ηθικής άγνοιας» της προϊσλαμικής περιόδου. Οι λαϊκοί (μη ιερωμένοι) πολιτικοί της χώρας χαρακτηρίζονται από υφέρπον έως ολοφάνερο εθνικό συναίσθημα ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση: οι εκσυγχρονιστές-προοδευτικοί και μετριοπαθείς είναι πιο εκκοσμικευμένοι και πιο δεκτικοί στον εθνισμό. Η αποφατική σημασία του Μαραθώνα σε αυτούς είναι ισχυρή. Αντίθετα, οι συντηρητικοί πολιτικοί ρέπουν περισσότερο προς το Ισλάμ και υποβιβάζουν τον εθνικό αντίκτυπο του Μαραθώνα.
Σήμερα, εάν ερωτηθεί ο μέσος Ιρανός για τον Μαραθώνα, θα μιλήσει απρόθυμα για την ήττα των Αχαιμενιδών και θα τονίσει το ένδοξο αχαιμενιδικό παρελθόν, ίσως με την ίδια προθυμία που ένας Νεοέλληνας, σε ένα άλλο ιστορικό γεγονός, θα αποχρωμάτιζε λ. χ. τον εξοστρακισμό του Θεμιστοκλή από τους Αθηναίους και τη φυγή του στην αυλή του Μεγάλου Βασιλέα, τονίζοντας συγχρόνως τον προγενέστερο ευεργετικό ρόλο του Θεμιστοκλή για την Ελλάδα στη ναυμαχία της Σαλαμίνας…
Σημαντική πολιτική έκφανση του Μαραθώνα στην κοσμοθεώρηση των Ιρανών σήμερα αποτελεί η πανάρχαια σύγκρουση Ανατολής-Δύσης. Αληθεύει ότι ο ιρανικός κόσμος σήμερα, σε αντίθεση με τον παρηκμασμένο πολιτικά ελληνικό κόσμο, εξακολουθεί να αναπτύσσει γεωπολιτική δράση διεθνούς εμβέλειας. Κατά το β΄ ήμισυ του 20ού αι. η γεωπολιτική σύγκρουση του Ιράν με τη Δύση δεν είχε αντίπαλο την Ελλάδα, αλλά τη Βρετανία και κατόπιν τις ΗΠΑ, με την ΕΣΣΔ να κατέχει ευμετάβλητο ρόλο. Οπως και στην αρχαιότητα, το Ιράν σήμερα ενδιαφέρεται για τη γεωπολιτική πρόσβασή του στη Μεσόγειο Θάλασσα τόσο κατά την εθνική κοσμοθεώρηση του σάχη Μοχαμάντ Ρεζά Παχλεβί, όσο και κατά την ισλαμική αντίληψη του κόσμου του Ισλάμ (Νταρ αλ-Ισλάμ) και του κόσμου του Πολέμου (Νταρ αλ-Χαρμπ) που επανέφερε ο αγιατολάχ Χομεϊνί.
Λόγω της καταλυτικής επιρροής του αρχαιοελληνικού πολιτισμού στην πολιτική κοσμοαντίληψη της Δύσης σήμερα, οι μείζονες πολιτικά χώρες της Δύσης ταυτίζονται με τη «γιαγιά» αρχαία Ελλάδα και τη «μητέρα» Ρώμη, τοποθετώντας στον Μαραθώνα τις απαρχές της ίδιας τους της πολιτικής και στρατιωτικής ιστορίας. Οι Ιρανοί το γνωρίζουν αυτό και συνδέουν τη σημασία της επετείου του Μαραθώνα με τη γεωπολιτική σύγκρουση Ιράν - Δύσης στη Μ. Ανατολή (Παλαιστινιακό, Ιράκ, Αφγανιστάν), τρέφοντας παράλληλα φιλικά αισθήματα και σεβασμό στην καχεκτική γεωπολιτικά νεότερη Ελλάδα, λόγω της πολιτιστικής κληρονομιάς της. Ο Μαραθώνας σήμερα στο Ιράν, και στη Δύση, έχει περισσότερο επίκαιρη γεωπολιτική σημασία, και λιγότερο αναμνηστική, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα…
* Ο κ. Ευάγγελος Βενέτης είναι ισλαμολόγος - ιρανολόγος στο Πανεπιστήμιο Λέιντεν της Ολλανδίας και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Πηγή:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_25/07/2010_409265
Μαραθώνος μάχη: 2.500 χρόνια μετά
Ο Μαραθώνας χαράχθηκε στην ανθρώπινη μνήμη ως σημείο τομή του Δυτικού Πολιτισμού. Οριοθέτησε τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο θεμελίωσης και προάσπισης της ιδέας της συλλογικής ελευθερίας απέναντι στη δουλεία, της ανεξαρτησίας απέναντι στην υποταγή, της δημοκρατίας απέναντι στη δεσποτεία.
Ζούμε στην εποχή της κορύφωσης του χάους και της σύγκρουσης όλων εναντίον όλων. Η παγκόσμια ρευστότητα και πνευματική ξηρασία, η ανασφάλεια και η αγωνία όλων για το μέλλον και την προοπτική του ανθρώπινου γένους ως υλικής και κυρίως πνευματικής υπόστασης χαρακτηρίζουν το σήμερα. Τα αδιέξοδα του υλικού μας πολιτισμού ανατροφοδοτούνται από την ύφεση στην οποία εισήλθε ο πολιτισμός ως οικουμενική διάσταση πνευματικής ανάτασης, ελπίδας και αναγεννητικής προοπτικής της ανθρώπινης ύπαρξης.
Σ' αυτήν την εποχή της πολυεπίπεδης κρίσης, των αδιεξόδων και των εν πολλοίς άλυτων κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών προβλημάτων που, με γεωμετρική πρόοδο, αναδύονται παντού, ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει αισιοδοξία και εσωτερική πληρότητα στις πνευματικές του ρίζες που βρίσκονται και στην κλασική Ελλάδα. Η κλασική Ελλάδα είναι μια πνευματική όαση, κυρίως για τον μοναχικό, καταθλιπτικά ανικανοποίητο και εν πολλοίς απελπισμένο δυτικό άνθρωπο των προηγμένων κοινωνικά και πολιτικά κοινωνιών της κατανάλωσης, του αμετροεπούς ατομισμού και της ακόρεστης απληστίας. Οι δυτικές κοινωνίες περνούν σε μια επικίνδυνη φάση αδιεξόδων του καπιταλιστικού συστήματος και της δημοκρατίας, όπου η ραγδαία κλιμακούμενη φτώχεια, η απαισιοδοξία και η απελπισία εν γένει κυριαρχούν. Οι κοινωνίες της αφθονίας και της καταναλωτικής απληστίας διαφέρουν από τις ούτως ή άλλως εξαθλιωμένες κοινωνίες του Τρίτου Κόσμου, καθότι οι πρώτες περιήλθαν σε κατάσταση φτώχειας και συστημικών αδιεξόδων, ενώ οι άλλες πεθαίνουν από την ασιτία και την απόλυτη εξαθλίωση.
Ο Μαραθώνας οριοθέτησε τη θέση της Ελλάδας στον δυτικό κόσμο και τον σύγχρονο πολιτισμό σε μια αέναη διαλεκτική σχέση μεταξύ μύθου και λόγου και σε μια σχέση προσδιορισμού και ανατροφοδότησης της ευρωπαϊκής και δυτικής ταυτότητας. Η ιστορική αυτή στιγμή καθόρισε στο διάβα των χιλιετιών τη σχέση του ανατολικού με τον δυτικό, και ιδιαίτερα τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, αφού ο Μαραθώνας προηγήθηκε και υπήρξε η ιστορική προϋπόθεση του Χρυσού Αιώνα του Περικλέους και της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Ουσιαστικά, η ιστορικότητα της μάχης σηματοδότησε τη μεταλαμπάδευση του ελληνικού κλασικού πνεύματος, της δημοκρατίας, της ελευθερίας, του διαλόγου και της διαλεκτικής, της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της τέχνης και του ανθρωπισμού στην Ευρώπη της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού.
Από τους πρώτους μεγάλους Ευρωπαίους που θέλησαν να καταλάβουν την Αμερική και την είδαν με συμπάθεια να διαμορφώνει επάνω στις αθάνατες ελληνικές ιδέες τη δική της Δημοκρατία, ήταν ο Γκαίτε και ο Χέγκελ, και οι δύο στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ο γνωστός γάλλος πολιτικός Ντε Τοκβίλ αφιερώνει το έργο του «Δημοκρατία στην Αμερική» στην κλασική Ελλάδα που τον ενέπνευσε.
Όπως άλλωστε εσχάτων δήλωσε ο γάλλος σκηνοθέτης Ζαν Λικ Γκοντάρ, χωρίς την Ελλάδα, χωρίς τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ο σύγχρονος ευρωπαϊκός και δυτικός πολιτισμός, η ελευθερία και η δημοκρατία δεν θα υπήρχαν, αφού ουσιαστικά η κλασική Ελλάδα αποτέλεσε το πολιτιστικό υπόβαθρο της Ευρώπης και της Δύσης ως Οικουμένης σήμερα.
Σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, των αδιεξόδων, των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων που χαρακτηρίζουν την κρίση του σύγχρονου υλικού μας πολιτισμού, όλα δείχνουν πως έχουμε φθάσει, μετά την κατάρρευση της σοσιαλιστικής προοπτικής, στο τέλος και του καπιταλιστικού συστήματος όπως το γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια. Οφείλουμε να σκύψουμε στις πνευματικές μας ρίζες της συλλογικότητας, της δικαιοσύνης, της συνεργασίας, της αλληλεγγύης, της ελευθερίας, του διαλόγου και της συναίνεσης, με στόχο την επαναδιαπραγμάτευση της ζωής ως παγκόσμιου συλλογικού υποκειμένου. Τα προβλήματα και η κρίση δεν είναι εθνικού επιπέδου ούτε κρατικού, είναι παγκόσμια, η Οικουμένη λειτουργεί πλέον ως παγκόσμιο χωριό, η αλληλεξάρτηση είναι έντονη, εμφανής και κλιμακούμενη.
Η Αθήνα του Περικλέους, του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα, του Αισχύλου, του Αριστοφάνη, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, εκπέμπει μηνύματα αισιοδοξίας και πολιτισμού, ως ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης και αισιοδοξίας, υπόβαθρο αξιών και ιδεών, προσανατολισμού ζωής και ενδυνάμωσης της αυτοπεποίθησης για τον καθένα και το σύνολο.
Του
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗ
Καθηγητή Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντή Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών
Πηγή:
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΠΑΡΟΝ»
18.7.2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου