Τεχνολογικό
θράσος
Γράφει ο Ράσελ Μπέϊκερ
Έχω μια φρικτή υποψία: Το
καινούργιο μου «ομιλούν» αυτοκίνητο είναι ψυχοπαθής δολοφόνος. Στην αρχή
υπέθεσα ότι περνούσε απλώς μια νευρική κρίση. Ήταν τότε που άρχισε να μου λέει
κάθε πρωί «ευχαριστώ, ευχαριστώ», μόλις άνοιγα την πόρτα και καθόμουν στη θέση
μου.
Ήταν βέβαια διασκεδαστικό
στην αρχή, μα γρήγορα άρχισα να το βρίσκω πολύ ανόητο. Στο τέλος δεν κρατήθηκα
και του το είπα ένα πρωί, καθώς άνοιγα την πόρτα κι άκουγα πάλι εκείνο το
γνωστό «ευχαριστώ, ευχαριστώ».
«Είναι ηλίθιο να μου λες
ευχαριστώ, χωρίς να έχω κάνει τίποτε για σένα. Και το διπλό ευχαριστώ μάλιστα
το βρίσκω πολύ δουλοπρεπές.»
Η στιχομυθία αυτή είχε
αποτέλεσμα μια αντίδραση που στην αρχή μου φάνηκε σαν ξέσπασμα θρασύτητας.
Μόλις έφτασα στο σπίτι ενός φίλου, ανοίγοντας την πόρτα άκουσα να μου λέει:
«Η πίεση του λαδιού είναι
πολύ χαμηλή και πρέπει να το φροντίσετε αμέσως. Τα φώτα σας είναι αναμμένα.
Παρακαλώ, δέστε τη ζώνη σας. Το δοχείο νερού του υαλοκαθαριστήρα έχει αδειάσει.
Το χειρόφρενο είναι δεμένο. Μία πόρτα είναι ανοιχτή. Το ρεζερβουάρ βενζίνης
έχει σχεδόν αδειάσει...»
Ο φίλος μου βρήκε τόσο
διασκεδαστική την λογοδιάρροια του αυτοκινήτου μου, ώστε μόλις έκλεισα την
πόρτα την ξανάνοιξε για να δει αν το αυτοκίνητο θα συνέχιζε να μιλά.
«Η πίεση του λαδιού είναι
πολύ χαμηλή και πρέπει να το φροντίσετε αμέσως,» είπε το αυτοκίνητο. «Τα φώτα
σας είναι αναμμένα. Παρακαλώ δέστε τη ζώνη σας. Το δοχείο νερού του
υαλοκαθαριστήρα έχει αδειάσει. Το χειρόφρενο είναι δεμένο. Μία πόρτα είναι
ανοιχτή. Το ρεζερβουάρ...»
Βρόντηξα την πόρτα με
δύναμη για να το κάνω να σωπάσει, αλλά στο μεταξύ η γυναίκα του φίλου μου είχε
βγει από το σπίτι. «Τι είναι αυτό που άκουσα; Ένα αυτοκίνητο που φλυαρεί;» είπε
κι άνοιξε πάλι την πόρτα.
«Η πίεση του λαδιού είναι
πολύ χαμηλή και πρέπει να το φροντίσετε αμέσως,» είπε το αυτοκίνητο. «Τα φώτα
σας είναι αναμμένα. Παρακαλώ, δέστε τη ζώνη σας. Το δοχείο νερού του
υαλοκαθαριστήρα...»
Μέχρι εκείνη τη στιγμή
περηφανευόμουν στους φίλους μου ότι είχα ένα αυτοκίνητο που ήξερε να μιλά. Μα
τώρα που είχε αποδειχθεί ότι η σύγχρονη τέχνη, ο υπαρξισμός ή η κρίση του
μυθιστορήματος ήταν θέματα αποκλεισμένα από τις συζητήσεις μας, αισθανόμουν ότι
και το αυτοκίνητο και εγώ είχαμε εκτεθεί ως πνευματικά υπανάπτυκτοι.
Στον δρόμο της επιστροφής
του είπα: «Αυτόν τον τρόπο διάλεξες για να με εκδικηθείς, γι' αυτά που σου είπα
για το ευχαριστώ-ευχαριστώ;»
«Παρακαλώ, δέστε τη ζώνη
σας,» μου απάντησε το αυτοκίνητο.
Την έδεσα.
«Ευχαριστώ,» είπε το
αυτοκίνητο. Και εγώ σκέφθηκα. Εντάξει, το είπε μόνο μια φορά. Έγινε πάλι
φυσιολογικό.
Το άλλο πρωί ξυπνώ, πηγαίνω
στο αυτοκίνητο, ανοίγω την πόρτα. Δεν μου λέει «ευχαριστώ, ευχαριστώ».
Θαυμάσια. Επιτέλους συνεννοηθήκαμε. Βάζω μπρος τη μηχανή, κάνω να φύγω, αλλά το
αυτοκίνητο δεν κουνάει. Συνειδητοποιώ ότι έχω ξεχάσει να λύσω το χειρόφρενο.
Για μια στιγμή! Υποτίθεται
ότι το αυτοκίνητο έπρεπε να μου το πει: «Το χειρόφρενο είναι δεμένο.» Αλλά δεν
είπε τίποτε. Και, εδώ που τα λέμε, δεν μου είχε πει ούτε να δέσω τη ζώνη μου,
παρ' όλο που την είχα πάλι ξεχάσει.
Το αυτοκίνητο είχε
φαίνεται αποφασίσει στη διάρκεια της νύχτας, να μη μου ξαναπευθύνει τον λόγο
ποτέ. Κι όχι μόνον αυτό. Είχε παρασύρει και το ραδιόφωνο σ' αυτή τη συνωμοσία
της σιωπής, γιατί κανένας από τους 150 σταθμούς με ροκ μουσική, με τους οποίους
μου έπαιρνε το κεφάλι τις προηγούμενες μέρες δεν απαντούσε στις εκκλήσεις μου.
Αποφάσισα να μην ανεχθώ
αυτή την ανταρσία. Όταν δίνω τα λεφτά μου για ένα αυτοκίνητο που μιλά, εννοώ να
το ακούω να μιλά και δεν ανέχομαι να με εξαπατούν. Τηλεφώνησα στην αντιπροσωπεία που μου το
πούλησε κι έκλεισα ραντεβού για μετά από τέσσερις μέρες. Επί τρεις ημέρες
υπέφερα την πεισματική σιωπή του αυτοκινήτου μου.
Το πρωί της τέταρτης
ημέρας, καθώς έστριβα από τη γωνία του σπιτιού μου, καθ' οδόν για το συνεργείο
της αντιπροσωπείας άκουσα μια γνώριμη φωνή: «Παρακαλώ, δέστε τη ζώνη σας».
Την έδεσα. «Ευχαριστώ,»
μου είπε. Άνοιξα λίγο την πόρτα.
«Μία πόρτα είναι ανοιχτή,»
είπε το αυτοκίνητο. Και το ραδιόφωνο με βομβάρδισε με μια εκκωφαντική συγχορδία
ροκ.
Παρ' όλα αυτά πήγα μέχρι
το συνεργείο. Ο μηχανικός με κοίταξε με περίεργο τρόπο. «Ώστε δεν ακούγατε
τίποτε;» μου είπε. «Παράξενο.»
«Προσπαθείς να με κάνεις
ρεζίλι;» του είπα καθώς φεύγαμε από το συνεργείο. Δεν περίμενα βέβαια να ακούσω
ένα σατανικό «χε, χε, χε..» Αλλά προς στιγμήν έστησα αυτί περιμένοντας το. Ναι,
περίμενα να το ακούσω.
Πέρασαν κάμποσες μέρες.
Άφησα το αυτοκίνητο σ' ένα αεροδρόμιο, το ξαναβρήκα μετά από τρεις ημέρες.
Καθώς φεύγαμε από το αεροδρόμιο, η νύχτα ήταν κρύα και βροχερή. Άνοιξα το
καλοριφέρ και επί είκοσι λεπτά οδηγούσα σε μια όλο και πιο κρύα ατμόσφαιρα.
Μήπως το αυτοκίνητο είχε
φροντίσει να μου πει ότι, «ανάβοντας το καλοριφέρ, κατά μυστηριώδη τρόπο μπήκε
σε λειτουργία το αιρ-κοντίσιον και πρέπει να ενεργήσεις γρήγορα ώστε να μην
γίνεις παγάκι»;
Όχι. Το αυτοκίνητο δεν
είχε πει τίποτε τέτοιο. Είχε αποφασίσει να με δολοφονήσει. Εγώ όμως ανοίγοντας
το παράθυρο για να βγει ο παγωμένος αέρας του αιρ-κοντίσιον και να μπει η βροχή
και η παγωνιά της νύχτας, του χάλασα τα σκοτεινά του σχέδια.
Φυσικά έσπευσα να κλείσω
και πάλι ένα ραντεβού με το συνεργείο για μετά από τέσσερις ημέρες. Είχα κάθε
λόγο. Ακόμη κι όταν είχα κλειστό το καλοριφέρ, το αιρ-κοντίσιον συνέχιζε να με
παγώνει.
Όλα αυτά μέχρι το πρωί της
τέταρτης ημέρας φυσικά. Εκείνο το πρωί, καθώς ξεπαρκάριζα ένας χείμαρρος θερμού
αέρα ξεχύθηκε στο εσωτερικό του αυτοκινήτου.
Ο μηχανικός με πήρε στην
πλάκα. Το αυτοκίνητο προσπαθούσε να με καταστρέψει; Καλύτερα να μην ξαναδιαβάσετε
θρίλερ μεταφυσικού τρόμου - μου είπε.
Γι' αυτό σας λέω, αν ποτέ
μου συμβεί τίποτε κακό, σας παρακαλώ αυτό το σημείωμα να δοθεί στο Τμήμα
Διώξεως Εγκλήματος της Τροχαίας.
Από το New York Times Magazine.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου