Του
Χρύσανθου Δημ. Τάσση*
To 9ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ πραγματοποιείται σε μια πρωτόγνωρη για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα, αλλά και για το ίδιο το κόμμα, πολιτική συγκυρία, η οποία χαρακτηρίζεται από την πολιτική συρρίκνωση και την εκλογική κατάρρευση του κόμματος, το οποίο υπήρξε «οδηγός» για τις εξελίξεις στο ελληνικό κομματικό σύστημα και στην ελληνική κοινωνία από το 1974. Δεν είναι, λοιπόν, υπερβολή αν θεωρούσαμε πως το ΠΑΣΟΚ είναι το «ηγεμονικό» κόμμα στο μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα, καθώς κατάφερε, διαμέσου της οργανωτικής του δομής και της κυβερνητικής του πρακτικής, να υλοποιήσει τα τρία βασικά προτάγματα της μεταπολιτευτικής περιόδου: τον εκδημοκρατισμό, την αλλαγή και τον εκσυγχρονισμό.
Από το ριζοσπαστισμό στον πολυσυλλεκτισμό
Ωστόσο, παρά το γεγονός πως κατάφερε να αλλάξει την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας, οι αλλαγές που το ίδιο «υπέστη» είναι εξίσου θεμελιώδεις. Πιο συγκεκριμένα, από ένα ριζοσπαστικό κίνημα τη δεκαετία του 1970, που καταφέρνει να εκφράσει διαμέσου της υιοθέτησης της οργανωτικής δομής των κομμάτων μαζών το αίτημα της ελληνικής κοινωνίας για δημοκρατία και ελεύθερη συμμετοχή στην πολιτική, μετεξελίσσεται σε πολυσυλλεκτικό κυβερνητικό κόμμα τη δεκαετία του 1980, όπου με τις ουσιαστικές παρεμβάσεις του (διπλασιασμός κατώτερου μισθού, εισαγωγή της ΑΤΑ, οικοδόμηση ΕΣΥ, εκσυγχρονισμός της παιδείας, αναγνώριση Εθνικής Αντίστασης) καταφέρνει να προσδώσει στο κράτος χαρακτήρα προοδευτικό και με αυτό τον τρόπο να εκφράσει την Αλλαγή και τα αιτήματα των «μη προνομιούχων». Τελικά μετασχηματίζεται σε κόμμα καρτέλ – κόμμα του κράτους από τη δεκαετία του 1990, όπου με την οικοδόμηση της νέας συμμαχίας με τα πιο δυναμικά κοινωνικά στρώματα καταφέρνει να εκφράσει το εκσυγχρονιστικό πρόταγμα, με την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και την υιοθέτηση του ευρώ, και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων.
Η πορεία όμως από το κόμμα μαζών στο κόμμα καρτέλ, το οποίο συμβολικά και ουσιαστικά αντικατοπτρίζει την πορεία του κόμματος από την κοινωνία στο κράτος, έχει εξίσου σημαντικές συνέπειες στην πολιτική και οργανωτική του φυσιογνωμία. Πιο συγκεκριμένα, σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο σταδιακά εγκαταλείπει τις ριζοσπαστικές του αναφορές, που βασίζονται στο θεωρητικό σχήμα της σχολής της εξάρτησης και αφήνει περιθώρια για σοσιαλιστικές ερμηνείες, και μετεξελίσσεται σε ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που υιοθετεί χωρίς ουσιαστικές ενστάσεις τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα. Σε οργανωτικό επίπεδο, το κόμμα του κράτους χρειάζεται πλέον όλο και λιγότερο τα οργανωμένα μέλη και τις τοπικές οργανώσεις όχι μόνο στο σχεδιασμό της πολιτικής, αλλά και ως εκλογικό μηχανισμό. Ρόλοι τους οποίους αναλαμβάνουν κυρίως τα ιδιωτικά ΜΜΕ, οι τεχνοκράτες και οι ειδικοί της επικοινωνίας.
Στη μετά μνημόνιο εποχή
Μάλιστα, ιδίως μετά την υιοθέτηση του Μνημονίου τον Μάιο του 2010, το οποίο εκτός από τις βίαιες παρεμβάσεις στην οικονομία συνοδεύεται και από τη ρητορεία τού κοινωνικού αυτοματισμού (λόγος περί συντεχνιών και δημοσίων υπαλλήλων, για παράδειγμα) ενάντια σε κοινωνικές μερίδες που αποτελούν παραδοσιακά στηρίγματα του κόμματος, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός της εκλογικής του κατάρρευσης στις εκλογές του 2012. Και αυτό γιατί, όταν η μεταπολιτευτική διευθέτηση καταρρέει, καθίσταται λογικό το πολιτικό κόμμα το οποίο πρωτοστάτησε σε αυτή τη διαδικασία, να υφίσταται τις μεγαλύτερες συνέπειες. Επίσης, η μετακίνηση του ΠΑΣΟΚ στο κέντρο του κομματικού φάσματος και η επιλογή της ηγεσίας του να διεξάγει «διμέτωπο» αγώνα (και προς τη Δεξιά, αλλά κυρίως προς την Αριστερά) στερεί από το κόμμα σημαντικό «ζωτικό χώρο», ιδίως από τη στιγμή που από τις πολιτικές του Μνημονίου η κοινωνική συμμαχία που οικοδομήθηκε μετά το 1996 με την εκλογή του Κ. Σημίτη στην ηγεσία του κόμματος, δεν μπορεί πλέον να αναπαραχθεί, καθώς τα νέα «δυναμικά» κοινωνικά στρώματα δέχονται έντονα τις επιπτώσεις της κρίσης. Ωστόσο, η εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ δεν είναι το αποτέλεσμα της υιοθέτησης του Μνημονίου, αλλά συνοδεύεται από την ταυτόχρονη περιθωριοποίηση του παράγοντα «κόμμα», από την υιοθέτηση της συγκεκριμένης πολιτικής ατζέντας, η οποία βρίσκεται σε ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από την πολιτική παράδοση, αλλά και τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, κάτι το οποίο γίνεται φανερό από την απουσία του οργανωμένου κόμματος ως μηχανισμού πολιτικής κινητοποίησης στις εκλογές του 2012, το οποίο θα μπορούσε να περιορίσει την εκλογική κατάρρευση.
Μονοκρατορία Βενιζέλου
Την επαύριον των εκλογών και παρά τη βαριά πολιτική και εκλογική ήττα, καθίσταται φανερό πως ο νέος πρόεδρος Ε. Βενιζέλος προσπαθεί να ελέγξει όλες τις οργανωτικές διαδικασίες οι οποίες οδηγούν στο συνέδριο. Στο πλαίσιο αυτό αποφασίζει τη διάλυση όλων των αιρετών οργάνων και ορίζει ο ίδιος το Πολιτικό και Οργανωτικό Συμβούλιο καθώς θεωρεί πως αντλεί τη νομιμοποίησή του από την ανοικτή διαδικασία εκλογής της 18ης Μαρτίου 2012, κατά τα πρότυπα του Γ. Παπανδρέου. Επίσης, στη Συνδιάσκεψη της 6ης Ιουλίου 2012, ενώ ο ίδιος ανοίγει και κλείνει τις διαδικασίες, αποφασίζεται ότι οι υπόλοιποι ομιλητές θα μιλήσουν μετά από κλήρωση, με αποτέλεσμα κανένα «κορυφαίο» στέλεχος να μην απευθυνθεί στη συνδιάσκεψη.
Η ίδια λογική επιβεβαιώνεται και από τις οργανωτικές διαδικασίες που επιλέγονται στην πορεία προς το συνέδριο:
α) Η απόλυτα ελεγχόμενη από τον πρόεδρο Επιτροπή Καταστατικού και Πιστοποίησης (ΕΚΑΠ) που ελέγχει και νομιμοποιεί τις διαδικασίες,
β) ο διορισμός Γραμματείας Οργάνωσης Συνεδρίου σε επίπεδο δήμων χωρίς καμιά διαδικασία νομιμοποίησης από τη γενική συνέλευση της δημοτικής οργάνωσης,
γ) τα μέλη της Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής Συνεδρίου (ΚΟΕΣ) δεν συμμετέχουν στην επεξεργασία των κειμένων, τα οποία αποτελούνται βασικά από λόγους του Προέδρου,
δ) δεν πραγματοποιείται διάλογος για το πρόγραμμα και τις θέσεις στις δημοτικές οργανώσεις
ε) η συζήτηση θα επικεντρωθεί γύρω από ένα ερωτηματολόγιο, το οποίο αναδεικνύει την έμφαση που αποδίδεται στην επικοινωνία και τη δημοσκοπική διαδικασία εις βάρος της πολιτικής,
στ) το εκλογικό μέτρο για την ανάδειξη των συνέδρων προσδιορίζεται όχι με βάση ένα μητρώο μελών και φίλων, αλλά με βάση τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ στις εθνικές εκλογές, κάτι που σηματοδοτεί την ουσιαστική ανυπαρξία του οργανωμένου κόμματος σε τοπικό επίπεδο
ζ) στο ΠΑΣΟΚ οι τάσεις είναι άτυπες, δεν έχουν οργανωτική δομή και ως εκ τούτου αποτελούν κυρίως συγκυριακές ομαδοποιήσεις, οι οποίες λειτουργούν ως «ομάδες πίεσης» προς την ηγεσία για μεγαλύτερο μερίδιο στην κατανομή των κομματικών / κρατικών πόρων, παρά ως ιδεολογικές συνιστώσες οι οποίες γειώνονται στην κοινωνία.
Η κρατικοποίηση του κόμματος
Το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι ότι η κοινωνία, καθώς απέχει από τις εσωκομματικές συζητήσεις γύρω από το πρόγραμμα, απέχει ουσιαστικά από το σχεδιασμό της πολιτικής. Με αυτό τον τρόπο, το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να βυθίζεται περισσότερο στο πολιτικό και ιδεολογικό έλλειμμα που δημιουργεί η κρίση εκπροσώπησης κοινωνικών αιτημάτων και να προσανατολίζεται αποκλειστικά στη διαχείριση των κρατικών προταγμάτων. Μια τάση κρατικοποίησης, που την τελευταία τριετία έχει αλλάξει μορφή, καθώς έχει μετατοπιστεί από το εθνικό κράτος στο υπερ-κράτος με την αποφασιστική παρουσία της τρόικας (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ) στο σχεδιασμό της πολιτικής, μια διαδικασία η οποία προάγει όχι μόνο το δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ, αλλά ουσιαστικά προάγει το έλλειμμα της δημοκρατίας, από τη στιγμή κατά την οποία τα κοινωνικά αιτήματα δεν αντιπροσωπεύονται στο κράτος. Στο πλαίσιο αυτό, με τις συγκεκριμένες ιδεολογικές και οργανωτικές πολιτικές επιλογές, το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να απομακρύνεται περαιτέρω από την κοινωνία, καθώς δεν φαίνεται να θέλει να αποκαταστήσει τη σχέση κοινωνίας / κράτους με έμφαση στην εκπροσώπηση των κοινωνικών αιτημάτων, μια διαδικασία η οποία όχι μόνο δεν θεραπεύει τα αίτια της πολιτικής και εκλογικής του κατάρρευσης, αλλά θέτει στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας το ερώτημα αν το επερχόμενο συνέδριο θα αποτελέσει το «κύκνειο άσμα» ενός ηγεμονικού κόμματος.
* Ο Χ. Δ. Τάσσης είναι δρ Πολιτικής Επιστήμης και διδάσκει Εκλογική Συμπεριφορά και Ανάλυση στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
http://epohi.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου