Η ηθογραφία ως δυστοπία
Παρατηρώ το χτίσιμο: πέτρες δεμένες με πλίνθους και κουρασάνι. Ρωμαϊκό, βυζαντινό. Αγκαλιάζω την χαρίεσσα φόρμα. Χαμηλώνω το βλέμμα. Στο πεζούλι του βυζαντινού ναού των Αγίων Θεοδώρων, στην πλατεία Κλαυθμώνος, ένας (μία;) μικροπωλητής, συνήθως άφαντος, έχει απλώσει την πραμάτειά του: εικονίτσες, βίους αγίων, την Αγία Μαρκέλα, τον Αγιο Κυπριανό, θρησκευτικά ημερολόγια, λιβάνι, βραχιολάκια, κομπολόγια, ένα CD με Λόγους Μετανοίας. Στην άκρη απιθωμένο ένα πλαστικό κύπελλο καφές. Ενας γενειοφόρος Πρόδρομος, νωδός, διαλαλεί ψευδά τα λαχεία του «τι σου ‘χω σήμερα, σε γλιτώνω!». Πιο πάνω, άλλος σαλός με άδειο βλέμμα, λευκογενειοφόρος με πατημένα παπούτσια σαν παντόφλες, κουνάει ένα άδειο κουτί “πεινάω” προς παγερά αδιάφορους διαβάτες, είναι αόρατος. Στο πεζοδρόμιο της Αθηνάς ένας άντρας έχει ανοίξει ένα χαρτόκουτο και επιδεικνύει καρδερίνες, λούγαρους και φλώρια, έχουν μαζευτεί καμιά δεκαριά άντρες σαράντα-πενήντα χρονών, χαζεύουν και καπνίζουν, ένας σαν κράχτης κάνει ότι ψωνίζει και βάζει σε ένα σακ βουαγιαζ ένα πουλάκι. Στις παρυφές της Ερμού, επί της Αρεως, ένας αστυνομικός με μπλε εξάρτυση καλεί έναν ινδοασιάτη μικροπωλητή για έλεγχο, αυτός κρατάει μια γαλάζι ομπρέλα ανοιχτή και τέσσερις-πέντε κλειστές σε νάιλον, το βάζει στα πόδια, ξεφορτώνεται το εμπόρευμα στο δρόμο, τρέχει με την γαλάζια ομπρέλα ανοιχτή, ο νεαρός αστυνομικός τον προλαβαίνει, του βάζει τις φωνές, ο Πακιστανός χαμογελάει διαρκώς και στριφογυρίζει ψηλά την ανοιχτή ομπρέλα, κανείς δεν δίνει σημασία, μόνο ένας σκουρόχρωμος σαλεπιτζής παρακολουθεί διακριτικά.
Κανείς δεν παραξενεύεται με αυτές τις εικόνες στο κέντρο των Αθηνών. Ολοι προσπερνούν αποτραβηγμένοι στον εαυτό τους, σκυθρωποί, κοιτάνε πέρα, μακριά, πολύ μακριά από τον τρέχοντα ζόφο. Βαλκανίλα και Κάιρο μυρίζει. Και παλιά Αθήνα του ’60, όταν οι ζητιάνοι συνωστίζονταν στα σκαλιά των εκκλησιών κάθε Κυριακή, απλώνοντας εικονίτσες και άδεια χέρια κάτω απ΄τις μύτες των νοικοκυραίων, κι όταν μαυροντυμένες κοσμοκαλόγριες με μπόγους γυρνούσαν πόρτα πόρτα πουλώντας μοσχολίβανο και καρβουνάκια.
Εικόνες απόμακρες, καταχωνιασμένες, ακατανόητες σήμερα, κι όμως επιστρέφουσες μαζικά, ορμητικά: η επαιτεία ως αναπόσπαστο μέρος του βίου, ως μια φυσικότατη εκδήλωση της διάχυτης πενίας· οι μικροπωλητές που περιφέρουν εμπόρευμα σαβούρα σε χαρτόκουτα ή κρεμασμένο στο λαιμό τους· οι παπατζήδες στο δρόμο και οι λοταριατζήδες στα καφενεία· οι μπανανοπώλες με καρότσια μπεμπέ· οι υπαίθριοι ψήστες κοκορετσιού· οι πωλητές χύμα χλωρίνης, ελαιόλαδου, φυτίνης και γιαουρτιού πόρτα πόρτα· οι δοσάδες με είδη προικός στη βαλίτσα.
Το ’50 και το ’60 εισβάλλουν βίαια στο 2012. Δεν φέρουν κανένα φολκλόρ, δεν ξυπνούν καμιά νοσταλγία, δεν περιέχουν αισθητική και καλαμπούρια, όπως αυτή που ξυπνούσαν έως πρόσφατα οι ασπρόμαυρες φαρσοκωμωδίες. Ποιος νοσταλγεί την αυλή με τη σκάφη και τον κοινό απόπατο; Αυτά ήταν για να τα βλέπουν σε Plasma 40 ιντσών και να γελάνε χορτάτοι επίγονοι, παιδιά και εγγόνια αυτών των παράξενων Ελλήνων με τα τριμμένα ντρίλια και τα παλτά της αμερικανικής βοήθειας.
Δεν θα γυρίσουμε στη σκάφη. Αλλά σε πολλά διαμερίσματα φέτος δεν άναψαν καλοριφέρ· τα αυτοκίνητα στέκουν ακίνητα, χωρίς πανάκριβη βενζίνη· οι μοτοσικλέτες μεγάλου κυβισμού ξεπουλιούνται για να αντικατασταθούν με παπί· στα γραφεία κολατσίζουν από τάπερ σπιτικά.
Γυρνάμε στη φτώχεια· δεν γυρνάμε όμως και στην αθωότητα της παλαιάς ηθογραφίας της. Οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι, συνοικίες και αστικές ζώνες ολόκληρες έχουν μπει στα κόκκινα, οι πολυκατοικίες χτυπιούνται κάθε βράδυ, κάθε ώρα και μια διάρρηξη, αλαφιασμένοι μικρομεσαίοι προσθέτουν κλειδαριές και σίδερα.
Ο πόλισμαν της ηθογραφίας, με το γκρίζο κοστούμι-στολή και το πηλίκιο, εξαφανίστηκε· στις φυλασσόμενες ζώνες με τράπεζες και πολιτικά κτίρια στέκονται πάνοπλοι ειδικοί φρουροί με περικνημίδες και οπλοπολυβόλα. Η επιτήρηση, ο ατομικός οπλισμός και οι αυτοδικούσες μιλίτσιες προβάλλουν ως μόνες απαντήσεις στην φτώχεια, την ανασφάλεια, την ανισότητα. Ζητιάνοι, πρεζάκια, μικροπωλητές, αξύριστοι άντρες στα πεζοδρόμια, και φρουροί με οπλοπολυβόλα. Λείπουν οι προφήτες.
Η ηθογραφία διαστρωματώνεται και αλλάζει. Και λουπάρει. Ηταν η αυλή, γεράνια, πατριάρχες άντρες, μεγαλοκοπέλες, έρωτες, ένας ορισμένος νεορεαλισμός, υποβασταζόμενος από το όραμα της διαρκούς προόδου. Κατόπιν ήρθε το διαμέρισμα, κοστούμια, γαλλικούλια, κούρσες, ροκ-εν-ρολ, μπλουτζήν και καμπάνες, χουντοπόπ. Μετά, δημοκρατία και φενάκη αναδιανομής, μαζική παιδεία, πλησμονή, νεοπλουτισμός, προωθητικός φθόνος, θαυμαζόμενη ανομία, κατανάλωση, τηλεόραση, μάζα, σκυλοπόπ. Ευρώπη ― όραμα και φενάκη.
Η τελευταία στοιβάδα ηθογραφίας αναπαράγει διαθλασμένα, σαρκαστικά, ένα παλαιότερο πρόσωπό της, παραμορφωμένο, απεχθές, μια αστυνομική πτωχοκρατία. Η ηθογραφία εξελίσσεται: σαν δυστοπία.
Κανείς δεν παραξενεύεται με αυτές τις εικόνες στο κέντρο των Αθηνών. Ολοι προσπερνούν αποτραβηγμένοι στον εαυτό τους, σκυθρωποί, κοιτάνε πέρα, μακριά, πολύ μακριά από τον τρέχοντα ζόφο. Βαλκανίλα και Κάιρο μυρίζει. Και παλιά Αθήνα του ’60, όταν οι ζητιάνοι συνωστίζονταν στα σκαλιά των εκκλησιών κάθε Κυριακή, απλώνοντας εικονίτσες και άδεια χέρια κάτω απ΄τις μύτες των νοικοκυραίων, κι όταν μαυροντυμένες κοσμοκαλόγριες με μπόγους γυρνούσαν πόρτα πόρτα πουλώντας μοσχολίβανο και καρβουνάκια.
Εικόνες απόμακρες, καταχωνιασμένες, ακατανόητες σήμερα, κι όμως επιστρέφουσες μαζικά, ορμητικά: η επαιτεία ως αναπόσπαστο μέρος του βίου, ως μια φυσικότατη εκδήλωση της διάχυτης πενίας· οι μικροπωλητές που περιφέρουν εμπόρευμα σαβούρα σε χαρτόκουτα ή κρεμασμένο στο λαιμό τους· οι παπατζήδες στο δρόμο και οι λοταριατζήδες στα καφενεία· οι μπανανοπώλες με καρότσια μπεμπέ· οι υπαίθριοι ψήστες κοκορετσιού· οι πωλητές χύμα χλωρίνης, ελαιόλαδου, φυτίνης και γιαουρτιού πόρτα πόρτα· οι δοσάδες με είδη προικός στη βαλίτσα.
Το ’50 και το ’60 εισβάλλουν βίαια στο 2012. Δεν φέρουν κανένα φολκλόρ, δεν ξυπνούν καμιά νοσταλγία, δεν περιέχουν αισθητική και καλαμπούρια, όπως αυτή που ξυπνούσαν έως πρόσφατα οι ασπρόμαυρες φαρσοκωμωδίες. Ποιος νοσταλγεί την αυλή με τη σκάφη και τον κοινό απόπατο; Αυτά ήταν για να τα βλέπουν σε Plasma 40 ιντσών και να γελάνε χορτάτοι επίγονοι, παιδιά και εγγόνια αυτών των παράξενων Ελλήνων με τα τριμμένα ντρίλια και τα παλτά της αμερικανικής βοήθειας.
Δεν θα γυρίσουμε στη σκάφη. Αλλά σε πολλά διαμερίσματα φέτος δεν άναψαν καλοριφέρ· τα αυτοκίνητα στέκουν ακίνητα, χωρίς πανάκριβη βενζίνη· οι μοτοσικλέτες μεγάλου κυβισμού ξεπουλιούνται για να αντικατασταθούν με παπί· στα γραφεία κολατσίζουν από τάπερ σπιτικά.
Γυρνάμε στη φτώχεια· δεν γυρνάμε όμως και στην αθωότητα της παλαιάς ηθογραφίας της. Οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι, συνοικίες και αστικές ζώνες ολόκληρες έχουν μπει στα κόκκινα, οι πολυκατοικίες χτυπιούνται κάθε βράδυ, κάθε ώρα και μια διάρρηξη, αλαφιασμένοι μικρομεσαίοι προσθέτουν κλειδαριές και σίδερα.
Ο πόλισμαν της ηθογραφίας, με το γκρίζο κοστούμι-στολή και το πηλίκιο, εξαφανίστηκε· στις φυλασσόμενες ζώνες με τράπεζες και πολιτικά κτίρια στέκονται πάνοπλοι ειδικοί φρουροί με περικνημίδες και οπλοπολυβόλα. Η επιτήρηση, ο ατομικός οπλισμός και οι αυτοδικούσες μιλίτσιες προβάλλουν ως μόνες απαντήσεις στην φτώχεια, την ανασφάλεια, την ανισότητα. Ζητιάνοι, πρεζάκια, μικροπωλητές, αξύριστοι άντρες στα πεζοδρόμια, και φρουροί με οπλοπολυβόλα. Λείπουν οι προφήτες.
Η ηθογραφία διαστρωματώνεται και αλλάζει. Και λουπάρει. Ηταν η αυλή, γεράνια, πατριάρχες άντρες, μεγαλοκοπέλες, έρωτες, ένας ορισμένος νεορεαλισμός, υποβασταζόμενος από το όραμα της διαρκούς προόδου. Κατόπιν ήρθε το διαμέρισμα, κοστούμια, γαλλικούλια, κούρσες, ροκ-εν-ρολ, μπλουτζήν και καμπάνες, χουντοπόπ. Μετά, δημοκρατία και φενάκη αναδιανομής, μαζική παιδεία, πλησμονή, νεοπλουτισμός, προωθητικός φθόνος, θαυμαζόμενη ανομία, κατανάλωση, τηλεόραση, μάζα, σκυλοπόπ. Ευρώπη ― όραμα και φενάκη.
Η τελευταία στοιβάδα ηθογραφίας αναπαράγει διαθλασμένα, σαρκαστικά, ένα παλαιότερο πρόσωπό της, παραμορφωμένο, απεχθές, μια αστυνομική πτωχοκρατία. Η ηθογραφία εξελίσσεται: σαν δυστοπία.
του ΝΙΚΟΥ Γ. ΞΥΔΑΚΗ
http://vlemma.wordpress.com/2012/03/18/ethographia-dystopia/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου